του Thomas Kruithof. Με τους François Cluzet, Denis Podalydès, Sami Bouajila, Alba Rohrwacher, Simon Abkarian, Philippe Résimont, Daniel Hanssens, Bruno Georis, Nader Farman
Μια, δύο, τρεις, πολλές... «Συνομιλίες»!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;»
Έξι με εφτά χρόνια χρειάστηκαν για τον Thomas Kruithof προκειμένου να ολοκληρώσει το σενάριο της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας που σκηνοθετεί. Συνσεναριογράφος είναι ο Yann Gozlan, σκηνοθέτης του υπέροχου «Συγγραφέα» (Un homme idéal, 2015) μεταξύ των άλλων, μια ταινία που πλέον κυκλοφορεί στα βιντεοκλάμπ και αξίζει να την ανακαλύψετε όσοι δεν την είδατε στους κινηματογράφους.
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στις Βρυξέλλες, στο Βέλγιο. Η ταινία βγήκε στις γαλλικές αίθουσες στις 11 Ιανουαρίου του 2017 και στην πρώτη εβδομάδα προβολών της έκοψε πάνω από 120 χιλιάδες εισιτήρια! Στη χώρα μας, στο πρώτο τετραήμερο, τα πράγματα δεν πήγαν ακριβώς καλά: 3.476 εισιτήρια από 17 αίθουσες, δεν είναι αριθμοί που θέλγουν. Κρίμα, γιατί η ταινία είναι αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσα...
Η υπόθεση: Ο Ντιβάλ είναι ένας μεσήλικας λογιστής. Σχολαστικός στη δουλειά του, πολύ μεθοδικός και πολύ οργανωμένος, θα πάθει νευρική κρίση όταν μια μέρα το αφεντικό του θα του ζητήσει να φέρει εις πέρας άμεσα κάτι για το οποίο δεν είχε ενημερωθεί προηγουμένως. Αναγκασμένος να βασιστεί σε αρχειοθέτηση ενός τσαπατσούλη συναδέλφου του, δεν θα τα καταφέρει να ολοκληρώσει το ζητούμενο. Θα απολυθεί, θα χωρίσει, θα το ρίξει στο ποτό. Δυο χρόνια μετά – κι αφού προηγουμένως σε μια κηδεία συναντηθεί με έναν παλιό γνώριμό του ο οποίος είναι πετυχημένος στη ζωή του – θα δεχτεί ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα, το οποίο θα οδηγήσει σε μια ακόμα πιο μυστηριώδη συνάντηση απ' όπου θα φύγει έχοντας δεχτεί μια μυστηριώδη πρόταση για εργασία.
Ο νέος εργοδότης του, του ζητάει να απομαγνητοφωνεί καθημερινά αριθμημένες κασέτες και να δακτυλογραφεί όσα ακούει σε χαρτί, σε ένα παράξενο διαμέρισμα όπου δουλεύει μόνος του, με πολύ συγκεκριμένες οδηγίες. 1500 ευρώ είναι ο μισθός εβδομαδιαίως και ο Ντιβάλ δέχεται. Παράλληλα, στις συναντήσεις του στους Ανώνυμους Αλκοολικούς γνωρίζει μια γυναίκα με την οποία αναπτύσσει μια τρυφερή σχέση. Η ζωή φαίνεται να χαμογελά και πάλι στον Ντιβάλ. Έως ότου ακούσει κάτι πολύ ύποπτο σε μια από τις κασέτες. Και χωρίς να το καταλάβει θα βρεθεί κατηγορούμενος για φόνο. Και τη ζωή του να κινδυνεύει...
Η άποψή μας: Η εισαγωγή της ταινίας είναι εξαιρετική. Ο Ντιβάλ εργάζεται με επιμέλεια, κάνοντας μια βαρετή κατά πως φαίνεται δουλειά. Κάποιοι γραβατωμένοι, μεταξύ των οποίων και το αφεντικό του, συζητάνε και χασκογελάνε σε πολύ κοντινή απόσταση από εκείνον. Αφού το... διασκεδάσουν, ο boss δίνει την... υπενθύμιση: «ξέρεις, αύριο θέλω αυτό». Ο Ντιβάλ τα χάνει. Εκεί που ήταν να σχολάσει, έχει να δουλέψει περισσότερο, ενδεχομένως και να ξενυχτήσει για να τα βγάλει πέρα. Όμως, δεν έχει ιδέα για το τι πρέπει να κάνει. Κι αυτό επειδή ο συνάδελφός του, που έπρεπε να τον ενημερώσει, δεν το έκανε. Και τα στοιχεία, που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει, δεν μπορεί να τα βρει, καθώς η αρχειοθέτηση είναι χάλια! Κρίση πανικού, αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα, ιδρώτας, αλκοόλ και η ώρα περνάει.
Ο σκηνοθέτης πιάνει αυτήν την ατμόσφαιρα παραλογισμού, με τον εργαζόμενο να πρέπει οπωσδήποτε να φέρει εις πέρας την οποιαδήποτε εντολή άμεσα, χωρίς να λογαριάζεται προσωπική ζωή, ξεκούραση, δικαιώματα. Η δουλειά πρέπει να βγει! Το μοντάζ είναι σφιχτό, συνεχές, η κάμερα αλλάζει γωνίες λήψης, τα κοντινά στο πρόσωπο του Cluzet συλλαμβάνουν όλη την απόγνωση. Τρομερή δουλειά! Και στο τέλος, ο αποκαμωμένος υπάλληλος, εννοείται ότι δεν έχει κάνει αυτό που έπρεπε. Οργάνωσε όμως τέλεια τα ντοσιέ (απίστευτη λεπτομέρεια τα ντοσιέ στη σειρά). Υπέροχη σκηνή, αλλά, να, ε, χμ, δεν... πολυταιριάζει με ότι ακολουθεί. Θέλω να πω, πολιτικό θρίλερ επιχειρεί να γυρίσει ο σκηνοθέτης και αναλώνει πολύ χρόνο για να μας παρουσιάσει τον εργασιακό μεσαίωνα που επικρατεί στις μέρες μας. Ας είναι, το κάνει πολύ καλά. Και χτίζει τον χαρακτήρα. Για να καταλάβουμε τις αντιδράσεις του μετά.
Από τη στιγμή που προσλαμβάνεται ξανά ο Ντιβάλ και αρχίζει να ακούει και να απομαγνητοφωνεί τις κασέτες, το όλο πράγμα παραπέμπει ολωσδιόλου στην κοπολική «Συνομιλία». Με μια ειδοποιό διαφορά: στην ταινία του '70 ο Gene Hackman είναι κατ' επιλογήν πράκτορας του κράτους. Εδώ, ο Ντιβάλ είναι ένας απελπισμένος που κάνει τη δουλειά του μηχανικά και (εννοείται) για τα λεφτά – αλλά και για να έχει μια τόσο απαραίτητη και χρήσιμη γι' αυτόν ρουτίνα! Είναι μοναχικός, είναι απολίτικος, δεν έχει φίλους, δεν έχει φιλοδοξίες: είναι τέλειος για τη δουλειά, όπως τον πληροφορεί ο εργοδότης του, όταν ο Ντιβάλ γκρινιάζει πως δεν κάνει για αυτήν. Για λίγο τα πράγματα πάνε καλά. Μετά, όμως, σε μια από τις κασέτες, ακούει κάτι που τον τρομάζει: μοιάζει με τη δολοφονία ενός Λίβυου επιχειρηματία, ο οποίος θα λειτουργούσε ως ενδιάμεσος ανάμεσα στη γαλλική κυβέρνηση και μια αφρικανική χώρα, όπου τρομοκράτες έχουν κρατήσει ομήρους Γάλλους υπηκόους. Είναι προεκλογική περίοδος για τη Γαλλία και η υπόθεση αυτή φαίνεται πως θα κρίνει το αποτέλεσμα των εκλογών. Ο (ακρο)δεξιός υποψήφιος, για τον οποίο φαίνεται να δουλεύει το εργοδότης του Ντιβάλ, δεν θέλει να απελευθερωθούν νωρίς οι όμηροι, για να σπεκουλάρει και να εκμεταλλευτεί το γεγονός πουλώντας πατριωτισμό. Ο Ντιβάλ, πάντως, βρίσκεται εγκλωβισμένος. Θέλει να τα παρατήσει, ένα τσιράκι του εργοδότη του, όμως, του ξεκαθαρίζει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο! Και σαν να μην έφτανε αυτό, βρίσκεται μπλεγμένος και σε μια άλλη δολοφονία! Κι άντε να ξεφύγει.
Ο σκηνοθέτης έχει μάθει καλά το μάθημά του τόσο από αμερικάνικες όσο και από γαλλικές ταινίες του είδους. Όλοι παρακολουθούν τους πάντες, καθετί μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πολιτικό εργαλείο, ως μέσο πίεσης, ως όργανο εξέλιξης, εκβιασμού, χειραγώγησης. Η ατμόσφαιρα είναι η κατάλληλη, μουσική, φωτογραφία, μοντάζ συμβάλλουν τα μάλα στο να «μπει» ο θεατής μέσα στην ταινία. Και οι ερμηνείες είναι δυνατές και to the point. Ένα μικρό θέμα υπάρχει με το σενάριο. Και με τις αντιδράσεις του βασικού ήρωα σε κρίσιμες στιγμές. Δεν θα ήθελα ποτέ να βρεθώ στη θέση του Ντιβάλ και δεν θα ήξερα τι θα μπορούσα να κάνω αν κινδύνευε η ζωή μου, όπως εκείνου. Υπάρχουν, πάντως, τρεις κομβικές στιγμές στην ταινία, που δεν μπορούν να γίνουν πιστευτές. Πρώτη, εκείνη στο αμάξι και τη διαφυγή του όντας με δεμένα χέρια. Δεύτερη, η άλλη με τη συνάντησή του με τον παλιό του γνώριμο σε προεκλογική συνάντηση, όπου χρησιμοποιεί βία παράταιρη με τον χαρακτήρα του. Και τρίτη, εκείνη του φινάλε, όπου δίνει τη λύση πολύ απλοϊκά, καθώς παρατηρεί τον εαυτό του να γίνεται μέρος διαπραγμάτευσης στην προσπάθεια δωροδοκίας εν ενεργεία αστυνομικού!
Η Rohrwacher δεν έχει ουσιαστικά ρόλο, αλλά είναι απαραίτητη για να δώσει στον κατά τα άλλα «στεγνό» ήρωα ένα επιπλέον κίνητρο για το πέρασμά του στη «δράση» μετά από αιώνες «αδράνειας». Ενδιαφέρουσα ταινία, η οποία παρά το γεγονός ότι δεν πιάνει τις υψηλές επιδόσεις που θα μπορούσε, έχει σημαντικά πράγματα να μας πει τόσο για την εποχή μας όσο και διαχρονικά.
Η υπόθεση: Ο Ντιβάλ είναι ένας μεσήλικας λογιστής. Σχολαστικός στη δουλειά του, πολύ μεθοδικός και πολύ οργανωμένος, θα πάθει νευρική κρίση όταν μια μέρα το αφεντικό του θα του ζητήσει να φέρει εις πέρας άμεσα κάτι για το οποίο δεν είχε ενημερωθεί προηγουμένως. Αναγκασμένος να βασιστεί σε αρχειοθέτηση ενός τσαπατσούλη συναδέλφου του, δεν θα τα καταφέρει να ολοκληρώσει το ζητούμενο. Θα απολυθεί, θα χωρίσει, θα το ρίξει στο ποτό. Δυο χρόνια μετά – κι αφού προηγουμένως σε μια κηδεία συναντηθεί με έναν παλιό γνώριμό του ο οποίος είναι πετυχημένος στη ζωή του – θα δεχτεί ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα, το οποίο θα οδηγήσει σε μια ακόμα πιο μυστηριώδη συνάντηση απ' όπου θα φύγει έχοντας δεχτεί μια μυστηριώδη πρόταση για εργασία.
Ο νέος εργοδότης του, του ζητάει να απομαγνητοφωνεί καθημερινά αριθμημένες κασέτες και να δακτυλογραφεί όσα ακούει σε χαρτί, σε ένα παράξενο διαμέρισμα όπου δουλεύει μόνος του, με πολύ συγκεκριμένες οδηγίες. 1500 ευρώ είναι ο μισθός εβδομαδιαίως και ο Ντιβάλ δέχεται. Παράλληλα, στις συναντήσεις του στους Ανώνυμους Αλκοολικούς γνωρίζει μια γυναίκα με την οποία αναπτύσσει μια τρυφερή σχέση. Η ζωή φαίνεται να χαμογελά και πάλι στον Ντιβάλ. Έως ότου ακούσει κάτι πολύ ύποπτο σε μια από τις κασέτες. Και χωρίς να το καταλάβει θα βρεθεί κατηγορούμενος για φόνο. Και τη ζωή του να κινδυνεύει...
Η άποψή μας: Η εισαγωγή της ταινίας είναι εξαιρετική. Ο Ντιβάλ εργάζεται με επιμέλεια, κάνοντας μια βαρετή κατά πως φαίνεται δουλειά. Κάποιοι γραβατωμένοι, μεταξύ των οποίων και το αφεντικό του, συζητάνε και χασκογελάνε σε πολύ κοντινή απόσταση από εκείνον. Αφού το... διασκεδάσουν, ο boss δίνει την... υπενθύμιση: «ξέρεις, αύριο θέλω αυτό». Ο Ντιβάλ τα χάνει. Εκεί που ήταν να σχολάσει, έχει να δουλέψει περισσότερο, ενδεχομένως και να ξενυχτήσει για να τα βγάλει πέρα. Όμως, δεν έχει ιδέα για το τι πρέπει να κάνει. Κι αυτό επειδή ο συνάδελφός του, που έπρεπε να τον ενημερώσει, δεν το έκανε. Και τα στοιχεία, που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει, δεν μπορεί να τα βρει, καθώς η αρχειοθέτηση είναι χάλια! Κρίση πανικού, αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα, ιδρώτας, αλκοόλ και η ώρα περνάει.
Ο σκηνοθέτης πιάνει αυτήν την ατμόσφαιρα παραλογισμού, με τον εργαζόμενο να πρέπει οπωσδήποτε να φέρει εις πέρας την οποιαδήποτε εντολή άμεσα, χωρίς να λογαριάζεται προσωπική ζωή, ξεκούραση, δικαιώματα. Η δουλειά πρέπει να βγει! Το μοντάζ είναι σφιχτό, συνεχές, η κάμερα αλλάζει γωνίες λήψης, τα κοντινά στο πρόσωπο του Cluzet συλλαμβάνουν όλη την απόγνωση. Τρομερή δουλειά! Και στο τέλος, ο αποκαμωμένος υπάλληλος, εννοείται ότι δεν έχει κάνει αυτό που έπρεπε. Οργάνωσε όμως τέλεια τα ντοσιέ (απίστευτη λεπτομέρεια τα ντοσιέ στη σειρά). Υπέροχη σκηνή, αλλά, να, ε, χμ, δεν... πολυταιριάζει με ότι ακολουθεί. Θέλω να πω, πολιτικό θρίλερ επιχειρεί να γυρίσει ο σκηνοθέτης και αναλώνει πολύ χρόνο για να μας παρουσιάσει τον εργασιακό μεσαίωνα που επικρατεί στις μέρες μας. Ας είναι, το κάνει πολύ καλά. Και χτίζει τον χαρακτήρα. Για να καταλάβουμε τις αντιδράσεις του μετά.
Από τη στιγμή που προσλαμβάνεται ξανά ο Ντιβάλ και αρχίζει να ακούει και να απομαγνητοφωνεί τις κασέτες, το όλο πράγμα παραπέμπει ολωσδιόλου στην κοπολική «Συνομιλία». Με μια ειδοποιό διαφορά: στην ταινία του '70 ο Gene Hackman είναι κατ' επιλογήν πράκτορας του κράτους. Εδώ, ο Ντιβάλ είναι ένας απελπισμένος που κάνει τη δουλειά του μηχανικά και (εννοείται) για τα λεφτά – αλλά και για να έχει μια τόσο απαραίτητη και χρήσιμη γι' αυτόν ρουτίνα! Είναι μοναχικός, είναι απολίτικος, δεν έχει φίλους, δεν έχει φιλοδοξίες: είναι τέλειος για τη δουλειά, όπως τον πληροφορεί ο εργοδότης του, όταν ο Ντιβάλ γκρινιάζει πως δεν κάνει για αυτήν. Για λίγο τα πράγματα πάνε καλά. Μετά, όμως, σε μια από τις κασέτες, ακούει κάτι που τον τρομάζει: μοιάζει με τη δολοφονία ενός Λίβυου επιχειρηματία, ο οποίος θα λειτουργούσε ως ενδιάμεσος ανάμεσα στη γαλλική κυβέρνηση και μια αφρικανική χώρα, όπου τρομοκράτες έχουν κρατήσει ομήρους Γάλλους υπηκόους. Είναι προεκλογική περίοδος για τη Γαλλία και η υπόθεση αυτή φαίνεται πως θα κρίνει το αποτέλεσμα των εκλογών. Ο (ακρο)δεξιός υποψήφιος, για τον οποίο φαίνεται να δουλεύει το εργοδότης του Ντιβάλ, δεν θέλει να απελευθερωθούν νωρίς οι όμηροι, για να σπεκουλάρει και να εκμεταλλευτεί το γεγονός πουλώντας πατριωτισμό. Ο Ντιβάλ, πάντως, βρίσκεται εγκλωβισμένος. Θέλει να τα παρατήσει, ένα τσιράκι του εργοδότη του, όμως, του ξεκαθαρίζει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο! Και σαν να μην έφτανε αυτό, βρίσκεται μπλεγμένος και σε μια άλλη δολοφονία! Κι άντε να ξεφύγει.
Ο σκηνοθέτης έχει μάθει καλά το μάθημά του τόσο από αμερικάνικες όσο και από γαλλικές ταινίες του είδους. Όλοι παρακολουθούν τους πάντες, καθετί μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πολιτικό εργαλείο, ως μέσο πίεσης, ως όργανο εξέλιξης, εκβιασμού, χειραγώγησης. Η ατμόσφαιρα είναι η κατάλληλη, μουσική, φωτογραφία, μοντάζ συμβάλλουν τα μάλα στο να «μπει» ο θεατής μέσα στην ταινία. Και οι ερμηνείες είναι δυνατές και to the point. Ένα μικρό θέμα υπάρχει με το σενάριο. Και με τις αντιδράσεις του βασικού ήρωα σε κρίσιμες στιγμές. Δεν θα ήθελα ποτέ να βρεθώ στη θέση του Ντιβάλ και δεν θα ήξερα τι θα μπορούσα να κάνω αν κινδύνευε η ζωή μου, όπως εκείνου. Υπάρχουν, πάντως, τρεις κομβικές στιγμές στην ταινία, που δεν μπορούν να γίνουν πιστευτές. Πρώτη, εκείνη στο αμάξι και τη διαφυγή του όντας με δεμένα χέρια. Δεύτερη, η άλλη με τη συνάντησή του με τον παλιό του γνώριμο σε προεκλογική συνάντηση, όπου χρησιμοποιεί βία παράταιρη με τον χαρακτήρα του. Και τρίτη, εκείνη του φινάλε, όπου δίνει τη λύση πολύ απλοϊκά, καθώς παρατηρεί τον εαυτό του να γίνεται μέρος διαπραγμάτευσης στην προσπάθεια δωροδοκίας εν ενεργεία αστυνομικού!
Η Rohrwacher δεν έχει ουσιαστικά ρόλο, αλλά είναι απαραίτητη για να δώσει στον κατά τα άλλα «στεγνό» ήρωα ένα επιπλέον κίνητρο για το πέρασμά του στη «δράση» μετά από αιώνες «αδράνειας». Ενδιαφέρουσα ταινία, η οποία παρά το γεγονός ότι δεν πιάνει τις υψηλές επιδόσεις που θα μπορούσε, έχει σημαντικά πράγματα να μας πει τόσο για την εποχή μας όσο και διαχρονικά.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Μαρτίου 2017 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική