του Patrick Hughes. Mε τους Ryan Reynolds, Samuel L. Jackson, Gary Oldman, Salma Hayek, Elodie Yung, Joaquim De Almeida, Kirsty Mitchell, Richard E. Grant
«And I will always love you»!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Χαμός στο ίσιωμα!
Όλοι μιλάνε για το high-concept αλλά λίγοι μπορούν ακριβώς να το ορίσουν και να το προσδιορίσουν. Θα το προσπαθήσω κι εγώ, αλλά πάλι νομίζω πως δεν θα το πετύχω επακριβώς. Αλλά στο περίπου, κάτι θα μάθετε εσείς που δεν γνωρίζετε. Κατά μία έννοια, λοιπόν, high-concept είναι αυτό που λέγεται στην ταινία «Ο παίκτης» (The Player, 1992) του Robert Altman: το να μπορείς να παρουσιάσεις το τι γίνεται σε μια ταινία σε «twenty-five words or less»! Είναι το να μπορείς να πασάρεις την ιδέα σου για μια ταινία σε έναν παραγωγό μέσα σε μια πρόταση. Αλλά βέβαια, δεν μπορεί να είναι high-concept μια ταινία που περιγράφεται πχ: «μετά το θάνατο της γυναίκας του ένας άνδρας παθαίνει κατάθλιψη». Χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι! Αυτό δεν είναι high-concept. Αυτό περιγράφει χιλιάδες ταινίες. High-concept όμως μπορεί να είναι κάτι τέτοιο πχ: «μετά το θάνατο της γυναίκας του ένας άνδρας ανακαλύπτει πως εκείνη ήταν εξωγήινη και πως αν δεν την αναστήσει ο κόσμος μας θα καταστραφεί». Κάτι τέτοιο! Ε, λοιπόν, η συγκεκριμένη ταινία είναι high-concept. Δεν θα μπορούσε να είναι ρεαλιστική. Και μόνο η φράση: «επαγγελματίας σωματοφύλακας προστατεύει επαγγελματία δολοφόνο» αρκεί για να την περιγράψει! Εντάξει;
Σκηνοθέτης της ταινίας είναι ο Patrick Hughes και αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του. Προηγήθηκαν τα «Red Hill» (2010) – κυκλοφόρησε σε dvd στη χώρα μας – και «Οι αναλώσιμοι 3» (The Expendables 3, 2014). Η τελευταία του ταινία βγήκε στις ΗΠΑ μια μέρα μετά την έξοδό της στη χώρα μας και στο πρώτο της τριήμερο έπιασε την κορυφή του box office καθώς έκανε εισπράξεις που έφτασαν τα 22 εκατομμύρια δολάρια. Το budget της έφτασε τα 30 εκατομμύρια δολάρια, άρα σε μικρό χρονικό διάστημα θα ισχύει αυτό που λέμε: «τα έβγαλε τα λεφτά της»!
Η υπόθεση: Ο Μάικλ Μπράις είναι ο κορυφαίος, επαγγελματίας σωματοφύλακας στον κόσμο. Οι υπηρεσίες του είναι ΑΑΑ και ο ίδιος βάζει πάνω από όλα την ασφάλεια των πελατών του – μερικά από τα μεγαλύτερα καθάρματα παγκοσμίως – ακόμα κι αν τα μέτρα προστασίας που παίρνει θεωρούνται υπερβολικά ή βαρετά. Όλα αυτά θα αλλάξουν όταν ένας από τους πελάτες του δολοφονείται λίγο πριν ο Μπράις ολοκληρώσει την αποστολή του! Δύο χρόνια μετά, ο Μπράις έχει πέσει πολύ στην αξιολόγηση ως σωματοφύλακας καθώς δεν τον εμπιστεύονται πλέον παρά μόνον κοκάκιες μεγαλοεπιχειρηματίες. Και τα πράγματα θα... χειροτερέψουν. Θα δεχτεί ένα τηλεφώνημα από την πρώην κοπέλα του, που είναι πράκτορας της Ινερπόλ, η οποία ζητάει τη βοήθειά του. Θα χρειαστεί να μεταφέρει έναν κρατούμενο από το Μάντσεστερ στη Χάγη προκειμένου εκείνος να καταθέσει εναντίον του πρώην δικτάτορα της Λευκορωσίας, ο οποίος δικάζεται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Μόνο που ο κρατούμενος δεν είναι όποιος κι όποιος. Είναι ο Ντάριους Κινκέιτ, διαβόητος πληρωμένος δολοφόνος, ο οποίος έχει χρόνια αντιπαλότητα με τον Μπράις! Και οι δύο είναι απρόθυμοι αρχικά να κάνουν το συγκεκριμένο επικίνδυνο ταξίδι, καθώς ο Ντάριους είναι ο μοναδικός μάρτυρας στη δίκη και ο δικτάτορας τον θέλει νεκρό. Εντέλει, θα συμβιβαστούν και θα συνεργαστούν. Και θα διαπιστώσουν πως ενδεχομένως θα μπορούσαν να γίνουν και φίλοι...
Η άποψή μας: Τώρα που είδα και τις τρεις νέες περιπέτειες, που ουσιαστικά απευθύνονται στο ίδιο κοινό και οι οποίες βγήκαν την ίδια βδομάδα στη χώρα μας (μεγάλη πετυχεσά της εγχώριας διανομής, δεν λέω), έκανα μερικές επισημάνσεις. Διασκέδασα περισσότερο μάλλον με τη χειρότερη από τις τρεις, που είναι ετούτη εδώ. Α, γεια να μην μπερδευόμαστε, οι άλλες δύο είναι το Baby Driver και το Atomic Blonde. Στις δύο από τις τρεις αυτές ταινίες, οι «κακοί» έχουν προέλευση την πρώην Σοβιετική Ένωση (στην περίπτωσή μας, ο πρώην πρόεδρος της Λευκορωσίας, τον οποίο υποδύεται με την ευκολία που άλλοι πίνουν τον καφέ τους, ο Gary Oldman). Και στις τρεις ταινίες έπαθα πλάκα με τη χορογραφία. Ναι, καλά διαβάσατε, με τη χορογραφία! Οι σκηνοθέτες τέτοιων ταινιών είναι μάλλον περισσότερο κάτι σαν χορογράφοι και σαν τροχονόμοι: απλά λένε στους απίστευτους κάμεραμέν τους πού να τοποθετήσουν την κάμερα και πως αυτή να κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα ανάμεσα στους ηθοποιούς – χορευτές, για να πιάσει τα πάντα!
Είναι χαρακτηριστική η σκηνή στην ταινία μας, προς το τέλος της, στο σιδεράδικο, όπου ο Ryan Reynolds μονομαχεί με τον Λευκορώσο αρχικακό, το τσιράκι του προέδρου: πώς στο διάολο κινούνταν έτσι η κάμερα, ανάμεσα στους ηθοποιούς; Γουάου! Στο Baby Driver έπαθα πλάκα με το σάουντρακ και τον απόλυτο συγχρονισμό ανάμεσα σε αυτά που έβλεπα επί της μεγάλης οθόνης και με τον ήχο γενικότερα και τα τραγούδια ειδικότερα. Στο Atomic Blonde, που είχε και τις περισσότερες τρυπάρες στο σενάριο, έπαθα ζημιά με την Charlize Theron (τρομερή τύπισσα, που παίρνει ρίσκα, τρώει πολύ ξύλο και μας δείχνει και το ωραίο, γυμνό κορμί της) αλλά και πάλι και από το σάουντρακ. Εντελώς διαφορετικό από εκείνο της ταινίας του Wright αλλά πολύ δεκαετία του '80 και μπόλικη γερμανική ποπ!
Στην ταινία του Hughes το σάουντρακ δεν είναι τόσο «πανταχού παρών» και πάλι όμως γίνεται πανέξυπνη χρήση μουσικής και τραγουδιών, ιδίως με χαβαλεδιάρικο τρόπο. Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε το «Hello» του Lionel Ritchie ή το «I wanna know what love is» των Foreigner τόσο μα τόσο κόντρα από το μελέ περιεχόμενό τους! Και για να αποκοπούμε πλέον από τις δύο άλλες ταινίες και να επικεντρωθούμε στη συγκεκριμένη, αυτή η λογική διέπει ολόκληρη την ταινία. Η λογική του χαβαλέ. Η λογική της καζούρας. Η λογική του δεν παίρνω τίποτε στα σοβαρά, πόσο μάλλον τον εαυτό μου και... πυροβολώ ότι κινείται! Ευτυχώς! Ο Ryan Reynolds και ο Samuel L. Jackson κουβαλάν τις τόσο αναγνωρίσιμες περσόνες τους και δεν δίνουν εννοείται μαθήματα υποκριτικής αλλά... παίζουν, με την έννοια του «τα παιδία παίζει»! Και δείχνουν να το καταδιασκεδάζουν! Οι τόσο αντίθετοι χαρακτήρες που υποδύονται (λέμε τώρα) λειτουργούν μέσα από τις αντιθέσεις τους συμπληρωματικά, με υψηλά οκτάνια γέλιου, προς τέρψιν των θεατών! Έτσι προκύπτει ένα πετυχημένο bromance.
Βρισιές με όλους τους τρόπους και τις εκφορές που μπορείτε να φανταστείτε, πυροβολισμοί, κυνηγητά με αυτοκίνητα, κυνηγητά με μοτοσικλέτες στους δρόμους του Άμστερνταμ (συναρπαστική σκηνή, αλήθεια!), ατάκες ένθεν και ένθεν, μια εντελώς... ρομαντική ματιά για τον έρωτα από τόσο μάτσο άνδρες (!!!), παντελής έλλειψη ανάπτυξης χαρακτήρων (εδώ δεν χρειάζεται ρε παιδιά) και ναι, υπάρχουν και ψήγματα σοφίας. Ποιος είναι «καλός άνθρωπος»; Αυτός που προστατεύει καθάρματα για να μην σκοτωθούν ή αυτός που τα σκοτώνει για να μην συνεχίσουν τις ειδεχθείς τους πράξεις; Γενικώς, περνάς καλά με την ταινία, που σε κερδίζει και με τις λεπτομέρειες. Πχ, σε μια από τις σκηνές όπου αστυνομικοί επισκέπτονται τη Salma Hayek, τη γυναίκα του χαρακτήρα του Jackson στην ταινία, στο κελί της, εκείνη κάνει λεκτικό μπούλινγκ στην εύσωμη συγκάτοικό της κι εκείνης της φεύγει μια πορδίτσα! Τόση δα! Μέσα σε ένα παράλογο, μη πιστευτό σύμπαν, μια τόσο πιστευτή λεπτομέρεια! Ε, τους αλήτες στο Χόλιγουντ, ξέρουν τι κάνουν. Κι ας κατηγορείται για «εθνική κάθαρση» ο πρόεδρος της Λευκορωσίας στην ταινία. Μα ποιους καθαρίζει; Τους αντιφρονούντες προφανώς. Καμία εθνική κάθαρση λοιπόν.
Μόνο που ούτε το δικό του φρόνημα δεν ξέρουμε (ευτυχώς, δεν τον στοχοποιούν ως κομουνιστή, γιατί θα είχαμε άλλα, μουάχαχαχα, ρε την Κουτσίκου) ούτε που μας νοιάζει. Περνάμε καλά κι αυτό φαίνεται στην πλατεία. Άσχημα;
Η υπόθεση: Ο Μάικλ Μπράις είναι ο κορυφαίος, επαγγελματίας σωματοφύλακας στον κόσμο. Οι υπηρεσίες του είναι ΑΑΑ και ο ίδιος βάζει πάνω από όλα την ασφάλεια των πελατών του – μερικά από τα μεγαλύτερα καθάρματα παγκοσμίως – ακόμα κι αν τα μέτρα προστασίας που παίρνει θεωρούνται υπερβολικά ή βαρετά. Όλα αυτά θα αλλάξουν όταν ένας από τους πελάτες του δολοφονείται λίγο πριν ο Μπράις ολοκληρώσει την αποστολή του! Δύο χρόνια μετά, ο Μπράις έχει πέσει πολύ στην αξιολόγηση ως σωματοφύλακας καθώς δεν τον εμπιστεύονται πλέον παρά μόνον κοκάκιες μεγαλοεπιχειρηματίες. Και τα πράγματα θα... χειροτερέψουν. Θα δεχτεί ένα τηλεφώνημα από την πρώην κοπέλα του, που είναι πράκτορας της Ινερπόλ, η οποία ζητάει τη βοήθειά του. Θα χρειαστεί να μεταφέρει έναν κρατούμενο από το Μάντσεστερ στη Χάγη προκειμένου εκείνος να καταθέσει εναντίον του πρώην δικτάτορα της Λευκορωσίας, ο οποίος δικάζεται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Μόνο που ο κρατούμενος δεν είναι όποιος κι όποιος. Είναι ο Ντάριους Κινκέιτ, διαβόητος πληρωμένος δολοφόνος, ο οποίος έχει χρόνια αντιπαλότητα με τον Μπράις! Και οι δύο είναι απρόθυμοι αρχικά να κάνουν το συγκεκριμένο επικίνδυνο ταξίδι, καθώς ο Ντάριους είναι ο μοναδικός μάρτυρας στη δίκη και ο δικτάτορας τον θέλει νεκρό. Εντέλει, θα συμβιβαστούν και θα συνεργαστούν. Και θα διαπιστώσουν πως ενδεχομένως θα μπορούσαν να γίνουν και φίλοι...
Η άποψή μας: Τώρα που είδα και τις τρεις νέες περιπέτειες, που ουσιαστικά απευθύνονται στο ίδιο κοινό και οι οποίες βγήκαν την ίδια βδομάδα στη χώρα μας (μεγάλη πετυχεσά της εγχώριας διανομής, δεν λέω), έκανα μερικές επισημάνσεις. Διασκέδασα περισσότερο μάλλον με τη χειρότερη από τις τρεις, που είναι ετούτη εδώ. Α, γεια να μην μπερδευόμαστε, οι άλλες δύο είναι το Baby Driver και το Atomic Blonde. Στις δύο από τις τρεις αυτές ταινίες, οι «κακοί» έχουν προέλευση την πρώην Σοβιετική Ένωση (στην περίπτωσή μας, ο πρώην πρόεδρος της Λευκορωσίας, τον οποίο υποδύεται με την ευκολία που άλλοι πίνουν τον καφέ τους, ο Gary Oldman). Και στις τρεις ταινίες έπαθα πλάκα με τη χορογραφία. Ναι, καλά διαβάσατε, με τη χορογραφία! Οι σκηνοθέτες τέτοιων ταινιών είναι μάλλον περισσότερο κάτι σαν χορογράφοι και σαν τροχονόμοι: απλά λένε στους απίστευτους κάμεραμέν τους πού να τοποθετήσουν την κάμερα και πως αυτή να κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα ανάμεσα στους ηθοποιούς – χορευτές, για να πιάσει τα πάντα!
Είναι χαρακτηριστική η σκηνή στην ταινία μας, προς το τέλος της, στο σιδεράδικο, όπου ο Ryan Reynolds μονομαχεί με τον Λευκορώσο αρχικακό, το τσιράκι του προέδρου: πώς στο διάολο κινούνταν έτσι η κάμερα, ανάμεσα στους ηθοποιούς; Γουάου! Στο Baby Driver έπαθα πλάκα με το σάουντρακ και τον απόλυτο συγχρονισμό ανάμεσα σε αυτά που έβλεπα επί της μεγάλης οθόνης και με τον ήχο γενικότερα και τα τραγούδια ειδικότερα. Στο Atomic Blonde, που είχε και τις περισσότερες τρυπάρες στο σενάριο, έπαθα ζημιά με την Charlize Theron (τρομερή τύπισσα, που παίρνει ρίσκα, τρώει πολύ ξύλο και μας δείχνει και το ωραίο, γυμνό κορμί της) αλλά και πάλι και από το σάουντρακ. Εντελώς διαφορετικό από εκείνο της ταινίας του Wright αλλά πολύ δεκαετία του '80 και μπόλικη γερμανική ποπ!
Στην ταινία του Hughes το σάουντρακ δεν είναι τόσο «πανταχού παρών» και πάλι όμως γίνεται πανέξυπνη χρήση μουσικής και τραγουδιών, ιδίως με χαβαλεδιάρικο τρόπο. Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε το «Hello» του Lionel Ritchie ή το «I wanna know what love is» των Foreigner τόσο μα τόσο κόντρα από το μελέ περιεχόμενό τους! Και για να αποκοπούμε πλέον από τις δύο άλλες ταινίες και να επικεντρωθούμε στη συγκεκριμένη, αυτή η λογική διέπει ολόκληρη την ταινία. Η λογική του χαβαλέ. Η λογική της καζούρας. Η λογική του δεν παίρνω τίποτε στα σοβαρά, πόσο μάλλον τον εαυτό μου και... πυροβολώ ότι κινείται! Ευτυχώς! Ο Ryan Reynolds και ο Samuel L. Jackson κουβαλάν τις τόσο αναγνωρίσιμες περσόνες τους και δεν δίνουν εννοείται μαθήματα υποκριτικής αλλά... παίζουν, με την έννοια του «τα παιδία παίζει»! Και δείχνουν να το καταδιασκεδάζουν! Οι τόσο αντίθετοι χαρακτήρες που υποδύονται (λέμε τώρα) λειτουργούν μέσα από τις αντιθέσεις τους συμπληρωματικά, με υψηλά οκτάνια γέλιου, προς τέρψιν των θεατών! Έτσι προκύπτει ένα πετυχημένο bromance.
Βρισιές με όλους τους τρόπους και τις εκφορές που μπορείτε να φανταστείτε, πυροβολισμοί, κυνηγητά με αυτοκίνητα, κυνηγητά με μοτοσικλέτες στους δρόμους του Άμστερνταμ (συναρπαστική σκηνή, αλήθεια!), ατάκες ένθεν και ένθεν, μια εντελώς... ρομαντική ματιά για τον έρωτα από τόσο μάτσο άνδρες (!!!), παντελής έλλειψη ανάπτυξης χαρακτήρων (εδώ δεν χρειάζεται ρε παιδιά) και ναι, υπάρχουν και ψήγματα σοφίας. Ποιος είναι «καλός άνθρωπος»; Αυτός που προστατεύει καθάρματα για να μην σκοτωθούν ή αυτός που τα σκοτώνει για να μην συνεχίσουν τις ειδεχθείς τους πράξεις; Γενικώς, περνάς καλά με την ταινία, που σε κερδίζει και με τις λεπτομέρειες. Πχ, σε μια από τις σκηνές όπου αστυνομικοί επισκέπτονται τη Salma Hayek, τη γυναίκα του χαρακτήρα του Jackson στην ταινία, στο κελί της, εκείνη κάνει λεκτικό μπούλινγκ στην εύσωμη συγκάτοικό της κι εκείνης της φεύγει μια πορδίτσα! Τόση δα! Μέσα σε ένα παράλογο, μη πιστευτό σύμπαν, μια τόσο πιστευτή λεπτομέρεια! Ε, τους αλήτες στο Χόλιγουντ, ξέρουν τι κάνουν. Κι ας κατηγορείται για «εθνική κάθαρση» ο πρόεδρος της Λευκορωσίας στην ταινία. Μα ποιους καθαρίζει; Τους αντιφρονούντες προφανώς. Καμία εθνική κάθαρση λοιπόν.
Μόνο που ούτε το δικό του φρόνημα δεν ξέρουμε (ευτυχώς, δεν τον στοχοποιούν ως κομουνιστή, γιατί θα είχαμε άλλα, μουάχαχαχα, ρε την Κουτσίκου) ούτε που μας νοιάζει. Περνάμε καλά κι αυτό φαίνεται στην πλατεία. Άσχημα;
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Αυγούστου 2017 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική