του Johnny Martin. Με τους Al Pacino, Karl Urban, Brittany Snow, Sarah Shahi, Joe Anderson
Αλ Τσαπατσουλίνο!
του zerVo (@moviesltd)
Σε γενικές γραμμές, ακούγεται και συνήθως είναι, τρομερά ενδιαφέρουσα η περίπτωση μιας κινηματογραφικής ταινίας που στην θεματική της περιστρέφεται ένας μανιακός σίριαλ κίλλερ, που αρέσκεται να παίζει παιχνίδια με γρίφους με τους διώκτες του. Από τον καιρό του καθηλωτικού Se7en άλλωστε, όχι και λίγες φορές, ντιρέκτορες επιχείρησαν να αναπλάσουν την ιδέα του, συνδυάζοντας σεναριακό παιχνίδι και αστυνομικό νέο νουάρ ύφος, συνήθως όμως το αποτέλεσμα δεν είχε ιδιαίτερη τύχη, αποξαρχής συγκρινόμενο με το Fincherικό πόνημα. Μια τέτοια ακριβώς περίπτωση ορίζει και το Hangman, που από τον τίτλο του και μόνο κατανοεί ο θεατής πως έχει άμεση σχέση με το κουίζ λέξεων που όλοι μας λύναμε παιδιά, στοιχείο που του δίνει μεν μια σημαντικά ελκυστική ώθηση στην σκέψη του υποψήφιου θεατή του, μα που πολύ σύντομα, χάρη στις πάμπολλες αστοχίες του, βουλιάζει στην ίδια του την ματαιοδοξία.
Συναγερμός έχει σημάνει στο σώμα δίωξης ανθρωποκτονιών της Ατλάντα, από την στιγμή που έχει κάνει την εμφάνιση τους ένας κατά συρροή δολοφόνος, που εκτελεί τα ανυποψίαστα θύματα του και κατόπιν τα κρεμάει, έχοντας φροντίσει προηγούμενα να χαράξει στο άψυχο κορμί τους ένα ολοκόκκινο και ματωμένο γράμμα. Στοιχείο που αποτελεί μέρος μιας ιδιότυπης κρεμάλας, παιχνιδιού που έχει ξεκινήσει ο φονιάς με τις αρχές που βρίσκονται στο κατόπι του, δίνοντας συνάμα πληροφορίες για το που θα εντοπίσουν τον επόμενο κρεμασμένο, ακριβώς στις 11 το βράδυ, όταν και θα έχει ολοκληρώσει το σχιζοφρενές του έργο.
Μια υπόθεση που έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας ο ζορισμένος ψυχικά ντετέκτιβ (και πρώην πράκτορας του FBI) Γουίλ Ρούινυ, που ταλαιπωρείται εδώ και καιρό από νοσηρούς εφιάλτες που έχουν να κάνουν με τον κατακερματισμό της οικογένειας του. Ο οποίος σαν να μην του φτάνουν τα επαγγελματικά του προβλήματα, έχει επιβαρυνθεί από την υπηρεσία με την υποχρέωση να έχει διαρκώς μαζί και σε κάθε του βήμα, την φιλόδοξη ρεπόρτερ των Νεουορκέζικων Τάιμς, Κρίστι Ντέιβις, που πραγματοποιεί έρευνα για την μέθοδο που προσεγγίζει η αστυνομία, τα ειδεχθή εγκλήματα...
Εννοείται φυσικά πως αστυνομικό φιλμικό πρόβλημα, δεν γίνεται να επιλυθεί από έναν και μόνο έξυπνο και εύστροφο μπάτσο, ετούτοι πάντοτε πηγαίνουν πακέτο, συνεπώς ελλείψει κομπανιέρου ο μελαγχολικός (στην πορεία πληροφορούμαστε το γιατί, ώστε να δημιουργηθεί μέσα μας ακόμη ένα γιατί το μάθαμε το κακό μαντάτο τόσο αργά...) ερευνητής, θα αποζητήσει την βοήθεια του έμπειρου, επί δεκαετίες στο κουρμπέτι και πλέον βαριεστημένου συνταξιούχου αστυνόμου Άρτσερ. Ο οποίος από την μεριά του ξοδεύοντας πια την μέρα του λύνοντας ρέμπους και σουντόκου, μονομιάς θα πετάξει σκούφο στον αέρα, για να επανέλθει, σκουριασμένος γαρ, στην δράση και στην αναζήτηση του φονιά.
Πρόκληση για αμφότερους τους cops (μαζί και της ομορφούλας δημοσιογράφου) που μέρα με την ημέρα θα μεγεθύνεται, ενόσω τα πτώματα θα πληθαίνουν και ούτε μισό χνάρι του εγκληματία θα εμφανίζεται στον ορίζοντα. Βεβαίως για τους πιο προσεχτικούς θεατές, που αρέσκονται να αποδέχονται την πρόκληση και να παίρνουν μέρος στο ψάξιμο, πολύ γερό χιντ δίνει η παντελώς ξεκάρφωτη με την συνέχεια εισαγωγική σεκάνς, που δεν κολλάει με τίποτα από όσα περιγράφει το φιλμ, παρά μόνο στον επίλογο, εκεί που ακόμη και τον λιγότερο απαιτητικό σινεφίλ, καρτερεί μια αρνητική έκπληξη.
Όχι δηλαδή πως και το κυρίως σώμα του Παιχνιδιού του Δολοφόνου, έχει καμία σοβαρή αφηγηματική υπόσταση, αφού πέραν των ευρηματικών φονικών που έχει σχεδιάσει ο Κρεμαλάκιας και ο σκηνοθέτης Johnny Martin απεικονίζει σε όλο τους το μακάβριο εύρος στο εκράν, η ίντριγκα μπάζει από παντού, σχηματίζοντας όχι απλώς κενά, αλλά θεόρατες τρυπάρες, που δεν μπαλώνονται ποτέ στην πορεία. Ερωτήματα βασικά και αναπάντητα, που και αποπροασανατολίζουν την ματιά από την εξιχνίαση και που δεν προσδίδουν και τίποτα περισσότερο στην ουσία, στο ζουμί της πλοκής, που μάλλον απογοητεύει με την απρόσμενα επίπεδη έξοδο της.
Από ατμόσφαιρα πάντως, το χαμηλού κόστους ετούτο φιλμ, δεν τα πηγαίνει άσχημα, μιας και ακολουθεί πιστά όλες τις Εφτάρες προσταγές του ποτισμένου στην υγρασία crime story, αν και είναι σχεδόν βέβαιο, πως δίχως την παρουσία ενός ηθοποιού θρύλου στην σύνθεση του, ενδεχόμενα μόνο οι φανατικοί του είδους ενδεχόμενα θα του έδιναν μισή ψήφο όποτε το έβρισκαν σε φυσικό ή online βίντεο κλαμπ. Σαν σε συνέχεια της παρουσία του στο πανομοιότυπου ύφους, στυλ και θέματος 88 Minutes ο Al Pacino, πάντως, δεν βοηθιέται ποτέ από τις ατάκες που καλείται να εκστομίσει, με συνέπεια ακόμη κι αυτός ο ερμηνευτικός μύθος να παρασύρεται στην μετριότητα ενός ασαφούς πρότζεκτ, που προσφέρει υπερβολικά λιγότερα από όσα υποσχέθηκε στο προμόσιον του.
Μια υπόθεση που έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας ο ζορισμένος ψυχικά ντετέκτιβ (και πρώην πράκτορας του FBI) Γουίλ Ρούινυ, που ταλαιπωρείται εδώ και καιρό από νοσηρούς εφιάλτες που έχουν να κάνουν με τον κατακερματισμό της οικογένειας του. Ο οποίος σαν να μην του φτάνουν τα επαγγελματικά του προβλήματα, έχει επιβαρυνθεί από την υπηρεσία με την υποχρέωση να έχει διαρκώς μαζί και σε κάθε του βήμα, την φιλόδοξη ρεπόρτερ των Νεουορκέζικων Τάιμς, Κρίστι Ντέιβις, που πραγματοποιεί έρευνα για την μέθοδο που προσεγγίζει η αστυνομία, τα ειδεχθή εγκλήματα...
Εννοείται φυσικά πως αστυνομικό φιλμικό πρόβλημα, δεν γίνεται να επιλυθεί από έναν και μόνο έξυπνο και εύστροφο μπάτσο, ετούτοι πάντοτε πηγαίνουν πακέτο, συνεπώς ελλείψει κομπανιέρου ο μελαγχολικός (στην πορεία πληροφορούμαστε το γιατί, ώστε να δημιουργηθεί μέσα μας ακόμη ένα γιατί το μάθαμε το κακό μαντάτο τόσο αργά...) ερευνητής, θα αποζητήσει την βοήθεια του έμπειρου, επί δεκαετίες στο κουρμπέτι και πλέον βαριεστημένου συνταξιούχου αστυνόμου Άρτσερ. Ο οποίος από την μεριά του ξοδεύοντας πια την μέρα του λύνοντας ρέμπους και σουντόκου, μονομιάς θα πετάξει σκούφο στον αέρα, για να επανέλθει, σκουριασμένος γαρ, στην δράση και στην αναζήτηση του φονιά.
Πρόκληση για αμφότερους τους cops (μαζί και της ομορφούλας δημοσιογράφου) που μέρα με την ημέρα θα μεγεθύνεται, ενόσω τα πτώματα θα πληθαίνουν και ούτε μισό χνάρι του εγκληματία θα εμφανίζεται στον ορίζοντα. Βεβαίως για τους πιο προσεχτικούς θεατές, που αρέσκονται να αποδέχονται την πρόκληση και να παίρνουν μέρος στο ψάξιμο, πολύ γερό χιντ δίνει η παντελώς ξεκάρφωτη με την συνέχεια εισαγωγική σεκάνς, που δεν κολλάει με τίποτα από όσα περιγράφει το φιλμ, παρά μόνο στον επίλογο, εκεί που ακόμη και τον λιγότερο απαιτητικό σινεφίλ, καρτερεί μια αρνητική έκπληξη.
Όχι δηλαδή πως και το κυρίως σώμα του Παιχνιδιού του Δολοφόνου, έχει καμία σοβαρή αφηγηματική υπόσταση, αφού πέραν των ευρηματικών φονικών που έχει σχεδιάσει ο Κρεμαλάκιας και ο σκηνοθέτης Johnny Martin απεικονίζει σε όλο τους το μακάβριο εύρος στο εκράν, η ίντριγκα μπάζει από παντού, σχηματίζοντας όχι απλώς κενά, αλλά θεόρατες τρυπάρες, που δεν μπαλώνονται ποτέ στην πορεία. Ερωτήματα βασικά και αναπάντητα, που και αποπροασανατολίζουν την ματιά από την εξιχνίαση και που δεν προσδίδουν και τίποτα περισσότερο στην ουσία, στο ζουμί της πλοκής, που μάλλον απογοητεύει με την απρόσμενα επίπεδη έξοδο της.
Από ατμόσφαιρα πάντως, το χαμηλού κόστους ετούτο φιλμ, δεν τα πηγαίνει άσχημα, μιας και ακολουθεί πιστά όλες τις Εφτάρες προσταγές του ποτισμένου στην υγρασία crime story, αν και είναι σχεδόν βέβαιο, πως δίχως την παρουσία ενός ηθοποιού θρύλου στην σύνθεση του, ενδεχόμενα μόνο οι φανατικοί του είδους ενδεχόμενα θα του έδιναν μισή ψήφο όποτε το έβρισκαν σε φυσικό ή online βίντεο κλαμπ. Σαν σε συνέχεια της παρουσία του στο πανομοιότυπου ύφους, στυλ και θέματος 88 Minutes ο Al Pacino, πάντως, δεν βοηθιέται ποτέ από τις ατάκες που καλείται να εκστομίσει, με συνέπεια ακόμη κι αυτός ο ερμηνευτικός μύθος να παρασύρεται στην μετριότητα ενός ασαφούς πρότζεκτ, που προσφέρει υπερβολικά λιγότερα από όσα υποσχέθηκε στο προμόσιον του.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Μαρτίου 2018 από την Spentzos Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική