του Boo Junfeng. Mε τους Fir Rahman, Wan Hanafi Su, Mastura Ahmad, Koh Boon Pin, Nickson Cheng, Crispian Chan, Gerald Chew
«Προσωπιδοφόροι μες στον άλλον αιώνα τις θηλιές ετοιμάζουν»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Εσένα σε αγχώνει η αγχόνη;
Τούτη η ταινία μας με τον τίτλο Tu Xing (Apprentice) έρχεται από τη Σιγκαπούρη, οπότε είναι ευκαιρία να πούμε δυο – τρία πράγματα για τη συγκεκριμένη χώρα. Πρόκειται ουσιαστικά για μια χώρα που αποτελείται από μια πόλη – μεγαθήριο, η οποία είναι χτισμένη σε ένα κεντρικό νησί, το Πουλάου Ουτζόνγκ (Pulau Ujong), αλλά και σε άλλα 62 μικρότερα νησιά, από τα οποία τα μεγαλύτερα είναι τα Jurong Island, Pulau Tekong, Pulau Ubin και Sentosa. Κάτι σαν τη Νέα Υόρκη της Ασίας δηλαδή! Βρίσκεται νότια της Μαλαισίας κι έχει πληθυσμό που ξεπερνά τα 5,5 εκατομμύρια κατοίκους! Ο πληθυσμός της έχει πολυεθνική σύνθεση, καθώς περιλαμβάνει Κινέζους, Μαλαισιανούς, Ταμίλ και Ευρωπαίους. Έχει ισχυρή οικονομία και οι κάτοικοί της απολαμβάνουν υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα και βιοτικό επίπεδο. Το σύνταγμα της χώρας ορίζει το πολίτευμα ως κοινοβουλευτική δημοκρατία, στην πράξη όμως ένα και μόνο κόμμα, το Λαϊκό Κόμμα Δράσης, μονοπωλεί την εξουσία από τότε που η χώρα κέρδισε την ανεξαρτησία της.
Αυτή είναι η 3η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος το 1983 σκηνοθέτης Boo Junfeng. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό φεστιβάλ των Καννών, όπου προβλήθηκε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα». Και αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της Σιγκαπούρης για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Η υπόθεση: Ο Αϊμάν είναι ένας 28χρονος σωφρονιστικός υπάλληλος, πρώην στρατιωτικός, που μετά από δική του επιθυμία μετατίθεται από τη φυλακή «Commonwealth» στη φυλακή υψίστης ασφαλείας «Lanargan», εκεί όπου βρίσκονται φυλακισμένοι οι θανατοποινίτες. Ζει με τη μεγαλύτερη αδελφή του σε ένα μικρό συγκρότημα κατοικιών. Στο νέο χώρο εργασίας του, γίνεται φίλος με τον 65χρονο Ραχίμ, που, όπως αποδεικνύεται, είναι ο επικεφαλής των δημίων της φυλακής κι ένας από τους πιο δραστήριους εκτελεστές στον κόσμο. Όταν ξαφνικά ο βοηθός του Ραχίμ παραιτείται, ο Ραχίμ προτείνει στον νέο του φίλο να γίνει ο μαθητευόμενός του. Αυτό ταράζει τον Άιμαν, αφού ο Ραχίμ ήταν ο εκτελεστής του πατέρα του! Μπορεί ο Αϊμάν να αγνοήσει τη συνείδησή του και το παρελθόν που τον στοιχειώνει και να γίνει ο μαθητής του δημίου;
Η άποψή μας: Αυτή δεν είναι μια ταινία που καταγγέλλει τη θανατική ποινή. Ευθέως. Ο νεαρός σκηνοθέτης της την παίρνει ως δεδομένο και χτίζει επάνω της ένα δράμα, όπου το ηθικό δίλημμα πέφτει πάνω στους ώμους του πρωταγωνιστή. Όμως, το δίλημμά του δεν είναι το «είναι καλή ή κακή η θανατική ποινή» αλλά το «μπορώ να γίνω δήμιος μαθητεύοντας δίπλα στον άνθρωπο που σκότωσε τον πατέρα μου;». Κι ένα ακόμα δίλημμα με το οποίο παλεύει ο Άιμαν: «μήπως ήταν αθώος ο πατέρας μου;». Οπότε, εξάγονται τα εξής συμπεράσματα: αν ήταν αθώος, κακώς κρεμάστηκε. Αν όμως ήταν ένοχος καλώς κρεμάστηκε!!! Θέλω να πω, κινείται σε πολύ σκοτεινά νερά ο δημιουργός τούτης της ταινίας και ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί. Το τραβάω πολύ ενδεχομένως αλλά είναι σαν να γυρίζεται μια ταινία για το Ολοκαύτωμα και ο σκηνοθέτης της ταινίας να παρουσιάζει αυτόν που έχει το γενικό πρόσταγμα στο κρεματόριο ξέρω 'γω, να είναι καλός άνθρωπος (!) που νοιάζεται να πεθάνουν οι Εβραίοι χωρίς να υποφέρουν (!!) και ψάχνει και κάποιον που να εμπιστεύεται για να του μεταλαμπαδεύσει τη γνώση (!!!). Είναι αυτό που λέμε: και ο δήμιος τη δουλειά του κάνει!
Δεν ξέρω, εμένα το συγκεκριμένο δεν μου έκατσε καλά. Από εκεί και πέρα εννοείται πως κατασκευαστικά έχουμε να κάνουμε με μια άρτια φτιαγμένη ταινία. Η ψηφιακή φωτογραφία αποτελεί εύστοχη επιλογή καθώς φλατάρει την εικόνα, δεν δίνει βάθος και κάνει το όλον πιο εφιαλτικό. Όλες οι σκηνές με τα σχοινιά και τους βρόχους είναι ανατριχιαστικές. Και ναι, μερικές φορές και οι δήμιοι μένουν από σχοινί! Που πρέπει να είναι ειδικού πάχους και συγκεκριμένου ύψους, ανάλογα με το βάρος του θανατοποινίτη, για να μην ταλαιπωρηθεί. Εντάξει, βλέπουμε πως αντιμετωπίζουν οι οικογένειες των θανατοποινιτών την όλη κατάσταση. Βλέπουμε πόσο τρόμο έχει ο θανατοποινίτης που βαδίζει προς το θάνατό του. Και βλέπουμε και τις αντιδράσεις όσων συμμετέχουν στη νομικά κατοχυρωμένη σε ορισμένες χώρες του κόσμου κρατική δολοφονία! Η μεγάλη αδελφή του πρωταγωνιστή αποτελεί φιλμικό – σεναριακό κατασκεύασμα, για να μπορεί να εξωτερικεύει κάπου αυτά που νιώθει, αυτά που αισθάνεται ο πρωταγωνιστής. Ο οποίος νιώθει έλξη και παράλληλα απέχθεια για το μακάβριο. Και όχι, η δική του συμπόνια προς τους θανατοποινίτες δεν είναι να τους πει λόγια παρηγοριάς, όπως ο δάσκαλός του.
Δύσκολη ταινία, ενδιαφέρουσα σίγουρα, που πάντως παίζει επικίνδυνα με τη φλόγα και μπορεί να χαρακτηριστεί μέχρι και μεμπτή. Θα μου πείτε, τι ήθελες ρε συ, άλλη μια ταινία καταγγελίας; Όχι βέβαια. Αλλά κι αυτή η σιωπηλή κάτι σαν αποδοχή και η αποστασιοποίηση να πω την αλήθεια, δεν μου έκατσαν καλά...
Η υπόθεση: Ο Αϊμάν είναι ένας 28χρονος σωφρονιστικός υπάλληλος, πρώην στρατιωτικός, που μετά από δική του επιθυμία μετατίθεται από τη φυλακή «Commonwealth» στη φυλακή υψίστης ασφαλείας «Lanargan», εκεί όπου βρίσκονται φυλακισμένοι οι θανατοποινίτες. Ζει με τη μεγαλύτερη αδελφή του σε ένα μικρό συγκρότημα κατοικιών. Στο νέο χώρο εργασίας του, γίνεται φίλος με τον 65χρονο Ραχίμ, που, όπως αποδεικνύεται, είναι ο επικεφαλής των δημίων της φυλακής κι ένας από τους πιο δραστήριους εκτελεστές στον κόσμο. Όταν ξαφνικά ο βοηθός του Ραχίμ παραιτείται, ο Ραχίμ προτείνει στον νέο του φίλο να γίνει ο μαθητευόμενός του. Αυτό ταράζει τον Άιμαν, αφού ο Ραχίμ ήταν ο εκτελεστής του πατέρα του! Μπορεί ο Αϊμάν να αγνοήσει τη συνείδησή του και το παρελθόν που τον στοιχειώνει και να γίνει ο μαθητής του δημίου;
Η άποψή μας: Αυτή δεν είναι μια ταινία που καταγγέλλει τη θανατική ποινή. Ευθέως. Ο νεαρός σκηνοθέτης της την παίρνει ως δεδομένο και χτίζει επάνω της ένα δράμα, όπου το ηθικό δίλημμα πέφτει πάνω στους ώμους του πρωταγωνιστή. Όμως, το δίλημμά του δεν είναι το «είναι καλή ή κακή η θανατική ποινή» αλλά το «μπορώ να γίνω δήμιος μαθητεύοντας δίπλα στον άνθρωπο που σκότωσε τον πατέρα μου;». Κι ένα ακόμα δίλημμα με το οποίο παλεύει ο Άιμαν: «μήπως ήταν αθώος ο πατέρας μου;». Οπότε, εξάγονται τα εξής συμπεράσματα: αν ήταν αθώος, κακώς κρεμάστηκε. Αν όμως ήταν ένοχος καλώς κρεμάστηκε!!! Θέλω να πω, κινείται σε πολύ σκοτεινά νερά ο δημιουργός τούτης της ταινίας και ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί. Το τραβάω πολύ ενδεχομένως αλλά είναι σαν να γυρίζεται μια ταινία για το Ολοκαύτωμα και ο σκηνοθέτης της ταινίας να παρουσιάζει αυτόν που έχει το γενικό πρόσταγμα στο κρεματόριο ξέρω 'γω, να είναι καλός άνθρωπος (!) που νοιάζεται να πεθάνουν οι Εβραίοι χωρίς να υποφέρουν (!!) και ψάχνει και κάποιον που να εμπιστεύεται για να του μεταλαμπαδεύσει τη γνώση (!!!). Είναι αυτό που λέμε: και ο δήμιος τη δουλειά του κάνει!
Δεν ξέρω, εμένα το συγκεκριμένο δεν μου έκατσε καλά. Από εκεί και πέρα εννοείται πως κατασκευαστικά έχουμε να κάνουμε με μια άρτια φτιαγμένη ταινία. Η ψηφιακή φωτογραφία αποτελεί εύστοχη επιλογή καθώς φλατάρει την εικόνα, δεν δίνει βάθος και κάνει το όλον πιο εφιαλτικό. Όλες οι σκηνές με τα σχοινιά και τους βρόχους είναι ανατριχιαστικές. Και ναι, μερικές φορές και οι δήμιοι μένουν από σχοινί! Που πρέπει να είναι ειδικού πάχους και συγκεκριμένου ύψους, ανάλογα με το βάρος του θανατοποινίτη, για να μην ταλαιπωρηθεί. Εντάξει, βλέπουμε πως αντιμετωπίζουν οι οικογένειες των θανατοποινιτών την όλη κατάσταση. Βλέπουμε πόσο τρόμο έχει ο θανατοποινίτης που βαδίζει προς το θάνατό του. Και βλέπουμε και τις αντιδράσεις όσων συμμετέχουν στη νομικά κατοχυρωμένη σε ορισμένες χώρες του κόσμου κρατική δολοφονία! Η μεγάλη αδελφή του πρωταγωνιστή αποτελεί φιλμικό – σεναριακό κατασκεύασμα, για να μπορεί να εξωτερικεύει κάπου αυτά που νιώθει, αυτά που αισθάνεται ο πρωταγωνιστής. Ο οποίος νιώθει έλξη και παράλληλα απέχθεια για το μακάβριο. Και όχι, η δική του συμπόνια προς τους θανατοποινίτες δεν είναι να τους πει λόγια παρηγοριάς, όπως ο δάσκαλός του.
Δύσκολη ταινία, ενδιαφέρουσα σίγουρα, που πάντως παίζει επικίνδυνα με τη φλόγα και μπορεί να χαρακτηριστεί μέχρι και μεμπτή. Θα μου πείτε, τι ήθελες ρε συ, άλλη μια ταινία καταγγελίας; Όχι βέβαια. Αλλά κι αυτή η σιωπηλή κάτι σαν αποδοχή και η αποστασιοποίηση να πω την αλήθεια, δεν μου έκατσαν καλά...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 4 Μαΐου 2017 από την Weird Wave
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική