του Tom Ford. Με τους Amy Adams, Jake Gyllenhaal, Michael Shannon, Aaron Taylor-Johnson, Isla Fisher, Armie Hammer, Laura Linney, Andrea Riseborough, Michael Sheen
Κι Απορώ. Δεν αισθάνεσαι τύψεις?
του zerVo (@moviesltd)
Έτσι είναι. Γιατί ακόμη και μια αμυχή της ψυχής να μην έχει νοσήσει από ιούς ματαιόδοξους και ζοφερούς, κάποια στιγμή θα αντιληφθεί πως οι παροτρύνσεις για τα μοιραία σφάλματα, προς το υποκείμενο που κατευθύνει, έχουν προκαλέσει αβάσταχτο πόνο σε πρόσωπα του κάποτε άμεσου περίγυρου. Και τότε οι μαυροντυμένες Ερινύες θα περικυκλώσουν την σκέψη, θα την βυθίσουν κι εκείνη με την σειρά της σε δεινά ανάλογα με εκείνα που - γνωρίζει πια καλά πως - σκόρπισε και μια ακραιφνής μελαγχολία θα μεταλλάξει το Σύμπαν σε Κόλαση. Μαυρίλα και απόγνωση που θα μουτζουρώσουν ακόμη και την πιο απλοϊκή στιγμή της καθημερινότητας, αλλάζοντας το σκηνικό από φωτεινό και ηλιόλουστο, σε συννεφιασμένο, κατράμι, πίσσα σκοτάδι. Και ο βυθισμένος στις τύψεις του μετανιωμένος, θα γυροφέρνει ράκος στο καταθλιπτικό τοπίο, σαν Νυκτόβιο Πλάσμα, σαν Νυχτοπούλι...
Η διασημότερη γκαλερίστα μοντέρνας τέχνης σε ολόκληρη την Νέα Υόρκη είναι η γοητευτικά αριστοκρατική Σούζαν Μόρροου, γόνος εύπορης οικογένειας, που απολαμβάνει μια ζωή πλούσια, λαμπερή και πολύχρωμη, τυλιγμένη όμως σε ένα κίβδηλο ολόχρυσο περιτύλιγμα, που δεν αφήνει να βγει προς τα έξω η πικρή πραγματικότητα που βιώνει. Η γνώση της, πως ο νεαρότερος, πανέμορφος σύζυγός της, κατά τις διαρκείς επαγγελματικές του μετακινήσεις σε όλη την χώρα, διατηρεί μυστική ερωτική σχέση με την γραμματέα του, την έχει καταβάλλει ψυχικά σε σημείο που η θλίψη να είναι μόνιμα ζωγραφισμένη στην ματιά της. Και παρότι διαρκώς περικυκλωμένη από πλήθος κόσμου, που ανήκει στην κοινωνική αφρόκρεμα της μεγαλούπολης, η Σούζαν νιώθει απύθμενη μοναξιά, που ίσως να πηγάζει από το ότι ξέρει καλά, πως κάποιες προσωπικές επιλογές της υπήρξαν απόλυτα λανθασμένες.
Την καταθλιπτική νηνεμία του κάθε μέρα της, θα σπάσει η άφιξη ενός πακέτου, που μέσα του περιέχει το ακυκλοφόρητο ακόμη μυθιστόρημα, που έχει συγγράψει ο εδώ και δύο δεκαετίες κοντά, πρώην σύζυγός της, Έντουαρντ, ζητώντας της να το διαβάσει πρώτη, καθώς της το αφιερώνει, ούσα η δημιουργική του έμπνευση. Ανάγνωση που θα ξεκινήσει από περιέργεια περισσότερο, στην πορεία όμως, χάρη στην κοφτή και αληθοφανή αφήγηση του, το βιβλίο θα κρατήσει το ενδιαφέρον της αμείωτο, ωθώντας την να το διαβάσει μονομιάς. Δίνοντας της ταυτόχρονα την εντύπωση πως όλο αυτό το ταξίδι απόγνωσης του κεντρικού ήρωα της νουβέλας, στους ατέρμονους και σκονισμένους δρόμους του Τέξας, προς αναζήτηση των αγαπημένων του προσώπων, της λατρεμένης συζύγου και της μονάκριβης θυγατέρας του, που έχουν πέσει θύματα απαγωγής ντόπιων κακοποιών, έχει σαν αφετηρία και τελικό προορισμό μόνο ένα πρόσωπο: Εκείνη!
Κι η φανταστική αναζήτηση του βιβλίου δεν θα έχει θετική έκβαση, καθώς ο τρομοκρατημένος στην μέση του πουθενά σύζυγός και πατέρας, πολύ σύντομα θα αναγκαστεί να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την σκληρή εικόνα, των γυναικών της ζωής του βιασμένων και κατακρεουργημένων να κείτονται νεκρές στην αυλή μιας τρισάθλιας παράγκας. Συντετριμμένος αλλά δίχως ξεσπάσματα σπαραγμού στην αντίδραση του, ο χαμηλών τόνων άντρας θα υπομείνει το μαρτύριο ολομόναχος και χωρίς την παραμικρή βοήθεια στο πλευρό του, ωσότου ο ορκισμένος να αποκαλύψει τα ίχνη της συμμορίας των φονιάδων, σερίφης της περιοχής, θα τον πληροφορήσει, καιρό μετά, πως βρίσκεται στο κατόπι των δολοφόνων και από το μυαλό του περνά ένα ευφάνταστο πλάνο εκδίκησης.
Σύγκρυο! Δεν είναι πολλές εκείνες οι κινηματογραφικές στιγμές που είναι κατορθωτή η κίνηση δύο εντελώς διαφορετικής υφής ιστοριών, πάνω ακριβώς στην ίδια αφηγηματική ράγα. Από την μια μεριά ενός υπαρξιακού δράματος, που στο επίκεντρο του βρίσκεται μια γυναίκα που κατά τα φαινόμενα διαθέτει τα πάντα, ουσιαστικά όμως έχει πάρει από καιρό διαζύγιο από πάσης φύσεως ευτυχία, παραμένοντας αποκομμένη και μοναχική σε ένα ζάπλουτο μεν, μα αποστειρωμένο και κενό περιβάλλον. Εμβόλιμα σε αυτό το παιχνίδι μοναξιάς, παρεμβάλλονται οι οπτικοποιημένες θρίλερ στιγμές του αναγνώσματος, έτσι όπως τις αντιλαμβάνεται στο βλέμμα της η Σούζαν, τοπωθετώνατς αποξαρχής στην μορφή του άντρα που μέσα σε μια βραδιά έχει χάσει τα πάντα, τον ίδιο της τον πρώην αγαπημένο. Που σε ένα τρίτο παρακλάδι της πλοκής, πληροφορούμαστε το ποιόν του, μέσω φλασμπάκ στο νεανικό παρελθόν και των δύο, από τον καιρό της γνωριμίας τους στο κολέγιο του Lone Star, από όπου αμφότεροι κατάγονται. Γελαστός, θερμός, συνεσταλμένος, λατρευτικός, εκείνος, έχει μάτια μόνο για την μία και μοναδική Θεά του. Έχει όμως ένα αρνητικό. Δεν είναι παρά ένας μπατίρης, χαμηλότερου σοσιολογικού λέβελ...
Κι όσο η ανατριχιαστική εξέλιξη λαμβάνει χώρα στο (σίγουρο κατά πως φαίνεται) μπεστ σέλλερ, άλλο τόσο η αναγνώστης του βουλιάζει πιότερο στον καημό, γνωρίζοντας καλά, σελίδα με την σελίδα πλέον, πως κάθε απλή γραμμή του, έχει αυτή σαν μοναδική αναφορά, όχι στα φανερά, αλλά με έναν τρόπο αλλιώτικο, μεταφορικό, αλληγορικό, μυστικιστικό και ταυτόχρονα ευθύβολο και ισοπεδωτικό. Μίξη εικόνων δύο διαστάσεων, μυθοπλασίας μέσα στην παροντική μυθοπλασία, που δύσκολα ακόμη και πεπειραμένος σκηνοθέτης θα κατάφερνε να φέρει βόλτα τόσο επιδέξια. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για έναν ντιρέκτορα που έχει καταγράψει μόλις δύο κρέντιτς στο παλμαρέ του. Κι αν ο Single Man, πριν από επτά χρόνια ήταν εκείνος που έμπασε για τα καλά τον Tom Ford στον μαγικό κόσμο του σελιλόιντ, ανοίγοντας του έναν καινούργιο ορίζοντα μετά την τεράστια καριέρα του σαν πρωτομόδιστρου στην φίρμα του Gucci, το Nocturnal Animals, το δύσκολο σόφομορ εγχείρημα δηλαδή, είναι εκείνο που τον εδραιώνει στην συνείδηση όλων σαν μαέστρο πολύ υψηλού επιπέδου.
Με αφετηρία στην γραφίδα του, to ποτέ να μην περικλείνει των βασικών κανόνων αρχής που διέπουν την αισθητική του, ο Ford φροντίζει να στυλιζάρει με έναν μεταμοντέρνο αρτιστικό τρόπο τον κόσμο της ηρωίδας του, γεμάτο αποχρώσεις ζωηρές και εξεζητημένες καλλιτεχνίες, ικανές να διαλύσουν ακόμη περισσότερο την ήδη κατακερματισμένη της ύπαρξη. Η εισαγωγή, επίτευγμα ντεκό ύφους και Lynchικής έμπνευσης, στην πορεία επεξηγεί τον ορισμό της, όταν οι αράδες του μυθιστορήματος, που εξελίσσεται στην ερημιά, την σκόνη και τον βούρκο, ανακατεύουν τον ρεαλισμό με το φανταστικό και υποδεικνύουν ποιος στο φινάλε να νιώσει την λύτρωση και ποιος την τιμωρία. Ποιος αθώος πλήρωσε άδικα, μια φορά κι έναν καιρό, τα σπασμένα, χωρίς να έχει πάνω του το παραμικρό φταίξιμο και ποιος θα πληρώσει με πολλαπλάσιο πόνο ως ανταμοιβή, για όλες τις κρυφές πομπές, που έχουν μοιράσει στον αέρα, το άθροισμα των πιο αρνητικών τύψεων.
Παρότι οι κοινές τους στιγμές στο δίωρο είναι ελάχιστες, οι δύο πρωταγωνιστές του φιλμ, προσφέρουν μια τέτοιας έντασης ερμηνεία από το πρώτο ίσαμε το τελευταίο δευτερόλεπτο, που πιστεύεις πως κινούνται μονίμως στο ακριβώς ίδιο εκράν. Η Amy Adams, μια ζωντανή κούκλα, με τονισμένη πύρινη, ως διαβολική ίσως, κόμμωση και καπνισμένο μέικ απ που αναδεικνύει το παραδεισένιο της βλέμμα, μέσα στα υπέρ το δέον σέξι ταγιέρ, βγάζει εν αρχή μια εικόνα hi class, που πόντο πόντο ξεθωριάζει, ίσαμε να φτάσει στον ψυχικό μηδενισμό. Από την άλλη, ο Jake Gyllenhaal, με δοσμένες από το σενάριο πολύ πιο αβανταδόρικες στιγμές, κάνει δικό του τον διπλό ρόλο, χάρη στην αθώα και αγαθή του κοψιά, που τον καθιστά τρομακτικά συμπαθή - που έτσι κι αλλιώς είναι - στην πλατεία. Με συνεχείς ενέσεις από το περιφερειακό καστ των δύο συμμετοχικών ταχυτήτων, είτε του στιγμιαίου καμέο γνώριμων σταρς, είτε των ρολιστικών παρεμβάσεων σπουδαίων καρατεριστών όπως του υποδειγματικού εκφραστικά Michael Shannon, οι δύο τους στήνουν ένα υποκριτικό πινγκ πονγκ, πολύ δύσκολα ξεπεράσιμο σε απόδοση, από άλλο ντουέτο στην χρονιά που μόλις γεννήθηκε.
Στήνοντας έτσι τις στέρεες βάσεις για να αναπτυχθεί το εκ πρώτης όψης δύσβατο και μετά προφανών εμποδίων σκριπτ, χωρίς στιγμή μπερδέματος από πλευράς θεατή, για το τι συμβαίνει που, όπως ενδεχόμενα θα προϋπέθετε μια ματιά στους στοίχους της σύνοψης. Ένα διπλής λωρίδας, ευφυούς ανάπτυξης και απαράμιλλης αισθητικής, με κοινή αφετηρία και τέλος όμως, που δεν αφήνει και πολλές εκκρεμότητες για τον afterlive δικαστή. Μιας και ως γνωστόν, όλα εδώ πληρώνονται...
Την καταθλιπτική νηνεμία του κάθε μέρα της, θα σπάσει η άφιξη ενός πακέτου, που μέσα του περιέχει το ακυκλοφόρητο ακόμη μυθιστόρημα, που έχει συγγράψει ο εδώ και δύο δεκαετίες κοντά, πρώην σύζυγός της, Έντουαρντ, ζητώντας της να το διαβάσει πρώτη, καθώς της το αφιερώνει, ούσα η δημιουργική του έμπνευση. Ανάγνωση που θα ξεκινήσει από περιέργεια περισσότερο, στην πορεία όμως, χάρη στην κοφτή και αληθοφανή αφήγηση του, το βιβλίο θα κρατήσει το ενδιαφέρον της αμείωτο, ωθώντας την να το διαβάσει μονομιάς. Δίνοντας της ταυτόχρονα την εντύπωση πως όλο αυτό το ταξίδι απόγνωσης του κεντρικού ήρωα της νουβέλας, στους ατέρμονους και σκονισμένους δρόμους του Τέξας, προς αναζήτηση των αγαπημένων του προσώπων, της λατρεμένης συζύγου και της μονάκριβης θυγατέρας του, που έχουν πέσει θύματα απαγωγής ντόπιων κακοποιών, έχει σαν αφετηρία και τελικό προορισμό μόνο ένα πρόσωπο: Εκείνη!
Κι η φανταστική αναζήτηση του βιβλίου δεν θα έχει θετική έκβαση, καθώς ο τρομοκρατημένος στην μέση του πουθενά σύζυγός και πατέρας, πολύ σύντομα θα αναγκαστεί να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την σκληρή εικόνα, των γυναικών της ζωής του βιασμένων και κατακρεουργημένων να κείτονται νεκρές στην αυλή μιας τρισάθλιας παράγκας. Συντετριμμένος αλλά δίχως ξεσπάσματα σπαραγμού στην αντίδραση του, ο χαμηλών τόνων άντρας θα υπομείνει το μαρτύριο ολομόναχος και χωρίς την παραμικρή βοήθεια στο πλευρό του, ωσότου ο ορκισμένος να αποκαλύψει τα ίχνη της συμμορίας των φονιάδων, σερίφης της περιοχής, θα τον πληροφορήσει, καιρό μετά, πως βρίσκεται στο κατόπι των δολοφόνων και από το μυαλό του περνά ένα ευφάνταστο πλάνο εκδίκησης.
Σύγκρυο! Δεν είναι πολλές εκείνες οι κινηματογραφικές στιγμές που είναι κατορθωτή η κίνηση δύο εντελώς διαφορετικής υφής ιστοριών, πάνω ακριβώς στην ίδια αφηγηματική ράγα. Από την μια μεριά ενός υπαρξιακού δράματος, που στο επίκεντρο του βρίσκεται μια γυναίκα που κατά τα φαινόμενα διαθέτει τα πάντα, ουσιαστικά όμως έχει πάρει από καιρό διαζύγιο από πάσης φύσεως ευτυχία, παραμένοντας αποκομμένη και μοναχική σε ένα ζάπλουτο μεν, μα αποστειρωμένο και κενό περιβάλλον. Εμβόλιμα σε αυτό το παιχνίδι μοναξιάς, παρεμβάλλονται οι οπτικοποιημένες θρίλερ στιγμές του αναγνώσματος, έτσι όπως τις αντιλαμβάνεται στο βλέμμα της η Σούζαν, τοπωθετώνατς αποξαρχής στην μορφή του άντρα που μέσα σε μια βραδιά έχει χάσει τα πάντα, τον ίδιο της τον πρώην αγαπημένο. Που σε ένα τρίτο παρακλάδι της πλοκής, πληροφορούμαστε το ποιόν του, μέσω φλασμπάκ στο νεανικό παρελθόν και των δύο, από τον καιρό της γνωριμίας τους στο κολέγιο του Lone Star, από όπου αμφότεροι κατάγονται. Γελαστός, θερμός, συνεσταλμένος, λατρευτικός, εκείνος, έχει μάτια μόνο για την μία και μοναδική Θεά του. Έχει όμως ένα αρνητικό. Δεν είναι παρά ένας μπατίρης, χαμηλότερου σοσιολογικού λέβελ...
Κι όσο η ανατριχιαστική εξέλιξη λαμβάνει χώρα στο (σίγουρο κατά πως φαίνεται) μπεστ σέλλερ, άλλο τόσο η αναγνώστης του βουλιάζει πιότερο στον καημό, γνωρίζοντας καλά, σελίδα με την σελίδα πλέον, πως κάθε απλή γραμμή του, έχει αυτή σαν μοναδική αναφορά, όχι στα φανερά, αλλά με έναν τρόπο αλλιώτικο, μεταφορικό, αλληγορικό, μυστικιστικό και ταυτόχρονα ευθύβολο και ισοπεδωτικό. Μίξη εικόνων δύο διαστάσεων, μυθοπλασίας μέσα στην παροντική μυθοπλασία, που δύσκολα ακόμη και πεπειραμένος σκηνοθέτης θα κατάφερνε να φέρει βόλτα τόσο επιδέξια. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για έναν ντιρέκτορα που έχει καταγράψει μόλις δύο κρέντιτς στο παλμαρέ του. Κι αν ο Single Man, πριν από επτά χρόνια ήταν εκείνος που έμπασε για τα καλά τον Tom Ford στον μαγικό κόσμο του σελιλόιντ, ανοίγοντας του έναν καινούργιο ορίζοντα μετά την τεράστια καριέρα του σαν πρωτομόδιστρου στην φίρμα του Gucci, το Nocturnal Animals, το δύσκολο σόφομορ εγχείρημα δηλαδή, είναι εκείνο που τον εδραιώνει στην συνείδηση όλων σαν μαέστρο πολύ υψηλού επιπέδου.
Με αφετηρία στην γραφίδα του, to ποτέ να μην περικλείνει των βασικών κανόνων αρχής που διέπουν την αισθητική του, ο Ford φροντίζει να στυλιζάρει με έναν μεταμοντέρνο αρτιστικό τρόπο τον κόσμο της ηρωίδας του, γεμάτο αποχρώσεις ζωηρές και εξεζητημένες καλλιτεχνίες, ικανές να διαλύσουν ακόμη περισσότερο την ήδη κατακερματισμένη της ύπαρξη. Η εισαγωγή, επίτευγμα ντεκό ύφους και Lynchικής έμπνευσης, στην πορεία επεξηγεί τον ορισμό της, όταν οι αράδες του μυθιστορήματος, που εξελίσσεται στην ερημιά, την σκόνη και τον βούρκο, ανακατεύουν τον ρεαλισμό με το φανταστικό και υποδεικνύουν ποιος στο φινάλε να νιώσει την λύτρωση και ποιος την τιμωρία. Ποιος αθώος πλήρωσε άδικα, μια φορά κι έναν καιρό, τα σπασμένα, χωρίς να έχει πάνω του το παραμικρό φταίξιμο και ποιος θα πληρώσει με πολλαπλάσιο πόνο ως ανταμοιβή, για όλες τις κρυφές πομπές, που έχουν μοιράσει στον αέρα, το άθροισμα των πιο αρνητικών τύψεων.
Παρότι οι κοινές τους στιγμές στο δίωρο είναι ελάχιστες, οι δύο πρωταγωνιστές του φιλμ, προσφέρουν μια τέτοιας έντασης ερμηνεία από το πρώτο ίσαμε το τελευταίο δευτερόλεπτο, που πιστεύεις πως κινούνται μονίμως στο ακριβώς ίδιο εκράν. Η Amy Adams, μια ζωντανή κούκλα, με τονισμένη πύρινη, ως διαβολική ίσως, κόμμωση και καπνισμένο μέικ απ που αναδεικνύει το παραδεισένιο της βλέμμα, μέσα στα υπέρ το δέον σέξι ταγιέρ, βγάζει εν αρχή μια εικόνα hi class, που πόντο πόντο ξεθωριάζει, ίσαμε να φτάσει στον ψυχικό μηδενισμό. Από την άλλη, ο Jake Gyllenhaal, με δοσμένες από το σενάριο πολύ πιο αβανταδόρικες στιγμές, κάνει δικό του τον διπλό ρόλο, χάρη στην αθώα και αγαθή του κοψιά, που τον καθιστά τρομακτικά συμπαθή - που έτσι κι αλλιώς είναι - στην πλατεία. Με συνεχείς ενέσεις από το περιφερειακό καστ των δύο συμμετοχικών ταχυτήτων, είτε του στιγμιαίου καμέο γνώριμων σταρς, είτε των ρολιστικών παρεμβάσεων σπουδαίων καρατεριστών όπως του υποδειγματικού εκφραστικά Michael Shannon, οι δύο τους στήνουν ένα υποκριτικό πινγκ πονγκ, πολύ δύσκολα ξεπεράσιμο σε απόδοση, από άλλο ντουέτο στην χρονιά που μόλις γεννήθηκε.
Στήνοντας έτσι τις στέρεες βάσεις για να αναπτυχθεί το εκ πρώτης όψης δύσβατο και μετά προφανών εμποδίων σκριπτ, χωρίς στιγμή μπερδέματος από πλευράς θεατή, για το τι συμβαίνει που, όπως ενδεχόμενα θα προϋπέθετε μια ματιά στους στοίχους της σύνοψης. Ένα διπλής λωρίδας, ευφυούς ανάπτυξης και απαράμιλλης αισθητικής, με κοινή αφετηρία και τέλος όμως, που δεν αφήνει και πολλές εκκρεμότητες για τον afterlive δικαστή. Μιας και ως γνωστόν, όλα εδώ πληρώνονται...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 5 Ιανουαρίου 2017 από την UIP
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική