του Γιώργου Κορδέλλα. Με τους Τάσο Νούσια, Ευγενία Δημητροπούλου, Λήδα Πρωτοψάλτη, Yılmaz Gruda, Γιούλικα Σκαφιδά, Πέτρο Λαγούτη, Cem Aksakal, Χάρη Εμμανουήλ, Κώστα Καζανά, Aysan Sümercan, Γιάννη Θωμά
Όμως κι οι δυο μας, αχ και βαχ...
του zerVo (@moviesltd)
Στα σοβαρά τώρα και πέρα από κάθε καλαμπούρι, για τον μαρμαρωμένο βασιλιά και για το που γεννήθηκε ο Κεμάλ, υπάρχει κανείς που να πιστεύει - και δεν έχει εμπορικό - οικονομικό -επαγγελματικό συμφέρον ή δεν φοράει ολόμαυρο κοντομάνικο τι σερτ, που να πιστεύει πως με τους απέναντι εκείνα που μας συνδέουν δεν είναι απείρως περισσότερα από όσα μας χωρίζουν? Προφανώς ή δεν έχει πραγματοποιήσει ποτέ βόλτα στην γείτονα ή παραμυθιάζεται με το καθημερινό γνώριμο τρικ των παραβιάσεων και το ανά δεκαετία πανηγύρι της παρολίγον εμπόλεμης ρήξης, γεγονότων δηλαδή που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τα φίλια, σε βαθμό αδελφότητας, συναισθήματα που αμοιβαία (θέλω να πιστεύω) τρέφουν οι δυο λαοί μεταξύ τους. Λαοί αποτελούμενοι από φτωχό και απλοϊκό κοσμάκη, που έχει καθημερινά ζητήματα να λύσει για να επιβιώσει, είτε παγιδευμένος στην μπότα των κυρίαρχων, είτε γονατισμένος από τις ματαιόδοξες ορέξεις των Σουλτάνων που τον διοικούν, από τον Γιάννη και τον Μεμέτη του τραγουδιού, ίσαμε την Ρόζα και τον Ισμαήλ του ρομάντζου που μόλις παρακολουθήσαμε...
Εξήντα πέντε ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από εκείνη την αποφράδα ημέρα, που η κατεστραμμένη ψυχικά Ρόζα, κόρη πλούσιας οικογένειας της Σμύρνης, πήρε ολομόναχη και εγκυμονούσα τον δρόμο της προσφυγιάς, ξεριζωμένη από τον τόπο της κι αναζητώντας μια καινούργια τύχη στην Αθήνα και ακόμη οι πικρές θύμησες δεν έχουν διαγραφεί από την μνήμη. Χωρίς ποτέ της να αποκατασταθεί, ούτε όμως και να παραπονεθεί για τον άγνωστο σε όλο τον οικογενειακό της κύκλο άντρα που άφησε πίσω, η Ρόζα θα δεχτεί ακόμη ένα κτύπημα της μοίρας, χάνοντας τον μοναχογιό της σε τροχαίο δυστύχημα. Μοναδικό στήριγμα της τώρα που έχει μπει στην τελική ευθεία της ζωής της, η εγγονή της Μαριάννα, που κυριολεκτικά λατρεύει, μια νεαρή καλλιτέχνιδα, που μετατρέπει ότι άχρηστο υλικό ανακαλύψει στα παλιατζίδικα σε κομψοτέχνημα.
Στα παλαιοπωλεία του Μοναστηρακίου αναζητά χαμένους θησαυρούς και ο εκτιμητής έργων τέχνης σαραντάχρονος Δημήτρης Σερέφης, ανήλικος πρόσφυγας κι αυτός στο δεύτερο κύμα των διωγμών, από την Κωνσταντινούπολη το '65, που μόνο μίσος τρέφει για τους Τούρκους, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα ξαναγίνουν ελληνικές οι χαμένες πατρίδες. Αρνητικό συναίσθημα που δεν αλλάζει ακόμη και στην γνώση πως οι κύριοι χρηματοδότες της έκθεσης λαογραφικής τέχνης που επιμελείται κι έχει σαν θέμα την κουλτούρα των Ελλήνων της Σμύρνης, είναι Τούρκοι. Ένα ταξίδι στην Σμύρνη για την εξεύρεση νέων εκθεμάτων και η ανακάλυψη στο παζάρι, ενός πανέμορφου και πανάκριβου μεταξωτού νυφικού, που έχει βουτηχτεί στο αίμα, θα του εξάψει την περιέργεια να αποκαλύψει την παράξενη ιστορία που κρύβεται πίσω από αυτόν τον ματωμένο γάμο. Ίχνη που θα τον οδηγήσουν στην πόρτα της ηλικιωμένης Ρόζας, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, εκείνη είχε στολιστεί εκείνο το μοιραίο πρωινό νύφη.
Και να ήταν μόνο αυτό? Η θυγατέρα Εμπέογλου, που άγνωστο γιατί το άλλαξε αμά την άφιξη της στην Ελλάδα σε Μπεμπέογλου, είχε σαν εφόδιο για νέο της ξεκίνημα και ένα ολόκληρο ανάκτορο δικό της αλλά και μια θυρίδα στην Σουίτζα τιγκαρισμένη με χρυσάφια, αγαθά που η ίδια αγνοούσε την ύπαρξη τους, μέχρι που ο δαιμόνιος Κύριος Σερέφης θα ξετρυπώσει, εντοπίζοντας την χειρόγραφη διαθήκη στην φόδρα του νυφικού. Ποτέ της δεν ζήτησε πολλά όμως η Κυρά Ρόζα της Σμύρνης, της αρκούσαν οι αναμνήσεις από την Σμύρνη, που ακόμη και πονεμένες για εκείνη ήταν κάτι περισσότερο από χρυσός.
Οπότε περίπλοκο το μυστήριο που με ιδιόμορφα σύνθετο τρόπο κτίζει στην πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα ο βετεράνος της μικρής οθόνης και με ουκ ολίγες επιτυχίες στο παλμαρέ του Γιώργος Κορδέλλας. Με οδηγό του το ανάγνωσμα του Γιάννη Γιαννέλλη Θεοδοσιάδη, ο γνώριμος από τις τηλεοπτικές του δουλειές στην μέγκα χιτ Αναστασία, τον Απόντα, την Βεντέτα, ξετυλίγει το κουβάρι μιας από τις αμέτρητες κρυφές δραματικές ιστορίες, των ανθρώπων που άφησαν πίσω τον τόπο τους, λόγω των διωγμών που προκάλεσε ο πόλεμος. Βεβαίως το σενάριο δεν στέκεται μόνο στην αστυνομικής υφής υπόθεση για το τι ακριβώς τρέχει πίσω από το αίμα που στιγμάτισε το ρούχο, αλλά δημιουργεί όχι και λίγες υποπλοκές στην εξέλιξη, έρωτες, αμερικάνικα όνειρα, πάθη διάρκειας τόσων και τόσων δεκαετιών.
Λογικό κι επόμενο λοιπόν, κάποιος που δεν γνωρίζει τον χειρισμό του φιλμικού χρόνου να πέφτει σε αρκετές ατασθαλείες και ασυνέπειες, αφήνοντας στο διάβα πάμπολλα ερωτηματικά και τρύπες που δεν μπαλώνονται ποτέ στο κλείσιμο. Ή έστω κι αν μαντάρονται, αυτό συμβαίνει με κάποιες απίθανες υπερβολές, που ούτε στα παραμύθια δεν απαντά κανείς. Συμπτώσεις ασυμβίβαστες με την ροή, κενά στο κτίσιμο των χαρακτήρων που δεν είναι δα και πολλοί και κάποτε αναίτια εξαφανίζονται κιόλας από το κάδρο, μη εξηγήσιμες αλλαγές στάσης σχεδόν του συνόλου των ηρώων, εκκρεμότητες που δεν επιλύονται ποτέ (ας πούμε τι μπορεί να έγιναν τα λεφτά του λογαριασμού) απλώς και μόνο για να φτάσουμε στο τελικό συμπέρασμα πως Έλληνες και Τοπύρκοι είναι ίδια πάστα. Καρντάσια. Κι αν ποτέ τα τσουγκρίσαμε στ' αλήθεια κι όχι ντεμέκ με κάτι Σισμίκ (η υπόθεση εκτυλίσσεται λίγο μετά το περιστατικό στο Αιγαίο το 1987) και Ίμια για εσωτερικές καταναλώσεις και αποπροσανατολισμούς, νερό κι αλάτι. Όλοι την ίδια Πόλη λατρεύουμε για πρωτεύουσα, άσχετα ποια σημαία την σκεπάζει, κυριαρχικά.
Οπότε με πλάνα που είναι τραβηγμένα (και) στην ομορφότερη πόλη της γης, το μάτι είναι η αλήθεια θέλγεται από το κάλλος και σε κάποιες στιγμές λησμονεί τις τσαπατσουλιές του συνόλου. Αξιοπρεπής αν και όχι με ιδιαίτερο φόκους σε αυτό, όπως συνέβη ας πούμε στον Νοτιά, η αναπαράσταση της εποχής των 80s, με κάποια εξώφυλλα εφημερίδων, μια Αλφέτα εδώ κι ένα κατσαριδάκι εκεί, δίνει ένα κάποιο μικρό νοσταλγικό τόνο, αν και πιότερο ρόλο εδώ παίζει μάλλον η μουσική επένδυση από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου και τις φωνές της Χαρούλας και του Μητσιά.
Ελαττωματική η παρουσία του συνήθως καλού κινηματογραφικά Τάσου Νούσια, που δεν περνάει με τίποτα για 37 - 38 χρονών αν οι υπολογισμοί που έκανα στα δεδομένα είναι σωστοί, με τις εθνο-ατάκες του να είναι βαρύγδουπες και πομπώδεις κάθε φορά που αναφέρεται στην Μικρασία και τον ξεριζωμό, τόσο ώστε να μην γίνεται ποτέ πιστευτός. Όμορφη η επιλογή για την ερμηνεία της ηλικιωμένης Ρόζας, η Λήδα Πρωτοψάλτη, με όλο τον σεβασμό που τυλίγουν την πλατεία τα 65 χρόνια καριέρας της στην Τέχνη, ενώ μάλλον ως διακοσμητικό στοιχείο λειτουργεί πιο πολύ η κοψιάς Binoche, ομορφούλα Ευγενία Δημητροπούλου, ως ανήσυχη καλλιτεχνικά εγγονή, που ποτέ δεν πετυχαίνει αν αναπτυχθεί ως ο χαρακτήρας κλειδί της ιστορίας. Μιας ιστορίας που πανεύκολα θα μπορούσε στα χέρια κάποιου πιο πεπειραμένου σκηνοθέτη να αποδοθεί ρεαλιστικότερα και όχι με τέτοιες τάσεις απιθανοτήτων στο εκράν, που ενδεχόμενα δίνουν μια πιο εμπορική ώθηση στο τελικό αποτέλεσμα, διώχνουν όμως από πάνω του το πέπλο του ορθολογικού και όχι του απλά μυθοπλαστικού, που μόνο στο πανί μπορεί να προκύψει.
Στα παλαιοπωλεία του Μοναστηρακίου αναζητά χαμένους θησαυρούς και ο εκτιμητής έργων τέχνης σαραντάχρονος Δημήτρης Σερέφης, ανήλικος πρόσφυγας κι αυτός στο δεύτερο κύμα των διωγμών, από την Κωνσταντινούπολη το '65, που μόνο μίσος τρέφει για τους Τούρκους, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα ξαναγίνουν ελληνικές οι χαμένες πατρίδες. Αρνητικό συναίσθημα που δεν αλλάζει ακόμη και στην γνώση πως οι κύριοι χρηματοδότες της έκθεσης λαογραφικής τέχνης που επιμελείται κι έχει σαν θέμα την κουλτούρα των Ελλήνων της Σμύρνης, είναι Τούρκοι. Ένα ταξίδι στην Σμύρνη για την εξεύρεση νέων εκθεμάτων και η ανακάλυψη στο παζάρι, ενός πανέμορφου και πανάκριβου μεταξωτού νυφικού, που έχει βουτηχτεί στο αίμα, θα του εξάψει την περιέργεια να αποκαλύψει την παράξενη ιστορία που κρύβεται πίσω από αυτόν τον ματωμένο γάμο. Ίχνη που θα τον οδηγήσουν στην πόρτα της ηλικιωμένης Ρόζας, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, εκείνη είχε στολιστεί εκείνο το μοιραίο πρωινό νύφη.
Και να ήταν μόνο αυτό? Η θυγατέρα Εμπέογλου, που άγνωστο γιατί το άλλαξε αμά την άφιξη της στην Ελλάδα σε Μπεμπέογλου, είχε σαν εφόδιο για νέο της ξεκίνημα και ένα ολόκληρο ανάκτορο δικό της αλλά και μια θυρίδα στην Σουίτζα τιγκαρισμένη με χρυσάφια, αγαθά που η ίδια αγνοούσε την ύπαρξη τους, μέχρι που ο δαιμόνιος Κύριος Σερέφης θα ξετρυπώσει, εντοπίζοντας την χειρόγραφη διαθήκη στην φόδρα του νυφικού. Ποτέ της δεν ζήτησε πολλά όμως η Κυρά Ρόζα της Σμύρνης, της αρκούσαν οι αναμνήσεις από την Σμύρνη, που ακόμη και πονεμένες για εκείνη ήταν κάτι περισσότερο από χρυσός.
Οπότε περίπλοκο το μυστήριο που με ιδιόμορφα σύνθετο τρόπο κτίζει στην πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα ο βετεράνος της μικρής οθόνης και με ουκ ολίγες επιτυχίες στο παλμαρέ του Γιώργος Κορδέλλας. Με οδηγό του το ανάγνωσμα του Γιάννη Γιαννέλλη Θεοδοσιάδη, ο γνώριμος από τις τηλεοπτικές του δουλειές στην μέγκα χιτ Αναστασία, τον Απόντα, την Βεντέτα, ξετυλίγει το κουβάρι μιας από τις αμέτρητες κρυφές δραματικές ιστορίες, των ανθρώπων που άφησαν πίσω τον τόπο τους, λόγω των διωγμών που προκάλεσε ο πόλεμος. Βεβαίως το σενάριο δεν στέκεται μόνο στην αστυνομικής υφής υπόθεση για το τι ακριβώς τρέχει πίσω από το αίμα που στιγμάτισε το ρούχο, αλλά δημιουργεί όχι και λίγες υποπλοκές στην εξέλιξη, έρωτες, αμερικάνικα όνειρα, πάθη διάρκειας τόσων και τόσων δεκαετιών.
Λογικό κι επόμενο λοιπόν, κάποιος που δεν γνωρίζει τον χειρισμό του φιλμικού χρόνου να πέφτει σε αρκετές ατασθαλείες και ασυνέπειες, αφήνοντας στο διάβα πάμπολλα ερωτηματικά και τρύπες που δεν μπαλώνονται ποτέ στο κλείσιμο. Ή έστω κι αν μαντάρονται, αυτό συμβαίνει με κάποιες απίθανες υπερβολές, που ούτε στα παραμύθια δεν απαντά κανείς. Συμπτώσεις ασυμβίβαστες με την ροή, κενά στο κτίσιμο των χαρακτήρων που δεν είναι δα και πολλοί και κάποτε αναίτια εξαφανίζονται κιόλας από το κάδρο, μη εξηγήσιμες αλλαγές στάσης σχεδόν του συνόλου των ηρώων, εκκρεμότητες που δεν επιλύονται ποτέ (ας πούμε τι μπορεί να έγιναν τα λεφτά του λογαριασμού) απλώς και μόνο για να φτάσουμε στο τελικό συμπέρασμα πως Έλληνες και Τοπύρκοι είναι ίδια πάστα. Καρντάσια. Κι αν ποτέ τα τσουγκρίσαμε στ' αλήθεια κι όχι ντεμέκ με κάτι Σισμίκ (η υπόθεση εκτυλίσσεται λίγο μετά το περιστατικό στο Αιγαίο το 1987) και Ίμια για εσωτερικές καταναλώσεις και αποπροσανατολισμούς, νερό κι αλάτι. Όλοι την ίδια Πόλη λατρεύουμε για πρωτεύουσα, άσχετα ποια σημαία την σκεπάζει, κυριαρχικά.
Οπότε με πλάνα που είναι τραβηγμένα (και) στην ομορφότερη πόλη της γης, το μάτι είναι η αλήθεια θέλγεται από το κάλλος και σε κάποιες στιγμές λησμονεί τις τσαπατσουλιές του συνόλου. Αξιοπρεπής αν και όχι με ιδιαίτερο φόκους σε αυτό, όπως συνέβη ας πούμε στον Νοτιά, η αναπαράσταση της εποχής των 80s, με κάποια εξώφυλλα εφημερίδων, μια Αλφέτα εδώ κι ένα κατσαριδάκι εκεί, δίνει ένα κάποιο μικρό νοσταλγικό τόνο, αν και πιότερο ρόλο εδώ παίζει μάλλον η μουσική επένδυση από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου και τις φωνές της Χαρούλας και του Μητσιά.
Ελαττωματική η παρουσία του συνήθως καλού κινηματογραφικά Τάσου Νούσια, που δεν περνάει με τίποτα για 37 - 38 χρονών αν οι υπολογισμοί που έκανα στα δεδομένα είναι σωστοί, με τις εθνο-ατάκες του να είναι βαρύγδουπες και πομπώδεις κάθε φορά που αναφέρεται στην Μικρασία και τον ξεριζωμό, τόσο ώστε να μην γίνεται ποτέ πιστευτός. Όμορφη η επιλογή για την ερμηνεία της ηλικιωμένης Ρόζας, η Λήδα Πρωτοψάλτη, με όλο τον σεβασμό που τυλίγουν την πλατεία τα 65 χρόνια καριέρας της στην Τέχνη, ενώ μάλλον ως διακοσμητικό στοιχείο λειτουργεί πιο πολύ η κοψιάς Binoche, ομορφούλα Ευγενία Δημητροπούλου, ως ανήσυχη καλλιτεχνικά εγγονή, που ποτέ δεν πετυχαίνει αν αναπτυχθεί ως ο χαρακτήρας κλειδί της ιστορίας. Μιας ιστορίας που πανεύκολα θα μπορούσε στα χέρια κάποιου πιο πεπειραμένου σκηνοθέτη να αποδοθεί ρεαλιστικότερα και όχι με τέτοιες τάσεις απιθανοτήτων στο εκράν, που ενδεχόμενα δίνουν μια πιο εμπορική ώθηση στο τελικό αποτέλεσμα, διώχνουν όμως από πάνω του το πέπλο του ορθολογικού και όχι του απλά μυθοπλαστικού, που μόνο στο πανί μπορεί να προκύψει.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 22 Δεκεμβρίου 2016 από την Feelgood Ent.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική