του Álex de la Iglesia. Mε τους Blanca Suárez, Mario Casas, Carmen Machi, Secun de le Rosa, Jaime Ordóñez, Terele Pávez, Joaquín Climent, Alejandro Awada
«Κάποια βραδιά στο μπαρ το ναυάγιο...»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Και αν ο κίνδυνος βρίσκεται μέσα στο μπαρ;
Álex de la Iglesia: μορφάρα. Πολύ ενδιαφέρουσα και ιδιάζουσα περίπτωση σκηνοθέτη, που τιμά το ισπανικό σινεμά. Ο γεννημένος στις 4 Δεκεμβρίου του 1965 δημιουργός έχει ήδη πίσω του 12 μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας, ένα ντοκιμαντέρ για τον Lionel Messi (!!!) και μπόλικες μικρού μήκους ταινίες. Από το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, το φοβερό και τρομερό «Acción mutante» (1993), κάτι μεταξύ πρώιμου Almodovar και πρώιμου Peter Jackson, έχει χαράξει τον δικό του, ιδιαίτερο δρόμο. Η τελευταία ταινία του που είδαμε εμπορικά στη χώρα μας ήταν το «Η τελευταία ακροβάτις της Μαδρίτης» (Balada triste de trompeta, 2010) – το τραγούδι που έδωσε τον πρωτότυπο τίτλο στην ταινία, το έχω ακόμα στο μυαλό μου: απίστευτη τραγουδάρα! Και πολύ σημαντική ταινία! Όσοι δεν την έχετε δει, να σπεύσετε. Μια χαρά θα σας μπάσει στο σύμπαν του Álex. Από τότε ο καλτ Ισπανός σκηνοθέτης έχει γυρίσει άλλες τρεις ταινίες μυθοπλασίας και το ντοκιμαντέρ που λέγαμε, ταινίες που δεν είδαμε στη χώρα μας.
Την τέταρτη από το 2010 και τελευταία του ως τώρα ταινία την είδαμε στη Berlinale στο επίσημο τμήμα, όπου συμμετείχε εκτός συναγωνισμού. El Bar λοιπόν. Μια ταινία που στο πρώτο τριήμερο εξόδου της στην Ισπανία την είδαν 150 χιλιάδες άνθρωποι κι έχει κάνει συνολικές εισπράξεις στη χώρα της, οι οποίες ξεπερνούν τα 3 εκατομμύρια δολάρια. Ο de la Iglesia ετοιμάζει ως επόμενη ταινία του την ισπανική εκδοχή στο ιταλικό «Perfetti sconosciuti» του οποίου την ελληνική εκδοχή - αντιπατάρα, το Τέλειοι ξένοι, το είδαμε φέτος από τον Θοδωρή Αθερίδη. Θα δούμε και το ιταλικό πρωτότυπο σε λίγες βδομάδες! Ελπίζω ο Álex de la Iglesia να μην κάνει αντιγραφή αλλά να προσθέσει λίγη από τη δημιουργική τρέλα του και να δώσει κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Γιατί μπορεί.
Η υπόθεση: Είναι ένα πρωινό, φαινομενικά όπως όλα τα άλλα, σε ένα συνηθισμένο μπαρ στο τουριστικό κέντρο της Μαδρίτης. Μέσα στο μπαρ υπάρχουν οι τακτικοί θαμώνες, η ιδιοκτήτρια, ένας υπάλληλος και τυχαίοι περαστικοί. Ξαφνικά, μπαίνει στο μπαρ ένας χοντρός κύριος, που ψάχνει απεγνωσμένα για την τουαλέτα. Κάτι δεν πάει καλά με αυτόν: το πρόσωπό του είναι παραμορφωμένο και ο ίδιος είναι ιδρωμένος. Λίγο μετά την είσοδό του, ο πρώτος πελάτης που πάει να βγει από το μπαρ, πυροβολείται! Όσοι είναι μέσα στο μπαρ, έντρομοι, προσπαθούν να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει! Ένας δεύτερος θαμώνας, που θέλει να βοηθήσει τον πρώτο πυροβολημένο, βγαίνει επίσης από το μπαρ και πυροβολείται κι αυτός! Οι εγκλωβισμένοι ουσιαστικά στο μπαρ, τα χάνουν! Μα τι ακριβώς συμβαίνει; Ο ένας τα βάζει με τον άλλο, λογομαχούν, μαλώνουν. Κι ενώ «τρώγονται» μεταξύ τους, χωρίς να το καταλάβουν, τα δύο πτώματα των πυροβολημένων εξαφανίζονται μυστηριωδώς! Κι όχι μόνον αυτό: τα κινητά όσων είναι μέσα στο μπαρ δεν έχουν σήμα, στην περιοχή δεν κινείται απολύτως τίποτα και η τηλεόραση στις ειδήσεις μιλάει για αποκλεισμό στην περιοχή λόγω ενός ατυχήματος. Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Θα μπορέσουν να επιβιώσουν οι θαμώνες; Και με ποιον τρόπο;
Η άποψή μας: Ο de la Iglesia είναι μάστορας του να παρουσιάζει κάτι πολύ σοβαρό ως εξευτελιστικά διασκεδαστικό! Σαν να ακυρώνει με έναν μαγικό τρόπο την πολιτική ορθότητα και να βαράει κατά ριπάς «προσβολές» προς το βλέμμα του αποσβολωμένου θεατή. Μόνο που, εδώ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλλον την πάτησε. Θέλω να πω, και πάλι ενδιαφέροντα πράγματα έχει να πει. Αλλά να μωρέ, σαν να έχει χάσει λίγο την αιχμηρότητά του. Σαν να ήθελε να το παίξει λίγο safe. Στην αρχή της ταινίας κι ενόσω δεν μας δίνεται κάποια απτή εξήγηση για το για ποιον λόγο πυροβολούνται οι θαμώνες του συγκεκριμένου μπαρ σαν τα κοτόπουλα, νιώθουμε ότι παρακολουθούμε κάτι σαν μια εντελώς meta εκδοχή του «Εξολοθρευτή άγγελου»! Οι θαμώνες δεν μπορούν να βγουν – είναι εγκλωβισμένοι στο μπαρ και δεν ξέρουν γιατί! Όταν όμως μας δίνεται η εξήγηση που μας δίνεται (δεν θα κάνω σπόιλερ, προς Θεού να πούμε), είναι τόσο downer όλο αυτό που σε χαλάει.
Αντί δηλαδή ο σκηνοθέτης να εμμείνει σε ένα μεταφυσικό whodunnit and why, επιλέγει τη ρασιοναλιστική οπτική των πραγμάτων, για να μην χάσει το μεγάλο κοινό. Η αλήθεια είναι πως... μεγάλο κοινό δεν είχαν ποτέ οι ταινίες του (κάτι που μάλλον δεν θα αλλάξει ούτε με αυτήν) αλλά τέλος πάντων! Το να μας δείχνει υπονόμους γεμάτους σκατά στους οποίους πρέπει να βυθιστούν καθωσπρέπει (αλλά όχι μόνον...) εκπρόσωποι της αστικής δημοκρατίας, εντάξει, έχει το χαβά του. Αλλά δεν μας λέει κάτι πέρα από τα προφανή. Ότι δηλαδή σε μια κρίσιμη κατάσταση συμβαίνουν ταυτόχρονα και αδιαίρετα και το «ο θάνατός σου η ζωή μου» και το «πάμε όλοι μαζί παιδιά, θα τα καταφέρουμε». Και εγωισμός και αίσθημα αυτοσυντήρησης αλλά και συλλογική προσπάθεια και αλτρουισμός. Κοιτάζει με τον φακό του τους ήρωές του σαν να τσεκάρει πειραματόζωα. Και βέβαια, οι αναφορές του και η... επίδειξη βιρτουοζιτέ είναι... too much, έρχονται και μπουκώνουν το όλο σύνολο και ο θεατής, ενώ μάλλον γουστάρει, νιώθει και μια.. βαρυστομαχιά στα μάτια!
Οι λάτρεις του σκηνοθέτη μάλλον δεν θα μείνουν ικανοποιημένοι, ίσως πάντως να προσθέσει νέους φίλους του έργου του. Εμείς, αν κάτι πρέπει να διαλέξουμε και να ξεχωρίσουμε από την ταινία είναι η θεάρα Blanca Suárez, που παίζει την Ελένα. Η σκηνή όπου, φορώντας μόνο τα κατάλευκα εσώρουχά της, πασαλείβεται με λάδι προκειμένου να... γλιστρήσει και να χωρέσει από μια τσιμεντένια τρύπα, η οποία οδηγεί από το υπόγειο του μπαρ, στο αποχετευτικό σύστημα της Μαδρίτης, προκαλεί μεγάλο, εθνικό ξεσηκωμό! Το ξέρω ότι το παραπάνω σχόλιο είναι σεξιστικό και σωβινιστικό. Σταυρώστε με! Σαν τον... Χριστό (τύπου) τύπο, που είναι εις εκ των πρωταγωνιστών της ταινίας – εκείνος που «προβλέπει» κακά μαντάτα και βρίσκεται συνέχεια με έναν... κακό και δυσοίωνο λόγο στο στόμα...
Η υπόθεση: Είναι ένα πρωινό, φαινομενικά όπως όλα τα άλλα, σε ένα συνηθισμένο μπαρ στο τουριστικό κέντρο της Μαδρίτης. Μέσα στο μπαρ υπάρχουν οι τακτικοί θαμώνες, η ιδιοκτήτρια, ένας υπάλληλος και τυχαίοι περαστικοί. Ξαφνικά, μπαίνει στο μπαρ ένας χοντρός κύριος, που ψάχνει απεγνωσμένα για την τουαλέτα. Κάτι δεν πάει καλά με αυτόν: το πρόσωπό του είναι παραμορφωμένο και ο ίδιος είναι ιδρωμένος. Λίγο μετά την είσοδό του, ο πρώτος πελάτης που πάει να βγει από το μπαρ, πυροβολείται! Όσοι είναι μέσα στο μπαρ, έντρομοι, προσπαθούν να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει! Ένας δεύτερος θαμώνας, που θέλει να βοηθήσει τον πρώτο πυροβολημένο, βγαίνει επίσης από το μπαρ και πυροβολείται κι αυτός! Οι εγκλωβισμένοι ουσιαστικά στο μπαρ, τα χάνουν! Μα τι ακριβώς συμβαίνει; Ο ένας τα βάζει με τον άλλο, λογομαχούν, μαλώνουν. Κι ενώ «τρώγονται» μεταξύ τους, χωρίς να το καταλάβουν, τα δύο πτώματα των πυροβολημένων εξαφανίζονται μυστηριωδώς! Κι όχι μόνον αυτό: τα κινητά όσων είναι μέσα στο μπαρ δεν έχουν σήμα, στην περιοχή δεν κινείται απολύτως τίποτα και η τηλεόραση στις ειδήσεις μιλάει για αποκλεισμό στην περιοχή λόγω ενός ατυχήματος. Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Θα μπορέσουν να επιβιώσουν οι θαμώνες; Και με ποιον τρόπο;
Η άποψή μας: Ο de la Iglesia είναι μάστορας του να παρουσιάζει κάτι πολύ σοβαρό ως εξευτελιστικά διασκεδαστικό! Σαν να ακυρώνει με έναν μαγικό τρόπο την πολιτική ορθότητα και να βαράει κατά ριπάς «προσβολές» προς το βλέμμα του αποσβολωμένου θεατή. Μόνο που, εδώ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλλον την πάτησε. Θέλω να πω, και πάλι ενδιαφέροντα πράγματα έχει να πει. Αλλά να μωρέ, σαν να έχει χάσει λίγο την αιχμηρότητά του. Σαν να ήθελε να το παίξει λίγο safe. Στην αρχή της ταινίας κι ενόσω δεν μας δίνεται κάποια απτή εξήγηση για το για ποιον λόγο πυροβολούνται οι θαμώνες του συγκεκριμένου μπαρ σαν τα κοτόπουλα, νιώθουμε ότι παρακολουθούμε κάτι σαν μια εντελώς meta εκδοχή του «Εξολοθρευτή άγγελου»! Οι θαμώνες δεν μπορούν να βγουν – είναι εγκλωβισμένοι στο μπαρ και δεν ξέρουν γιατί! Όταν όμως μας δίνεται η εξήγηση που μας δίνεται (δεν θα κάνω σπόιλερ, προς Θεού να πούμε), είναι τόσο downer όλο αυτό που σε χαλάει.
Αντί δηλαδή ο σκηνοθέτης να εμμείνει σε ένα μεταφυσικό whodunnit and why, επιλέγει τη ρασιοναλιστική οπτική των πραγμάτων, για να μην χάσει το μεγάλο κοινό. Η αλήθεια είναι πως... μεγάλο κοινό δεν είχαν ποτέ οι ταινίες του (κάτι που μάλλον δεν θα αλλάξει ούτε με αυτήν) αλλά τέλος πάντων! Το να μας δείχνει υπονόμους γεμάτους σκατά στους οποίους πρέπει να βυθιστούν καθωσπρέπει (αλλά όχι μόνον...) εκπρόσωποι της αστικής δημοκρατίας, εντάξει, έχει το χαβά του. Αλλά δεν μας λέει κάτι πέρα από τα προφανή. Ότι δηλαδή σε μια κρίσιμη κατάσταση συμβαίνουν ταυτόχρονα και αδιαίρετα και το «ο θάνατός σου η ζωή μου» και το «πάμε όλοι μαζί παιδιά, θα τα καταφέρουμε». Και εγωισμός και αίσθημα αυτοσυντήρησης αλλά και συλλογική προσπάθεια και αλτρουισμός. Κοιτάζει με τον φακό του τους ήρωές του σαν να τσεκάρει πειραματόζωα. Και βέβαια, οι αναφορές του και η... επίδειξη βιρτουοζιτέ είναι... too much, έρχονται και μπουκώνουν το όλο σύνολο και ο θεατής, ενώ μάλλον γουστάρει, νιώθει και μια.. βαρυστομαχιά στα μάτια!
Οι λάτρεις του σκηνοθέτη μάλλον δεν θα μείνουν ικανοποιημένοι, ίσως πάντως να προσθέσει νέους φίλους του έργου του. Εμείς, αν κάτι πρέπει να διαλέξουμε και να ξεχωρίσουμε από την ταινία είναι η θεάρα Blanca Suárez, που παίζει την Ελένα. Η σκηνή όπου, φορώντας μόνο τα κατάλευκα εσώρουχά της, πασαλείβεται με λάδι προκειμένου να... γλιστρήσει και να χωρέσει από μια τσιμεντένια τρύπα, η οποία οδηγεί από το υπόγειο του μπαρ, στο αποχετευτικό σύστημα της Μαδρίτης, προκαλεί μεγάλο, εθνικό ξεσηκωμό! Το ξέρω ότι το παραπάνω σχόλιο είναι σεξιστικό και σωβινιστικό. Σταυρώστε με! Σαν τον... Χριστό (τύπου) τύπο, που είναι εις εκ των πρωταγωνιστών της ταινίας – εκείνος που «προβλέπει» κακά μαντάτα και βρίσκεται συνέχεια με έναν... κακό και δυσοίωνο λόγο στο στόμα...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 13 Ιουλίου 2017 από την Weird Wave
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική