του Αντώνη Σωτηρόπουλου. Με τους Γιάννη Τσιμιτσέλη, Κατερίνα Γερονικολού, Γιάννη Ζουγανέλη, Αποστόλη Τότσικα, Θανάση Βισκαδουράκη, Νίκο Βουρλιότη, Τόνια Σωτηροπούλου, Αγορίτσα Οικονόμου, Λευτέρη Ελευθερίου, Δημήτρη Φράγκιογλου, Κατερίνα Τσάβαλου
Μια ταινία για πολύ... θάψιμο!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Πάρε το φτυάρι και τρέχα!
Ότι ακολουθεί σε αυτό το τμήμα του κειμένου είναι copy / paste από το δελτίο τύπου, που έστειλε η εταιρία διανομής:
''Το The Bachelor είναι μια ρομαντική κωμωδία, σε σκηνοθεσία Αντώνη Σωτηρόπουλου, σενάριο της Ρένας Ρίγγα (σεναριογράφος των τηλεοπτικών επιτυχιών «Άκρως Οικογενειακόν» και «Ευτυχισμένοι Μαζί») και παραγωγή της Show Time Production και της Voice Entertainment, με δυνατό cast ηθοποιών. Πρόκειται για την 3η μεγάλου μήκους παραγωγή της ShowTime Productions μετά το Ένα Πλοίο για την Παλαιστίνη του Νίκου Κούνδουρου και τις Μαριονέτες του Παντελή Καλατζή με τον Αλέξη Γεωργούλη και την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Voice Entertainment. Παραγωγές της ShowTime Productions και της Voice Entertainment είναι επίσης και οι δύο επιτυχημένες, αυτήν τη σεζόν, τηλεοπτικές παραγωγές, «Barman» και «Cineλθετε». Το The Bachelor ξεκίνησε γυρίσματα τον Μάιο του 2016. Το soundtrack της ταινίας υπογράφουν οι Goin' Through και οι Otherview. Και το budget της ταινίας έφτασε τις 440 χιλιάδες ευρώ''.
Γυρίσματα για την ταινία έγιναν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Και κάτι μας λέει πως στη Θεσσαλονίκη η ταινία θα κόψει περισσότερα εισιτήρια απ' ότι στην Αθήνα. Για να δούμε...
Η υπόθεση: Ο Αντώνης Μπαμπούλας είναι ένας πετυχημένος εργολάβος γραφείου τελετών. Είναι ερωτευμένος με την Κατερίνα, την πανέμορφη κόρη ενός διάσημου καρδιοχειρουργού, του Αριστείδη, ο οποίος αντιτίθεται στη σχέση τους και την προοπτική οι δύο νέοι να παντρευτούν. Η μέλλουσα πεθερά του ντρέπεται για το επάγγελμα του Αντώνη και τον συστήνει ως συλλέκτη τέχνης. Πάντως, η Κατερίνα υπερασπίζεται τη σχέση της: ο γάμος θα γίνει βρέξει – χιονίσει! Μάλιστα, ετοιμάζει μια έκπληξη στον αγαπημένο της: μέσα από το σημειωματάριό του βρίσκει τους κολλητούς του από το παρελθόν και τους καλεί να ξαναβρεθούν για ένα πάρτι – έκπληξη. Όμως, τα πράγματα δεν πάνε έτσι όπως τα είχε σχεδιάσει.
Η παρέα των τεσσάρων (συν τον πεθερό) φτάνει με την νεκροφόρα (!) στη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών τους χρόνων. Εκεί, ο Αντώνης θα συναντήσει ένα παλιό του αμόρε. Η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο. Άραγε, τι είναι η αγάπη; Μήπως η δύναμη να συγχωρείς;
Η άποψή μας: Κάρχιες, όταν το λαϊκό παιδί γυρίζει την πρώτη του ταινία χωρίς να ξέρει σινεμά και τη γυρίζει για το λαϊκό κοινό, ετοιμάζεστε να ανοίξετε πελφεντέρε διαβλέποντας (και ευχόμενοι) την αποτυχία. Όταν όμως δείτε τα εισιτήρια του τριημέρου τη Δευτέρα θα κράζετε το κοινό, ενώ θέλετε να σας κάνει πλόουτζοπ και να σας αποθεώνει εις το διηνεκές. Κάνε με αντ είμαι πλοκ.
Εσείς φταίτε βρε. Γιατί... θάβετε χωρίς αναισθητικό όντως κακές ταινίες (δεν σηκώνει συζήτηση αυτό) αλλά δεν έχετε (δεν έχουμε) καταφέρει να «εκπαιδεύσουμε» το κοινό, ώστε να ξέρει να ξεχωρίζει το καλό λάδι από τη γεύση του, το χρώμα του, το πόσο παχύ είναι (δεν είναι άσχετο!). Οπότε, μια άλλη φορά θα πρέπει να καθίσουμε να συζητήσουμε για το ρόλο της κριτικής και όσων γράφουν για ταινίες και το κατά πόσο επηρεάζουν το μεγάλο κοινό. Μιας που δεν είχα την τιμή και τη χαρά να δω την ταινία είτε σε δημοσιογραφική προβολή, είτε σε αβάν πρεμιέρ, είτε με σταλμένο λινκ από την εταιρία διανομής, είτε... κατεβασμένη (δεν συμβαίνει με ελληνικές ταινίες η αλήθεια είναι) είδα την ταινία μετά την έξοδό της στους κινηματόγραφους. Σε σινεμά, μαζί με κοινό. Και διάβασα πολλά κείμενα συναδέλφων (εντός ή εκτός εισαγωγικών), που έθαψαν την ταινία. Και καλά ξηγήθηκαν.
Λίγοι όμως έκαναν τον κόπο να γράψουν γιατί έθαψαν την ταινία. Το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο είναι να θάψεις μια κακή ταινία. Να την κανιβαλίσεις. Πόσο μάλλον μια ελληνική ταινία! Όλοι οι αστεϊσμοί, οι εξυπνακισμοί, οι ειρωνείες προκύπτουν με ρυθμό πολυβόλου. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις καν! Το κάνω κι εγώ ουκ ολίγες φορές (ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω ή κάπως έτσι). Να βρούμε όμως και κάποιες ισορροπίες ρε παιδιά. Να βρούμε και κάτι καλό στον ορυμαγδό του bad taste. Τι θέλω να πω; Όσοι ακόμα μας διαβάζουν κι έχουν δει τη συγκεκριμένη ταινία και ρίξουν μια ματιά στις κριτικές και για κάποιον λόγο διασκέδασαν με την ταινία και γέλασαν σε πολλές σκηνές της θα μπορούν να έχουν μία από τις εξής αντιδράσεις: α) να νιώσουν λίγο μ@λ@κες, β) να νιώσουν ντροπή επειδή τους άρεσε η ταινία, γ) να πουν «μα πόσο μ@λ@κες είναι οι κριτικοί», δ) να μην μας ξαναδιαβάσουν. Αλλά, εντάξει, θα βγω τα μάλα διχασμένος μετά από αυτό το κείμενο. Ο κόσμος τη δουλειά του κι εμείς τη δική μας (τη δουλειά, μουάχαχαχαχαχα).
Οπότε, ναι, ότι έχετε διαβάσει για την ταινία, ισχύει. Και τηλεοπτική αισθητική έχει. Και άθλιες ως επί τω πλείστον ερμηνείες. Και κακογραμμένο σενάριο ή μάλλον σενάριο που δεν βοηθάει ώστε να προκύψει συνεπής και αξιοπρεπής δραματουργία. Και πολύ κακή σκηνοθετική διαχείριση του υλικού. Ναι, η ελληνική εκδοχή του The Hangover κάνει φρίκες στο μεγαλύτερο μέρος της. Έχει όμως και δυο, τρία πράγματα για να κρατηθείς. Ας πούμε, είναι εντυπωσιακή η χρήση των drones (σε υπερβολή, το ξέρω, αλλά δίνει μια άλλη οπτική). Το καγκουροχιούμορ είναι πετυχημένο σε κάποιες περιπτώσεις, όπως και κάποιες ατάκες (- «κοιμηθήκατε μαζί χθες βράδυ;» - «δεν κοιμηθήκαμε καθόλου»). Σε ότι αφορά την ύπαρξη του χαριτωμένου γκέι στην παρέα: από πότε γίναμε όλοι τόοοοοσο πολιτικώς ορθοί βρε σύντροφοι; Μια χαρά χαρακτήρας θα μπορούσε να είναι, αλλά δεν τον υποστηρίζει καθόλου ο Βισκαδουράκης (το δεύτερο πράγμα που δεν του ταιριάζει να παίζει, πέρα από τον γκέι, είναι να υποδύεται τον οπαδό του... ΑΡΕΩΣ Θεσσαλονίκης!!!).
Ναι, είναι κακή ταινία, ναι, περισσότερο για χαβαλέ τη βλέπει κανείς, ναι, είναι άγαρμπη η «τοποθέτηση προϊόντων», ναι, όποιοι ξέρουν από Θεσσαλονίκη, καταλαβαίνουν πως όταν σου την πέφτουν μπράβοι στην πλατεία Αριστοτέλους δεν φτάνεις μπροστά στο Μακεδονία Παλάς τρέχοντας από ανατολικά προς τα δυτικά, αλλά το ανάποδο! Αλλά, πώς να το κάνουμε, χρειάζονται και αυτές οι ταινίες. Όχι μόνον αυτές. Αλλά και αυτές. Και είθε να υπάρχουν καλές τέτοιες ταινίες. Πως τις λένε μωρέ, από αυτές τις εμπορικές. Γιατί, στην Αμερική, μόνο αριστουργήματα γυρίζουν; Να πούμε κάτι για το Dirty Grandpa πχ;
ΥΓ: Αν κάποιος γυρίσει ταινία για τον Κάρολο Μαρξ πρέπει οπωσδήποτε να βάλει στο καστ τον Δημήτρη Φράγκιογλου, με όλο το πρόσωπό του και το κεφάλι του τυλιγμένο με τρίχες! Έτσι!
Η υπόθεση: Ο Αντώνης Μπαμπούλας είναι ένας πετυχημένος εργολάβος γραφείου τελετών. Είναι ερωτευμένος με την Κατερίνα, την πανέμορφη κόρη ενός διάσημου καρδιοχειρουργού, του Αριστείδη, ο οποίος αντιτίθεται στη σχέση τους και την προοπτική οι δύο νέοι να παντρευτούν. Η μέλλουσα πεθερά του ντρέπεται για το επάγγελμα του Αντώνη και τον συστήνει ως συλλέκτη τέχνης. Πάντως, η Κατερίνα υπερασπίζεται τη σχέση της: ο γάμος θα γίνει βρέξει – χιονίσει! Μάλιστα, ετοιμάζει μια έκπληξη στον αγαπημένο της: μέσα από το σημειωματάριό του βρίσκει τους κολλητούς του από το παρελθόν και τους καλεί να ξαναβρεθούν για ένα πάρτι – έκπληξη. Όμως, τα πράγματα δεν πάνε έτσι όπως τα είχε σχεδιάσει.
Η παρέα των τεσσάρων (συν τον πεθερό) φτάνει με την νεκροφόρα (!) στη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών τους χρόνων. Εκεί, ο Αντώνης θα συναντήσει ένα παλιό του αμόρε. Η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο. Άραγε, τι είναι η αγάπη; Μήπως η δύναμη να συγχωρείς;
Η άποψή μας: Κάρχιες, όταν το λαϊκό παιδί γυρίζει την πρώτη του ταινία χωρίς να ξέρει σινεμά και τη γυρίζει για το λαϊκό κοινό, ετοιμάζεστε να ανοίξετε πελφεντέρε διαβλέποντας (και ευχόμενοι) την αποτυχία. Όταν όμως δείτε τα εισιτήρια του τριημέρου τη Δευτέρα θα κράζετε το κοινό, ενώ θέλετε να σας κάνει πλόουτζοπ και να σας αποθεώνει εις το διηνεκές. Κάνε με αντ είμαι πλοκ.
Εσείς φταίτε βρε. Γιατί... θάβετε χωρίς αναισθητικό όντως κακές ταινίες (δεν σηκώνει συζήτηση αυτό) αλλά δεν έχετε (δεν έχουμε) καταφέρει να «εκπαιδεύσουμε» το κοινό, ώστε να ξέρει να ξεχωρίζει το καλό λάδι από τη γεύση του, το χρώμα του, το πόσο παχύ είναι (δεν είναι άσχετο!). Οπότε, μια άλλη φορά θα πρέπει να καθίσουμε να συζητήσουμε για το ρόλο της κριτικής και όσων γράφουν για ταινίες και το κατά πόσο επηρεάζουν το μεγάλο κοινό. Μιας που δεν είχα την τιμή και τη χαρά να δω την ταινία είτε σε δημοσιογραφική προβολή, είτε σε αβάν πρεμιέρ, είτε με σταλμένο λινκ από την εταιρία διανομής, είτε... κατεβασμένη (δεν συμβαίνει με ελληνικές ταινίες η αλήθεια είναι) είδα την ταινία μετά την έξοδό της στους κινηματόγραφους. Σε σινεμά, μαζί με κοινό. Και διάβασα πολλά κείμενα συναδέλφων (εντός ή εκτός εισαγωγικών), που έθαψαν την ταινία. Και καλά ξηγήθηκαν.
Λίγοι όμως έκαναν τον κόπο να γράψουν γιατί έθαψαν την ταινία. Το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο είναι να θάψεις μια κακή ταινία. Να την κανιβαλίσεις. Πόσο μάλλον μια ελληνική ταινία! Όλοι οι αστεϊσμοί, οι εξυπνακισμοί, οι ειρωνείες προκύπτουν με ρυθμό πολυβόλου. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις καν! Το κάνω κι εγώ ουκ ολίγες φορές (ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω ή κάπως έτσι). Να βρούμε όμως και κάποιες ισορροπίες ρε παιδιά. Να βρούμε και κάτι καλό στον ορυμαγδό του bad taste. Τι θέλω να πω; Όσοι ακόμα μας διαβάζουν κι έχουν δει τη συγκεκριμένη ταινία και ρίξουν μια ματιά στις κριτικές και για κάποιον λόγο διασκέδασαν με την ταινία και γέλασαν σε πολλές σκηνές της θα μπορούν να έχουν μία από τις εξής αντιδράσεις: α) να νιώσουν λίγο μ@λ@κες, β) να νιώσουν ντροπή επειδή τους άρεσε η ταινία, γ) να πουν «μα πόσο μ@λ@κες είναι οι κριτικοί», δ) να μην μας ξαναδιαβάσουν. Αλλά, εντάξει, θα βγω τα μάλα διχασμένος μετά από αυτό το κείμενο. Ο κόσμος τη δουλειά του κι εμείς τη δική μας (τη δουλειά, μουάχαχαχαχαχα).
Οπότε, ναι, ότι έχετε διαβάσει για την ταινία, ισχύει. Και τηλεοπτική αισθητική έχει. Και άθλιες ως επί τω πλείστον ερμηνείες. Και κακογραμμένο σενάριο ή μάλλον σενάριο που δεν βοηθάει ώστε να προκύψει συνεπής και αξιοπρεπής δραματουργία. Και πολύ κακή σκηνοθετική διαχείριση του υλικού. Ναι, η ελληνική εκδοχή του The Hangover κάνει φρίκες στο μεγαλύτερο μέρος της. Έχει όμως και δυο, τρία πράγματα για να κρατηθείς. Ας πούμε, είναι εντυπωσιακή η χρήση των drones (σε υπερβολή, το ξέρω, αλλά δίνει μια άλλη οπτική). Το καγκουροχιούμορ είναι πετυχημένο σε κάποιες περιπτώσεις, όπως και κάποιες ατάκες (- «κοιμηθήκατε μαζί χθες βράδυ;» - «δεν κοιμηθήκαμε καθόλου»). Σε ότι αφορά την ύπαρξη του χαριτωμένου γκέι στην παρέα: από πότε γίναμε όλοι τόοοοοσο πολιτικώς ορθοί βρε σύντροφοι; Μια χαρά χαρακτήρας θα μπορούσε να είναι, αλλά δεν τον υποστηρίζει καθόλου ο Βισκαδουράκης (το δεύτερο πράγμα που δεν του ταιριάζει να παίζει, πέρα από τον γκέι, είναι να υποδύεται τον οπαδό του... ΑΡΕΩΣ Θεσσαλονίκης!!!).
Ναι, είναι κακή ταινία, ναι, περισσότερο για χαβαλέ τη βλέπει κανείς, ναι, είναι άγαρμπη η «τοποθέτηση προϊόντων», ναι, όποιοι ξέρουν από Θεσσαλονίκη, καταλαβαίνουν πως όταν σου την πέφτουν μπράβοι στην πλατεία Αριστοτέλους δεν φτάνεις μπροστά στο Μακεδονία Παλάς τρέχοντας από ανατολικά προς τα δυτικά, αλλά το ανάποδο! Αλλά, πώς να το κάνουμε, χρειάζονται και αυτές οι ταινίες. Όχι μόνον αυτές. Αλλά και αυτές. Και είθε να υπάρχουν καλές τέτοιες ταινίες. Πως τις λένε μωρέ, από αυτές τις εμπορικές. Γιατί, στην Αμερική, μόνο αριστουργήματα γυρίζουν; Να πούμε κάτι για το Dirty Grandpa πχ;
ΥΓ: Αν κάποιος γυρίσει ταινία για τον Κάρολο Μαρξ πρέπει οπωσδήποτε να βάλει στο καστ τον Δημήτρη Φράγκιογλου, με όλο το πρόσωπό του και το κεφάλι του τυλιγμένο με τρίχες! Έτσι!
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Δεκεμβρίου 2016 από την Village Films