της Gurinder Chadha. Με τους Hugh Bonneville, Gillian Anderson, Manish Dayal, Michael Gambon, Simon Callow, Neeraj Kabi
Ινδικός Οίκος...
του zerVo (@moviesltd)
Για να μιλήσουμε με αριθμούς, μιας και αναφερόμαστε στην μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμού στα χρονικά της ανθρωπότητας, η οποία έλαβε χώρα κατά την διχοτόμηση μιας χώρας, που στα σύνορα της τότε, φιλοξενούσε το εν πέμπτο τους συνολικού αριθμού ζωντανών ψυχών του πλανήτη. Το προσφυγικό κύμα έφτασε σε μέγεθος τα δεκαπέντε εκατομμύρια πολίτες, που μετακινήθηκαν ένθεν κακείθεν των φρεσκοσχηματισμένων συνόρων, με κοντά ένα εκατομμύριο εξ αυτών να χάνει την ζωή του, κατά την διάρκεια των αιματηρών ταραχών. Νούμερα που κατατάσσουν την ώρα γιορτής για την ανεξαρτησία δύο κυρίαρχων εθνών / κρατών, ως μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες όλων των εποχών.
1947. Μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Βρετανική Κοινοπολιτεία στην απόπειρα της να επιλύσει το ένα μετά το άλλο τα διεθνή ζητήματα που απασχολούν την Αλβιόνα, έχει σαν πρώτο ζήτημα της ατζέντας της το Ινδικο-Πακιστανικό πρόβλημα. Με απόφαση του ίδιου του Τζόρτσιλ, στο Δελχί θα αποσταλεί με την εντολή να ομαλοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερο, την περίοδο μέχρι την ημέρα της αποχώρησης των Βρετανών από την Ινδική χερσόνησο, ο Λόρδος Μάουντμπάτεν, ο τελευταίος Αντιβασιλέας, που έχει μπροστά του μόλις έξι μήνες προετοιμασίας, για να παραδώσει την χώρα στον λαό της.
Την ίδια στιγμή που οι κοινωνικές αναταραχές, βασισμένες στις φονταμενταλιστικές ακρότητες, των τριών θρησκευτικών πόλων που απαρτίζουν το πληθυσμιακό σύνολο, στην πρωτεύουσα καταφτάνουν διπλωμάτες, προκειμένου να συμβουλεύσουν τον Ντίκι, για το πώς πρέπει να κινηθεί, διασφαλίζοντας τα συμφέροντα του Στέμματος. Από την πλευρά τους οι Ινδουιστές, οι Σιχ και οι Μουσουλμάνοι, εκμεταλλευόμενοι το πολιτικό κομφούζιο, θα επιζητήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα κέρδη για την δική τους πλευρά. Και κανείς δεν δείχνει διατεθειμένος με την στάση του να βοηθήσει στην διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή.
Μια από τις πλέον σημαντικές ιστορικές στιγμές του 20ου αιώνα, αποτελεί την θεματική βάση της φιλόδοξης κινηματογραφικής παραγωγής, που ουσιαστικά δεν έρχεται να προσθέσει κάτι νέο και πρωτοφανέρωτο στα ήδη γνωστά στο ευρύ κοινό περιστατικά, που εντέλει οδήγησαν στο σχίσμα. Και αν μη τι άλλο στην μεγάλη οθόνη έχουν εξαντληθεί, χάρη στο ανεπανάληπτο προ δεκαετιών έπος του Attenborough. Εδώ επιχειρείται μια λιγότερο επικεντρωμένη στο ιστορικό χρονικό, αλλά σε πιο προσωπικές ιστορίες, αναφορά, με την κάμερα να ταξιδεύει ανάμεσα στα πατώματα του επιβλητικού (νυν) Προεδρικού Μεγάρου, μα τότε Οίκου του εκάστοτε επιτετραμμένου της Βασιλίσσης στις Ινδίες. Ενός γιγαντιαίου κτιρίου, του μεγαλύτερου ποτέ και φυσικά στις ημέρες μας, που φιλοξενεί κάτω από την στέγη του παγκόσμιο ηγέτη.
Το Παλάτι στην παρούσα περίπτωση ορίζει έναν βασικό χαρακτήρα της πλοκής, καθώς χωρισμένο σε δύο επίπεδα, το ανώτερο και το πιο χαμηλό, περικλείει γύρω από τους τοίχους του, άλλοτε τις κρίσιμες διαβουλεύσεις των υψηλόβαθμων γύρω το φλέγον θέμα, άλλοτε όμως τις αντιδράσεις της ίδιας της μάζας, όπως αντικατοπτρίζεται στον μικρόκοσμο των ντόπιων εργαζομένων, σε διάφορα πόστα. Οι ίδιοι οι αυλικοί, καμαρότοι, φρουρά, μεταφράστριες, μαγείροι, γίνονται μάρτυρες των θεαματικών αλλαγών για τον τόπο τους, συνάμα όμως κι οι ίδιοι αναπόσπαστο μέρος της Ιστορίας, διαλέγοντας μεριά και στρατόπεδο, μα κυρίως εξωτερικεύοντας ακραία συναισθήματα εμφύλιας έχθρας, που σταδιακά θα μεγεθυνθεί με τα γνωστά γενοκτονικά αποτελέσματα.
Γνωστή στο ευρύ κοινό από την τεράστια επιτυχία του Bend It Like Beckham, η σκηνοθέτις Gurinder Chadha, απόγονος η ίδια, συμμετεχόντων στην αφήγηση, σε μια όχι και τόσο επιτυχημένα εμβόλιμη ρομαντική ρουμπρίκα, άγνωστο για ποιους λόγους επιλέγει το σήμερα, για να σχολιάσει κάτι που έχει οριστικοποιηθεί επτά δεκαετίες πριν. Διότι είναι φανερή η τάση της να καυτηριάσει πρόσωπα και καταστάσεις – οι φανατισμένοι εχθροί κομάντερ, Νεχρού των Ινδουιστών και Τζίνα των Ισλαμιστών, ο ιδεαλιστής μοναχικός Μπάπου, οι Βρετανικές οχιές, που ήδη έχουν αποφασίσει πριν από όλους – αλλά και αναίτια να καταστήσει συμπαθή τον Τελευταίο Αντιβασιλέα, που εμφανίζεται να μην γνωρίζει τι και πως, να μην έχει πυγμή, να θέλει αλλά να μην δύναται, να καταστείλει τον πόλεμο. Με ισχυρό στοιχείο της οικογένειας Μαουντμπάτεν να ορίζεται η Κυρά της, σαν σε ρεπρίζ των μοντέρνων ενοίκων του αντίστοιχου White House…
Σε αυτό λοιπόν το ελεγχόμενο ιστορικά για την αυθεντικότητα του πεδίο, ο Λόρδος, εμφανίζεται περήφανος, καλοσυνάτος μα και διπλάσιος σε όγκο, μιας και ο Hugh Bonneville, τα έχει τα παραπανίσια του κιλά, ενώ η Λαίδη Εντουίνα, μοιάζει σαφώς πιο αποφασιστική, υποδυόμενη από την πάλαι ποτέ τηλεοπτική sex symbol, Gillian Anderson. Οι Ινδοί ερμηνευτές του καστ, άνευροι και σαν εκτός τόπου, δεν βοηθούν την ανάπτυξη του ρομάντζου που πνίγεται στις φλόγες, ίσως σε αυτό να μην βοηθά και η απαίτηση από την ντιρέκτορα, τα πάντα να αποδίδονται εις την αγγλική γλώσσα, στοιχείο που μειώνει τεράστια ποσοστά από την αυθεντικότητα. Το αντίθετο δηλαδή που προξενεί στην διψασμένη ματιά, το άριστο στήσιμο της διεύθυνσης παραγωγής, που καταφέρνει να αναπαραστήσει έξοχα την εποχή, με την χρήση εκατοντάδων ζάπλουτα κοστουμαρισμένων έξτρας, μα κυρίως με την έντεχνη χρήση του υπέρλαμπρου Viceroy’s House, που για τον άμαθο θεατή αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή γνώσης, ιδεολογικών στοιχείων και ανάδειξης της τοπικής κουλτούρας.
Την ίδια στιγμή που οι κοινωνικές αναταραχές, βασισμένες στις φονταμενταλιστικές ακρότητες, των τριών θρησκευτικών πόλων που απαρτίζουν το πληθυσμιακό σύνολο, στην πρωτεύουσα καταφτάνουν διπλωμάτες, προκειμένου να συμβουλεύσουν τον Ντίκι, για το πώς πρέπει να κινηθεί, διασφαλίζοντας τα συμφέροντα του Στέμματος. Από την πλευρά τους οι Ινδουιστές, οι Σιχ και οι Μουσουλμάνοι, εκμεταλλευόμενοι το πολιτικό κομφούζιο, θα επιζητήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα κέρδη για την δική τους πλευρά. Και κανείς δεν δείχνει διατεθειμένος με την στάση του να βοηθήσει στην διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή.
Μια από τις πλέον σημαντικές ιστορικές στιγμές του 20ου αιώνα, αποτελεί την θεματική βάση της φιλόδοξης κινηματογραφικής παραγωγής, που ουσιαστικά δεν έρχεται να προσθέσει κάτι νέο και πρωτοφανέρωτο στα ήδη γνωστά στο ευρύ κοινό περιστατικά, που εντέλει οδήγησαν στο σχίσμα. Και αν μη τι άλλο στην μεγάλη οθόνη έχουν εξαντληθεί, χάρη στο ανεπανάληπτο προ δεκαετιών έπος του Attenborough. Εδώ επιχειρείται μια λιγότερο επικεντρωμένη στο ιστορικό χρονικό, αλλά σε πιο προσωπικές ιστορίες, αναφορά, με την κάμερα να ταξιδεύει ανάμεσα στα πατώματα του επιβλητικού (νυν) Προεδρικού Μεγάρου, μα τότε Οίκου του εκάστοτε επιτετραμμένου της Βασιλίσσης στις Ινδίες. Ενός γιγαντιαίου κτιρίου, του μεγαλύτερου ποτέ και φυσικά στις ημέρες μας, που φιλοξενεί κάτω από την στέγη του παγκόσμιο ηγέτη.
Το Παλάτι στην παρούσα περίπτωση ορίζει έναν βασικό χαρακτήρα της πλοκής, καθώς χωρισμένο σε δύο επίπεδα, το ανώτερο και το πιο χαμηλό, περικλείει γύρω από τους τοίχους του, άλλοτε τις κρίσιμες διαβουλεύσεις των υψηλόβαθμων γύρω το φλέγον θέμα, άλλοτε όμως τις αντιδράσεις της ίδιας της μάζας, όπως αντικατοπτρίζεται στον μικρόκοσμο των ντόπιων εργαζομένων, σε διάφορα πόστα. Οι ίδιοι οι αυλικοί, καμαρότοι, φρουρά, μεταφράστριες, μαγείροι, γίνονται μάρτυρες των θεαματικών αλλαγών για τον τόπο τους, συνάμα όμως κι οι ίδιοι αναπόσπαστο μέρος της Ιστορίας, διαλέγοντας μεριά και στρατόπεδο, μα κυρίως εξωτερικεύοντας ακραία συναισθήματα εμφύλιας έχθρας, που σταδιακά θα μεγεθυνθεί με τα γνωστά γενοκτονικά αποτελέσματα.
Γνωστή στο ευρύ κοινό από την τεράστια επιτυχία του Bend It Like Beckham, η σκηνοθέτις Gurinder Chadha, απόγονος η ίδια, συμμετεχόντων στην αφήγηση, σε μια όχι και τόσο επιτυχημένα εμβόλιμη ρομαντική ρουμπρίκα, άγνωστο για ποιους λόγους επιλέγει το σήμερα, για να σχολιάσει κάτι που έχει οριστικοποιηθεί επτά δεκαετίες πριν. Διότι είναι φανερή η τάση της να καυτηριάσει πρόσωπα και καταστάσεις – οι φανατισμένοι εχθροί κομάντερ, Νεχρού των Ινδουιστών και Τζίνα των Ισλαμιστών, ο ιδεαλιστής μοναχικός Μπάπου, οι Βρετανικές οχιές, που ήδη έχουν αποφασίσει πριν από όλους – αλλά και αναίτια να καταστήσει συμπαθή τον Τελευταίο Αντιβασιλέα, που εμφανίζεται να μην γνωρίζει τι και πως, να μην έχει πυγμή, να θέλει αλλά να μην δύναται, να καταστείλει τον πόλεμο. Με ισχυρό στοιχείο της οικογένειας Μαουντμπάτεν να ορίζεται η Κυρά της, σαν σε ρεπρίζ των μοντέρνων ενοίκων του αντίστοιχου White House…
Σε αυτό λοιπόν το ελεγχόμενο ιστορικά για την αυθεντικότητα του πεδίο, ο Λόρδος, εμφανίζεται περήφανος, καλοσυνάτος μα και διπλάσιος σε όγκο, μιας και ο Hugh Bonneville, τα έχει τα παραπανίσια του κιλά, ενώ η Λαίδη Εντουίνα, μοιάζει σαφώς πιο αποφασιστική, υποδυόμενη από την πάλαι ποτέ τηλεοπτική sex symbol, Gillian Anderson. Οι Ινδοί ερμηνευτές του καστ, άνευροι και σαν εκτός τόπου, δεν βοηθούν την ανάπτυξη του ρομάντζου που πνίγεται στις φλόγες, ίσως σε αυτό να μην βοηθά και η απαίτηση από την ντιρέκτορα, τα πάντα να αποδίδονται εις την αγγλική γλώσσα, στοιχείο που μειώνει τεράστια ποσοστά από την αυθεντικότητα. Το αντίθετο δηλαδή που προξενεί στην διψασμένη ματιά, το άριστο στήσιμο της διεύθυνσης παραγωγής, που καταφέρνει να αναπαραστήσει έξοχα την εποχή, με την χρήση εκατοντάδων ζάπλουτα κοστουμαρισμένων έξτρας, μα κυρίως με την έντεχνη χρήση του υπέρλαμπρου Viceroy’s House, που για τον άμαθο θεατή αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή γνώσης, ιδεολογικών στοιχείων και ανάδειξης της τοπικής κουλτούρας.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 3 Αυγούστου 2017 από την Feelgood Ent.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική