του Josef Hader. Mε τους Josef Hader, Pia Hierzegger, Jörg Hartmann, Georg Friedrich, Denis Moschitto, Crina Semciuc, Nora Waldstätten
Για να σ' εκδίκηθώωωω
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ποντίκια – άγρια και ήμερα – στις φωλιές σας!
Τούτη η ταινία αποτελεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Josef Hader, ο οποίος συν της άλλης υπογράφει το σενάριο της ταινίας και είναι ο πρωταγωνιστής της. Με αυτήν την ταινία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Βερολίνου. Ο Hader είναι ιδιαίτερα αγαπητός στην Αυστρία ως performer σε καμπαρέ.
Το «Wilde Maus» στα γερμανικά σημαίνει «Άγριο Ποντίκι». Έτσι όμως λέγεται κι ένα παρηκμασμένο λούνα παρκ στο κέντρο της Βιέννης, κοντά στο φημισμένο Prater. Τονίζουμε τη λέξη «παρηκμασμένο»: έχει μεγάλη σημασία...
Η υπόθεση: Ο Γκέοργκ είναι αναγνωρισμένος μουσικοκριτικός, που δουλεύει εδώ και 25 χρόνια στην εφημερίδα της Βιέννης «Express». Όμως, καθότι «ακριβός» σύμφωνα με την νέα ιδιοκτησία, απολύεται! Ο Γκέοργκ κρύβει την αλήθεια από τη σύζυγό του, τη Γιοχάνα, που βγάζει χρήματα ως ψυχολόγος και επιθυμεί απεγνωσμένα να αποκτήσουν ένα παιδί μαζί. Κι ας είναι αρκετά νεώτερή του. Το μόνο που σκέφτεται ο Γκέοργκ πλέον είναι πώς θα πάρει εκδίκηση. Χαράζει το αυτοκίνητο του αφεντικού, σπάζει τις κάμερές του, «υπονομεύει» την πισίνα του. Ο Γκέοργκ βρίσκει σύμμαχο στις μικρές ατιμίες του στο πρόσωπο ενός παλιού συμμαθητή του, του Έριχ.
Του Έριχ, από τον οποίο, όταν ήταν παιδιά, έτρωγε ξύλο και έπεφτε θύμα μπούλινγκ! Μαζί οργανώνουν τα σχέδια για το πως θα δοθεί το τελικό χτύπημα στο πρώην αφεντικό του Γκέοργκ. Παράλληλα, ο Γκέοργκ βοηθάει τον Έριχ να «ζωντανέψει» εκ νέου ένα ρόλερκοστερ στις παρυφές του Πράτερ, το περίφημο «Die Wilde Maus», ήτοι, «Το Άγριο Ποντίκι». Εκτός, όμως, από το πρώην αφεντικό του, ο Γκέοργκ έχει να αντιμετωπίσει και τη γυναίκα του, η οποία είναι έξω φρενών από τη συμπεριφορά του...
Η άποψή μας: Ήταν αρκετοί εκείνοι που ήλπιζαν πως ετούτη η ταινία θα μας προέκυπτε κάτι σαν νέο «Toni Erdmann». Η αλήθεια είναι πως θα υπάρξει... αμερικάνικο ριμέικ (με τον Jack Nicholson και την Kristen Wiig) αλλά αυτή η ταινία δεν είναι ο νέος «Toni Erdmann». Ευτυχώς δηλαδή, γιατί κάτι τόσο καλό θα ξέπεφτε σε επίπεδο μανιέρας τόσο γρήγορα. Όχι. Το «Άγριο Ποντίκι» είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, μια αιχμηρή σάτιρα, μια μαύρη κωμωδία, που προς το φινάλε χάνει το δρόμο της, έχοντας χαρίσει όμως στους θεατές της πριν, μπόλικο γέλιο. Η απόλυση και το κρύψιμό της παραπέμπουν στο «Ελεύθερος ωραρίου». Όμως, ο δημιουργός εδώ δεν ενδιαφέρεται τόσο να μας δείξει το φαινόμενο της ανεργίας και το τι επιφέρει στον άνθρωπο και τις ανθρώπινες σχέσεις το χάσιμο της δουλειάς του. Όχι. Πιο πολύ τον νοιάζει να παίξει με τους φόβους της μπουρζουαζίας. Το «χάσιμο» του ρόλου. Την αποτυχία σε σχέση με τους υπόλοιπους μπουρζουάδες.
Ο Γκέοργκ ξέρει μουσική (πολύ αστεία η αντιπαράθεση με τη νεαρή συνάδελφό του που εντέλει, μετά την απόλυσή του, παίρνει τη θέση του). Και τα γραπτά του είναι τόσο καλύτερα όσο χειρότερη κριτική γράφει (χμ, κάτι μου θυμίζει αυτό – μουάχαχαχαχαχα – ναι, συμβαίνει και σε πολλούς συναδέλφους κριτικούς κινηματογράφου, κι ας μην βγάλουμε τον εαυτό μας από τη λίστα). Ξέρει τη δουλειά του αλλά έχει συμβιβαστεί, έχει βαλτώσει, δεν θέλει να αλλάξει το στάτους κουό του, κάτι ας πούμε που θέλει η γυναίκα του: θέλει ένα παιδί. Όταν λοιπόν η κατάστασή του αλλάζει βίαια – κι αφού δεν ζει στην Ελλάδα για να διαβάσει ή έστω να έχει ακούσει τον τίτλο του βιβλίου του Μπογιόπουλου – δεν καταλαβαίνει πως... «Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε», αλλά προσωποποιεί τον «εχθρό» στο πρόσωπο του αφεντικού του. Που τυγχάνει να είναι Γερμανός! Όντας ο ίδιος Αυστριακός! Έτσι νιώθει καλύτερα. Έτσι νομίζει πως έχει να τα βάλει με έναν και μοναδικό άνθρωπο, κι όχι με ένα ολόκληρο σύστημα.
Κι είναι σε αυτό το σημείο όπου χάνει το κοινωνικό της έρεισμα η ταινία αλλά κερδίζει σε χιούμορ. Γιατί αυτά που σκαρφίζεται ο Γκέοργκ για να εκδικηθεί το αφεντικό του έχουν πολύ πλάκα. Βέβαια, και το αφεντικό δεν θα μείνει με σταυρωμένα χέρια. Θα προσπαθήσει και θα καταφέρει να πονέσει ακόμα περισσότερο τον Γκέοργκ. Που θα φτάσει στο σημείο να χάσει τον μόνο άνθρωπο που τον αγαπά πραγματικά: τη γυναίκα του. Ωραία ξεκινάει η ταινία: με αναφορά στους White Stripes και το γεγονός ότι το μοτίβο που δανείστηκαν από την κλασική μουσική στο «Seven Nation Army» έγινε βασικό μοτίβο συνθημάτων που ακούγεται σε διάφορα ποδοσφαιρικά γήπεδα ανά τον κόσμο. Συνεχίζει ωραία: ο Γκέοργκ μένει ενεός μπροστά στη βλακεία και την έλλειψη καλλιέργειας στον κόσμο.
Η ταινία είναι γεμάτη έξυπνες και αστείες σκηνές και μία τουλάχιστον υπέροχη γυναίκα, την πανέμορφη Crina Semciuc, που υποδύεται την Ρουμάνα κοπέλα του νέου φίλου (από τα παλιά) του Γκέοργκ. Ο Hader ξέρει να εκμεταλλεύεται άριστα τόσο τη μουσική υπόκρουση όσο και τα σκηνικά: οι σκηνές που λαμβάνουν χώρα στο χιόνι είναι απίστευτες – και όμορφες και αστείες. Από κάποια στιγμή και μετά, όμως, επαναλαμβάνεται και η αλήθεια είναι πως θα θέλαμε ένα πιο δυνατό φινάλε, που να μην έχει σχέση με την επιβεβαίωση της συζυγικής ευτυχίας.
Κι έτσι όμως, μια χαρά ταινία μας προέκυψε!
Η υπόθεση: Ο Γκέοργκ είναι αναγνωρισμένος μουσικοκριτικός, που δουλεύει εδώ και 25 χρόνια στην εφημερίδα της Βιέννης «Express». Όμως, καθότι «ακριβός» σύμφωνα με την νέα ιδιοκτησία, απολύεται! Ο Γκέοργκ κρύβει την αλήθεια από τη σύζυγό του, τη Γιοχάνα, που βγάζει χρήματα ως ψυχολόγος και επιθυμεί απεγνωσμένα να αποκτήσουν ένα παιδί μαζί. Κι ας είναι αρκετά νεώτερή του. Το μόνο που σκέφτεται ο Γκέοργκ πλέον είναι πώς θα πάρει εκδίκηση. Χαράζει το αυτοκίνητο του αφεντικού, σπάζει τις κάμερές του, «υπονομεύει» την πισίνα του. Ο Γκέοργκ βρίσκει σύμμαχο στις μικρές ατιμίες του στο πρόσωπο ενός παλιού συμμαθητή του, του Έριχ.
Του Έριχ, από τον οποίο, όταν ήταν παιδιά, έτρωγε ξύλο και έπεφτε θύμα μπούλινγκ! Μαζί οργανώνουν τα σχέδια για το πως θα δοθεί το τελικό χτύπημα στο πρώην αφεντικό του Γκέοργκ. Παράλληλα, ο Γκέοργκ βοηθάει τον Έριχ να «ζωντανέψει» εκ νέου ένα ρόλερκοστερ στις παρυφές του Πράτερ, το περίφημο «Die Wilde Maus», ήτοι, «Το Άγριο Ποντίκι». Εκτός, όμως, από το πρώην αφεντικό του, ο Γκέοργκ έχει να αντιμετωπίσει και τη γυναίκα του, η οποία είναι έξω φρενών από τη συμπεριφορά του...
Η άποψή μας: Ήταν αρκετοί εκείνοι που ήλπιζαν πως ετούτη η ταινία θα μας προέκυπτε κάτι σαν νέο «Toni Erdmann». Η αλήθεια είναι πως θα υπάρξει... αμερικάνικο ριμέικ (με τον Jack Nicholson και την Kristen Wiig) αλλά αυτή η ταινία δεν είναι ο νέος «Toni Erdmann». Ευτυχώς δηλαδή, γιατί κάτι τόσο καλό θα ξέπεφτε σε επίπεδο μανιέρας τόσο γρήγορα. Όχι. Το «Άγριο Ποντίκι» είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, μια αιχμηρή σάτιρα, μια μαύρη κωμωδία, που προς το φινάλε χάνει το δρόμο της, έχοντας χαρίσει όμως στους θεατές της πριν, μπόλικο γέλιο. Η απόλυση και το κρύψιμό της παραπέμπουν στο «Ελεύθερος ωραρίου». Όμως, ο δημιουργός εδώ δεν ενδιαφέρεται τόσο να μας δείξει το φαινόμενο της ανεργίας και το τι επιφέρει στον άνθρωπο και τις ανθρώπινες σχέσεις το χάσιμο της δουλειάς του. Όχι. Πιο πολύ τον νοιάζει να παίξει με τους φόβους της μπουρζουαζίας. Το «χάσιμο» του ρόλου. Την αποτυχία σε σχέση με τους υπόλοιπους μπουρζουάδες.
Ο Γκέοργκ ξέρει μουσική (πολύ αστεία η αντιπαράθεση με τη νεαρή συνάδελφό του που εντέλει, μετά την απόλυσή του, παίρνει τη θέση του). Και τα γραπτά του είναι τόσο καλύτερα όσο χειρότερη κριτική γράφει (χμ, κάτι μου θυμίζει αυτό – μουάχαχαχαχαχα – ναι, συμβαίνει και σε πολλούς συναδέλφους κριτικούς κινηματογράφου, κι ας μην βγάλουμε τον εαυτό μας από τη λίστα). Ξέρει τη δουλειά του αλλά έχει συμβιβαστεί, έχει βαλτώσει, δεν θέλει να αλλάξει το στάτους κουό του, κάτι ας πούμε που θέλει η γυναίκα του: θέλει ένα παιδί. Όταν λοιπόν η κατάστασή του αλλάζει βίαια – κι αφού δεν ζει στην Ελλάδα για να διαβάσει ή έστω να έχει ακούσει τον τίτλο του βιβλίου του Μπογιόπουλου – δεν καταλαβαίνει πως... «Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε», αλλά προσωποποιεί τον «εχθρό» στο πρόσωπο του αφεντικού του. Που τυγχάνει να είναι Γερμανός! Όντας ο ίδιος Αυστριακός! Έτσι νιώθει καλύτερα. Έτσι νομίζει πως έχει να τα βάλει με έναν και μοναδικό άνθρωπο, κι όχι με ένα ολόκληρο σύστημα.
Κι είναι σε αυτό το σημείο όπου χάνει το κοινωνικό της έρεισμα η ταινία αλλά κερδίζει σε χιούμορ. Γιατί αυτά που σκαρφίζεται ο Γκέοργκ για να εκδικηθεί το αφεντικό του έχουν πολύ πλάκα. Βέβαια, και το αφεντικό δεν θα μείνει με σταυρωμένα χέρια. Θα προσπαθήσει και θα καταφέρει να πονέσει ακόμα περισσότερο τον Γκέοργκ. Που θα φτάσει στο σημείο να χάσει τον μόνο άνθρωπο που τον αγαπά πραγματικά: τη γυναίκα του. Ωραία ξεκινάει η ταινία: με αναφορά στους White Stripes και το γεγονός ότι το μοτίβο που δανείστηκαν από την κλασική μουσική στο «Seven Nation Army» έγινε βασικό μοτίβο συνθημάτων που ακούγεται σε διάφορα ποδοσφαιρικά γήπεδα ανά τον κόσμο. Συνεχίζει ωραία: ο Γκέοργκ μένει ενεός μπροστά στη βλακεία και την έλλειψη καλλιέργειας στον κόσμο.
Η ταινία είναι γεμάτη έξυπνες και αστείες σκηνές και μία τουλάχιστον υπέροχη γυναίκα, την πανέμορφη Crina Semciuc, που υποδύεται την Ρουμάνα κοπέλα του νέου φίλου (από τα παλιά) του Γκέοργκ. Ο Hader ξέρει να εκμεταλλεύεται άριστα τόσο τη μουσική υπόκρουση όσο και τα σκηνικά: οι σκηνές που λαμβάνουν χώρα στο χιόνι είναι απίστευτες – και όμορφες και αστείες. Από κάποια στιγμή και μετά, όμως, επαναλαμβάνεται και η αλήθεια είναι πως θα θέλαμε ένα πιο δυνατό φινάλε, που να μην έχει σχέση με την επιβεβαίωση της συζυγικής ευτυχίας.
Κι έτσι όμως, μια χαρά ταινία μας προέκυψε!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 5 Οκτωβρίου 2017 από την Feelgood Ent.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική