Καζαντζάκης Poster ΠόστερΚαζαντζάκης

του Γιάννη Σμαραγδή. Με τους Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, Μαρίνα Καλογήρου, Αλέξανδρο Καμπαξή, Στέφανο Ληναίο, Αργύρη Ξάφη, Μαρία Σκουλά, Νίκο Καρδώνη, Αμαλία Αρσένη, Γιούλικα Σκαφιδά, Αλέξανδρο Κολλάτο, Ζέτα Δούκα, Adrian Frieling, Anthoula Katsimatides, Νίκο Μαρινάκο, Όλγα Δαμάνη, Έρση Μαλικένζου, Πάνο Σκουρολιάκο, Τάκης Παπαματθαίου, Θοδωρή Αθερίδη, Στάθη Ψάλτη


Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο...θεατής αντέχει!
του zerVo (@moviesltd)

Τεράστια προσωπικότητα. Ένας γιγάντιος Έλληνας. Ο πιο διαβασμένος ίσαμε τα πέρατα του κόσμου γαλανόλευκος λογοτέχνης, ο πλέον αναγνωρισμένος από όλους, εγχώριους και διεθνείς αναγνώστες, ποιητής και πεζογράφος. Το έργο που άφησε κληρονομιά στον τόπο ανεκτίμητο. Και κυρίως ύψιστης διαχρονικής αξίας. Γεμάτο στοχασμούς και σοφές παραινέσεις που θα έπρεπε όλοι μας, σε έναν κόσμο βασικής έστω παιδείας, να γνωρίζαμε απέξω κι ανακατωτά. Ένα διαρκές και ατέρμονο λυσσάρι που στην τωρινή, ξεπεσμένη, ρημαγμένη, μηδενισμένη μετεξέλιξη της κοιτίδας του πολιτισμού, θα έπρεπε να λειτουργεί ως φάρος γνώσης και ελπίδας. Ένας υπεράνθρωπος που ακόμη και εβδομήντα ολόκληρα χρόνια μετά το πέρασμα του στην αιωνιότητα, παραμένει ολοζώντανος ανάμεσα μας με τις λέξεις του, συμβουλάτορας, πατέρας, αδελφός, ένα Θεού δώρο όπως τον θαρρώ. Δεν γίνεται να οριστεί ο Καζαντζάκης. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ του έστω να τον σχηματίσει, να τον μορφοποιήσει. Φαντάσου λοιπόν, να τον σκιτσάρει και να τον καδράρει προσφέροντας τον πακέτο στο σινεμασκόπ καρέ.

Καζαντζάκης Quad Poster Πόστερ
1957, Φράιμπουργκ. Σε κλινική της Δυτικογερμανικής πόλης, στις παρυφές των Άλπεων, ο κορυφαίος Κρητικός λογοτέχνης Νίκος Καζαντζάκης, διανύει βαρύτατα ασθενής, τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Στο πλευρό του πάντοτε πιστή, η λατρεμένη σύντροφος του, Ελένη, αποσπά τα ύστατα λόγια του, τις αναμνήσεις εκείνες που θα ολοκληρώσουν το κύκνειο άσμα του, την αυτοβιογραφική μυθιστορία Αναφορά στον Γκρέκο. Κουβάρι με τις θύμησες που θα ξετυλιχτεί αποξαρχής, από τα μικράτα του στην Λεβεντογέννα, όταν δεκάχρονος βίωνε ως ραγιάς την καταπίεση της Οθωμανικής Κατοχής, μα ακόμα πιότερο τους χτύπους της κληματόβεργας στην πλάτη, ως τιμωρία για τον ανάστατο χαρακτήρα του, από τον κυκλοθυμικό, βάναυσο πατέρα του, τον φημισμένο από άκρου εις άκρο του Ψηλορείτη, βρακοφόρο Καπετάν Μιχάλη.

Ενήλικος πια και γεμάτος όνειρα και καλλιτεχνικές ανησυχίες, ο Νίκος, θα αποδράσει από το απάνθρωπο κελί που είχε κτίσει γύρω του ο γονιός του και θα βρει απάγκιο στην πρωτεύουσα, εκεί που φοιτώντας στην Νομική Σχολή, θα βρει με ευκολία θέση στους λογοτεχνικούς κύκλους του αναγνωρισμένου ποιητή Άγγελου Σικελιανού. Οι φίλιες παραινέσεις του οποίου θα τον οδηγήσουν πολύ σύντομα στο να ανοίξει τα φτερά του για νέους κόσμους, να ψάξει άλλους δρόμους αναζήτησης της Αλήθειας, της Πίστης, της Ζωής. Από τα ασκητικά κελιά του Όρους Σινά στην προοδευτική, μοντέρνα σοσιετέ της Αυστρίας και από την φρεσκοεπαναστατημένη Μόσχα στα λαμπερά σαλόνια των Παρισίων, ο Καζαντζάκης θα γεμίσει τον απύθμενο νου του με σοφία και γνώση, που επεξεργασμένη πλέον θα την διοχετεύσει στο συγγραφικό του έργο.

Αυτές οι δέκα σειρές στην ουσία αποτελούν την βάση πάνω στην οποία κτίζεται το φιλμικό βιογράφημα του μοναδικού Καντιώτη, την μητρική πλακέτα που πάνω του μπαίνουν το ένα μετά το άλλο τα παζλάκια, που αναμένεται στο φινάλε να ορίσουν το σφαιρικό αφιέρωμα στην ζωή και το έργο του. Σαν πλάνο αφηγηματικό σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε πως είναι ατυχές. Αν είναι να αναφερθούμε σε ένα πρόσωπο ιστορικό που για χάρη του γράφηκαν χιλιάδες σελίδες πράξεων αποφασιστικών, μοιραίων, ηρωικών ενδεχόμενα. Η αξία της δραματουργίας τους είναι εκείνη που και θα βοηθήσει στην ανάπτυξη της (για χάρη του σεναρίου) αληθοπλασίας, αλλά θα ανεβάσει και τις εντάσεις που ζητάει ένα κινηματογραφικό έργο και μάλιστα ρετροσπεκτιβικό, για να διατηρήσει ζωντανό και το ενδιαφέρον της πλατείας ίσαμε το φινάλε. Οπότε το πατρόν που επιλέγει ο μάστορας για να βάλει σε τάξη τις ιδέες του, χιλιοχρησιμοποιημένο αλλού και με επιτυχία, εδώ δεν δύναται να λειτουργήσει. Διότι ο βίος του Καζαντζάκη, δεν χρωματίστηκε από στιγμιότυπα, αλλά από, βγαλμένα από μια θεάνθρωπη ψυχή, οράματα. Κι αυτά ουδείς, μπορεί να τα συλλάβει στο σελιλόιντ, στο ντίτζιταλ τέιπ ή σε όποιο στην ευχή μέσον επιθυμεί να τα καταγράψει.

Με αυτό το βασικό σφάλμα επί της αρχής, είναι λογικό κι επόμενο η διαδικασία να μην προχωρά ποτέ, να τελματώνει, ακόμη κι αν από το σκριπτ επιχειρούνται θεόρατα χρονικά άλματα, προκειμένου να μην βαρύνει (και) η χρονική διάρκεια με ένα προϊόν μεγαλύτερο του δίωρου. Στα αρπαχτά λοιπόν και κατόπιν της επιδερμικότατης προσέγγισης στην σύναψη του ψυχισμού του Καζαντζάκη, μέσα από όσα επανέρχονται στον γεροντικό του νου στο κρεββάτι του πόνου, ταξιδεύουμε πλάι του σε δεκάλεπτες ρουμπρίκες, που καθεμιά αναφέρεται και σε κάποιο από τα πιο διάσημα γραπτά του. Μια επικεφαλίδα και δυο πλανάκια τσίμα τσίμα, για την γνωριμία με τον πιο αδαή θεατή δηλαδή. Κάπου στο φόντο ακούγεται μια βολά το όνομα του Οδυσσέα, μια χούφτα εικόνες γύρω από ένα τραπέζι πάνω στο κύμα, σιμά σε ένα σαντούρι είναι το σκιτσάρισμα του Ζορμπά, δυο κουβέντες σε λουσάτο σαλόνι της Πόλεως του Φωτός, παρουσία του Τζούλη και της Μελίνας, είναι όλο το ζουμί του Χριστού που Ξανασταυρώθηκε. Και ενδιάμεσα ένα ακατάπαυστο κουβεντολόι, πινγκ πονγκ Καζαντζάκη και Ελένης, που νόημα μπορεί να βγάλει μόνο εκείνος που το σκαρφίστηκε. Ουδείς άλλος. Τα αποφθέγματα βλέπεις χρειάζονται και το παράδειγμα τους, την φιλμική τους παραβολή για να γίνουν ευρύτερα αντιληπτά. Αν τα πετάς πομπωδώς ένθεν κακείθεν, έτσι για το Θεαθήναι, μάλλον το αντίστροφο από το πραγματικό τους νόημα θα μοιράσουν στο κοινό.

Ο λάθος γιαλός που παίρνει με την (πιο απότομη δεν γίνεται, σχεδόν νόμισα πως ήταν ένα καινούργιο τρέιλερ) εισαγωγή του το φιλμ, δεν γίνεται με τίποτα να ισιώσει στην πορεία, ελλείψει των εντυπωσιακών, ακόμη και φανφαρόνικων αν το θέλεις, στιγμών της επί γης διαδρομής του συγγραφέα. Αξίζει να αναφερθεί πως το πιο αγωνιώδες - πέστο κι έτσι - στοιχείο του όλου, έχει να κάμει με το αν ο Καζαντζάκης θα αποσπούσε την "πολυπόθητη" για εκείνον - ναι, σιγά που αυτός ο semi-God, θα νοιαζόταν για τέτοια χρυσάφια - υποψηφιότητα για το Βραβείο Νόμπελ. Και εντάξει φίλτατε ντιρέκτορα, πετάς στο τραπέζι την κρατική δολιοφθορά που υπέστη το nomination της Σκανδιναβικής Ακαδημίας, για ποιον λόγο ακριβώς δεν αναφέρεσαι και σε ονόματα, ώστε να δείξεις ολοκληρωμένος? Λόγια, λόγια, λόγια. Και αντάμα με το τιμώμενο πρόσωπο, μονίμως προβλεπόμενα εμβόλιμος, παρατάσσεται ο Κεφαλλονίτης φίλος, μέντορας και αιώνιος σύντροφος στους λόγιους αγώνες, που όπως τον μοστράρει ο δημιουργός, νιώθεις πως είναι φτιαγμένος από το πιο μασίφ υλικό του κόσμου. Ξύλινος και μεταλλικός μαζί, δεν απαγγέλλει κελαηδώντας, μα παιανίζοντας. Πάλι καλά που είχε και δέκα ανθρώπους τριγύρω - εννοείται αποκλειστικά κατά μήκος της Αρεοπαγίτου, άλλες τοποθεσίες κλασικές δεν διαθέτει η Αθήνα - υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα έπρεπε να υπάρχει ουδείς. Πόσο άστοχη η παρέμβαση αυτού του Σικελιανού?

Επανερχόμενος στην μελέτη της περσόνας του Καζαντζάκη, ο σκηνοθέτης ανακατεύοντας σταθερά τον χρόνο σε μια ένδειξη απάρνησης της γραμμικότητας, παλεύει να γεμίσει το πουγκί του με όσο το δυνατόν περισσότερες από τις ευφυείς του ρήσεις, την ίδια στιγμή που ανθρώπινα περιστατικά, σημασίας ύψιστης μόνο για τον ίδιο και για κανέναν άλλο (ο πρώτος σαρκκός έρως, ο θάνατος του πατρός, η επαφή με τους ιερομόναχους, φερειπείν) βγάζουν στο πρόσωπο του Καζαντζάκη μια έκδηλη παράνοια, που ουδέποτε αιτιολογείται από το σκριπτ. Ενδιαμέσως όλων αυτών των μικρών, μικρών τεμαχίων, τύποις κεφαλαίων, ως γέφυρες περάσματος του χρόνου, σκάνε σαν από το πουθενά CGI πλανάκια, που δεν τα λες και καλογραμμένα, δίνοντας την εντύπωση πως το biopic ετούτο λειτουργεί ως συγκοινωνούν δοχείο με την Weird Wave μόδα του νέου ελληνικού σινεμά. Ονείρατα και παροράματα, σκέψεις και φιλοδοξίες, αλληγορίες και εφέ, αχταρμάζουν σε σώμα ένα, από όπου δεν βγαίνει και μπόλικο νόημα. Και θα αφήσω κατά μέρος του ετερόκλητου αυτού μίξερ, τις παντελώς ανούσιες σκηνές, που συμβατικά ο ντιρεκτέρ, πρέπει να ανταποδώσει την χρηματοδοτική χάρη στους χορηγούς και βγάζουν μάτι. Εξόν από γέλωτα!

Όπως αστείες μοιάζουν στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι ερμηνείες, όλων όσων επελέγησαν για να αποδώσουν τους ρόλους των πραγματικών προσώπων της ζωής του Καζαντζάκη. Όλοι τους μεζεδάκια, που καδράρονται για λίγο, για ελάχιστο, εμφανισούλες πεντάλεπτες που ούτε καν καρατερίστικες τις λες. Χάρη στην κινηματογραφική πείρα του διασώζεται ο Αργύρης Ξάφης / Καπετάν Μιχάλης, λόγω της επικοινωνιακής του χάρης δεν βουλιάζει ο Αθερίδης / Ζορμπάς. Έτερον ουδέν. Ανεκδοτική η αόρατη γλάστρα, αν είναι δυνατόν, Μερκούρη / Ζέτα Δούκα, μηδενική εντελώς η Μητέρα / Μαρία Σκουλά, άνευ συναισθήματος η μπολσεβίκα ερωμένη / Γιούλικα Σκαφιδά. Όσο για το έτερον ήμισυ του λογοτέχνη, για ακόμη μια φορά δεν πιάνει την βάση η Μαρίνα Καλογήρου, που εμφανώς είναι πλασμένη μόνο για πιο χαλαρής πλοκής ρομάντζα. Όσο για το γεγονός πως στην ηλικιωμένη εκδοχή του ζεύγους, Εκείνη παραμένει η ίδια ηθοποιός, προφανώς μακιγιαρισμένη και Εκείνος έχει αλλάξει (ο σημαντικός καλλιτέχνης και αγωνιστής Στέφανος Ληναίος) με ξεπερνά. Καμία δικαιολογία, καμία εξήγηση!

Και μάλιστα όταν στο σύνολο ενός μπερδεμένου πονήματος, ο βασικός αστέρας του Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, δεν τα έχει πάει άσχημα ως Καζαντζάκης, χρησιμοποιώντας ολόκληρο το εύρος των αρκετών εκφράσεων που έχει στην υποκριτική του φαρέτρα για να αποδώσει κατά πως θα έπρεπε τις εναλλαγές κλίματος στην ψυχή του ήρωα του. Από τα 17 του χρόνια, μέχρι και τα 60 του, δεν το λες και λίγο. Δεν τολμώ να σκεφτώ δίχως αυτόν, που θα είχε τσακιστεί ακόμη πιο κάτω το ναυάγιο, βάζοντας δίπλα του συμπαραστάτη ικανό, την μουσική επένδυση, που τουλάχιστον δια χειρός Μίνωα Μάτσα νεότερου, διαθέτει το λυρικό εκείνο στοιχείο που αποζητά ένα μια βιογραφία, αυτού του βεληνεκούς.

Καθόλη την διάρκεια της παρακολούθησης του Καζαντζάκη, ένα συναίσθημα με συντρόφευε, βγαλμένο μέσα από το εκράν. Η έκδηλη αγωνία του εμπνευστή και εκτελεστή του, Γιάννη Σμαραγδή, να θέλει να αποδείξει κάτι, σαν να επιθυμούσε με κάψα να μας πει πως εκτός από το παρελθόν και το παρόν του εγχώριου σινεμά, ο ίδιος είναι και το φωτεινό του μέλλον, η νουβέλ βαγκ. Ο παράξενης μοδάτης αισθητικής εκείνος σκηνοθέτης δηλαδή, που ναι μεν (στα 70 plus του...) νοιάζεται για τις ακαδημαϊκές θεωρίες, την ίδια στιγμή που πηγαίνει πολλά βήματα παραπέρα, κάνοντας πράξη το - δεδομένα blacklisted πρακτικά - αφιέρωμα σε έναν Σπουδαίο Έλληνα. Αποτυχία αγαπητέ! Ούτε καν φανερά νοήματα, ούτε έστω μισιακές κεντρικές ιδέες, ούτε το κυριότερο, άμεσος συσχετισμός της φιλοσοφίας του Λεύτερου - ως όφειλες, αυτή είναι δουλειά σου, όχι να βάλεις μουστάκι στον πρωταγωνιστή - με το ζοφερό πολιτικό, θρησκευτικό και κοινωνικό σήμερα του τόπου. Στο ντούκου όλα, δεν πήραμε το Νόμπελ και μεγάλη μας σκασίλα. Κρίμα, δεν είναι αυτή η ταινία που θα άξιζε σε έναν τόσο μεγάλο άντρα.

Καζαντζάκης Rating

Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Νοεμβρίου 2017 από την Odeon!

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αααμ μπήκα για να γελάσω με την κριτική για την ταινία -σιχαίνομαι τον Σμαραγδή και τα εξεμβλώματα που πλασάρει για δημιουργίες του- αλλά τελικά, ψήθηκα να κάνω κριτική στην κριτική της ταινίας :Ρ
Φίλ@ που έκανες την κριτική, πόσο γαμάτ@ παίζει να είσαι; Χαχαχαχχα γράφεις λες και είσαι είτε σε δικαστική αίθουσα, με μια κόπια της ταινίας στο εδώλιο του κατηγορούμενου (σε προκαλώ να διαβάσεις το κείμενό σου προσθέτοντας ανά πέντ'έξι περιόδους ένα "Κύριοι δικαστές" ή "Κύριοι ένορκοι"), είτε στο 1920, ως υπεύθυνος της στήλης κριτικής ταινιών της Εστίας(αν υποθέσουμε ότι είχε στήλη με κριτικές ταινιών).
Σ'ευχαριστώ. Μου έφτιαξες τη μέρα ^_^

zerVo είπε...

Παλαμάς, Παπαδιαμάντης, Άννινος, Παπαντωνίου, Σουρής, Πολέμης, Ροίδης, Ξενόπουλος, Λύτρας, Κονδυλάκης, Μαλακάσης, Μαρκοράς, Νιρβάνας, έτσι μερικά ονόματα συντακτών της εφημερίδας που προανέφερες. Για να καταλάβει κανένας φίλ@, πόσο χαϊβάνι είσαι!

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική