του Rodrigo Grande. Mε τους Leonardo Sbaraglia, Clara Lago, Pablo Echarri, Federico Luppi, Uma Salduende, Javier Godino, Walter Donado, Ariel Nuñez Di Croce, Laura Faienza
Ριφιφί αλά αργεντίνικα!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ο κλέψας του κλέψαντος!
Ο Rodrigo Grande γεννήθηκε στο Ροζάριο της Αργεντινής το 1974. Σπούδασε στη Σχολή Κινηματογράφου του Μπουένος Άιρες, όπου ολοκλήρωσε την πρώτη μικρού μήκους ταινία του «La pared y la lluvia» (1994). Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία «Rosarigasinos», στην οποία υπογράφει σενάριο και σκηνοθεσία, κυκλοφόρησε το 2001. Η ταινία απέσπασε περισσότερα από 15 διεθνή βραβεία. Το 2009 έγραψε, σκηνοθέτησε κι έκανε την παραγωγή της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του, «Cuestión de principios». Κι επτά χρόνια μετά γυρίζει τούτη την ταινία, Al Final Del Tunel, συμπαραγωγή Ισπανίας και Αργεντινής, με τις εισπράξεις στην Αργεντινή να φτάνουν τα 1,2 εκατομμύρια δολάρια και στην Ισπανία τις 800 χιλιάδες δολάρια αντιστοίχως.
Τον Αργεντίνο Leonardo Sbaraglia τον θυμόμαστε ως πρωταγωνιστή της πιο άγριας από τις «Ιστορίες με αγρίους» (Relatos salvajes, 2014), εκείνη με την κόντρα των δύο αυτοκινητιστών. Την δε Σπανιόλα Clara Lago τη γνωρίσαμε ως πρωταγωνίστρια των δημοφιλών κωμωδιών «Έρωτας αλά ισπανικά» (Ocho apellidos vascos, 2014) και της συνέχειάς της «Έρωτας αλά καταλανικά» (Ocho apellidos catalanes, 2015).
Η υπόθεση: Ο Χοακίν είναι ένας 40something τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών που ζει σχεδόν εγκλωβισμένος στο τεράστιο σπίτι του, μιας που είναι ανάπηρος από την μέση και κάτω και κινείται με αναπηρικό καροτσάκι. Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα: ήταν παντρεμένος με παιδί και ήταν ευτυχισμένος, αλλά ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα του πήρε τις γυναίκες της ζωής του αλλά και τη δυνατότητα να κινείται. Μη μπορώντας να δουλέψει όπως θέλει και παραμελώντας ουσιαστικά τον εαυτό του και την καριέρα του, άρχισε να δημιουργεί χρέη. Μια λύση είναι να νοικιάσει τη σοφίτα, την οποία δεν χρησιμοποιεί: συνήθως περνάει την ώρα του στο υπόγειο.
Βάζει αγγελία λοιπόν και πριν στεγνώσει το... μελάνι, παρουσιάζεται ενδιαφερόμενος. Μια όμορφη γυναίκα, η Μπέρτα, χορεύτρια και στριπτιζού, εμφανίζεται στο κατώφλι του σπιτιού ζητώντας να νοικιάσει το δωμάτιο για να μείνει εκεί μαζί με την ανήλικη κόρη της, την Μπέτι, που δεν μιλάει σε κανέναν εκτός από την ίδια. Δεν αφήνει πολλά περιθώρια άρνησης στον Χοακίν κι έτσι αρχίζουν να ζουν όλοι μαζί – είναι και ο Κασιμίρο, ο γέρος σκύλος του Χοακίν που συμπληρώνει το παζλ στο σπίτι. Ένα σπίτι με τεράστιο κήπο. Ένα σπίτι που βρίσκεται πολύ κοντά σε μια τράπεζα. Μια τράπεζα που κάποιοι σχεδιάζουν να ληστέψουν...
Η άποψή μας: Υπάρχει η χολιγουντιανή σχολή των θρίλερ. Δική τους σχολή είχαν ανέκαθεν και οι Βρετανοί. Και οι Γάλλοι το ίδιο. Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί μερικές πολύ ενδιαφέρουσες τάσεις στο είδος. Από τη μια τα σκανδιναβικά θρίλερ, με πρώτη ύλη best seller συγγραφέων που υπηρετούν με πίστη το ανάλογο μυθιστορηματικό είδος. Και από την άλλη τα ισπανικά ή ισπανόφωνα θρίλερ, που μάλιστα σημειώνουν μεγάλες πιένες εν Ελλάδι. Φέτος ας πούμε τόσο το «Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει», όσο και το «Η οργή ενός υπομονετικού ανθρώπου» αλλά κυρίως το «Αόρατος επισκέπτης» αποτέλεσαν φιλμικές προτάσεις στις οποίες οι Έλληνες θεατές ανταποκρίθηκαν με ζέση, γεμίζοντας τα θερινά στα οποία προβάλλονταν οι συγκεκριμένες ταινίες.
Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με τούτη την ταινία. Που δεν χρησιμοποιεί φτηνά κόλπα προς εντυπωσιασμό. Ούτε στα εφέ στηρίζεται ούτε στα πολλά της χρήματα. Η αφήγηση είναι το παν. Και οι ανατροπές. Που άλλες τις βλέπεις να έρχονται κι άλλες απλώς δεν τις περιμένεις. Η ατμόσφαιρα είναι η σωστή, ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται χώρους και παράξενες γωνίες λήψης και βγάζει αυτό το κλειστοφοβικό που επιθυμεί. Επίσης, χρησιμοποιεί κλισέ όπως διεφθαρμένος μπάτσους, ψυχοπαθείς παρανόμους και εκπεσούσες γυναίκες. Θέλει να μας εγκλωβίσει μαζί με τους ήρωές του, θέλει να μας βάλει μαζί σε εκείνο το υπόγειο, επιθυμεί να τους κρίνουμε ηθικά για τις πράξεις τους και παίρνει ξεκάθαρη θέση: δεν υπάρχει καλό.
Οι θετικοί ήρωες είναι: Ένας παραπληγικός που δεν διστάζει να κλέψει, να πει ψέματα και να μην βοηθήσει έναν συνάνθρωπό του που ζητά τη βοήθειά του για να μην πεθάνει. Μια όμορφη κοπέλα, που παρά την ευστροφία της γίνεται θύμα εκμετάλλευσης, δεν προσέχει και αφήνει την κόρη της έρμαιο για συνεχή και σκληρά τραύματα. Και μια πιτσιρίκα, την κόρη, που έχει μεν τραβήξει πάρα πολλά αλλά αν ισχύουν αυτά που... εξομολογείται στον σκύλο δεν μπορείς να κατανοήσεις τη συμπεριφορά της στο τελευταίο τρίτο της ταινίας. Εκεί που γίνεται αυτόπτης μάρτυρας χοντρής βίας – κάτι που λίγο νοιάζει τον σκηνοθέτη. Επίσης, δεν τον νοιάζει να μας εξηγήσει πώς μια αρχική σκηνή της ταινίας, το γέμισμα γλυκών με κάτι σαν υπνωτικό ή ναρκωτικό διαφόρων ουσιών, μπορεί να έχει τόσο καταλυτική σημασία στο φινάλε. Ή το πως ο Χοακίν, ένας παραπληγικός, έχει γενικώς στην κατοχή του βελόνες και ναρκωτικά, τα οποία δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει... σε άλλους!
Εκτός πια κι αν τα είχε όλα σχεδιασμένα από την αρχή, κάτι που δεν στέκει, μιας που μια χαρά αιφνιδιάζεται από τις καταστάσεις μέχρι ενός σημείου. Η μουσική είναι ίσως παραπάνω έντονη σε κάποιες σκηνές ενώ και το μοντάζ το παρακάνει σε άλλες. Πχ στη σκηνή του στριπτίζ (το οποίο δεν βλέπουμε ποτέ να ολοκληρώνεται – απλά η κοπελιά χορεύει κάπως προκλητικά) έχουμε απανωτά cut με φλασμπάκ, που δεν κάνουν τη σκηνή πιο εντυπωσιακή. Απλά, δεν μας αφήνει ο μοντέρ να απολαύσουμε την αισθησιακή λειτουργό στα καλύτερά της.
Μικρό το κακό. Όσοι επιλέξουν να δουν την ταινία μια χαρά θα περάσουν. Γιατί η ταινία πετυχαίνει ακριβώς αυτό: να κάνει τον θεατή να αισθάνεται έξυπνος χωρίς να τον βάζει να σκέφτεται και πολύ πολύ. Και η ίντριγκα τον κρατάει.
Η υπόθεση: Ο Χοακίν είναι ένας 40something τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών που ζει σχεδόν εγκλωβισμένος στο τεράστιο σπίτι του, μιας που είναι ανάπηρος από την μέση και κάτω και κινείται με αναπηρικό καροτσάκι. Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα: ήταν παντρεμένος με παιδί και ήταν ευτυχισμένος, αλλά ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα του πήρε τις γυναίκες της ζωής του αλλά και τη δυνατότητα να κινείται. Μη μπορώντας να δουλέψει όπως θέλει και παραμελώντας ουσιαστικά τον εαυτό του και την καριέρα του, άρχισε να δημιουργεί χρέη. Μια λύση είναι να νοικιάσει τη σοφίτα, την οποία δεν χρησιμοποιεί: συνήθως περνάει την ώρα του στο υπόγειο.
Βάζει αγγελία λοιπόν και πριν στεγνώσει το... μελάνι, παρουσιάζεται ενδιαφερόμενος. Μια όμορφη γυναίκα, η Μπέρτα, χορεύτρια και στριπτιζού, εμφανίζεται στο κατώφλι του σπιτιού ζητώντας να νοικιάσει το δωμάτιο για να μείνει εκεί μαζί με την ανήλικη κόρη της, την Μπέτι, που δεν μιλάει σε κανέναν εκτός από την ίδια. Δεν αφήνει πολλά περιθώρια άρνησης στον Χοακίν κι έτσι αρχίζουν να ζουν όλοι μαζί – είναι και ο Κασιμίρο, ο γέρος σκύλος του Χοακίν που συμπληρώνει το παζλ στο σπίτι. Ένα σπίτι με τεράστιο κήπο. Ένα σπίτι που βρίσκεται πολύ κοντά σε μια τράπεζα. Μια τράπεζα που κάποιοι σχεδιάζουν να ληστέψουν...
Η άποψή μας: Υπάρχει η χολιγουντιανή σχολή των θρίλερ. Δική τους σχολή είχαν ανέκαθεν και οι Βρετανοί. Και οι Γάλλοι το ίδιο. Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί μερικές πολύ ενδιαφέρουσες τάσεις στο είδος. Από τη μια τα σκανδιναβικά θρίλερ, με πρώτη ύλη best seller συγγραφέων που υπηρετούν με πίστη το ανάλογο μυθιστορηματικό είδος. Και από την άλλη τα ισπανικά ή ισπανόφωνα θρίλερ, που μάλιστα σημειώνουν μεγάλες πιένες εν Ελλάδι. Φέτος ας πούμε τόσο το «Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει», όσο και το «Η οργή ενός υπομονετικού ανθρώπου» αλλά κυρίως το «Αόρατος επισκέπτης» αποτέλεσαν φιλμικές προτάσεις στις οποίες οι Έλληνες θεατές ανταποκρίθηκαν με ζέση, γεμίζοντας τα θερινά στα οποία προβάλλονταν οι συγκεκριμένες ταινίες.
Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με τούτη την ταινία. Που δεν χρησιμοποιεί φτηνά κόλπα προς εντυπωσιασμό. Ούτε στα εφέ στηρίζεται ούτε στα πολλά της χρήματα. Η αφήγηση είναι το παν. Και οι ανατροπές. Που άλλες τις βλέπεις να έρχονται κι άλλες απλώς δεν τις περιμένεις. Η ατμόσφαιρα είναι η σωστή, ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται χώρους και παράξενες γωνίες λήψης και βγάζει αυτό το κλειστοφοβικό που επιθυμεί. Επίσης, χρησιμοποιεί κλισέ όπως διεφθαρμένος μπάτσους, ψυχοπαθείς παρανόμους και εκπεσούσες γυναίκες. Θέλει να μας εγκλωβίσει μαζί με τους ήρωές του, θέλει να μας βάλει μαζί σε εκείνο το υπόγειο, επιθυμεί να τους κρίνουμε ηθικά για τις πράξεις τους και παίρνει ξεκάθαρη θέση: δεν υπάρχει καλό.
Οι θετικοί ήρωες είναι: Ένας παραπληγικός που δεν διστάζει να κλέψει, να πει ψέματα και να μην βοηθήσει έναν συνάνθρωπό του που ζητά τη βοήθειά του για να μην πεθάνει. Μια όμορφη κοπέλα, που παρά την ευστροφία της γίνεται θύμα εκμετάλλευσης, δεν προσέχει και αφήνει την κόρη της έρμαιο για συνεχή και σκληρά τραύματα. Και μια πιτσιρίκα, την κόρη, που έχει μεν τραβήξει πάρα πολλά αλλά αν ισχύουν αυτά που... εξομολογείται στον σκύλο δεν μπορείς να κατανοήσεις τη συμπεριφορά της στο τελευταίο τρίτο της ταινίας. Εκεί που γίνεται αυτόπτης μάρτυρας χοντρής βίας – κάτι που λίγο νοιάζει τον σκηνοθέτη. Επίσης, δεν τον νοιάζει να μας εξηγήσει πώς μια αρχική σκηνή της ταινίας, το γέμισμα γλυκών με κάτι σαν υπνωτικό ή ναρκωτικό διαφόρων ουσιών, μπορεί να έχει τόσο καταλυτική σημασία στο φινάλε. Ή το πως ο Χοακίν, ένας παραπληγικός, έχει γενικώς στην κατοχή του βελόνες και ναρκωτικά, τα οποία δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει... σε άλλους!
Εκτός πια κι αν τα είχε όλα σχεδιασμένα από την αρχή, κάτι που δεν στέκει, μιας που μια χαρά αιφνιδιάζεται από τις καταστάσεις μέχρι ενός σημείου. Η μουσική είναι ίσως παραπάνω έντονη σε κάποιες σκηνές ενώ και το μοντάζ το παρακάνει σε άλλες. Πχ στη σκηνή του στριπτίζ (το οποίο δεν βλέπουμε ποτέ να ολοκληρώνεται – απλά η κοπελιά χορεύει κάπως προκλητικά) έχουμε απανωτά cut με φλασμπάκ, που δεν κάνουν τη σκηνή πιο εντυπωσιακή. Απλά, δεν μας αφήνει ο μοντέρ να απολαύσουμε την αισθησιακή λειτουργό στα καλύτερά της.
Μικρό το κακό. Όσοι επιλέξουν να δουν την ταινία μια χαρά θα περάσουν. Γιατί η ταινία πετυχαίνει ακριβώς αυτό: να κάνει τον θεατή να αισθάνεται έξυπνος χωρίς να τον βάζει να σκέφτεται και πολύ πολύ. Και η ίντριγκα τον κρατάει.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 21 Σεπτεμβρίου 2017 από την Seven Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική