του Tony Gatlif. Με τους Δάφνη Πατακιά, Simon Abkarian, Maryne Cayon, Κίμωνα Κουρή, Γιάννη Μποσταντζόγλου, Μιχάλη Ιατρόπουλο, Ελευθερία Κόμη
«Θα τη ζεστάνουμε τη Νορβηγία»!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ένα αστέρι γεννήθηκε – και είναι Ελληνίδα!
Τούτη η ταινία του Tony Gatlif δεν ήταν η καλύτερη που είδαμε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Με διαφορά, όμως, αποτέλεσε την πλέον αγαπημένη μας! Εκεί, προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα, ως μοναδική νέα ταινία του προγράμματος «Cinéma de la plage». Ουσιαστικά, είναι ένα πρόγραμμα που δομείται από ταινίες οι οποίες προβάλλονται στην παραλία των Καννών, κάτι σαν θερινός κινηματογράφος με δωρεάν είσοδο. Και επιλέχτηκε η Μποέμικη ψυχή (Djam) για προφανείς λόγους. Μπόλικη μουσική, χορός, ευθυμία παντού. Εμείς είδαμε την ταινία στη δημοσιογραφική προβολή της, μάθαμε όμως πως στην επίσημη προβολή, στην παραλία, έγινε πανικός, καθώς μετά την προβολή δόθηκε και συναυλία! Πανικός 100% δικαιολογημένος! Ο γεννημένος στην Αλγερία Michel Dahmani, γνωστός ως Tony Gatlif, έχει αραβικές και τσιγγάνικες ρίζες και είναι Γάλλος υπήκοος. Και όπως κάθε του ταινία, έτσι και τούτη, είναι γεμάτη μουσική και τραγούδια! Στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης προβλήθηκε ως «Ειδική Προβολή».
Η Δάφνη Πατακιά γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου του 1992 στις Βρυξέλλες του Βελγίου από Έλληνες γονείς. Η οικογένειά της είναι θεατρόφιλη και η μητέρα της είναι ποιήτρια. Μεγάλωσε στο Βέλγιο αλλά υποκριτική σπούδασε στο Εθνικό Θέατρο, στην Αθήνα. Την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση την πραγματοποίησε στην ταινία «Interruption» του Γιώργου Ζώη το 2015 και την ίδια χρονιά πρωταγωνιστεί στην ταινία «Το ξύπνημα της άνοιξης» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη. Το 2016 παίρνει έναν μικρό ρόλο στην ταινία του Κωνσταντίνου Βούλγαρη «Νήμα». Το 2016 διακρίνεται στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου ως ένα από τα δέκα ανερχόμενα ταλέντα του διεθνούς σινεμά, τα περίφημα «Shooting Stars». Και την επόμενη χρονιά πρωταγωνιστεί σε αυτήν την ταινία του Gatlif. Και το μέλλον είναι όλο δικό της! Έτσι κι αλλιώς συμμετέχει στη διεθνή τηλεοπτική σειρά «Βερσαλίες» όπου υποδύεται την Έλενορ, την πριγκίπισσα της Αυστρίας. Φέτος ήταν υποψήφια ως μία από τις αποκαλύψεις για το 2018 στα βραβεία Cesar (τα γαλλικά Όσκαρ)!!! Και βέβαια, το σπουδαιότερο από όλα είναι πως η τρομερή αυτή κοπέλα θα πρωταγωνιστήσει στη νέα ταινία του Paul Verhoeven, το «Blessed Virgin», δίπλα στους Lambert Wilson και Virginie Efira, με την οποία στην ταινία έχει ερωτικό δεσμό! Χίλια μπράβο, το κορίτσι το αξίζει!
Η υπόθεση: Η Ντζαμ είναι μια νεαρή, 25χρονη Ελληνίδα, περιπετειώδης, ατίθαση και απελευθερωμένη από κάθε είδους σύμβαση. Ζει με τον θετό της πατέρα, τον Κακούργο, που τον αναφέρει ως «θείο» και τη νέα του γυναίκα (μιας που η δική της μητέρα, τρομερή τραγουδίστρια του ρεμπέτικου, έχει πεθάνει) στη Μυτιλήνη. Ο Κακούργος διατηρεί από τη μια ένα ταβερνάκι βουτηγμένο στα χρέη κι από την άλλη ένα καράβι, με το οποίο παλιότερα, όταν πήγαιναν ακόμα τουρίστες στο νησί, τους έκανε τον γύρο του ή κοντινές εξορμήσεις σε παραλίες. Πλέον, το καράβι είναι δεμένο στο λιμάνι της Μυτιλήνης μιας που ούτε τουρίστες υπάρχουν αλλά και δεν μπορεί να λειτουργήσει, καθώς έχει χαλάσει ένα βασικό του εξάρτημα.
Ο Κακούργος θα στείλει την Ντζαμ στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπάρχουν ακόμα τεχνίτες που μπορούν να αντιγράψουν το εξάρτημα και να φτιάξουν καινούργιο, έτσι όπως πρέπει. Εκεί, η Ντζαμ θα συναντήσει την Αβρίλ, μια 18χρονη Γαλλίδα, χαμένη στο διάστημα, που πήγε στην Πόλη με στόχο να βοηθήσει πρόσφυγες από τη Συρία αλλά την εγκατέλειψε, μόνη και χωρίς χρήματα, ο φίλος της. Η Ντζαμ παίρνει την Αβρίλ υπό την προστασία της. Και μαζί θα περάσουν μια μεγάλη περιπέτεια. Μια περιπέτεια με πολλές στάσεις στη διαδρομή Κωνσταντινούπολη – Μυτιλήνη μέσω Καστανιών, Διδυμότειχου, Κομοτηνής και Καβάλας
Η άποψή μας: Χρειάστηκε ένας τσιγγάνος όπως ο Tony Gatlif για να γυρίσει την αγαπημένη μας ταινία για το περασμένο φεστιβάλ των Καννών λοιπόν! Το «Djam» είναι μια ταινία για το ρεμπέτικο και για την καλώς εννοούμενη έννοια της ελληνικότητας αλλά και για τους μετανάστες απανταχού του κόσμου. Δεν θα αρέσει στους νεοφιλελέδες, στους χίπστερ και στους φασίστες. Είναι μια ταινία όπου οι ήρωες πίνουν ούζο και μπύρα Βεργίνα κι όχι aperol spritz. Είναι μια ταινία όπου σε τοίχους είναι γραμμένο το PAOK Gate 4! Είναι μια ταινία στην οποία λάμπει - επαναλαμβάνω λάμπει - η Δάφνη Πατακιά! Όπου σκιζ' και πάει ο Μιχάλης Ιατρόπουλος ως ταξιτζής (και δείτε πως τον πληρώνει η Πατακιά!) και ο Γιάννης Μποσταντζὀγλου, που είναι απλά σπαραχτικός. Όπου εμφανίζεται αυτή η μορφάρα, ο Σόλων Λέκκας! Όπου καταγράφεται γνήσιο ελληνικό γλέντι στο «Ουζοθαραπεία», τον παραδοσιακό καφενέ του Γιάννη στον Αφάλωνα.
Όπου η Ελλάδα της κρίσης αποτυπώνεται άλλοτε χαμηλότονα κι άλλοτε μαξιμαλιστικά, υπερβολικά, τραβηγμένα. Και παντού, παντού, παντού, να υπάρχει έντονη η παρουσία των Σύριων μεταναστών, χωρίς να βλέπουμε ποτέ ούτε έναν από αυτούς. Υπάρχουν όμως στα αραβικά συνθήματα στους τοίχους, υπάρχουν στη διαδρομή των δύο κοριτσιών, υπάρχουν στα σωσίβια που είναι συσσωρευμένα, παρατημένα, instalattion του τρόμου, στις παραλίες της Λέσβου. Υπάρχουν στους στίχους των τραγουδιών, των ρεμπέτικων τραγουδιών. Ο νόστος. Η χαμένη πατρίδα... Και με αυτά που γίνονται αυτές τις μέρες στη Συρία η ταινία παίρνει κι έναν τόνο εντελώς επίκαιρο. Δεν φεύγει μακριά από το γνωστό του ύφος ο Gatlif.
Τα μουσικά του νούμερα είναι υπέροχα και τα τραγούδια που ακούγονται είναι απίθανα. Εντάξει, τραγουδούσα και ταρακουνιόμουν μόνος μου στο κάθισμα μέσα στην αίθουσα Bazin – ευτυχώς δεν με πήραν χαμπάρι οι συνάδελφοι από παντού στον κόσμο – ή μήπως με πήραν; Τι «Aman doktor», τι «Γκελ γκελ καϊξή», τι «Αγαπώ μια παντρεμένη» κι εκείνο το «Istemem babacim» (ευχαριστώ δημόσια τον Τέλλο Φίλλη, που με βοήθησε να το ταυτοποιήσω), τι τραγουδάρες ρε παιδιά!
Και επιστρέφω στη μορφάρα, την Πατακιά. Που τραγουδά όλα τα τραγούδια μόνη της. Κι έχει τρομερή πλάκα το γεγονός ότι τα τραγούδια «εμφανίζονται» από το πουθενά, με μια κίνηση του χεριού – θεϊκό! Η Πατακιά ρε παιδιά. Που έμαθε πέρα από το να τραγουδάει (ό,τι ακούμε είναι από τη φωνή της!), να παίζει μπαγλαμαδάκι και να χορεύει χορό της κοιλιάς. Εντάξει, ως Σαλώμη θα οδηγούσε πολλούς Ιωάννηδες σε αποκεφαλισμό! Μια σαρωτική παρουσία, δεν μπορεί να ξεκολλήσει το μάτι σου από πάνω της. Κι εντάξει, όπως και ο Γιάνναρης στο ανεκδιήγητο «Το ξύπνημα της άνοιξης» και ο Gatlif τη βάζει να εμφανίζεται γυμνή, χωρίς να είναι απαραίτητο από το σενάριο – προς τέρψιν πάντως ημών που θαυμάζουμε το ωραίο.
Γενικώς, τη βάζει να κάνει πράγματα... παράξενα: πχ σε μια σκηνή ζητάει από την Αβρίλ να της κάνει... αποτρίχωση με αφρό ξυρίσματος και ξυραφάκι. Κι όχι brazilian παρακαλώ! Σε μια άλλη σκηνή κατουράει στον τάφο του φασίστα παππού της! Τέτοια πράγματα! Αλλά βγαίνει αγέρωχη μέσα από κάθε σκηνή – μια δύναμη της φύσης που κολλάς επάνω της! Το μέλλον είναι όλο δικό της, η παρουσία της είναι μαγνητική, είναι θεά! Έχουμε λοιπόν, από τη μια την παρουσία της Πατακιά, που συναρπάζει. Έχουμε τα ρεμπέτικα, που εντάξει, παθαίνεις ζημιά, γιατί ο Gatlif ξέρει πως να κινηματογραφεί σκηνές τραγουδιού και μουσικής.
Έχουμε ένα road movie γυναικείο, στο δρόμο του... μεταξιού, αυτόν που ακολουθούν οι Σύριοι πρόσφυγες. Έχουμε την φατσάρα, τον Simon Abkarian, τον αρμένικης καταγωγής ηθοποίαρο, που μιλάει και ελληνικά στην ταινία και σηκώνει τραπέζι με τα δόντια του, όπως οι παλιοί ρεμπέτες. Έχουμε σκηνές που σε λυγίζουν. Όπως εκείνη με τον γιο του Μποσταντζόγλου, ο οποίος, αφού χάνει όλη του την περιουσία λόγω κρίσης, σκάβει τάφο και ζητάει να τον θάψουν όρθιο! Και ζωντανό! Ο οποίος γιος αργότερα βρίσκει τα κορίτσια, πίνουν, τραγουδάνε, χορεύουν και εξομολογείται αποφασισμένος πως θα φύγει μετανάστης στη Νορβηγία: «θα την ζεστάνουμε τη Νορβηγία». Ναι ρε μάγκα, να δούμε ποιος θα μείνει στην Ελλάδα την τύχη μου μέσα – μάλλον μόνον οι «μένουμε-ευρώπηδες». Η Αβρίλ ως παρουσία δεν λέει και πολλά, λειτουργεί για να δείχνει ακόμα περισσότερο φωτεινή η Ντζαμ.
Και για να μην αποθεώνουμε μόνο την ταινία, να πούμε και τα φάουλ της. Αρχικά, τα ονόματα: Ντζαμ και Κακούργος; Χμ. Εντάξει, το Ντζαμ είναι συμβολικό. Είναι αυτός που φεύγει, αυτός που ξεφεύγει, αυτός που χάνεται. Αλλά στην Ελλάδα δεν μπορεί κάποιος να ονομάζεται Ντζαμ, σωστά; Και γιατί το επίθετο Κακούργος ρε φίλε; Καλά, αυτά είναι λεπτομέρειες. Το βασικό «πρόβλημα» είναι άλλο: όταν έρχονται από την Τράπεζα της Ελλάδας (να δείτε, θυμίστε μου σας παρακαλώ, ποιος ήταν διοικητής της για χρόνια, χμ...) να κατάσχουν την ταβέρνα του Κακούργου, η Ντζαμ αντιδρά... λαϊκίστικα. Τα «μας έχετε γαμήσει», «θα μου κατάσχετε και τα σκατά;», «μαλάκες, δεν ντρέπεστε», «τραπεζίτες κλέφτες» είναι κάπως πομπώδη και αφελή είναι η αλήθεια. Μπορεί να εκφράζουν εν πολλοίς το λαϊκό αίσθημα στην Ελλάδα, αλλά θα μπορούσε να το δουλέψει περισσότερο ο Gatlif αυτό, όχι τόσο μέσα στα μούτρα, φαίνεται ψεύτικο κι ας είναι τόσο αληθινό.
Πταίσμα όμως μπροστά στο μεγαλείο της υπόλοιπης ταινίας. Εντέλει, ο Gatlif, κλείνει αισιόδοξα το φιλμ του. Ανοιχτά, με ορίζοντα την απέραντη θάλασσα. Την οποία έχουν διασχίσει εκατομμύρια μετανάστες μέσα στους αιώνες. Γεια σου ρε «Djam», για όλους όσους ζήσαμε ως μετανάστες, που οι γονείς μας ήταν μετανάστες, και που πολύ πιθανόν θα μεταναστεύσουμε ξανά και πάλι. «Θα την ζεστάνουμε τη Νορβηγία». Την αγάπησα τόσο πολύ γιατί είναι μια ταινία φτιαγμένη με πάθος και οτιδήποτε φτιαγμένο με πάθος, έχει και λάθη, και παραβλέψεις και υπερβολές. Αλλά είναι αληθινό και δυνατό και όμορφο και απλά δείτε το!
Η υπόθεση: Η Ντζαμ είναι μια νεαρή, 25χρονη Ελληνίδα, περιπετειώδης, ατίθαση και απελευθερωμένη από κάθε είδους σύμβαση. Ζει με τον θετό της πατέρα, τον Κακούργο, που τον αναφέρει ως «θείο» και τη νέα του γυναίκα (μιας που η δική της μητέρα, τρομερή τραγουδίστρια του ρεμπέτικου, έχει πεθάνει) στη Μυτιλήνη. Ο Κακούργος διατηρεί από τη μια ένα ταβερνάκι βουτηγμένο στα χρέη κι από την άλλη ένα καράβι, με το οποίο παλιότερα, όταν πήγαιναν ακόμα τουρίστες στο νησί, τους έκανε τον γύρο του ή κοντινές εξορμήσεις σε παραλίες. Πλέον, το καράβι είναι δεμένο στο λιμάνι της Μυτιλήνης μιας που ούτε τουρίστες υπάρχουν αλλά και δεν μπορεί να λειτουργήσει, καθώς έχει χαλάσει ένα βασικό του εξάρτημα.
Ο Κακούργος θα στείλει την Ντζαμ στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπάρχουν ακόμα τεχνίτες που μπορούν να αντιγράψουν το εξάρτημα και να φτιάξουν καινούργιο, έτσι όπως πρέπει. Εκεί, η Ντζαμ θα συναντήσει την Αβρίλ, μια 18χρονη Γαλλίδα, χαμένη στο διάστημα, που πήγε στην Πόλη με στόχο να βοηθήσει πρόσφυγες από τη Συρία αλλά την εγκατέλειψε, μόνη και χωρίς χρήματα, ο φίλος της. Η Ντζαμ παίρνει την Αβρίλ υπό την προστασία της. Και μαζί θα περάσουν μια μεγάλη περιπέτεια. Μια περιπέτεια με πολλές στάσεις στη διαδρομή Κωνσταντινούπολη – Μυτιλήνη μέσω Καστανιών, Διδυμότειχου, Κομοτηνής και Καβάλας
Η άποψή μας: Χρειάστηκε ένας τσιγγάνος όπως ο Tony Gatlif για να γυρίσει την αγαπημένη μας ταινία για το περασμένο φεστιβάλ των Καννών λοιπόν! Το «Djam» είναι μια ταινία για το ρεμπέτικο και για την καλώς εννοούμενη έννοια της ελληνικότητας αλλά και για τους μετανάστες απανταχού του κόσμου. Δεν θα αρέσει στους νεοφιλελέδες, στους χίπστερ και στους φασίστες. Είναι μια ταινία όπου οι ήρωες πίνουν ούζο και μπύρα Βεργίνα κι όχι aperol spritz. Είναι μια ταινία όπου σε τοίχους είναι γραμμένο το PAOK Gate 4! Είναι μια ταινία στην οποία λάμπει - επαναλαμβάνω λάμπει - η Δάφνη Πατακιά! Όπου σκιζ' και πάει ο Μιχάλης Ιατρόπουλος ως ταξιτζής (και δείτε πως τον πληρώνει η Πατακιά!) και ο Γιάννης Μποσταντζὀγλου, που είναι απλά σπαραχτικός. Όπου εμφανίζεται αυτή η μορφάρα, ο Σόλων Λέκκας! Όπου καταγράφεται γνήσιο ελληνικό γλέντι στο «Ουζοθαραπεία», τον παραδοσιακό καφενέ του Γιάννη στον Αφάλωνα.
Όπου η Ελλάδα της κρίσης αποτυπώνεται άλλοτε χαμηλότονα κι άλλοτε μαξιμαλιστικά, υπερβολικά, τραβηγμένα. Και παντού, παντού, παντού, να υπάρχει έντονη η παρουσία των Σύριων μεταναστών, χωρίς να βλέπουμε ποτέ ούτε έναν από αυτούς. Υπάρχουν όμως στα αραβικά συνθήματα στους τοίχους, υπάρχουν στη διαδρομή των δύο κοριτσιών, υπάρχουν στα σωσίβια που είναι συσσωρευμένα, παρατημένα, instalattion του τρόμου, στις παραλίες της Λέσβου. Υπάρχουν στους στίχους των τραγουδιών, των ρεμπέτικων τραγουδιών. Ο νόστος. Η χαμένη πατρίδα... Και με αυτά που γίνονται αυτές τις μέρες στη Συρία η ταινία παίρνει κι έναν τόνο εντελώς επίκαιρο. Δεν φεύγει μακριά από το γνωστό του ύφος ο Gatlif.
Τα μουσικά του νούμερα είναι υπέροχα και τα τραγούδια που ακούγονται είναι απίθανα. Εντάξει, τραγουδούσα και ταρακουνιόμουν μόνος μου στο κάθισμα μέσα στην αίθουσα Bazin – ευτυχώς δεν με πήραν χαμπάρι οι συνάδελφοι από παντού στον κόσμο – ή μήπως με πήραν; Τι «Aman doktor», τι «Γκελ γκελ καϊξή», τι «Αγαπώ μια παντρεμένη» κι εκείνο το «Istemem babacim» (ευχαριστώ δημόσια τον Τέλλο Φίλλη, που με βοήθησε να το ταυτοποιήσω), τι τραγουδάρες ρε παιδιά!
Και επιστρέφω στη μορφάρα, την Πατακιά. Που τραγουδά όλα τα τραγούδια μόνη της. Κι έχει τρομερή πλάκα το γεγονός ότι τα τραγούδια «εμφανίζονται» από το πουθενά, με μια κίνηση του χεριού – θεϊκό! Η Πατακιά ρε παιδιά. Που έμαθε πέρα από το να τραγουδάει (ό,τι ακούμε είναι από τη φωνή της!), να παίζει μπαγλαμαδάκι και να χορεύει χορό της κοιλιάς. Εντάξει, ως Σαλώμη θα οδηγούσε πολλούς Ιωάννηδες σε αποκεφαλισμό! Μια σαρωτική παρουσία, δεν μπορεί να ξεκολλήσει το μάτι σου από πάνω της. Κι εντάξει, όπως και ο Γιάνναρης στο ανεκδιήγητο «Το ξύπνημα της άνοιξης» και ο Gatlif τη βάζει να εμφανίζεται γυμνή, χωρίς να είναι απαραίτητο από το σενάριο – προς τέρψιν πάντως ημών που θαυμάζουμε το ωραίο.
Γενικώς, τη βάζει να κάνει πράγματα... παράξενα: πχ σε μια σκηνή ζητάει από την Αβρίλ να της κάνει... αποτρίχωση με αφρό ξυρίσματος και ξυραφάκι. Κι όχι brazilian παρακαλώ! Σε μια άλλη σκηνή κατουράει στον τάφο του φασίστα παππού της! Τέτοια πράγματα! Αλλά βγαίνει αγέρωχη μέσα από κάθε σκηνή – μια δύναμη της φύσης που κολλάς επάνω της! Το μέλλον είναι όλο δικό της, η παρουσία της είναι μαγνητική, είναι θεά! Έχουμε λοιπόν, από τη μια την παρουσία της Πατακιά, που συναρπάζει. Έχουμε τα ρεμπέτικα, που εντάξει, παθαίνεις ζημιά, γιατί ο Gatlif ξέρει πως να κινηματογραφεί σκηνές τραγουδιού και μουσικής.
Έχουμε ένα road movie γυναικείο, στο δρόμο του... μεταξιού, αυτόν που ακολουθούν οι Σύριοι πρόσφυγες. Έχουμε την φατσάρα, τον Simon Abkarian, τον αρμένικης καταγωγής ηθοποίαρο, που μιλάει και ελληνικά στην ταινία και σηκώνει τραπέζι με τα δόντια του, όπως οι παλιοί ρεμπέτες. Έχουμε σκηνές που σε λυγίζουν. Όπως εκείνη με τον γιο του Μποσταντζόγλου, ο οποίος, αφού χάνει όλη του την περιουσία λόγω κρίσης, σκάβει τάφο και ζητάει να τον θάψουν όρθιο! Και ζωντανό! Ο οποίος γιος αργότερα βρίσκει τα κορίτσια, πίνουν, τραγουδάνε, χορεύουν και εξομολογείται αποφασισμένος πως θα φύγει μετανάστης στη Νορβηγία: «θα την ζεστάνουμε τη Νορβηγία». Ναι ρε μάγκα, να δούμε ποιος θα μείνει στην Ελλάδα την τύχη μου μέσα – μάλλον μόνον οι «μένουμε-ευρώπηδες». Η Αβρίλ ως παρουσία δεν λέει και πολλά, λειτουργεί για να δείχνει ακόμα περισσότερο φωτεινή η Ντζαμ.
Και για να μην αποθεώνουμε μόνο την ταινία, να πούμε και τα φάουλ της. Αρχικά, τα ονόματα: Ντζαμ και Κακούργος; Χμ. Εντάξει, το Ντζαμ είναι συμβολικό. Είναι αυτός που φεύγει, αυτός που ξεφεύγει, αυτός που χάνεται. Αλλά στην Ελλάδα δεν μπορεί κάποιος να ονομάζεται Ντζαμ, σωστά; Και γιατί το επίθετο Κακούργος ρε φίλε; Καλά, αυτά είναι λεπτομέρειες. Το βασικό «πρόβλημα» είναι άλλο: όταν έρχονται από την Τράπεζα της Ελλάδας (να δείτε, θυμίστε μου σας παρακαλώ, ποιος ήταν διοικητής της για χρόνια, χμ...) να κατάσχουν την ταβέρνα του Κακούργου, η Ντζαμ αντιδρά... λαϊκίστικα. Τα «μας έχετε γαμήσει», «θα μου κατάσχετε και τα σκατά;», «μαλάκες, δεν ντρέπεστε», «τραπεζίτες κλέφτες» είναι κάπως πομπώδη και αφελή είναι η αλήθεια. Μπορεί να εκφράζουν εν πολλοίς το λαϊκό αίσθημα στην Ελλάδα, αλλά θα μπορούσε να το δουλέψει περισσότερο ο Gatlif αυτό, όχι τόσο μέσα στα μούτρα, φαίνεται ψεύτικο κι ας είναι τόσο αληθινό.
Πταίσμα όμως μπροστά στο μεγαλείο της υπόλοιπης ταινίας. Εντέλει, ο Gatlif, κλείνει αισιόδοξα το φιλμ του. Ανοιχτά, με ορίζοντα την απέραντη θάλασσα. Την οποία έχουν διασχίσει εκατομμύρια μετανάστες μέσα στους αιώνες. Γεια σου ρε «Djam», για όλους όσους ζήσαμε ως μετανάστες, που οι γονείς μας ήταν μετανάστες, και που πολύ πιθανόν θα μεταναστεύσουμε ξανά και πάλι. «Θα την ζεστάνουμε τη Νορβηγία». Την αγάπησα τόσο πολύ γιατί είναι μια ταινία φτιαγμένη με πάθος και οτιδήποτε φτιαγμένο με πάθος, έχει και λάθη, και παραβλέψεις και υπερβολές. Αλλά είναι αληθινό και δυνατό και όμορφο και απλά δείτε το!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Απριλίου 2018 από την Tanweer!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική