των Fabio Grassadonia, Antonio Piazza. Με τους Julia Jedlikowska, Gaetano Fernandez, Corinne Musallari, Andrea Falzone, Federico Finocchiaro, Lorenzo Curcio, Vincenzo Amato, Sabine Timoteo, Filippo Luna
Η αγάπη είναι πιο δυνατή από το θάνατο!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Μια εκθαμβωτική ταινία made in Italy!
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί το ιταλικό δίδυμο. Προηγήθηκε το «Salvo» (2013). Και οι δύο ταινίες έκαναν την παγκόσμια πρεμιέρα τους στις Κάννες, και οι δύο στο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής». Μάλιστα, η νέα τους ταινία αποτέλεσε την ταινία έναρξης στο συγκεκριμένο τμήμα. Μετά τις Κάννες έλαβε μέρος σε πολλά κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Πήρε μέρος και στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» στην Αθήνα, όπου και τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερου σεναρίου.
Η ταινία Τα μυστήρια της Σικελίας (Sicilian Ghost Story) βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Για την καλύτερη πληροφόρησή σας ψαξαμε στο διαδίκτυο και βρήκαμε αυτό το κείμενο από την ιστοσελίδα http://www.inotos.gr/archives/172124. Σας παραθέτουμε το τμήμα που μας ενδιαφέρει με λίγες (αλλά απαραίτητες) διορθώσεις – κυρίως σε ότι αφορά τα ονόματα των εμπλεκομένων, που στο αρχικό κείμενο είναι στα ελληνικά. Εμείς τα παραθέτουμε στα λατινικά για όσους θέλουν να ψάξουν το θέμα περισσότερο:
«Ο Giovanni Brusca είναι ο πιο αδίστακτος εκτελεστής που γνώρισε η ιταλική Μαφία, ενώ όλοι κάνουν λόγο για έναν σαδιστή, που βασάνιζε τα θύματά του. Μάλιστα, λέγεται ότι στην καριέρα του εκτέλεσε περισσότερα από 200 συμβόλαια θανάτου. Το οργανωμένο έγκλημα ήταν οικογενειακή υπόθεση για τους Brusca, από πάππου προς πάππον, ενώ ο πατέρας του, Bernardo Brusca ήταν ένας από τους «πατριάρχες» της σικελικής Μαφίας. Ο αδίστακτος αυτός hitman μεγάλωσε στο Παλέρμο της Σικελίας και συνδέθηκε από παιδί με τη Μαφία, παίρνοντας μέρος στο περίφημο «τάγμα θανάτου» του αρχιγκάνγκστερ Salvatore "Totò" Riina. Στην αιματηρή καριέρα του έμεινε στην ιστορία ο τρόπος που σκότωσε τον διώκτη της Μαφίας, Giovanni Falcone, στις 23 Μαΐου 1992. Παγίδευσε αυτοκινητόδρομο στο Παλέρμο με μισό τόνο εκρηκτικών κι όταν πυροδότησε τη βόμβα, σκοτώθηκε ο Falcone και τέσσερα ακόμα άτομα, ενώ την πολύ ισχυρή έκρηξη κατέγραψαν ακόμη και σεισμογράφοι! Ωστόσο, ο πρώην φίλος και συνεργάτης του, Santino Di Matteo, κατέδωσε τον Brusca στις Αρχές για το φόνο του Falcone, μετά από σύλληψή του. Ο Brusca για να κλείσει το στόμα του Di Matteo, απήγαγε τον 11χρονο γιο του, Giuseppe Di Matteo, τον οποίο βασάνιζε καθημερινά για περισσότερο από δύο χρόνια (!), στέλνοντας συχνά φωτογραφίες του κακοποιημένου παιδιού και απαιτώντας από τον Di Matteo να αποσύρει την κατάθεσή του. Στο τέλος, στραγγάλισε το άτυχο παιδί και διέλυσε το σώμα του μέσα σε οξύ, ώστε να καταστρέψει τα αποδεικτικά στοιχεία. Ο Brusca καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβια κάθειρξη και για μεγάλο διάστημα ήταν φυγάς. Ωστόσο, στις 20 Μαΐου του 1996, κατάφεραν να τον εντοπίσουν και να τον συλλάβουν με μία κινηματογραφική επιχείρηση σε ένα μικρό χωριό στη Σικελία, όπου βρισκόταν με τη γυναίκα και το παιδί του».
Η υπόθεση: Κάπου, σε ένα απομονωμένο χωριό της Σικελίας, τη δεκαετία του '90. Η Λούνα είναι μια 13χρονη κοπέλα εντελώς ερωτευμένη με τον συμμαθητή της, τον Τζιουζέπε. Με τις παραινέσεις της κολλητής της μια μέρα αποφασίζει να τον ακολουθήσει στο παρακείμενο δάσος, απ' όπου εκείνος κόβει δρόμο για να επιστρέψει στο σπίτι του μετά το σχολείο. Του έχει γράψει ένα γράμμα. Ο Τζιουζέπε είναι όμορφος. Και δείχνει να ανταποκρίνεται στα αισθήματα της Λούνα. Η σχέση των δύο παιδιών δεν αρέσει στη μητέρα της Λούνα, μια γυναίκα αυστηρών αρχών, ελβετικής καταγωγής. Μια μέρα, ο Τζιουζέπε πηγαίνει με τη Λούνα σε ένα απομονωμένο μέρος, όπου υπάρχει στάβλος με άλογα, που ανήκουν στον πατέρα του. Κάνει ιππασία και παίζει ένα παιχνίδι με τη Λούνα. Και ξαφνικά, εξαφανίζεται!
Η Λούνα τον ψάχνει παντού. Οι μέρες περνάνε. Οι εβδομάδες. Οι μήνες. Κανείς δεν μιλάει για το συμβάν. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για την εξαφάνιση του παιδιού. Μονάχα η Λούνα ενδιαφέρεται. Και η φίλη της. Ο πατέρας του Τζιουζέπε ήταν μέλος της μαφίας, τον συνέλαβε η αστυνομία κι άρχισε να «κελαηδάει». Ο Τζιουζέπε εντέλει έπεσε θύμα απαγωγής από τη μαφία, στην προσπάθεια του οργανωμένου εγκλήματος να κάνει τον πατέρα του να σταματήσει να καρφώνει. Κανείς όμως δεν ψάχνει και η αστυνομία δεν ασχολείται. Μόνο η Λούνα – κι ας πιστεύουν κάποιοι πως έχασε τα λογικά της. Για να βρει τον Τζιουζέπε, θα πρέπει να βουτήξει στα νερά της κοντινής λίμνης και να ρισκάρει την ίδια της τη ζωή στο σκοτεινό κόσμο όπου ο φίλος της φυλακίστηκε...
Η άποψή μας: Μαγεία! Αυτή είναι η λέξη που μου ήρθε στο μυαλό μετά το πέρας της θέασης τούτης της υπέροχης ταινίας! Είναι αυτή μία από εκείνες τις ταινίες που επιβεβαιώνουν μέσα μου τις ελπίδες πως το σινεμά δεν έχει τελειώσει, πως ο σύγχρονος κινηματογράφος δεν είναι όλος για τα σκουπίδια. Πως όχι, δεν χάθηκαν όλα. Πως όχι, έχουμε να δούμε πολλά, πολλά ωραία πράγματα ακόμα. Πως μπορεί να άλλαξαν οι εποχές και δεκαετίες όπως εκείνη του '70, όπου ο κινηματογράφος παγκοσμίως γαμούσε κι έδερνε (συγνώμη για τα γαλλικά μου) ίσως να μην τις ξαναβιώσουμε, αλλά ρε παιδί μου, αν ψαχτείς, θα δεις ωραία πράγματα. Σήμερα. Τώρα! Τούτο εδώ είναι ένα διαμάντι.
Μια ταινία που προσφέρει πούρα συγκίνηση. Μια ταινία που καθόλου δεν ωραιοποιεί τα πράγματα τα οποία δεν επιδέχονται ωραιοποίηση. Μια ταινία που παίζει και με όρους παραμυθιού, σκοτεινού, τρομακτικού, σπαραχτικού. Μια ταινία που ποτέ δεν παραδίδεται σε ευκολίες, που λέει τα πράγματα με το όνομά τους, που υπηρετεί με σαφήνεια και ξεκάθαρα τον ρεαλισμό αλλά δεν έχει κανένα πρόβλημα να μιλήσει και για το υπερβατικό. Μια ταινία με τη δυναμική του κισλοφσκικού «Μικρή ιστορία για έναν φόνο» και τον ρομαντισμό του σαιξπηρικού «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Οι δημιουργοί πετυχαίνουν να πουν πάρα πολλά πράγματα με έναν υπέροχο τρόπο, που κρύβει πολύ δουλειά πίσω του κι εντέλει έρχεται στον θεατή και φαίνεται ως το ό,τι πιο απλό μπορεί να φανταστεί. Παθαίνεις πλάκα με το πως εξελίσσεται το ειδύλλιο. Παθαίνεις πλάκα με το πως μια κοινωνία που ζει στο φόβο, σωπαίνει όταν κάτι κακό συμβαίνει. Παθαίνεις πλάκα με την επιμονή της κοπέλας: μόνη εναντίον όλων! Παθαίνεις πλάκα με τη διεύθυνση φωτογραφίας: σε ταξιδεύει κανονικά. Από την αρχική σκηνή καταλαβαίνεις ότι αυτό που θα δεις είναι σπουδαίο: από τα βάθη μιας σπηλιάς παρακολουθούμε τη διαδρομή του νερού μέχρι το στόμα του Τζιουζέπε. Νερό στο οποίο θα ριχτούν εντέλει τα απομεινάρια του. Γενικά, το νερό παίζει ρόλο ισχυρού συμβόλου.
Γενικώς, η φύση παίζει ρόλο ισχυρού συμβόλου: το σκυλί, το άλογο, η κουκουβάγια. Είναι καταπληκτικό το πως οι δύο συνδημιουργοί κινηματογραφούν το υπερβατικό χωρίς να εκτεθούν, ίσα – ίσα: μαγεύουν! Στα χέρια λιγότερο ταλαντούχων συναδέλφων τους θα είχαμε σκηνές όπου αναγκαστικά θα γελούσες ως θεατής – κι όχι επειδή οι σκηνές θα ήταν αστείες. Ρε παιδί μου, τίποτε δεν είναι τυχαίο: ακόμα και τα μήλα (μαγειρεμένα!) που δίνει η μητέρα της στη Λούνα και στον πατέρα της όταν οι δυο τους πηγαίνουν για πικνίκ ενέχουν το ρόλο συμβόλου: είναι το μήλο του παραμυθιού, το μήλο που πρέπει να φάει η Λούνα για να ξεχάσει, για να γίνει ίδια με τους άλλους, για να ενταχθεί, για να «κοιμηθεί» επιτέλους! Το γεγονός ότι το σκηνοθετικό πρόσωπο μπολιάζει την αληθινή ιστορία με μυθοπλαστικά στοιχεία κάνει το όλον να ξεφεύγει (ευτυχώς!) από τη σφαίρα του ντοκιμαντέρ. Στην πραγματική ιστορία της ομηρίας και της δολοφονίας του Τζιουζέπε δεν υπήρχε καμία Λούνα. Κι όμως, τι ωραία μπαίνει στην ιστορία! Πως μας δίνει αυτό το κάτι παραπάνω, το ξεχωριστό, το υπέροχο. Μια ιστορία αγάπης! Που ενδεχομένως να μην βίωσε ποτέ ο Τζιουζέπε! Τι κρίμα! Αλλά τι συγκλονιστικό να του δίνεται αυτή η χαρά μεταθανατίως! Ο καιρός περνάει γρήγορα στην ταινία και οι δημιουργοί δεν μας δίνουν ημερομηνίες κτλ. Δεν γράφουν τρεις και λίγο «τρεις βδομάδες μετά, δύο μήνες μετά, ενάμιση χρόνο μετά». Ο χρόνος είναι ρευστός, είναι μια συνιστώσα που έχει ρόλο στην αφήγηση αλλά δεν χρησιμοποιείται για να δραματοποιηθούν οι καταστάσεις.
Γενικά, αποφεύγουν τη δραματοποίηση οι δύο Ιταλοί. Κι όμως, παρά την έλλειψη δραματοποίησης, δεν γίνεται να μην συγκλονιστείτε στην τόσο απλά κινηματογραφημένη σκηνή του φόνου! Δεν γίνεται να μην συγκλονιστείτε στις σκηνές όπου ο φυλακισμένος Τζιουζέπε διαβάζει το γράμμα που του είχε γράψει η Λούνα. Δεν γίνεται να μην συγκλονιστείτε στο φινάλε, με τον παραθαλάσσιο αρχαίο ελληνικό ναό, την τετράδα των νεαρών παιδιών στην παραλία και τα πνεύματα (!) να χοροπηδούν μέσα στα κύματα. Σινεμά ρε φίλε! Τι υπέροχο όταν το βιώνεις σε μια τόσο εξαιρετική στιγμή του;
«Ο Giovanni Brusca είναι ο πιο αδίστακτος εκτελεστής που γνώρισε η ιταλική Μαφία, ενώ όλοι κάνουν λόγο για έναν σαδιστή, που βασάνιζε τα θύματά του. Μάλιστα, λέγεται ότι στην καριέρα του εκτέλεσε περισσότερα από 200 συμβόλαια θανάτου. Το οργανωμένο έγκλημα ήταν οικογενειακή υπόθεση για τους Brusca, από πάππου προς πάππον, ενώ ο πατέρας του, Bernardo Brusca ήταν ένας από τους «πατριάρχες» της σικελικής Μαφίας. Ο αδίστακτος αυτός hitman μεγάλωσε στο Παλέρμο της Σικελίας και συνδέθηκε από παιδί με τη Μαφία, παίρνοντας μέρος στο περίφημο «τάγμα θανάτου» του αρχιγκάνγκστερ Salvatore "Totò" Riina. Στην αιματηρή καριέρα του έμεινε στην ιστορία ο τρόπος που σκότωσε τον διώκτη της Μαφίας, Giovanni Falcone, στις 23 Μαΐου 1992. Παγίδευσε αυτοκινητόδρομο στο Παλέρμο με μισό τόνο εκρηκτικών κι όταν πυροδότησε τη βόμβα, σκοτώθηκε ο Falcone και τέσσερα ακόμα άτομα, ενώ την πολύ ισχυρή έκρηξη κατέγραψαν ακόμη και σεισμογράφοι! Ωστόσο, ο πρώην φίλος και συνεργάτης του, Santino Di Matteo, κατέδωσε τον Brusca στις Αρχές για το φόνο του Falcone, μετά από σύλληψή του. Ο Brusca για να κλείσει το στόμα του Di Matteo, απήγαγε τον 11χρονο γιο του, Giuseppe Di Matteo, τον οποίο βασάνιζε καθημερινά για περισσότερο από δύο χρόνια (!), στέλνοντας συχνά φωτογραφίες του κακοποιημένου παιδιού και απαιτώντας από τον Di Matteo να αποσύρει την κατάθεσή του. Στο τέλος, στραγγάλισε το άτυχο παιδί και διέλυσε το σώμα του μέσα σε οξύ, ώστε να καταστρέψει τα αποδεικτικά στοιχεία. Ο Brusca καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβια κάθειρξη και για μεγάλο διάστημα ήταν φυγάς. Ωστόσο, στις 20 Μαΐου του 1996, κατάφεραν να τον εντοπίσουν και να τον συλλάβουν με μία κινηματογραφική επιχείρηση σε ένα μικρό χωριό στη Σικελία, όπου βρισκόταν με τη γυναίκα και το παιδί του».
Η υπόθεση: Κάπου, σε ένα απομονωμένο χωριό της Σικελίας, τη δεκαετία του '90. Η Λούνα είναι μια 13χρονη κοπέλα εντελώς ερωτευμένη με τον συμμαθητή της, τον Τζιουζέπε. Με τις παραινέσεις της κολλητής της μια μέρα αποφασίζει να τον ακολουθήσει στο παρακείμενο δάσος, απ' όπου εκείνος κόβει δρόμο για να επιστρέψει στο σπίτι του μετά το σχολείο. Του έχει γράψει ένα γράμμα. Ο Τζιουζέπε είναι όμορφος. Και δείχνει να ανταποκρίνεται στα αισθήματα της Λούνα. Η σχέση των δύο παιδιών δεν αρέσει στη μητέρα της Λούνα, μια γυναίκα αυστηρών αρχών, ελβετικής καταγωγής. Μια μέρα, ο Τζιουζέπε πηγαίνει με τη Λούνα σε ένα απομονωμένο μέρος, όπου υπάρχει στάβλος με άλογα, που ανήκουν στον πατέρα του. Κάνει ιππασία και παίζει ένα παιχνίδι με τη Λούνα. Και ξαφνικά, εξαφανίζεται!
Η Λούνα τον ψάχνει παντού. Οι μέρες περνάνε. Οι εβδομάδες. Οι μήνες. Κανείς δεν μιλάει για το συμβάν. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για την εξαφάνιση του παιδιού. Μονάχα η Λούνα ενδιαφέρεται. Και η φίλη της. Ο πατέρας του Τζιουζέπε ήταν μέλος της μαφίας, τον συνέλαβε η αστυνομία κι άρχισε να «κελαηδάει». Ο Τζιουζέπε εντέλει έπεσε θύμα απαγωγής από τη μαφία, στην προσπάθεια του οργανωμένου εγκλήματος να κάνει τον πατέρα του να σταματήσει να καρφώνει. Κανείς όμως δεν ψάχνει και η αστυνομία δεν ασχολείται. Μόνο η Λούνα – κι ας πιστεύουν κάποιοι πως έχασε τα λογικά της. Για να βρει τον Τζιουζέπε, θα πρέπει να βουτήξει στα νερά της κοντινής λίμνης και να ρισκάρει την ίδια της τη ζωή στο σκοτεινό κόσμο όπου ο φίλος της φυλακίστηκε...
Η άποψή μας: Μαγεία! Αυτή είναι η λέξη που μου ήρθε στο μυαλό μετά το πέρας της θέασης τούτης της υπέροχης ταινίας! Είναι αυτή μία από εκείνες τις ταινίες που επιβεβαιώνουν μέσα μου τις ελπίδες πως το σινεμά δεν έχει τελειώσει, πως ο σύγχρονος κινηματογράφος δεν είναι όλος για τα σκουπίδια. Πως όχι, δεν χάθηκαν όλα. Πως όχι, έχουμε να δούμε πολλά, πολλά ωραία πράγματα ακόμα. Πως μπορεί να άλλαξαν οι εποχές και δεκαετίες όπως εκείνη του '70, όπου ο κινηματογράφος παγκοσμίως γαμούσε κι έδερνε (συγνώμη για τα γαλλικά μου) ίσως να μην τις ξαναβιώσουμε, αλλά ρε παιδί μου, αν ψαχτείς, θα δεις ωραία πράγματα. Σήμερα. Τώρα! Τούτο εδώ είναι ένα διαμάντι.
Μια ταινία που προσφέρει πούρα συγκίνηση. Μια ταινία που καθόλου δεν ωραιοποιεί τα πράγματα τα οποία δεν επιδέχονται ωραιοποίηση. Μια ταινία που παίζει και με όρους παραμυθιού, σκοτεινού, τρομακτικού, σπαραχτικού. Μια ταινία που ποτέ δεν παραδίδεται σε ευκολίες, που λέει τα πράγματα με το όνομά τους, που υπηρετεί με σαφήνεια και ξεκάθαρα τον ρεαλισμό αλλά δεν έχει κανένα πρόβλημα να μιλήσει και για το υπερβατικό. Μια ταινία με τη δυναμική του κισλοφσκικού «Μικρή ιστορία για έναν φόνο» και τον ρομαντισμό του σαιξπηρικού «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Οι δημιουργοί πετυχαίνουν να πουν πάρα πολλά πράγματα με έναν υπέροχο τρόπο, που κρύβει πολύ δουλειά πίσω του κι εντέλει έρχεται στον θεατή και φαίνεται ως το ό,τι πιο απλό μπορεί να φανταστεί. Παθαίνεις πλάκα με το πως εξελίσσεται το ειδύλλιο. Παθαίνεις πλάκα με το πως μια κοινωνία που ζει στο φόβο, σωπαίνει όταν κάτι κακό συμβαίνει. Παθαίνεις πλάκα με την επιμονή της κοπέλας: μόνη εναντίον όλων! Παθαίνεις πλάκα με τη διεύθυνση φωτογραφίας: σε ταξιδεύει κανονικά. Από την αρχική σκηνή καταλαβαίνεις ότι αυτό που θα δεις είναι σπουδαίο: από τα βάθη μιας σπηλιάς παρακολουθούμε τη διαδρομή του νερού μέχρι το στόμα του Τζιουζέπε. Νερό στο οποίο θα ριχτούν εντέλει τα απομεινάρια του. Γενικά, το νερό παίζει ρόλο ισχυρού συμβόλου.
Γενικώς, η φύση παίζει ρόλο ισχυρού συμβόλου: το σκυλί, το άλογο, η κουκουβάγια. Είναι καταπληκτικό το πως οι δύο συνδημιουργοί κινηματογραφούν το υπερβατικό χωρίς να εκτεθούν, ίσα – ίσα: μαγεύουν! Στα χέρια λιγότερο ταλαντούχων συναδέλφων τους θα είχαμε σκηνές όπου αναγκαστικά θα γελούσες ως θεατής – κι όχι επειδή οι σκηνές θα ήταν αστείες. Ρε παιδί μου, τίποτε δεν είναι τυχαίο: ακόμα και τα μήλα (μαγειρεμένα!) που δίνει η μητέρα της στη Λούνα και στον πατέρα της όταν οι δυο τους πηγαίνουν για πικνίκ ενέχουν το ρόλο συμβόλου: είναι το μήλο του παραμυθιού, το μήλο που πρέπει να φάει η Λούνα για να ξεχάσει, για να γίνει ίδια με τους άλλους, για να ενταχθεί, για να «κοιμηθεί» επιτέλους! Το γεγονός ότι το σκηνοθετικό πρόσωπο μπολιάζει την αληθινή ιστορία με μυθοπλαστικά στοιχεία κάνει το όλον να ξεφεύγει (ευτυχώς!) από τη σφαίρα του ντοκιμαντέρ. Στην πραγματική ιστορία της ομηρίας και της δολοφονίας του Τζιουζέπε δεν υπήρχε καμία Λούνα. Κι όμως, τι ωραία μπαίνει στην ιστορία! Πως μας δίνει αυτό το κάτι παραπάνω, το ξεχωριστό, το υπέροχο. Μια ιστορία αγάπης! Που ενδεχομένως να μην βίωσε ποτέ ο Τζιουζέπε! Τι κρίμα! Αλλά τι συγκλονιστικό να του δίνεται αυτή η χαρά μεταθανατίως! Ο καιρός περνάει γρήγορα στην ταινία και οι δημιουργοί δεν μας δίνουν ημερομηνίες κτλ. Δεν γράφουν τρεις και λίγο «τρεις βδομάδες μετά, δύο μήνες μετά, ενάμιση χρόνο μετά». Ο χρόνος είναι ρευστός, είναι μια συνιστώσα που έχει ρόλο στην αφήγηση αλλά δεν χρησιμοποιείται για να δραματοποιηθούν οι καταστάσεις.
Γενικά, αποφεύγουν τη δραματοποίηση οι δύο Ιταλοί. Κι όμως, παρά την έλλειψη δραματοποίησης, δεν γίνεται να μην συγκλονιστείτε στην τόσο απλά κινηματογραφημένη σκηνή του φόνου! Δεν γίνεται να μην συγκλονιστείτε στις σκηνές όπου ο φυλακισμένος Τζιουζέπε διαβάζει το γράμμα που του είχε γράψει η Λούνα. Δεν γίνεται να μην συγκλονιστείτε στο φινάλε, με τον παραθαλάσσιο αρχαίο ελληνικό ναό, την τετράδα των νεαρών παιδιών στην παραλία και τα πνεύματα (!) να χοροπηδούν μέσα στα κύματα. Σινεμά ρε φίλε! Τι υπέροχο όταν το βιώνεις σε μια τόσο εξαιρετική στιγμή του;
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Μαρτίου 2018 από την Danaos Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική