του Παντελή Βούλγαρη. Με τους Ανδρέα Κωνσταντίνου, André Hennicke, Melia Kreiling, Τάσο Δήμα, Αινεία Τσαμάτη, Βασίλη Κουκαλάνι, Λουκά Κυριαζή, Λευτέρη Λαμπράκη
«Άραγε θα μας ξεχάσουν;»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους»
Αυτή είναι η 12η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του Παντελή Βούλγαρη, τέσσερα χρόνια μετά την προηγούμενή του, τη «Μικρά Αγγλία» (2013). Όπως είπε αστειευόμενος μετά την πανελλήνια πρεμιέρα της ταινίας στη Θεσσαλονίκη, έχει ασχοληθεί στις ταινίες του με τα θέματα: Εθνική Αντίσταση, Εμφύλιος, Δικτατορία, αλλά... με ανάποδη χρονολογικά σειρά! Πρώτα λοιπόν Δικτατορία και Εξορία στη Μακρόνησο («Χάππυ Νταίη», 1976), μετά από Εμφύλιο μέχρι και μετά την Δικτατορία («Πέτρινα χρόνια», 1985), μετά Εμφύλιος («Ψυχή βαθιά» 2009) και τώρα ήρθε η σειρά της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης κατά των Ναζί! Και σε αυτήν συμμετέχει όλη η οικογένεια Βούλγαρη! Ο Παντελής Βούλγαρης σκηνοθετεί και συνυπογράφει το σενάριο μαζί με τη σύζυγό του, την Ιωάννα Καρυστιάνη, ο γιος τους, Αλέξανδρος, a.k.a. The Boy υπογράφει τη μουσική της ταινίας, ενώ η Κωνσταντίνα ήταν υπεύθυνη του κάστινγκ στην Κρήτη και εμφανίζεται αν δεν κάνω λάθος σε μια σκηνή ως κρατούμενη στις γυναικείες φυλακές.
Στην ταινία Το Τελευταίο Σημείωμα μερικοί ηθοποιοί ταυτίζονται με πραγματικά ιστορικά γεγονότα, άλλοι όχι, υπηρετούν χαρακτήρες που επινοεί η μυθοπλασία για να φωτίσει προσωπικές ανθρώπινες στιγμές και να τις εντάξει στην δραματική συλλογική συνθήκη. Ανάμεσα στα ιστορικά πρόσωπα, πέρα από τον Ναπολέωντα Σουκατζίδη και τη μνηστή του, Χαρά Λιουδάκη, περιγράφονται ο Διοικητής Καρλ Φίσερ, ο άγριος Κόβατς, ο 18χρονος Νίκος Γλέζος, αδελφός του Μανώλη, που εκτελέστηκε στις 10 Μαΐου του 1944, ο Χανιώτης γεωπόνος Νίκος Μαριακάκης και μερικοί ακόμη με μικρότερη παρουσία. Τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιήθηκαν στις Φυλακές Ιτζεδίν και σε επιλεγμένες τοποθεσίες της Κρήτης.
Η υπόθεση: Ο 34χρονος κομουνιστής, Ναπολέων Σουκατζίδης, Κρητικός μικρασιατικής καταγωγής, βρίσκεται σε... τουρνέ, κρατούμενος σε εξορίες και φυλακές από το 1936. Την άνοιξη του 1944 είναι εγκατεστημένος στη φυλακή, στο Χαϊδάρι, όπου εκτελεί χρέη διερμηνέα (μιας που γνωρίζει καλά γερμανικά) για τον διοικητή του στρατοπέδου, Καρλ Φίσερ. Και γίνεται συχνά – πυκνά αυτόπτης μάρτυρας της ναζιστικής αγριότητας, μιας που πολλοί αγωνιστές ανακρίνονται και βασανίζονται μπροστά του, με τον ίδιο να μην μπορεί να βοηθήσει. Αντέχει, γιατί έτσι τον έχει ατσαλώσει η ιδεολογία του. Αντέχει, γιατί τέτοια μαθήματα ζωής έχει πάρει από τον πατέρα του. Αντέχει, επειδή ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον με την μνηστή του, τη Χαρά Λιουδάκη, με την οποία έχει ελάχιστες συναντήσεις όλα αυτά τα χρόνια.
Ενώ οι Ναζί ηττώνται παντού, τη μοίρα του Σουκατζίδη θα σφραγίσει ένα γεγονός: η εκτέλεση του Στρατιωτικού Διοικητή Λακωνίας, Κρες, και τριών Γερμανών της συνοδείας του, σε χαράδρα της περιοχής των Μολάων, μετά από ενέδρα μελών της ελληνικής αντίστασης. Τα αντίποινα είναι: εκτέλεση 50 Ελλήνων για κάθε έναν νεκρό Γερμανό. 200 Έλληνες προς εκτέλεση για τέσσερις Ναζί. Ο Σουκατζίδης είναι στη λίστα. Όπως και 199 σύντροφοί του από τις φυλακές του Χαϊδαρίου...
Η άποψή μας: Απ' όπου και να την πιάσεις, αυτή είναι μια εξαιρετική ελληνική ταινία! Μια ταινία καλογυρισμένη, με υψηλά στάνταρ παραγωγής, με προσεγμένη την κάθε της λεπτομέρεια, που γυρίστηκε για να αρέσει στον πολύ κόσμο, να συγκινήσει και να συζητηθεί. Ο Παντελής Βούλγαρης αφήνει πίσω του τον «εθνική συμφιλίωση» χυλό του «Ψυχή βαθιά» (θα θυμάστε τον Θανάση Βέγγο να αναρωτιέται: «Έλληνας να σκοτώνει Έλληνα;»). Ναι, τότε ήταν 2009 και ίσως να χρειαζόμασταν ως λαός κάτι τέτοιο ως γενικότερο «πρόσταγμα». Τώρα όμως, εν έτει 2017, οι μάσκες έχουν πέσει. Κι αφού οι ελπίδες πολλών πως τα πράγματα θα άλλαζαν, διαψεύστηκαν με εκκωφαντικό θόρυβο, η ταινία έρχεται με απίστευτο timing για να βάλει μερικά πράγματα στη θέση τους. Κυρίως αυτό: οι 200 που εκτελέστηκαν στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944 από τους Ναζί, δεν ήταν γενικώς αγωνιστές, Έλληνες, πατριώτες κτλ. Οι 200 ήταν αγωνιστές, Έλληνες, πατριώτες Κομουνιστές!
Δεν το διαλαλεί αυτό ο Βούλγαρης, εξάλλου δεν κάνει μια στρατευμένη ταινία με χρήματα από το ΚΚΕ και τον Περισσό, έλεος κάπου, μεγάλος χορηγός είναι η... Cosmote! Αλλά δεν αποκρύπτει και το γεγονός, δεν παραχαράζει την ιστορική αλήθεια, δεν γίνεται... γλυκούλης για να αρέσει στους πάντες. Όχι. Λέει την αλήθεια. Και καταφέρνει παρ' όλα αυτά (ή εξαιτίας αυτού!) να αρέσει η ταινία στους πάντες! Θέλω να πω, η ταινία θα οδηγήσει στο κλάμα ακόμα και τον πιο σκληροτράχηλο δεξιό! Αυτοί που θα έχουν πρόβλημα με την ταινία θα είναι εννοείται οι ακροδεξιοί, οι νεοφιλελέδες και μπόλικοι Συριζαίοι – εκείνη η κίνηση κατάθεσης λίγων λουλουδιών την επαύριο της νίκης της 25ης Ιανουαρίου του 2015 είχε μεγάλο συμβολικό χαρακτήρα – αλλά όπως αποδείχτηκε είχε μόνο αυτό και τίποτε άλλο, οπότε οι ενοχές είναι μπόλικες...
Οι κρατούμενοι στις φυλακές είναι κομουνιστές, είναι φως φανάρι πως το Κόμμα έχει αποφασίσει να είναι ο Ναπολέοντας διερμηνέας, για να μαθαίνει νέα « από μέσα» και στη σκηνή της εκτέλεσης, ο γηραιός σύντροφος αναφωνεί «κομουνιστής ως το θάνατο». Αυτά, για να ξεμπερδεύουμε με την ενδεχόμενη γκρίνια. Τώρα, εννοείται πως πολλά πράγματα στην ταινία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κυρίως σε επίπεδο διαλόγων ή προσώπων. Όταν γυρίζεις μια ταινία που απευθύνεται σε πολύ κόσμο, μια ταινία μυθοπλασίας, να μην το ξεχνάμε αυτό, απομακρύνεσαι από το ντοκιμαντέρ. Απομακρύνεσαι από την υποχρέωση του «έτσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα». Κι αφού ξεμπερδέψαμε κι αυτό, προχωράμε στο παρασύνθημα.
Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον το πως χτίζεται ο χαρακτήρας του Σουκατζίδη. Το πως αντιμετωπίζει τα πράγματα. Το πόσο ως παρουσία δηλώνει ταυτόχρονα και αντίσταση και αγώνα! Καθόλου υποταγή! Κι ας βρίσκεται υπό τις διαταγές του αξιωματικού των SS. Που επίσης σκιαγραφείται ως τριών διαστάσεων άνθρωπος. Έχει μεγάλη σημασία ο «κακός» μιας ταινίας να περιγράφεται ως άνθρωπος. Πχ, ο Ναζί που έπαιζε ο Ralph Fiennes στη «Λίστα του Σίντλερ» ήταν μονοδιάστατος. Ήταν ένα τέρας, τελεία και παύλα. Εδώ, ο Καρλ Φίσερ, σκιαγραφείται ως ιδεολόγος Ναζί, που είναι εννοείται γουρούνι, που δίνει εντολές για εκτελέσεις, που ξυλοκοπά γυναίκα, που δίνει μέχρι και χαριστικές βολές αλλά, να, το χέρι του τρέμει όταν το κάνει. Είναι σίγουρα γοητευμένος από τον Σουκατζίδη. Είναι σίγουρα γοητευμένος από την Ελλάδα. Κάνει δεύτερες σκέψεις. Θεωρεί ότι είναι υπερβολική η τιμωρία του 50 Έλληνες προς εκτέλεση έναντι ενός δολοφονημένου Γερμανού. Σπάζει.
Όπως δήλωσε η Καρυστιάνη, υπάρχουν μαρτυρίες πως έκλαιγε κιόλας μετά από βίαια ξεσπάσματα. Δεν ωραιοποιείται, προς Θεού, δεν τον γυαλίζουν οι δημιουργοί – απλά δεν είναι μονοδιάστατος: παρουσιάζεται ως άνθρωπος με σάρκα και οστά. Όπως και οι αγωνιστές, οι προς εκτέλεση. Μπορεί να γλεντούν το βράδυ πριν την εκτέλεση (εξαιρετική σκηνή, ιδίως όταν χορεύεται ο Πυρρίχιος, εντάξει, το κλάμα πάει σύννεφο) αλλά δεν σημαίνει ότι δεν φοβούνται. Δεν σημαίνει ότι είναι ρομπότ. «Θέλω να ζήσω» λέει ένας από τους κρατουμένους, και νιώθεις το βάρος της κάθε λέξης του, το βάρος του νοήματος. Κι όμως, ένας έχει το θάρρος και τα κάκαλα να χτενιστεί μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, να πετάξει τη χτένα του στους Ναζί και να φωνάξει «ελάτε να μου χτενίσετε τα αρχίδια»!
Για το μόνο που έχω (μικρές, ελάχιστες) αντιρρήσεις είναι η υπερδραματοποίηση κάποιων σκηνών. Ο σκηνοθέτης ξέρει να χρησιμοποιεί όλα τα κόλπα στη φαρέτρα του για να μας κάνει να συγκινηθούμε, να κλάψουμε με μαύρο δάκρυ, και τα χρησιμοποιεί. Slow motion, επαναλαμβανόμενες σκηνές, χρήση της (εξαιρετικής) μουσικής, όλα βρίσκονται στην υπηρεσία του. Και δεν γλυτώνει κανείς! Οι σκηνές των εκτελέσεων προσωπικά μου θύμισαν κάτι από τα σπαγγέτι γουέστερν του Leone – και το αναφέρω αυτό ως κάτι απόλυτα θετικό, έτσι; Όλοι οι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί – Έλληνες και ξένοι – δόθηκε τρομερή προσοχή στη λεπτομέρεια και το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει τους δημιουργούς και σίγουρα δεν λερώνει το ονόματα των αγωνιστών: και τα 200 εμφανίζονται στο τέλος της ταινίας. Και ο κόσμος θα συρρεύσει να δει την ταινία κατά χιλιάδες. Και το αξίζει.
Κάτι τελευταίο όμως: μέσα στις πολλές σκέψεις που μου γέννησε η ταινία ήταν μια πολύ ηττοπαθής του στυλ «κοίτα τι γενναίοι, τι λιτοί, τι αρχοντικοί άντρες, τι ήρωες υπήρχαν τότε - σήμερα, σκατά». Μετά όμως σκέφτηκα πως πάντα θα υπάρχουν τουλάχιστον 200 κομουνιστές για να στηθούν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα αγωνιζόμενοι για τις ιδέες τους και για έναν καλύτερο κόσμο...
Η υπόθεση: Ο 34χρονος κομουνιστής, Ναπολέων Σουκατζίδης, Κρητικός μικρασιατικής καταγωγής, βρίσκεται σε... τουρνέ, κρατούμενος σε εξορίες και φυλακές από το 1936. Την άνοιξη του 1944 είναι εγκατεστημένος στη φυλακή, στο Χαϊδάρι, όπου εκτελεί χρέη διερμηνέα (μιας που γνωρίζει καλά γερμανικά) για τον διοικητή του στρατοπέδου, Καρλ Φίσερ. Και γίνεται συχνά – πυκνά αυτόπτης μάρτυρας της ναζιστικής αγριότητας, μιας που πολλοί αγωνιστές ανακρίνονται και βασανίζονται μπροστά του, με τον ίδιο να μην μπορεί να βοηθήσει. Αντέχει, γιατί έτσι τον έχει ατσαλώσει η ιδεολογία του. Αντέχει, γιατί τέτοια μαθήματα ζωής έχει πάρει από τον πατέρα του. Αντέχει, επειδή ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον με την μνηστή του, τη Χαρά Λιουδάκη, με την οποία έχει ελάχιστες συναντήσεις όλα αυτά τα χρόνια.
Ενώ οι Ναζί ηττώνται παντού, τη μοίρα του Σουκατζίδη θα σφραγίσει ένα γεγονός: η εκτέλεση του Στρατιωτικού Διοικητή Λακωνίας, Κρες, και τριών Γερμανών της συνοδείας του, σε χαράδρα της περιοχής των Μολάων, μετά από ενέδρα μελών της ελληνικής αντίστασης. Τα αντίποινα είναι: εκτέλεση 50 Ελλήνων για κάθε έναν νεκρό Γερμανό. 200 Έλληνες προς εκτέλεση για τέσσερις Ναζί. Ο Σουκατζίδης είναι στη λίστα. Όπως και 199 σύντροφοί του από τις φυλακές του Χαϊδαρίου...
Η άποψή μας: Απ' όπου και να την πιάσεις, αυτή είναι μια εξαιρετική ελληνική ταινία! Μια ταινία καλογυρισμένη, με υψηλά στάνταρ παραγωγής, με προσεγμένη την κάθε της λεπτομέρεια, που γυρίστηκε για να αρέσει στον πολύ κόσμο, να συγκινήσει και να συζητηθεί. Ο Παντελής Βούλγαρης αφήνει πίσω του τον «εθνική συμφιλίωση» χυλό του «Ψυχή βαθιά» (θα θυμάστε τον Θανάση Βέγγο να αναρωτιέται: «Έλληνας να σκοτώνει Έλληνα;»). Ναι, τότε ήταν 2009 και ίσως να χρειαζόμασταν ως λαός κάτι τέτοιο ως γενικότερο «πρόσταγμα». Τώρα όμως, εν έτει 2017, οι μάσκες έχουν πέσει. Κι αφού οι ελπίδες πολλών πως τα πράγματα θα άλλαζαν, διαψεύστηκαν με εκκωφαντικό θόρυβο, η ταινία έρχεται με απίστευτο timing για να βάλει μερικά πράγματα στη θέση τους. Κυρίως αυτό: οι 200 που εκτελέστηκαν στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944 από τους Ναζί, δεν ήταν γενικώς αγωνιστές, Έλληνες, πατριώτες κτλ. Οι 200 ήταν αγωνιστές, Έλληνες, πατριώτες Κομουνιστές!
Δεν το διαλαλεί αυτό ο Βούλγαρης, εξάλλου δεν κάνει μια στρατευμένη ταινία με χρήματα από το ΚΚΕ και τον Περισσό, έλεος κάπου, μεγάλος χορηγός είναι η... Cosmote! Αλλά δεν αποκρύπτει και το γεγονός, δεν παραχαράζει την ιστορική αλήθεια, δεν γίνεται... γλυκούλης για να αρέσει στους πάντες. Όχι. Λέει την αλήθεια. Και καταφέρνει παρ' όλα αυτά (ή εξαιτίας αυτού!) να αρέσει η ταινία στους πάντες! Θέλω να πω, η ταινία θα οδηγήσει στο κλάμα ακόμα και τον πιο σκληροτράχηλο δεξιό! Αυτοί που θα έχουν πρόβλημα με την ταινία θα είναι εννοείται οι ακροδεξιοί, οι νεοφιλελέδες και μπόλικοι Συριζαίοι – εκείνη η κίνηση κατάθεσης λίγων λουλουδιών την επαύριο της νίκης της 25ης Ιανουαρίου του 2015 είχε μεγάλο συμβολικό χαρακτήρα – αλλά όπως αποδείχτηκε είχε μόνο αυτό και τίποτε άλλο, οπότε οι ενοχές είναι μπόλικες...
Οι κρατούμενοι στις φυλακές είναι κομουνιστές, είναι φως φανάρι πως το Κόμμα έχει αποφασίσει να είναι ο Ναπολέοντας διερμηνέας, για να μαθαίνει νέα « από μέσα» και στη σκηνή της εκτέλεσης, ο γηραιός σύντροφος αναφωνεί «κομουνιστής ως το θάνατο». Αυτά, για να ξεμπερδεύουμε με την ενδεχόμενη γκρίνια. Τώρα, εννοείται πως πολλά πράγματα στην ταινία είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κυρίως σε επίπεδο διαλόγων ή προσώπων. Όταν γυρίζεις μια ταινία που απευθύνεται σε πολύ κόσμο, μια ταινία μυθοπλασίας, να μην το ξεχνάμε αυτό, απομακρύνεσαι από το ντοκιμαντέρ. Απομακρύνεσαι από την υποχρέωση του «έτσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα». Κι αφού ξεμπερδέψαμε κι αυτό, προχωράμε στο παρασύνθημα.
Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον το πως χτίζεται ο χαρακτήρας του Σουκατζίδη. Το πως αντιμετωπίζει τα πράγματα. Το πόσο ως παρουσία δηλώνει ταυτόχρονα και αντίσταση και αγώνα! Καθόλου υποταγή! Κι ας βρίσκεται υπό τις διαταγές του αξιωματικού των SS. Που επίσης σκιαγραφείται ως τριών διαστάσεων άνθρωπος. Έχει μεγάλη σημασία ο «κακός» μιας ταινίας να περιγράφεται ως άνθρωπος. Πχ, ο Ναζί που έπαιζε ο Ralph Fiennes στη «Λίστα του Σίντλερ» ήταν μονοδιάστατος. Ήταν ένα τέρας, τελεία και παύλα. Εδώ, ο Καρλ Φίσερ, σκιαγραφείται ως ιδεολόγος Ναζί, που είναι εννοείται γουρούνι, που δίνει εντολές για εκτελέσεις, που ξυλοκοπά γυναίκα, που δίνει μέχρι και χαριστικές βολές αλλά, να, το χέρι του τρέμει όταν το κάνει. Είναι σίγουρα γοητευμένος από τον Σουκατζίδη. Είναι σίγουρα γοητευμένος από την Ελλάδα. Κάνει δεύτερες σκέψεις. Θεωρεί ότι είναι υπερβολική η τιμωρία του 50 Έλληνες προς εκτέλεση έναντι ενός δολοφονημένου Γερμανού. Σπάζει.
Όπως δήλωσε η Καρυστιάνη, υπάρχουν μαρτυρίες πως έκλαιγε κιόλας μετά από βίαια ξεσπάσματα. Δεν ωραιοποιείται, προς Θεού, δεν τον γυαλίζουν οι δημιουργοί – απλά δεν είναι μονοδιάστατος: παρουσιάζεται ως άνθρωπος με σάρκα και οστά. Όπως και οι αγωνιστές, οι προς εκτέλεση. Μπορεί να γλεντούν το βράδυ πριν την εκτέλεση (εξαιρετική σκηνή, ιδίως όταν χορεύεται ο Πυρρίχιος, εντάξει, το κλάμα πάει σύννεφο) αλλά δεν σημαίνει ότι δεν φοβούνται. Δεν σημαίνει ότι είναι ρομπότ. «Θέλω να ζήσω» λέει ένας από τους κρατουμένους, και νιώθεις το βάρος της κάθε λέξης του, το βάρος του νοήματος. Κι όμως, ένας έχει το θάρρος και τα κάκαλα να χτενιστεί μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, να πετάξει τη χτένα του στους Ναζί και να φωνάξει «ελάτε να μου χτενίσετε τα αρχίδια»!
Για το μόνο που έχω (μικρές, ελάχιστες) αντιρρήσεις είναι η υπερδραματοποίηση κάποιων σκηνών. Ο σκηνοθέτης ξέρει να χρησιμοποιεί όλα τα κόλπα στη φαρέτρα του για να μας κάνει να συγκινηθούμε, να κλάψουμε με μαύρο δάκρυ, και τα χρησιμοποιεί. Slow motion, επαναλαμβανόμενες σκηνές, χρήση της (εξαιρετικής) μουσικής, όλα βρίσκονται στην υπηρεσία του. Και δεν γλυτώνει κανείς! Οι σκηνές των εκτελέσεων προσωπικά μου θύμισαν κάτι από τα σπαγγέτι γουέστερν του Leone – και το αναφέρω αυτό ως κάτι απόλυτα θετικό, έτσι; Όλοι οι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί – Έλληνες και ξένοι – δόθηκε τρομερή προσοχή στη λεπτομέρεια και το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει τους δημιουργούς και σίγουρα δεν λερώνει το ονόματα των αγωνιστών: και τα 200 εμφανίζονται στο τέλος της ταινίας. Και ο κόσμος θα συρρεύσει να δει την ταινία κατά χιλιάδες. Και το αξίζει.
Κάτι τελευταίο όμως: μέσα στις πολλές σκέψεις που μου γέννησε η ταινία ήταν μια πολύ ηττοπαθής του στυλ «κοίτα τι γενναίοι, τι λιτοί, τι αρχοντικοί άντρες, τι ήρωες υπήρχαν τότε - σήμερα, σκατά». Μετά όμως σκέφτηκα πως πάντα θα υπάρχουν τουλάχιστον 200 κομουνιστές για να στηθούν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα αγωνιζόμενοι για τις ιδέες τους και για έναν καλύτερο κόσμο...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 26 Οκτωβρίου 2017 από την Tanweer
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική