του Tayfun Pirselimoglu. Με τους Tansu Biçer, Nalan Kuruçim, Taner Birsel, Ercan Kesal, Sarp Aydinoglu
Όσα γίνονται στο περιθώριο της ιστορίας...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ένα φιλμικό μυστήριο
Αυτή είναι η 6η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Tayfun Pirselimoglu. Ο Pirselimoglu, εκτός από σκηνοθέτης είναι ζωγράφος και συγγραφέας. Έχουν εκδοθεί 4 μυθιστορήματα κι ένα βιβλίο με διηγήματά του. Άρθρα του σχετικά με την τέχνη και το σινεμά έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά σε όλο τον κόσμο. Περισσότερες από 15 εκθέσεις ζωγραφικής του έχουν γίνει σε διάφορες πόλεις συμπεριλαμβανομένων της Βιέννης, Βουδαπέστης, Ταλίν, Άγκυρας και Πόλης. Είναι ένας από τους ιδρυτές της ανεξάρτητης πρωτοβουλίας τέχνης Genius Academy.
Η ταινία Sideway (Yol Kenari) έγινε με τούρκικα, ελληνικά και γαλλικά κεφάλαια. Η παγκόσμια πρεμιέρα της δόθηκε τον περασμένο Οκτώβριο, στο φεστιβάλ της Βαρσοβίας. Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην οποία προβάλλεται εμπορικά η ταινία.
Η υπόθεση: Ένας νεαρός άνδρας φτάνει σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Ένα παράξενο καράβι αγκυροβολημένο στα ανοιχτά, ένας διαπεραστικός ήχος που ακούγεται παντού, φωτιές, αγνοούμενοι και άλλες περίεργες ενδείξεις, οδηγούν τους κατοίκους της να πιστεύουν οτι έρχεται η μέρας της κρίσης. Οι φήμες ξεδιπλώνουν ιστορίες που ξεπερνούν την φαντασία του. Σύντομα θα γίνει μάρτυρας μιας βίαιης δολοφονίας. Όλα ανατρέπονται όταν η νοσοκόμα της πόλης, με την οποία έχει αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση, θα ανακαλύψει ένα περίεργο σημάδι στην πλάτη του. Η φήμη διαδίδεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Μήπως είναι ο Μεσσίας που όλοι περιμένουν;
Η άποψή μας: Καιρό είχα να δω μια ταινία τόσο όμορφη στο μάτι μεν, που μου ήταν αδύνατον να την αποκρυπτογραφήσω δε. Ο Ανδρέας Σινάνος υπογράφει την υπέροχη, ασπρόμαυρη φωτογραφία, που σε ταξιδεύει κανονικά. Απειλητικά σύννεφα, η θάλασσα, μάζες ανθρώπων που κοιτούν προς μια κατεύθυνση, ένας άνθρωπος μόνος στην πλαγιά του βουνού, κουκκίδα ουσιαστικά στην απεραντοσύνη της φύσης, ένας καιόμενος που τρέχει, μια νοσοκόμα που περπατάει στα σοκάκια, άδεια κυβερνητικά κτίρια, τόσο δυνατές εικόνες που δεν φεύγουν από το μυαλό σου με τίποτε. Και αυτή είναι μια φωτογραφία που δεν παίζει με το κοντράστ του άσπρου με το μαύρο. Παίζει με τις πενήντα αποχρώσεις του γκρι (μουάχαχαχαχα, εντάξει, μην βαράτε, ψιλοπετυχημένο το αστειάκι μου).
Ο έτερος Έλληνας που δίνει κι εκείνος τρομερό στίγμα είναι ο Νίκος Κυπουργός με την πολύ ενδιαφέρουσα μουσική σύνθεση, μια μουσική που παραπέμπει σε απειλή, σε κάτι που έρχεται, σε μια κοσμογονία ή σε μια καταστροφή. Ακούγεται μερικές φορές αποσπασματικά και το «Αργοσβήνεις μόνη» του Τσιτσάνη που κι αυτό δίνει το κατιτίς του στη δημιουργία ατμόσφαιρας. Εκεί όπου μας χαώνει ο σκηνοθέτης είναι στο σενάριο. Γιατί και στη διεύθυνση των ηθοποιών δεν τα πάει άσχημα. Όχι, το σενάριο είναι το πρόβλημα σε αυτήν την εικονοκλαστική ταινία. Παραείναι αφαιρετικό. Παραείναι φορτωμένο με σύμβολα. Παραείναι κρυπτικό. Θέτει μια σειρά από ερωτήματα και ζητά από τον θεατή να κάνει όλη τη δουλειά και να δώσει τις πρέπουσες (ή μη) απαντήσεις. Ναι, αλλά ο θεατής κάποια στιγμή κουράζεται να αποκρυπτογραφεί τον φιλμικό γρίφο. Και οι πιο ανυπόμονοι μπορεί να νευριάσουν κιόλας! Οι καλόβολοι θα μείνουν να θαυμάσουν ό,τι συμβαίνει σε επίπεδο εικόνας και ήχου.
Τι θέλει να μας πει ο ποιητής; Είναι η ταινία του μια αλληγορία για τη μετανάστευση; Μπορεί να κάνει κριτική στην εξουσία σε όλες της τις μορφές; Είναι ένα ρέκβιεμ για το τέλος του πολιτισμού; Μας λέει κάτι για τη σχέση της Τουρκίας με την Ευρώπη; Κάποιοι μίλησαν για προσπάθεια του σκηνοθέτη να κάνει τη δική του άσκηση επί χάρτου με αφορμή το αριστούργημα του Béla Tarr «Οι συμφωνίες του Βερκμάιστερ» (Werckmeister harmóniák, 2000). Μια σινεφίλ άσκηση ύφους, αφιερωμένη μάλιστα σε έναν από τους μεγαλύτερους Τούρκους σινεφίλ, τον Μιτχάτ Αλάμ. Ok, γιατί όχι; Το πόσο όμως μπορεί όλο αυτό να αφορά τον μέσο moviegoer (για να μιλήσουμε με διεθνείς όρους!) έχει απάντηση: όχι, δεν τον αφορά. Είναι για τα πολύ... πετσιά (που λέμε και στα γήπεδα), τους πολύ φανατικούς, που βλέπουν τον κινηματογράφο μόνο ως τέχνη κι όχι ως τη μαζικότερη πηγή διασκέδασης. Αλλά και για να λάβουμε και την τέχνη ως βασική συνιστώσα υπόψιν μας, ρε παιδιά, κυκλοφορούν τόσο πολύ όμορφες και δυνατές ταινίες εκεί έξω – που δεν τις βλέπει δυστυχώς ο κόσμος – όπως το «Foxtrot» και το «Sicilian Ghost Story» και το «Villages, visages», που έχουν να πουν κάτι πολύ απτό.
Πώς να σε κερδίσει μια ταινία, που θα μπορούσε με άνεση να χαρακτηριστεί όμορφη μεν, υπερφίαλη δε;
Η υπόθεση: Ένας νεαρός άνδρας φτάνει σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Ένα παράξενο καράβι αγκυροβολημένο στα ανοιχτά, ένας διαπεραστικός ήχος που ακούγεται παντού, φωτιές, αγνοούμενοι και άλλες περίεργες ενδείξεις, οδηγούν τους κατοίκους της να πιστεύουν οτι έρχεται η μέρας της κρίσης. Οι φήμες ξεδιπλώνουν ιστορίες που ξεπερνούν την φαντασία του. Σύντομα θα γίνει μάρτυρας μιας βίαιης δολοφονίας. Όλα ανατρέπονται όταν η νοσοκόμα της πόλης, με την οποία έχει αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση, θα ανακαλύψει ένα περίεργο σημάδι στην πλάτη του. Η φήμη διαδίδεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Μήπως είναι ο Μεσσίας που όλοι περιμένουν;
Η άποψή μας: Καιρό είχα να δω μια ταινία τόσο όμορφη στο μάτι μεν, που μου ήταν αδύνατον να την αποκρυπτογραφήσω δε. Ο Ανδρέας Σινάνος υπογράφει την υπέροχη, ασπρόμαυρη φωτογραφία, που σε ταξιδεύει κανονικά. Απειλητικά σύννεφα, η θάλασσα, μάζες ανθρώπων που κοιτούν προς μια κατεύθυνση, ένας άνθρωπος μόνος στην πλαγιά του βουνού, κουκκίδα ουσιαστικά στην απεραντοσύνη της φύσης, ένας καιόμενος που τρέχει, μια νοσοκόμα που περπατάει στα σοκάκια, άδεια κυβερνητικά κτίρια, τόσο δυνατές εικόνες που δεν φεύγουν από το μυαλό σου με τίποτε. Και αυτή είναι μια φωτογραφία που δεν παίζει με το κοντράστ του άσπρου με το μαύρο. Παίζει με τις πενήντα αποχρώσεις του γκρι (μουάχαχαχαχα, εντάξει, μην βαράτε, ψιλοπετυχημένο το αστειάκι μου).
Ο έτερος Έλληνας που δίνει κι εκείνος τρομερό στίγμα είναι ο Νίκος Κυπουργός με την πολύ ενδιαφέρουσα μουσική σύνθεση, μια μουσική που παραπέμπει σε απειλή, σε κάτι που έρχεται, σε μια κοσμογονία ή σε μια καταστροφή. Ακούγεται μερικές φορές αποσπασματικά και το «Αργοσβήνεις μόνη» του Τσιτσάνη που κι αυτό δίνει το κατιτίς του στη δημιουργία ατμόσφαιρας. Εκεί όπου μας χαώνει ο σκηνοθέτης είναι στο σενάριο. Γιατί και στη διεύθυνση των ηθοποιών δεν τα πάει άσχημα. Όχι, το σενάριο είναι το πρόβλημα σε αυτήν την εικονοκλαστική ταινία. Παραείναι αφαιρετικό. Παραείναι φορτωμένο με σύμβολα. Παραείναι κρυπτικό. Θέτει μια σειρά από ερωτήματα και ζητά από τον θεατή να κάνει όλη τη δουλειά και να δώσει τις πρέπουσες (ή μη) απαντήσεις. Ναι, αλλά ο θεατής κάποια στιγμή κουράζεται να αποκρυπτογραφεί τον φιλμικό γρίφο. Και οι πιο ανυπόμονοι μπορεί να νευριάσουν κιόλας! Οι καλόβολοι θα μείνουν να θαυμάσουν ό,τι συμβαίνει σε επίπεδο εικόνας και ήχου.
Τι θέλει να μας πει ο ποιητής; Είναι η ταινία του μια αλληγορία για τη μετανάστευση; Μπορεί να κάνει κριτική στην εξουσία σε όλες της τις μορφές; Είναι ένα ρέκβιεμ για το τέλος του πολιτισμού; Μας λέει κάτι για τη σχέση της Τουρκίας με την Ευρώπη; Κάποιοι μίλησαν για προσπάθεια του σκηνοθέτη να κάνει τη δική του άσκηση επί χάρτου με αφορμή το αριστούργημα του Béla Tarr «Οι συμφωνίες του Βερκμάιστερ» (Werckmeister harmóniák, 2000). Μια σινεφίλ άσκηση ύφους, αφιερωμένη μάλιστα σε έναν από τους μεγαλύτερους Τούρκους σινεφίλ, τον Μιτχάτ Αλάμ. Ok, γιατί όχι; Το πόσο όμως μπορεί όλο αυτό να αφορά τον μέσο moviegoer (για να μιλήσουμε με διεθνείς όρους!) έχει απάντηση: όχι, δεν τον αφορά. Είναι για τα πολύ... πετσιά (που λέμε και στα γήπεδα), τους πολύ φανατικούς, που βλέπουν τον κινηματογράφο μόνο ως τέχνη κι όχι ως τη μαζικότερη πηγή διασκέδασης. Αλλά και για να λάβουμε και την τέχνη ως βασική συνιστώσα υπόψιν μας, ρε παιδιά, κυκλοφορούν τόσο πολύ όμορφες και δυνατές ταινίες εκεί έξω – που δεν τις βλέπει δυστυχώς ο κόσμος – όπως το «Foxtrot» και το «Sicilian Ghost Story» και το «Villages, visages», που έχουν να πουν κάτι πολύ απτό.
Πώς να σε κερδίσει μια ταινία, που θα μπορούσε με άνεση να χαρακτηριστεί όμορφη μεν, υπερφίαλη δε;
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Μαρτίου 2018 από την New Star
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική