του Tomas Alfredson. Με τους Michael Fassbender, Charlotte Gainsbourg, Toby Jones, J.K. Simmons, Val Kilmer, Chloë Sevigny, Rebecca Ferguson, James D'Arcy, David Dencik, Jonas Karlsson
Είπα να τα γράψω όλα στο χιόνι...
του zerVo (@moviesltd)
Για να πω την μαύρη μου αλήθεια, ένα τσίμπημα από τον γαλιάντρα τον Διαμαντή το δέχτηκα ελάχιστα πριν ξεκινήσει η προβολή, παρακολουθώντας το μονόλεπτο ίντρο, σε πρώτο πρόσωπο, του εμπνευστή του τίτλου - βίντεο κλιπ που δεν είμαι βέβαιος πως θα παίξει και στις κανονικές προβολές, για να νιώσεις κι εσύ τα φιδάκια να σε γυροφέρνουν. Ούτε πάθος διέκρινα από τον ονομαστό συγγραφέα, ούτε το γνώριμο κέφι της ικανοποίησης που η δουλειά του πήρε την άγουσα για το εκράν και μάλιστα με μια τέτοια ακριβή παραγωγή, ούτε καν, προσχηματικά για το χάρη του προμόσιον βρε αδελφέ, ένα χαμόγελο πως όλα πήγαν όπως τα περίμενε. Σκυθρωπός, αγέλαστος, σαν να του πήραν το κουλούρι από το χέρι, ο ευφυής γραφιάς από τον ευρωπαϊκό Βορρά, δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να μας πει στην ευκαιρία που του δόθηκε, πως η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην "πανέμορφη" (καλά, ντάξει) Νορβηγία. Τώρα πια τον δικαιολογώ. Κι εγώ μετά την παρακολούθηση ενός από τα πιο διαφημισμένα και ονομαστά φιλμς της σεζόν, τα εξήντα δευτερόλεπτα θα τα είχα για αιώνα, αν καλά και σώνει θα έπρεπε να το προλογίσω, μένοντας στα θετικά του στοιχεία.
Η εξαφάνιση μιας πολυάσχολης νεαρής μητέρας, μέσα από την ίδια της την οικία στα προάστια της Νορβηγικής πρωτεύουσας, που χάθηκε μονομιάς δίχως να αφήσει πίσω της το παραμικρό στίγμα, θα σημάνει συναγερμό στις τάξεις της αστυνομίας του Όσλο, που δεν είναι συνηθισμένη σε τέτοιου είδους μυστηριώδεις περιπτώσεις. Δίχως να έχει στα χέρια του το παραμικρό στοιχείο που θα του δείξει την κατευθυντήρια τροχιά, ο βετεράνος και θρυλικός για τους νεότερους του, επιθεωρητής Χάρι Χόλε, θα αναλάβει βαριεστημένα την σκοτεινή υπόθεση, με περιορισμένη διάθεση για έρευνα, εξαιτίας των προσωπικών προβλημάτων που τον ταλαιπωρούν τελευταία. Βουτηγμένος στο αλκοόλ, με την αϋπνία να του έχει διαλύσει τον ορθολογικό τρόπο σκέψης και τσακισμένος από το δράμα του πρόσφατου χωρισμού του από την αγαπημένη του Ράκελ, ο Χάρι δεν δείχνει ικανός να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο του.
Η άφιξη στην υπηρεσία, με μετάθεση από το επαρχιακό Μπέργκεν, της φιλόδοξης ρούκι Κατρίν Μπρατ, θα αφυπνίσει τον ντέτεκτιβ, κυρίως λόγω της καταπληκτικής δουλειάς που εκείνη έχει κάνει και των καλά κρυμμένων στοιχείων που έχει στην κατοχή της, που αποδεικνύουν πως ο δολοφόνος είναι το ίδιο ακριβώς πρόσωπο που δρα ανεξέλεγκτα εδώ και δυόμισι δεκαετίες, εξοντώνοντας ανήμπορες, μοναχικές συνήθως γυναίκες, με ζωηρό ερωτικό παρελθόν. Αφήνοντας ταυτόχρονα για στοιχείο, πλάι στο σημείο του φονικού, έναν χιονάνθρωπο, σήμα κατατεθέν της αρρωστημένης δράσης του, που δεν θα τερματιστεί παρά μόνο εάν συλληφθεί...
Την ίδια στιγμή που η σκανδιναβική μεγαλούπολη βρίσκεται σε μια κατάσταση έκδηλης ευφορίας, ένεκα της επικείμενης ανάληψης των σπουδαίων Χειμερινών (όχι Ολυμπιακών, σιγά μην πληρώναμε και δικαιώματα στην ΔΟΕ) Αγώνων, ο τρόμος έχει μουντώσει τον ήδη μισοσκοτεινιασμένο, παγωμένο τόπο. Και όσο καινούργια φρικιαστικά κατακρεουργημένα πτώματα αποκαλύπτονται, καθ υπόδειξη του ίδιου του σίριαλ κίλλερ, τόσο η αγωνία για την αποκάλυψη της ταυτότητας του μεγεθύνεται, καθώς δεδομένα έχει το πάνω χέρι και ουδείς μπορεί να προβλέψει την κάθε επόμενη κίνηση του. Που και πάλι θα βάψει το χιόνι κατακόκκινο από το αίμα των θυμάτων.
Προσωπικά έκανα ότι καλύτερο μπορούσα, στο να συντάξω αυτές τις δέκα, δεκαπέντε γραμμές της σύνοψης, με γνώμονα τα όσα παρακολούθησα στο πανί και ουχί όσα (δεν) διάβασα στο μπεστ σέλλερ του μετρ του αστυνομικού τρόμου. Με την έννοια πως αυτό που περιγράφω θα ήταν το ιδανικό για να απολαύσω με άνεση μια ανατριχιαστική ιστορία, γεμάτη σασπένς και δράση, στιγμές που παγώνουν το αίμα, αλλά και ξυπνά μέσα μου το αστυνομικό δαιμόνιο για να εντοπίσω τον θύτη, μεταξύ των ουκ ολίγων προσώπων που επεξεργάζεται η πλοκή. Εδώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο από ότι μπορεί ο ταλαίπωρος να ζήτησα, πληρώνοντας στον γκισέ το αντίτιμο για να παρακολουθήσω αν όχι την πιο, μα μία από τις πλέον πολυσυζητημένες δημιουργίες του 2017. Το The Snowman προς τεράστιο προβληματισμό μου, δεν αποτελεί παρά έναν φιλμικό αχταρμά, που μου δίνει την εντύπωση πως τα πάντα, υπό την επίβλεψη της Universal, στήθηκαν στο ποδάρι.
Ομολογώ πως δεν είναι υπέρ μου η θεματική άγνοια του βίπερ, αλλά κάπως θα έπρεπε να με έχει ταρακουνήσει το γεγονός πως ένα τόσο θρυλικό έργο, που έκανε ονομαστό παγκοσμίως το όνομα του δημιουργού του, Jo Nesbo, έκανε κοντά στα δέκα χρόνια να συμμαζευτεί σε σενάριο. Να φανταστώ πως επρόκειτο για μια black listed περίπτωση συγγράμματος που δεν ήταν εύκολο να μπει στις ράγες ενός σκριπτ? Ούτε καν! Αυτή την δυσκολία δεν την διέκρινα ποτέ σε όλα όσα ήθελε να πει το έργο, αντιθέτως κατάλαβα μια διαρκή αλαζονική πομπή στην αφήγηση του, του στυλ, εγώ θα τα πω τα κάλαντα ανάποδα κι εσύ είσαι υποχρεωμένος, θεατή μου, να τα καταλάβεις με την μία. Δεν είναι όμως έτσι, διότι στην απελπισμένη προσπάθεια του το θρίλερ να μπολιάσει την πλατεία με συμβάντα που λαμβάνουν χώρα στο χθες, στο προχθές, στο τώρα και στο ταυτόχρονα, η μπάλα χάνεται ολοσχερώς και εντέλει το απλοϊκό, μεταλλάσσεται σε δαιδαλώδες.
Πότε η γραμμή στέκεται στο σήμερα (τυπικό σήμερα, η δράση παίζει κάπου στα μέσα των 00s), πότε πατάει στα 1980, πότε περιγράφεται φονικό αποψινό, πότε αρχειακό, δεν το κατανοεί ούτε ο ίδιος ο αφηγητής. Αποτέλεσμα αυτού του κομφούζιου είναι μην υπάρχει ίχνος συνοχής και συνάφειας στα τεκταινόμενα, που με μια πολύ πιο λιτή, φλασμπάκ μέθοδο της σειράς, θα μπορούσαν να σερβιριστούν πιο εύπεπτα στον κόσμο. Η ανακατωσούρα δε, έχει και μερικά ακόμη απροσδόκητα παρακλάδια, ενόσω στο τραπέζι ρίχνονται, εννοείται για να μπερδέψουν, οι προσωπικές ιστορίες των βασικών ηρώων, με προεξάρχουσα εκείνη του Ντέρτι Χάρι, τον οποίο μπορείς να προσομοιάσεις με οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα, του άστεγου, του παλαβού, του μπεκρή, του πρεζάκια, του για δέσιμο, πλην του κορυφαίου στα χρονικά μπάτσου που έχει γεννήσει η Σκανδιναβία. Ούτε καν. Σχεδόν το πιστόλι δεν ξέρει να κρατά και εμείς καρτερούμε να λύσει και τον γρίφο. Ποιον από όλους τους γρίφους θα μου πεις, που εδώ γίνεται της τρελής το πανηγύρι. Απογοήτευση! Τεράστια απογοήτευση!
Κι όμως κάποιος έμπειρος θα έπρεπε να την αναμένει την καταστροφή. Τι ακριβώς θα έπρεπε να περιμένουμε από έναν σκηνοθέτη που έχει υπογράψει δύο εκ των τοπ-10 ταινιών της μετά μιλένιουμ εποχής, αλλά έχει να βαστήξει κάμερα για τουλάχιστον μια εξαετία. Σκουριασμένος από την απραξία ο Tomas Alfredson, στρογγυλοκάθεται στις δάφνες των αριστουργηματικών Let The Right One In και Tinker Tailor Soldier Spy, εκτιμώντας πως η φημισμένη ιστορία θα σχηματιστεί μονάχη της στην μεγάλη οθόνη. Λάθη στο στήσιμο, ανακρίβειες στην εξίσωση, μια τραγωδία το συνολικό άθροισμα, που δεν βγάζει εκτός ευθύνης τον υπερτιμημένο σεναριογράφο Hossein Amini. Προσπαθώ να φέρω στην μνήμη μου, αν ειπώθηκε ποτέ στα 120 λεπτά, πως οι αστυνομικοί αναζητούν έναν φονιά με το code name, Χιονάνθρωπος, σαν τον Χάνιμπαλ, δηλαδή, τον Τζον Ντο, τον Ζόντιακ. Όχι ποτέ! Έπρεπε να το γνωρίζει εκ των προτέρων το κοινό, προκειμένου να προσθέσει τις ανούσιες και αποπροσανατολιστικές σάλτσες του ο Σουηδός, για τον κοσμικό πολυεκατομμυριούχο, που οραματίζεται να φέρει τους Αγώνες Χόκει στο Όσλο. Δεν είμαστε καλά...
Το σημείο που ο The Snowman χωλαίνει αβάσταχτα είναι στο κοπίδι του, στο μοντάζ του, εκεί που στα εισαγωγικά credits αναγράφεται ως υπεύθυνη μια από τις πλέον τιμημένες μορφές του μοντάζ, η Thelma Schoonmaker, η 80χρονη με την γιγάντια χολιγουντιανή πορεία, δημιουργώντας συναίσθημα πολύ υψηλών απαιτήσεων από τους σινεφίλ. Και ίσως εκεί να κρύβεται η σκανδαλώδης πέτρα του πατατράκ, καθώς το όνομα της οσκαρούχας μετρ, δεν υπάρχει πουθενά αλλού καταχωρημένο, σε καμία βάση δεδομένων, όσον αφορά το πρότζεκτ. Είναι προφανές, για να μην καταφεύγουμε σε θεωρίες συνωμοσίας, πως κάποια ρήξη επήλθε στο final cut, διότι αυτό το κοπτοραπτικό συνονθύλευμα δεν είναι δυνατόν να το έχει γεννήσει η κύρια υπεύθυνη των σπουδαιότερων στιγμών του Martin Scorsese.
Εντέλει αν κατέληξα κάπου, με την πτώση των τίτλων τέλους του Χιονάνθρωπου, είναι πως προφανέστατα αδίκησα προ αρκετών ετών, την απόπειρα ενός έτερου Βόρειου, να αποτυπώσει σε φιλμ τα πολυπρόσωπα επίσης μπεστ σέλλερς με το Κορίτσι του Τατουάζ, δίνοντας τους τόνο τηλεοπτικό μεν, αλλά σίγουρα παρακολουθήσιμο. Το κυρίως πιάτο, δεν προσεγγίζει έστω ούτε το Headhunters, την πρώτη αξιόλογη μεταφορά έργου του Nesbo στο σινεμά. Η προσπάθεια εδώ, να τονιστεί η παράνοια που ενδέχεται να προκαλέσει σε έναν έφηβο αρχικά και κατοπινό ενήλικα, ο κατακερματισμός των απρόσωπων οικογενειακών αξιών, σκαλώνει σημαντικά ως βάση του χιονισμένου θρίλερ και τον κατ επέκταση αλληγοριών που μπορεί να πρεσβεύει. Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά τον καταφανέστατα ντεφορμέ και ανεξήγητα εκτός υδάτων, Michael Fassbender, που συνοδεύεται από τις κάκιστα κασταρισμένες, πενιχρού ταλέντου, Rebecca Ferguson και Charlotte Gainsbourg (ούτε μισή χάρη να μην κληρονομήσει αυτό το κορίτσι από την κούκλα μάνα του, τι ασχήμια Θεέ μου!) καταλαβαίνουμε πως ούτε οι ερμηνείες δύνανται να σώσουν το ναυάγιο. Το οποίο αύτανδρο βουλιάζει στην παγωμένη τρύπα, που μονάχο του άνοιξε, με τις φρούδες ματαιοδοξίες που σκόρπισε πέρα δώθε, όσο καλά κρατούσε η περίοδος των τρέιλερ.
Η άφιξη στην υπηρεσία, με μετάθεση από το επαρχιακό Μπέργκεν, της φιλόδοξης ρούκι Κατρίν Μπρατ, θα αφυπνίσει τον ντέτεκτιβ, κυρίως λόγω της καταπληκτικής δουλειάς που εκείνη έχει κάνει και των καλά κρυμμένων στοιχείων που έχει στην κατοχή της, που αποδεικνύουν πως ο δολοφόνος είναι το ίδιο ακριβώς πρόσωπο που δρα ανεξέλεγκτα εδώ και δυόμισι δεκαετίες, εξοντώνοντας ανήμπορες, μοναχικές συνήθως γυναίκες, με ζωηρό ερωτικό παρελθόν. Αφήνοντας ταυτόχρονα για στοιχείο, πλάι στο σημείο του φονικού, έναν χιονάνθρωπο, σήμα κατατεθέν της αρρωστημένης δράσης του, που δεν θα τερματιστεί παρά μόνο εάν συλληφθεί...
Την ίδια στιγμή που η σκανδιναβική μεγαλούπολη βρίσκεται σε μια κατάσταση έκδηλης ευφορίας, ένεκα της επικείμενης ανάληψης των σπουδαίων Χειμερινών (όχι Ολυμπιακών, σιγά μην πληρώναμε και δικαιώματα στην ΔΟΕ) Αγώνων, ο τρόμος έχει μουντώσει τον ήδη μισοσκοτεινιασμένο, παγωμένο τόπο. Και όσο καινούργια φρικιαστικά κατακρεουργημένα πτώματα αποκαλύπτονται, καθ υπόδειξη του ίδιου του σίριαλ κίλλερ, τόσο η αγωνία για την αποκάλυψη της ταυτότητας του μεγεθύνεται, καθώς δεδομένα έχει το πάνω χέρι και ουδείς μπορεί να προβλέψει την κάθε επόμενη κίνηση του. Που και πάλι θα βάψει το χιόνι κατακόκκινο από το αίμα των θυμάτων.
Προσωπικά έκανα ότι καλύτερο μπορούσα, στο να συντάξω αυτές τις δέκα, δεκαπέντε γραμμές της σύνοψης, με γνώμονα τα όσα παρακολούθησα στο πανί και ουχί όσα (δεν) διάβασα στο μπεστ σέλλερ του μετρ του αστυνομικού τρόμου. Με την έννοια πως αυτό που περιγράφω θα ήταν το ιδανικό για να απολαύσω με άνεση μια ανατριχιαστική ιστορία, γεμάτη σασπένς και δράση, στιγμές που παγώνουν το αίμα, αλλά και ξυπνά μέσα μου το αστυνομικό δαιμόνιο για να εντοπίσω τον θύτη, μεταξύ των ουκ ολίγων προσώπων που επεξεργάζεται η πλοκή. Εδώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο από ότι μπορεί ο ταλαίπωρος να ζήτησα, πληρώνοντας στον γκισέ το αντίτιμο για να παρακολουθήσω αν όχι την πιο, μα μία από τις πλέον πολυσυζητημένες δημιουργίες του 2017. Το The Snowman προς τεράστιο προβληματισμό μου, δεν αποτελεί παρά έναν φιλμικό αχταρμά, που μου δίνει την εντύπωση πως τα πάντα, υπό την επίβλεψη της Universal, στήθηκαν στο ποδάρι.
Ομολογώ πως δεν είναι υπέρ μου η θεματική άγνοια του βίπερ, αλλά κάπως θα έπρεπε να με έχει ταρακουνήσει το γεγονός πως ένα τόσο θρυλικό έργο, που έκανε ονομαστό παγκοσμίως το όνομα του δημιουργού του, Jo Nesbo, έκανε κοντά στα δέκα χρόνια να συμμαζευτεί σε σενάριο. Να φανταστώ πως επρόκειτο για μια black listed περίπτωση συγγράμματος που δεν ήταν εύκολο να μπει στις ράγες ενός σκριπτ? Ούτε καν! Αυτή την δυσκολία δεν την διέκρινα ποτέ σε όλα όσα ήθελε να πει το έργο, αντιθέτως κατάλαβα μια διαρκή αλαζονική πομπή στην αφήγηση του, του στυλ, εγώ θα τα πω τα κάλαντα ανάποδα κι εσύ είσαι υποχρεωμένος, θεατή μου, να τα καταλάβεις με την μία. Δεν είναι όμως έτσι, διότι στην απελπισμένη προσπάθεια του το θρίλερ να μπολιάσει την πλατεία με συμβάντα που λαμβάνουν χώρα στο χθες, στο προχθές, στο τώρα και στο ταυτόχρονα, η μπάλα χάνεται ολοσχερώς και εντέλει το απλοϊκό, μεταλλάσσεται σε δαιδαλώδες.
Πότε η γραμμή στέκεται στο σήμερα (τυπικό σήμερα, η δράση παίζει κάπου στα μέσα των 00s), πότε πατάει στα 1980, πότε περιγράφεται φονικό αποψινό, πότε αρχειακό, δεν το κατανοεί ούτε ο ίδιος ο αφηγητής. Αποτέλεσμα αυτού του κομφούζιου είναι μην υπάρχει ίχνος συνοχής και συνάφειας στα τεκταινόμενα, που με μια πολύ πιο λιτή, φλασμπάκ μέθοδο της σειράς, θα μπορούσαν να σερβιριστούν πιο εύπεπτα στον κόσμο. Η ανακατωσούρα δε, έχει και μερικά ακόμη απροσδόκητα παρακλάδια, ενόσω στο τραπέζι ρίχνονται, εννοείται για να μπερδέψουν, οι προσωπικές ιστορίες των βασικών ηρώων, με προεξάρχουσα εκείνη του Ντέρτι Χάρι, τον οποίο μπορείς να προσομοιάσεις με οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα, του άστεγου, του παλαβού, του μπεκρή, του πρεζάκια, του για δέσιμο, πλην του κορυφαίου στα χρονικά μπάτσου που έχει γεννήσει η Σκανδιναβία. Ούτε καν. Σχεδόν το πιστόλι δεν ξέρει να κρατά και εμείς καρτερούμε να λύσει και τον γρίφο. Ποιον από όλους τους γρίφους θα μου πεις, που εδώ γίνεται της τρελής το πανηγύρι. Απογοήτευση! Τεράστια απογοήτευση!
Κι όμως κάποιος έμπειρος θα έπρεπε να την αναμένει την καταστροφή. Τι ακριβώς θα έπρεπε να περιμένουμε από έναν σκηνοθέτη που έχει υπογράψει δύο εκ των τοπ-10 ταινιών της μετά μιλένιουμ εποχής, αλλά έχει να βαστήξει κάμερα για τουλάχιστον μια εξαετία. Σκουριασμένος από την απραξία ο Tomas Alfredson, στρογγυλοκάθεται στις δάφνες των αριστουργηματικών Let The Right One In και Tinker Tailor Soldier Spy, εκτιμώντας πως η φημισμένη ιστορία θα σχηματιστεί μονάχη της στην μεγάλη οθόνη. Λάθη στο στήσιμο, ανακρίβειες στην εξίσωση, μια τραγωδία το συνολικό άθροισμα, που δεν βγάζει εκτός ευθύνης τον υπερτιμημένο σεναριογράφο Hossein Amini. Προσπαθώ να φέρω στην μνήμη μου, αν ειπώθηκε ποτέ στα 120 λεπτά, πως οι αστυνομικοί αναζητούν έναν φονιά με το code name, Χιονάνθρωπος, σαν τον Χάνιμπαλ, δηλαδή, τον Τζον Ντο, τον Ζόντιακ. Όχι ποτέ! Έπρεπε να το γνωρίζει εκ των προτέρων το κοινό, προκειμένου να προσθέσει τις ανούσιες και αποπροσανατολιστικές σάλτσες του ο Σουηδός, για τον κοσμικό πολυεκατομμυριούχο, που οραματίζεται να φέρει τους Αγώνες Χόκει στο Όσλο. Δεν είμαστε καλά...
Το σημείο που ο The Snowman χωλαίνει αβάσταχτα είναι στο κοπίδι του, στο μοντάζ του, εκεί που στα εισαγωγικά credits αναγράφεται ως υπεύθυνη μια από τις πλέον τιμημένες μορφές του μοντάζ, η Thelma Schoonmaker, η 80χρονη με την γιγάντια χολιγουντιανή πορεία, δημιουργώντας συναίσθημα πολύ υψηλών απαιτήσεων από τους σινεφίλ. Και ίσως εκεί να κρύβεται η σκανδαλώδης πέτρα του πατατράκ, καθώς το όνομα της οσκαρούχας μετρ, δεν υπάρχει πουθενά αλλού καταχωρημένο, σε καμία βάση δεδομένων, όσον αφορά το πρότζεκτ. Είναι προφανές, για να μην καταφεύγουμε σε θεωρίες συνωμοσίας, πως κάποια ρήξη επήλθε στο final cut, διότι αυτό το κοπτοραπτικό συνονθύλευμα δεν είναι δυνατόν να το έχει γεννήσει η κύρια υπεύθυνη των σπουδαιότερων στιγμών του Martin Scorsese.
Εντέλει αν κατέληξα κάπου, με την πτώση των τίτλων τέλους του Χιονάνθρωπου, είναι πως προφανέστατα αδίκησα προ αρκετών ετών, την απόπειρα ενός έτερου Βόρειου, να αποτυπώσει σε φιλμ τα πολυπρόσωπα επίσης μπεστ σέλλερς με το Κορίτσι του Τατουάζ, δίνοντας τους τόνο τηλεοπτικό μεν, αλλά σίγουρα παρακολουθήσιμο. Το κυρίως πιάτο, δεν προσεγγίζει έστω ούτε το Headhunters, την πρώτη αξιόλογη μεταφορά έργου του Nesbo στο σινεμά. Η προσπάθεια εδώ, να τονιστεί η παράνοια που ενδέχεται να προκαλέσει σε έναν έφηβο αρχικά και κατοπινό ενήλικα, ο κατακερματισμός των απρόσωπων οικογενειακών αξιών, σκαλώνει σημαντικά ως βάση του χιονισμένου θρίλερ και τον κατ επέκταση αλληγοριών που μπορεί να πρεσβεύει. Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά τον καταφανέστατα ντεφορμέ και ανεξήγητα εκτός υδάτων, Michael Fassbender, που συνοδεύεται από τις κάκιστα κασταρισμένες, πενιχρού ταλέντου, Rebecca Ferguson και Charlotte Gainsbourg (ούτε μισή χάρη να μην κληρονομήσει αυτό το κορίτσι από την κούκλα μάνα του, τι ασχήμια Θεέ μου!) καταλαβαίνουμε πως ούτε οι ερμηνείες δύνανται να σώσουν το ναυάγιο. Το οποίο αύτανδρο βουλιάζει στην παγωμένη τρύπα, που μονάχο του άνοιξε, με τις φρούδες ματαιοδοξίες που σκόρπισε πέρα δώθε, όσο καλά κρατούσε η περίοδος των τρέιλερ.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 12 Οκτωβρίου 2017 από την UIP
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική