του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Ώδινεν όρος και έτεκεν... ανασχηματισμόν!!!
Ρε δεν θα βαρεθούμε ποτέ σε αυτήν τη χώρα! Δεν έχουν περάσει 24 ώρες από τότε που γράφαμε εδώ για την κήρυξη της έναρξης του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης από τον Αριστείδη Μπαλτά, ο οποίος βρέθηκε στην πόλη μας ως υπουργός Πολιτισμού! Μάλιστα, είχε αρκετά χρόνια θαρρώ να κάνει επίσκεψη στο φεστιβάλ μας ένας υπουργός Πολιτισμού! Ο άνθρωπος σήμερα το πρωί επισκέφτηκε τους χώρους του φεστιβάλ στο Λιμάνι. Και πριν λίγο έχασε τη θέση του! Ανασχηματισμός σε φεστιβάλ! Να και κάτι που δεν συμβαίνει συχνά! Ουσιαστικά, είναι η δεύτερη φορά που συμβαίνει, 16 χρόνια μετά την προηγούμενη φορά. Τότε, είχαμε ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Σημίτη (σσ: ναι, καλοί μου φίλοι, πολλοί θα πουν πως και τώρα, κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ έχουμε, με άλλον πρωθυπουργό απλά!!!), ο οποίος κατά τη διάρκεια του 41ου ΦΚΘ άλλαξε τον Θεόδωρο Πάγκαλο και έβαλε στη θέση του τον Ευάγγελο Βενιζέλο! Μεγάλες στιγμές!
Ευτυχώς, γιατί έτσι άλλαξε η ατζέντα της επικαιρότητας και δεν περίσσεψε χρόνος για να δώσουμε σημασία στην καζούρα για το άτυχο (;) αποτέλεσμα του ΠΑΟΚ εναντίον της Καραμπάχ, την παραμονή της προβολής του ντοκιμαντέρ για τη μεγάλη ομάδα με τα ασπρόμαυρα. Oh well, η Λυδία Κονιόρδου είναι η νέα υπουργός Πολιτισμού! Μια σπουδαία ηθοποιός του θεάτρου, που αν δεν με απατά η μνήμη μου την έχουμε δει ελάχιστες φορές στο σινεμά – θυμάμαι την παρουσία της στην ταινία «Ο αρσιβαρίστας και ο άγγελος» της Ελένης Αλεξανδράκη από το 2008 και μόνο εκεί. Τι να πούμε; Σιδεροκέφαλη! Εμείς, στις ταινίες μας, έτσι;
Ευτυχώς, γιατί έτσι άλλαξε η ατζέντα της επικαιρότητας και δεν περίσσεψε χρόνος για να δώσουμε σημασία στην καζούρα για το άτυχο (;) αποτέλεσμα του ΠΑΟΚ εναντίον της Καραμπάχ, την παραμονή της προβολής του ντοκιμαντέρ για τη μεγάλη ομάδα με τα ασπρόμαυρα. Oh well, η Λυδία Κονιόρδου είναι η νέα υπουργός Πολιτισμού! Μια σπουδαία ηθοποιός του θεάτρου, που αν δεν με απατά η μνήμη μου την έχουμε δει ελάχιστες φορές στο σινεμά – θυμάμαι την παρουσία της στην ταινία «Ο αρσιβαρίστας και ο άγγελος» της Ελένης Αλεξανδράκη από το 2008 και μόνο εκεί. Τι να πούμε; Σιδεροκέφαλη! Εμείς, στις ταινίες μας, έτσι;
Η πρώτη ταινία με την οποία ξεκινάμε τη δεύτερη ανταπόκρισή μας είναι το γιαπωνέζικο «Ο σπορέας» (Taneomakuhito) του Yosuke Takeuchi, η οποία διαγωνίζεται για τον Χρυσό Αλέξανδρο. Μια ταινία που δεν έχει καταχωρηθεί ακόμα στη βάση δεδομένων του imdb, θα προβληθεί μετά τη Θεσσαλονίκη και στο φεστιβάλ της Στοκχόλμης κι αν καταλάβαμε καλά από το μικρό μας ψάξιμο στο διαδίκτυο, στη Θεσσαλονίκη έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της! Μπορεί και όχι, εντάξει, δεν τρέχει τίποτε. Πιο σημαντικό είναι να κατόρθωνε να μετασχηματίσει την εξαιρετική ιδέα της σε μια ενδιαφέρουσα ταινία. Αλλά φευ...
Η υπόθεση: Η πιτσιρίκα Τσίε γνωρίζει πως η τρίχρονη αδελφή της, η Ιτσούκι, δεν της μοιάζει καθόλου. Κι αυτό επειδή πάσχει από σύνδρομο Down. Αλλά και ο θείος της, ο Μιτσούο, έχει τις ιδιαιτερότητές του. Μετά από τρία χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρική κλινική, ο Μιτσούο επισκέπτεται την Τσίε στο σπίτι του αδελφού του, του Γιούτα, και της πανέμορφης νύφης του, της Γιόκο. Η Τσίε λατρεύει το θείο της. Και ο θείος της είναι πολύ χαρούμενος που ξαναβλέπει την Τσίε και που γνωρίζει επιτέλους και τη μικρή της αδελφή. Όλα κυλούν όμορφα και γλυκά. Μόνο που την επόμενη μέρα ένα τραγικό συμβάν θα διαλύσει την επιφανειακή γαλήνη και θα βυθίσει ολόκληρη την οικογένεια στην οδύνη, τις τύψεις και την αμφιβολία.
Η άποψή μας: Είναι πραγματικά λυπηρό να διαπιστώνεις πως αυτό που βλέπεις επί της μεγάλης οθόνης θα μπορούσε να γίνει μεγάλη ταινία και εντέλει να σου προκύπτει κάτι που χαντακώνεται από τον ίδιο το δημιουργό του! Ο πυρήνας της προβληματικής τούτης της ταινίας υπήρχε και στο αριστούργημα του Thomas Vinterberg «Το κυνήγι» (Jagten, 2012). Εκεί, ένα κοριτσάκι κατηγορεί το δάσκαλό του ουσιαστικά για παιδοφιλία. Εδώ, ένα κοριτσάκι κατηγορεί τον θείο του για το θάνατο της αδελφής του! Εντάξει, άλλη η κουλτούρα των Βορειοευρωπαίων με την προτεσταντική ηθική τους και άλλη εκείνη των Ιαπώνων και του σιντοϊσμού τους. Όμως, ίδια είναι η προσπάθεια προστασίας του παιδιού. Του παιδιού που απριόρι είναι αθώο! Η σκηνή όπου η Τσίε εξομολογείται και λέει την αλήθεια στη μητέρα της, η οποία τη νουθετεί και την τρομοκρατεί παράλληλα να μην την πει πουθενά αλλού και σε κανέναν άλλο, είναι η καλύτερη της ταινίας! Και είναι εφιαλτική εννοείται!
Η Γιόκο που τόσο εύκολα έδειχνε πόσο ενάρετη ήταν και πόσο ευτυχισμένη, κουβαλώντας το σταυρό του μαρτυρίου της ανατροφής ενός παιδιού με σύνδρομο Down, με μεγάλη ευκολία κατηγορεί το σύζυγό της και την «τρελή» οικογένειά του. Δεν μπορεί να φταίει αυτή, όχι. Όσο εύκολα στιγματίζεται από την κοινωνία άλλο τόσο εύκολα κάνει κι εκείνη ακριβώς το ίδιο! Μεταδοτικός ο ρατσισμός λοιπόν και από ανθρώπους που είναι θέσει αντιρατσιστές! Τρομερό, έτσι; Από εκεί και πέρα, καθώς όλη η ταινία δίνεται μέσα από τα μάτια της Τσίε (γι' αυτό και η κάμερα βρίσκεται σε χαμηλή γωνία λήψης), νιώθουμε το βάρος που πέφτει στους ώμους αυτού του μικρού κοριτσιού που άθελά του ή ηθελημένα (ένα από τα πολλά πράγματα που δεν ξεκαθαρίζουν ποτέ στην ταινία – εδώ, καλώς) προκάλεσε το θάνατο της αδελφής της. Ο θείος παίρνει αγόγγυστα την ευθύνη. Θαρρείς και ξεπήδησε μέσα από τον πίνακα του Βαν Γκογκ με τα ηλιοτρόπια! Η ταινία εξετάζει τα θέματα της ενοχής, της ανάληψης της ευθύνης, της θυσίας και της εξιλέωσης. Το... κακό είναι πως ο σκηνοθέτης την ξεχειλώνει! Σαν να του είπε κάποιος, κάνε ότι θέλεις αγόρι μου κι αυτός δεν ήθελε με τίποτε να τελειώσει το φιλμ του, να το κλείσει επιτέλους! Παρακολουθώντας την ταινία βλέπεις τουλάχιστον 10 σημεία όπου θα μπορούσε να πέσουν οι τίτλοι τέλους. Αλλά όχι ο δικός μας, εκεί, να δείχνει την μία την Τσίε, την άλλη τον πατέρα της, την άλλη τη μητέρα της και φτου κι από την αρχή. Ανταλλαγές βλεμμάτων σε υπερθετικό βαθμό!
Και στο μοντάζ τα πάει χάλια. Τουλάχιστον 10 πλάνα βρίσκονται μέσα στην ταινία χωρίς να έχουν θέση σε αυτήν καθώς είναι αποκομμένα και δεν βγάζουν νόημα! Υπάρχουν και πολλά, πάρα πολλά κενά στην αφήγηση. Τι δουλειά κάνει ο Γιούτα; Τι ακριβώς προσφέρει στην οικονομία της ταινίας η επίσκεψη του Γιούτα στον τύπο που ξεσκονίζει (!!!) τα κρεμμύδια; Πού βρίσκει τα λεφτά ο Μιτσούο; Κι άλλα πολλά τέτοια. Τόσο πολλά που δεν σου επιτρέπουν να αξιολογήσεις θετικά την ταινία, η οποία μπαίνει στη λίστα των «παρ' ολίγον».
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 5 Νοεμβρίου στις 17.30, στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα - δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Το «Kékszakállú» του Αργεντίνου Gastón Solnicki έχει διάρκεια μόλις 72 λεπτά. Παρά το γεγονός, όμως, πως εδώ και οικονομία στην αφήγηση έχουμε και εντυπωσιακές εικόνες βλέπουμε, η ταινία καταφέρνει να είναι... βαρετή! Οι συνάδελφοι της FIPRESCI πάντως έδωσαν το βραβείο τους σε τούτη την ταινία στο παράλληλο με το επίσημο διαγωνιστικό τμήμα «Orizzonti» του πρόσφατου φεστιβάλ Βενετίας. Κι εδώ προβάλλεται στο διαγωνιστικό τμήμα του ΦΚΘ.
Η υπόθεση: Μπουένος Άιρες, Αργεντινή. Πούντα ντελ Έστε, Ουρουγουάη. Ένα μάτσο νεαρές γυναίκες βρίσκονται στο κατώφλι της ενηλικίωσης και ψάχνουν διέξοδο από τις διάφορες κρίσεις που γεννούν οι απομονωτικές ανέσεις της προνομιούχας τάξης τους, παγιδευμένες καθώς είναι στα σώματά τους, ανάμεσα σε φίλους και εραστές, και τελικά σε μια κουλτούρα οικονομικής και πνευματικής ύφεσης.
Η άποψή μας: Το πιάσατε το υπονοούμενο, έτσι; Έχουν και τα μέλη της άρχουσας τάξης τα προβλήματά τους. Ούι, είναι να τα λυπόμαστε! Και δη τα θήλαια και κατά βάση όμορφα μέλη. Από έξω κούκλα, από μέσα πανούκλα! Νταξ, δεν τρέχουν και για τον επιούσιο κι άλλα τέτοια πεζά. Απλά, δεν ξέρουν τι τους γίνεται! Ω ρε μάνα κι είχα μια σκασίλα! Έργο τέχνης, σου λέει ο άλλος. Η ταινία μοιάζει με τα κορίτσια των οποίων το πορτρέτο σκιαγραφεί: από έξω κούκλα, από μέσα πανούκλα. Θέλω να πω, έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε καμία περίπτωση η μεγάλη πλειοψηφία των θεατών να... ταυτιστεί με τις... ηρωίδες της ταινίας. Επιλέγει και ο σκηνοθέτης μια τόσο αποστασιοποιημένη ματιά, τόσο ψυχρή, τόσο κλινική, που σε αφήνει παγωτό! Κανένα συναισθηματικό δέσιμο (εντάξει, στη σκηνή που μια κοπέλα - η οποία εμφανίζεται για καμιά 30αριά δευτερόλεπτα όλα κι όλα - μας δείχνει τον θεσπέσιο πισινό της με μαγιό - κορδόνι σε όλο του το μεγαλείο, έκλαψα λίγο), καμία εμπλοκή, καμία ευκολία.
Στις σκηνές της παραγωγής των φελιζόλ και των λουκανίκων θυμήθηκα το ντοκιμαντέρ «Unser täglich Brot» του Αυστριακού Nikolaus Geyrhalter. Και μουρμούριζα και μουρμούριζα – κι όταν μουρμουρίζω κατά τη διάρκεια μιας ταινίας, αυτό δεν είναι καλό. Εμπνευσμένο, λέει, το σενάριο ως ιδέα στη μοναδική όπερα που συνέθεσε ο Μπέλα Μπάρτοκ, το «Κάστρο του Κυανοπώγωνα». Και; Η χοντρούλα «πρωταγωνίστρια» που κλείνει την ταινία με τη φυγή της, είναι η μόνη που προσπαθεί να δραπετεύσει, καθώς δεν «ταιριάζει»: θέλει να συμβιβαστεί, να γίνει σαν τις άλλες αστραφτερές φίλες της και τους συγγενείς της αλλά δεν γνωρίζει πως, έχει πλήρη άγνοια κι αυτό της προκαλεί σύγχυση σε υπαρξιακό επίπεδο. Και; Υπάρχουν σκηνές που σου κόβουν την ανάσα με την ομορφιά τους, με κάδρα που είναι απίστευτα στημένα και μελετημένα (όπως εκείνη της αρχής με τα παιδιά που βουτάνε από βατήρα στην πισίνα ή εκείνες στο σπίτι – κομψοτέχνημα αρχιτεκτονικής). Και; Φύκια για μεταξωτές κορδέλες... Και, ευτυχώς, δεν μπορεί να γίνουν όλοι... Λάνθιμος!!!
(η ταινία έχει την πρώτη προβολή της το Σάββατο 5 Νοεμβρίου στις 17.00, στο Ολύμπιον και ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Κυριακή 6 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η τρίτη ταινία του διαγωνιστικού τμήματος που είδαμε σήμερα ήταν το δανέζικο «Κυλά στο αίμα» (I blodet) του φοβερού και τρομερού σεναριογράφου Rasmus Heisterberg, που εδώ βρίσκεται για πρώτη φορά πίσω από την κάμερα, υπογράφοντας πάντως και το σενάριο. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της πριν από δύο μήνες στο φεστιβάλ του Τορόντο.
Η υπόθεση: Ο Σίμον είναι ένας 23χρονος φοιτητής Ιατρικής που ζει μαζί με τους τρεις συγκάτοικούς του στο διαμέρισμά τους στην Κοπεγχάγη. Είναι αρχές καλοκαιριού και ο Σίμον πείθει τον Κνουτ, τον πιο κολλητό του από τους συγκατοίκους του και μοναδικό από αυτούς που είναι και συμφοιτητής του, να πάνε με ένα πρόγραμμα του πανεπιστημίου τους στις ζούγκλες της Βολιβίας, σε ένα πλωτό νοσοκομείο, να προσφέρουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους για έξι μήνες. Κατά τα άλλα, κάθε νύχτα, τα τέσσερα αγόρια παρτάρουν, μεθούν και κυνηγάνε κορίτσια, την άλλη μέρα ξυπνούν και πάλι απ’ την αρχή. Μόνο που οι καιροί αλλάζουν: όταν όλοι στην παρέα εκτός από τον Σίμον συμφωνούν να πουλήσουν το διαμέρισμά τους, ξεκινούν οι εντάσεις. Ο Σίμον δεν είναι έτοιμος ν’ αφήσει πίσω του τις ανέμελες μέρες και να μεγαλώσει. Και το τέλος του καλοκαιριού θα τους βρει όλους αλλαγμένους...
Η άποψή μας: «Ο αταίριαστος» θα μπορούσε να είναι ο εναλλακτικός τίτλος της συγκεκριμένης ταινίας – και σαν να ανακαλύπτω ένα patern που ισχύει στις ταινίες του φετινού διαγωνιστικού τμήματος – αυτές τουλάχιστον που είδαμε ως τώρα! Ο Σίμον της ταινίας είναι διαφορετικός από τους γύρω του. Έτσι αισθάνεται κι έχει στοιχεία για να βασίσει αυτόν το συλλογισμό του. Είναι εξαιρετικός φοιτητής και λατρεύει την ιατρική καθώς μπορεί να είναι όντως δύσκολη αλλά είναι και συναρπαστική. Μάλλον είναι και το μοναδικό πράγμα με το οποίο ενθουσιάζεται. Η σχέση του με τον Κνουτ είναι υπέρ του δέοντος προστατευτική και θα μπορούσε να ιδωθεί και ως εν δυνάμει ομοφυλοφιλική – ο σκηνοθέτης πάντως μόνο ενδείξεις μας δίνει, όχι αποδείξεις.
Πάντως, αν ισχύει κάτι τέτοιο και πάλι δεν ταιριάζει ο Σιμόν με τους υπόλοιπους, καθώς οι φίλοι του είναι μέσα στην τεστοστερόνη (κι ο ίδιος, πάντως, πηδάει όποια γυναίκα του κάθεται!). Η βασικότερη διαφοροποίησή του; Δεν θέλει να μεγαλώσει. Γιατί, όπως βλέπει γύρω του, ενηλικίωση σημαίνει συμβιβασμός. Οι φίλοι του είναι έτοιμοι να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά, να αγοράσουν αυτοκίνητα. Κι αυτός εκεί, μόνος ανάμεσα σε όλους, να μπαλαντζάρει, να πέφτει από αγκαλιά σε αγκαλιά, να προδίδει την ιερότητα της ανδρικής φιλίας, να είναι «κακός» με τους γύρω του όταν δεν του κάνουν τα χατίρια, όταν δεν τον έχουν ανάγκη, όταν του πετούν κατάμουτρα την αλήθεια. Λέει εύκολα «σ' αγαπώ» σε μια κοπέλα που γνωρίζει, με την οποία ενθουσιάζεται, αλλά ελάτε τώρα, το ξέρουμε ότι δεν το εννοεί. Όλη η ουσία της ταινίας βρίσκεται στην κουβέντα που του πετάει η Μία, η κοπέλα on/off του κολλητού του, του Κνουτ: «Νιώθεις δυστυχισμένος επειδή νομίζεις πως όλοι οι άλλοι γύρω σου είναι ευτυχισμένοι. Δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο». Ο Elliott Crosset Hove, που υποδύεται τον Κνουτ, μοιάζει πολύ σε μια νεαρή έκδοση του Ulrich Thomsen, ο Kristoffer Bech, που υποδύεται τον Σίμον θα έχει μεγάλη καριέρα μπροστά του, να με θυμηθείτε.
Κι ενώ η ταινία κυλάει μια χαρά και ξετυλίγει τα ατού της και παίρνει το χρόνο της, επιχειρεί και επιλέγει ένα τόσο απότομο, εύκολο και γλυκερό φινάλε, που καταστρέφει την εικόνα της μέχρι εκείνο το σημείο. Σχεδόν...
(η ταινία έχει την πρώτη προβολή της το Σάββατο 5 Νοεμβρίου στις 14.45, στο Ολύμπιον και ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Κυριακή 6 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Εκτός Συναγωνισμού συμμετέχει στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης η ταινία «Άντρας ελβετικός σουγιάς» (Swiss Army Man) των Dan Kwan και Daniel Scheinert, η οποία διέπρεψε στο προηγούμενο φεστιβάλ του Σάντανς! Κι ας έφευγαν σωρηδόν θεατές από την αίθουσα που προβλήθηκε για πρώτη φορά η ταινία, ενοχλημένοι από το... κλανιάρικο περιεχόμενό της!
Η υπόθεση: Ο Χανκ είναι ένας νεαρός Αμερικάνος. Έχοντας ναυαγήσει σε ένα ερημονήσι κι έχοντας χάσει κάθε ελπίδα να βρεθεί κάποιος να τον σώσει, αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Δεν τα καταφέρνει. Αντ' αυτού βρίσκει στην ακτή ένα πτώμα, το οποίο βαφτίζει Μάνι. Μόνο που αυτό το πτώμα δεν είναι σαν τα άλλα. Ουσιαστικά, περισσότερο με ζωντανός μοιάζει ο Μάνι παρά με νεκρός. Οι δυο άντρες γίνονται κολλητοί φίλοι, κατορθώνουν να φύγουν από το νησί, ξεβράζονται σε μια άγνωστη παραλία και ξεκινούν για μια επική περιπέτεια που θα ξαναφέρει τον Χανκ στην αγκαλιά της γυναίκας των ονείρων του.
Η άποψή μας: «Κλάνω, άρα υπάρχω» θα μπορούσε να είναι ο εναλλακτικός τίτλος σε αυτήν την ταινία – το επιχειρήσαμε στο προηγούμενο φιλμ και δεν θα το κάναμε κι εδώ; Μωρέ τι μας λέτε! Πολύ παράξενη ταινία, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μπει στην ίδια κατηγορία με νεανικές κωμωδίες χοντροκομμένου χιούμορ τύπου «American Pie». Από την άλλη, όμως, οι δυνατές και τολμηρές υπαρξιακές της ανησυχίες συνεχώς αυτο-υποσκάπτονται και αυτο-υπονομεύονται από το εύρημα του πτώματος – πολυεργαλείου, που κλάνει, μπορεί να λειτουργήσει ως σωσίβια λέμβος (πτώμα – σωσίβιο: τρομερό;) χρησιμοποιείται ως ψύκτης ο οποίος βγάζει νερό, και το πουλί του λειτουργεί ως πυξίδα!
Κουλαμάρα ολκής, που σε πολλά σημεία σε κάνει να αηδιάζεις, σε άλλα σε κάνει να γελάς δυνατά ενώ υπάρχουν και σημεία συγκινητικά και μελαγχολικά. Οι δύο πρωταγωνιστές, ιδίως ο Paul Dano, είναι πάρα πολύ καλοί και το διασκεδάζουν τα μάλα! Κι εννοείται ότι οι δύο μάγκες δημιουργοί όντως σκίζουν σκηνοθετικά: η σκηνή της αναπαράστασης με το λεωφορείο είναι σπουδαία. Όχι μόνο θα την «ακούσετε» με τη συγκεκριμένη ταινία, υπάρχει περίπτωση να τη... «μυρίσετε» κιόλας!
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Τρίτη 8 Νοεμβρίου στις 23.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Feelgood Entertainment με άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία εξόδου)
Την ταινία «Η μεταμόρφωση» (The Transfiguration) του Νεοϋορκέζου Michael O'Shea την είδαμε στο παράλληλο του επίσημου διαγωνιστικού τμήματος «Ένα κάποιο βλέμμα» στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Στο ΦΚΘ συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα, καθώς είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του O'Shea. Είχαμε ακούσει πολύ καλά πράγματα πριν δούμε την ταινία, όταν την είδαμε, όμως... δαγκωθήκαμε! Και παρακάτω, ελαφρώς παραλλαγμένο, είναι το κείμενο που είχαμε στείλει ως ανταπόκριση από τις Κάννες:
Η υπόθεση: Ο Μάιλο είναι ένας παράξενος έφηβος. Αφροαμερικάνος, ζει σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Νέας Υόρκης μαζί με τον (βετεράνο του Αφγανιστάν) μεγαλύτερο αδελφό του. Η μητέρα του αυτοκτόνησε όταν ο Μάιλο ήταν πιτσιρικάς και ο πατέρας του δεν υπάρχει πουθενά στο κάδρο. Το παρουσιαστικό του και η παραξενιά του τον κάνουν να πέφτει συχνά θύμα bullying. Ο ίδιος δεν δείχνει να ενοχλείται. Έχει μια συλλογή από βιντεοταινίες (!) όλες με θέμα τα βαμπίρ και του αρέσει να βλέπει βιντεάκια στο ίντερνετ από σφαγές ζώων, βασανισμούς κτλ. Ο Μάιλο όμως κρύβει κι ένα τρομερό μυστικό. Όταν γνωρίσει μια νεαρή λευκή κοπέλα με τα δικά της προβλήματα, τη Σόφι, τα πράγματα θα πάρουν μια διαφορετική τροπή για τον Μάιλο. Είναι ικανή, όμως, αυτή η γνωριμία για να καταπνίξει τα σκοτεινά του ένστικτα;
Η άποψή μας: Άλλη μια ταινία με βαμπίρ λοιπόν. Με το... βαμπίρ στον πρωταγωνιστικό ρόλο να έχει υπαρξιακά προβλήματα! Δηλώνει ανά πάσα ώρα και στιγμή ότι δεν του αρέσουν οι ταινίες τύπου «Λυκόφως» γιατί δεν είναι ρεαλιστικές. Γενικά, επιμένει στον ρεαλισμό. Οι βρικόλακες, εξομολογείται στη Σόφι, χωρίς να της αποκαλύπτει πως ο ίδιος είναι τέτοιος, μπορούν να κυκλοφορούν τη μέρα, μπορούν να φάνε άνετα σκόρδο και μάλλον καμία θρησκεία με τα σύμβολά της δεν μπορεί να τους κάνει κακό και να τους σταματήσει! Η σχέση του με τη νεαρή κοπέλα είναι ότι πιο φυσιολογικό έχει στη ζωή του ο μικρός. Και καθώς δεν του έχει ξανατύχει κάτι τέτοιο, δεν ξέρει πως να συμπεριφερθεί κι είναι αρκετές εκείνες οι στιγμές στις οποίες παραφέρεται.
Έξυπνη η ιδέα του σκηνοθέτη, καλή η σύλληψη, χρειάζεται όμως και η κατάλληλη εκτέλεση, έτσι; Ας πούμε, ο μικρός, θεωρεί ότι μια από τις καλύτερες και πιο ρεαλιστικές ταινίες με βαμπίρ που έχει γυριστεί είναι το σουηδικό «Άσε το κακό να μπει». Κι έχει δίκιο! Κι αυτό επειδή στη σουηδική ταινία ο σκηνοθέτης της, επιλέγοντας arty προσέγγιση, ανέδειξε το θέμα του με τρόπο υποβλητικό, με δεύτερα επίπεδα ανάγνωσης, με πολύ καλύτερη σκηνοθεσία και με περισσότερη ένταση. Εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε συσσωρευμένα όλα τα κακά του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά. Δεν υπάρχει ένταση, δεν υπάρχει... ζωντάνια, δεν υπάρχει κάτι για να κρατήσει τον θεατή στο να συνεχίσει να παρακολουθεί την ταινία. Ίσα – ίσα, ο σκηνοθέτης σε κάποιο σημείο κάνει μια επιλογή από αυτές που κάνουν «τζιζ» στο σινεμά και οι θεατές της μισής τουλάχιστον αίθουσας Debussy (σσ: στις Κάννες) βρήκαν την αφορμή για να την «κάνουν» με ελαφρά πηδηματάκια.
Ευτυχώς, στο φινάλε, ο σκηνοθέτης δίνει στον αντιήρωά του την ευκαιρία να δικαιολογήσει όλα όσα κάνει. Η φράση – κλειδί είναι: «Όταν με την ύπαρξή σου δεν μπορείς παρά μόνο κακό να κάνεις, τότε είναι καλύτερα να μην υπάρχεις». Μέχρι να φτάσει σ' αυτό το σημείο, όμως, οι επιλογές του σκηνοθέτη δεν δικαιώνονται. Γιατί ο μικρός είναι Αφροαμερικάνος; Από πού κόλλησε την «αρρώστια»; Γιατί η ταινία είναι τοποθετημένη στη συγκεκριμένη φτωχογειτονιά; Είναι επιλογές σημαντικές που ο σκηνοθέτης δεν τις στηρίζει κάπου. Απλώς, τις βάζει για να χτίσει το οικοδόμημά του. Δυστυχώς, η ταινία είναι βαρετή και το χειρότερο, μη ρεαλιστική! Ευτυχώς, είπαμε, το φινάλε δίνει μια αίσθηση κάθαρσης, γιατί αν δεν υπήρχε ούτε αυτό, κλάφτα Χαράλαμπε...
(η ταινία έχει την πρώτη προβολή της την Κυριακή 6 Νοεμβρίου στις 15.00, στο Ολύμπιον και ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ τη Δευτέρα 7 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Η πιτσιρίκα Τσίε γνωρίζει πως η τρίχρονη αδελφή της, η Ιτσούκι, δεν της μοιάζει καθόλου. Κι αυτό επειδή πάσχει από σύνδρομο Down. Αλλά και ο θείος της, ο Μιτσούο, έχει τις ιδιαιτερότητές του. Μετά από τρία χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρική κλινική, ο Μιτσούο επισκέπτεται την Τσίε στο σπίτι του αδελφού του, του Γιούτα, και της πανέμορφης νύφης του, της Γιόκο. Η Τσίε λατρεύει το θείο της. Και ο θείος της είναι πολύ χαρούμενος που ξαναβλέπει την Τσίε και που γνωρίζει επιτέλους και τη μικρή της αδελφή. Όλα κυλούν όμορφα και γλυκά. Μόνο που την επόμενη μέρα ένα τραγικό συμβάν θα διαλύσει την επιφανειακή γαλήνη και θα βυθίσει ολόκληρη την οικογένεια στην οδύνη, τις τύψεις και την αμφιβολία.
Η άποψή μας: Είναι πραγματικά λυπηρό να διαπιστώνεις πως αυτό που βλέπεις επί της μεγάλης οθόνης θα μπορούσε να γίνει μεγάλη ταινία και εντέλει να σου προκύπτει κάτι που χαντακώνεται από τον ίδιο το δημιουργό του! Ο πυρήνας της προβληματικής τούτης της ταινίας υπήρχε και στο αριστούργημα του Thomas Vinterberg «Το κυνήγι» (Jagten, 2012). Εκεί, ένα κοριτσάκι κατηγορεί το δάσκαλό του ουσιαστικά για παιδοφιλία. Εδώ, ένα κοριτσάκι κατηγορεί τον θείο του για το θάνατο της αδελφής του! Εντάξει, άλλη η κουλτούρα των Βορειοευρωπαίων με την προτεσταντική ηθική τους και άλλη εκείνη των Ιαπώνων και του σιντοϊσμού τους. Όμως, ίδια είναι η προσπάθεια προστασίας του παιδιού. Του παιδιού που απριόρι είναι αθώο! Η σκηνή όπου η Τσίε εξομολογείται και λέει την αλήθεια στη μητέρα της, η οποία τη νουθετεί και την τρομοκρατεί παράλληλα να μην την πει πουθενά αλλού και σε κανέναν άλλο, είναι η καλύτερη της ταινίας! Και είναι εφιαλτική εννοείται!
Η Γιόκο που τόσο εύκολα έδειχνε πόσο ενάρετη ήταν και πόσο ευτυχισμένη, κουβαλώντας το σταυρό του μαρτυρίου της ανατροφής ενός παιδιού με σύνδρομο Down, με μεγάλη ευκολία κατηγορεί το σύζυγό της και την «τρελή» οικογένειά του. Δεν μπορεί να φταίει αυτή, όχι. Όσο εύκολα στιγματίζεται από την κοινωνία άλλο τόσο εύκολα κάνει κι εκείνη ακριβώς το ίδιο! Μεταδοτικός ο ρατσισμός λοιπόν και από ανθρώπους που είναι θέσει αντιρατσιστές! Τρομερό, έτσι; Από εκεί και πέρα, καθώς όλη η ταινία δίνεται μέσα από τα μάτια της Τσίε (γι' αυτό και η κάμερα βρίσκεται σε χαμηλή γωνία λήψης), νιώθουμε το βάρος που πέφτει στους ώμους αυτού του μικρού κοριτσιού που άθελά του ή ηθελημένα (ένα από τα πολλά πράγματα που δεν ξεκαθαρίζουν ποτέ στην ταινία – εδώ, καλώς) προκάλεσε το θάνατο της αδελφής της. Ο θείος παίρνει αγόγγυστα την ευθύνη. Θαρρείς και ξεπήδησε μέσα από τον πίνακα του Βαν Γκογκ με τα ηλιοτρόπια! Η ταινία εξετάζει τα θέματα της ενοχής, της ανάληψης της ευθύνης, της θυσίας και της εξιλέωσης. Το... κακό είναι πως ο σκηνοθέτης την ξεχειλώνει! Σαν να του είπε κάποιος, κάνε ότι θέλεις αγόρι μου κι αυτός δεν ήθελε με τίποτε να τελειώσει το φιλμ του, να το κλείσει επιτέλους! Παρακολουθώντας την ταινία βλέπεις τουλάχιστον 10 σημεία όπου θα μπορούσε να πέσουν οι τίτλοι τέλους. Αλλά όχι ο δικός μας, εκεί, να δείχνει την μία την Τσίε, την άλλη τον πατέρα της, την άλλη τη μητέρα της και φτου κι από την αρχή. Ανταλλαγές βλεμμάτων σε υπερθετικό βαθμό!
Και στο μοντάζ τα πάει χάλια. Τουλάχιστον 10 πλάνα βρίσκονται μέσα στην ταινία χωρίς να έχουν θέση σε αυτήν καθώς είναι αποκομμένα και δεν βγάζουν νόημα! Υπάρχουν και πολλά, πάρα πολλά κενά στην αφήγηση. Τι δουλειά κάνει ο Γιούτα; Τι ακριβώς προσφέρει στην οικονομία της ταινίας η επίσκεψη του Γιούτα στον τύπο που ξεσκονίζει (!!!) τα κρεμμύδια; Πού βρίσκει τα λεφτά ο Μιτσούο; Κι άλλα πολλά τέτοια. Τόσο πολλά που δεν σου επιτρέπουν να αξιολογήσεις θετικά την ταινία, η οποία μπαίνει στη λίστα των «παρ' ολίγον».
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 5 Νοεμβρίου στις 17.30, στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα - δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Το «Kékszakállú» του Αργεντίνου Gastón Solnicki έχει διάρκεια μόλις 72 λεπτά. Παρά το γεγονός, όμως, πως εδώ και οικονομία στην αφήγηση έχουμε και εντυπωσιακές εικόνες βλέπουμε, η ταινία καταφέρνει να είναι... βαρετή! Οι συνάδελφοι της FIPRESCI πάντως έδωσαν το βραβείο τους σε τούτη την ταινία στο παράλληλο με το επίσημο διαγωνιστικό τμήμα «Orizzonti» του πρόσφατου φεστιβάλ Βενετίας. Κι εδώ προβάλλεται στο διαγωνιστικό τμήμα του ΦΚΘ.
Η υπόθεση: Μπουένος Άιρες, Αργεντινή. Πούντα ντελ Έστε, Ουρουγουάη. Ένα μάτσο νεαρές γυναίκες βρίσκονται στο κατώφλι της ενηλικίωσης και ψάχνουν διέξοδο από τις διάφορες κρίσεις που γεννούν οι απομονωτικές ανέσεις της προνομιούχας τάξης τους, παγιδευμένες καθώς είναι στα σώματά τους, ανάμεσα σε φίλους και εραστές, και τελικά σε μια κουλτούρα οικονομικής και πνευματικής ύφεσης.
Η άποψή μας: Το πιάσατε το υπονοούμενο, έτσι; Έχουν και τα μέλη της άρχουσας τάξης τα προβλήματά τους. Ούι, είναι να τα λυπόμαστε! Και δη τα θήλαια και κατά βάση όμορφα μέλη. Από έξω κούκλα, από μέσα πανούκλα! Νταξ, δεν τρέχουν και για τον επιούσιο κι άλλα τέτοια πεζά. Απλά, δεν ξέρουν τι τους γίνεται! Ω ρε μάνα κι είχα μια σκασίλα! Έργο τέχνης, σου λέει ο άλλος. Η ταινία μοιάζει με τα κορίτσια των οποίων το πορτρέτο σκιαγραφεί: από έξω κούκλα, από μέσα πανούκλα. Θέλω να πω, έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε καμία περίπτωση η μεγάλη πλειοψηφία των θεατών να... ταυτιστεί με τις... ηρωίδες της ταινίας. Επιλέγει και ο σκηνοθέτης μια τόσο αποστασιοποιημένη ματιά, τόσο ψυχρή, τόσο κλινική, που σε αφήνει παγωτό! Κανένα συναισθηματικό δέσιμο (εντάξει, στη σκηνή που μια κοπέλα - η οποία εμφανίζεται για καμιά 30αριά δευτερόλεπτα όλα κι όλα - μας δείχνει τον θεσπέσιο πισινό της με μαγιό - κορδόνι σε όλο του το μεγαλείο, έκλαψα λίγο), καμία εμπλοκή, καμία ευκολία.
Στις σκηνές της παραγωγής των φελιζόλ και των λουκανίκων θυμήθηκα το ντοκιμαντέρ «Unser täglich Brot» του Αυστριακού Nikolaus Geyrhalter. Και μουρμούριζα και μουρμούριζα – κι όταν μουρμουρίζω κατά τη διάρκεια μιας ταινίας, αυτό δεν είναι καλό. Εμπνευσμένο, λέει, το σενάριο ως ιδέα στη μοναδική όπερα που συνέθεσε ο Μπέλα Μπάρτοκ, το «Κάστρο του Κυανοπώγωνα». Και; Η χοντρούλα «πρωταγωνίστρια» που κλείνει την ταινία με τη φυγή της, είναι η μόνη που προσπαθεί να δραπετεύσει, καθώς δεν «ταιριάζει»: θέλει να συμβιβαστεί, να γίνει σαν τις άλλες αστραφτερές φίλες της και τους συγγενείς της αλλά δεν γνωρίζει πως, έχει πλήρη άγνοια κι αυτό της προκαλεί σύγχυση σε υπαρξιακό επίπεδο. Και; Υπάρχουν σκηνές που σου κόβουν την ανάσα με την ομορφιά τους, με κάδρα που είναι απίστευτα στημένα και μελετημένα (όπως εκείνη της αρχής με τα παιδιά που βουτάνε από βατήρα στην πισίνα ή εκείνες στο σπίτι – κομψοτέχνημα αρχιτεκτονικής). Και; Φύκια για μεταξωτές κορδέλες... Και, ευτυχώς, δεν μπορεί να γίνουν όλοι... Λάνθιμος!!!
(η ταινία έχει την πρώτη προβολή της το Σάββατο 5 Νοεμβρίου στις 17.00, στο Ολύμπιον και ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Κυριακή 6 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η τρίτη ταινία του διαγωνιστικού τμήματος που είδαμε σήμερα ήταν το δανέζικο «Κυλά στο αίμα» (I blodet) του φοβερού και τρομερού σεναριογράφου Rasmus Heisterberg, που εδώ βρίσκεται για πρώτη φορά πίσω από την κάμερα, υπογράφοντας πάντως και το σενάριο. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της πριν από δύο μήνες στο φεστιβάλ του Τορόντο.
Η υπόθεση: Ο Σίμον είναι ένας 23χρονος φοιτητής Ιατρικής που ζει μαζί με τους τρεις συγκάτοικούς του στο διαμέρισμά τους στην Κοπεγχάγη. Είναι αρχές καλοκαιριού και ο Σίμον πείθει τον Κνουτ, τον πιο κολλητό του από τους συγκατοίκους του και μοναδικό από αυτούς που είναι και συμφοιτητής του, να πάνε με ένα πρόγραμμα του πανεπιστημίου τους στις ζούγκλες της Βολιβίας, σε ένα πλωτό νοσοκομείο, να προσφέρουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους για έξι μήνες. Κατά τα άλλα, κάθε νύχτα, τα τέσσερα αγόρια παρτάρουν, μεθούν και κυνηγάνε κορίτσια, την άλλη μέρα ξυπνούν και πάλι απ’ την αρχή. Μόνο που οι καιροί αλλάζουν: όταν όλοι στην παρέα εκτός από τον Σίμον συμφωνούν να πουλήσουν το διαμέρισμά τους, ξεκινούν οι εντάσεις. Ο Σίμον δεν είναι έτοιμος ν’ αφήσει πίσω του τις ανέμελες μέρες και να μεγαλώσει. Και το τέλος του καλοκαιριού θα τους βρει όλους αλλαγμένους...
Η άποψή μας: «Ο αταίριαστος» θα μπορούσε να είναι ο εναλλακτικός τίτλος της συγκεκριμένης ταινίας – και σαν να ανακαλύπτω ένα patern που ισχύει στις ταινίες του φετινού διαγωνιστικού τμήματος – αυτές τουλάχιστον που είδαμε ως τώρα! Ο Σίμον της ταινίας είναι διαφορετικός από τους γύρω του. Έτσι αισθάνεται κι έχει στοιχεία για να βασίσει αυτόν το συλλογισμό του. Είναι εξαιρετικός φοιτητής και λατρεύει την ιατρική καθώς μπορεί να είναι όντως δύσκολη αλλά είναι και συναρπαστική. Μάλλον είναι και το μοναδικό πράγμα με το οποίο ενθουσιάζεται. Η σχέση του με τον Κνουτ είναι υπέρ του δέοντος προστατευτική και θα μπορούσε να ιδωθεί και ως εν δυνάμει ομοφυλοφιλική – ο σκηνοθέτης πάντως μόνο ενδείξεις μας δίνει, όχι αποδείξεις.
Πάντως, αν ισχύει κάτι τέτοιο και πάλι δεν ταιριάζει ο Σιμόν με τους υπόλοιπους, καθώς οι φίλοι του είναι μέσα στην τεστοστερόνη (κι ο ίδιος, πάντως, πηδάει όποια γυναίκα του κάθεται!). Η βασικότερη διαφοροποίησή του; Δεν θέλει να μεγαλώσει. Γιατί, όπως βλέπει γύρω του, ενηλικίωση σημαίνει συμβιβασμός. Οι φίλοι του είναι έτοιμοι να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά, να αγοράσουν αυτοκίνητα. Κι αυτός εκεί, μόνος ανάμεσα σε όλους, να μπαλαντζάρει, να πέφτει από αγκαλιά σε αγκαλιά, να προδίδει την ιερότητα της ανδρικής φιλίας, να είναι «κακός» με τους γύρω του όταν δεν του κάνουν τα χατίρια, όταν δεν τον έχουν ανάγκη, όταν του πετούν κατάμουτρα την αλήθεια. Λέει εύκολα «σ' αγαπώ» σε μια κοπέλα που γνωρίζει, με την οποία ενθουσιάζεται, αλλά ελάτε τώρα, το ξέρουμε ότι δεν το εννοεί. Όλη η ουσία της ταινίας βρίσκεται στην κουβέντα που του πετάει η Μία, η κοπέλα on/off του κολλητού του, του Κνουτ: «Νιώθεις δυστυχισμένος επειδή νομίζεις πως όλοι οι άλλοι γύρω σου είναι ευτυχισμένοι. Δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο». Ο Elliott Crosset Hove, που υποδύεται τον Κνουτ, μοιάζει πολύ σε μια νεαρή έκδοση του Ulrich Thomsen, ο Kristoffer Bech, που υποδύεται τον Σίμον θα έχει μεγάλη καριέρα μπροστά του, να με θυμηθείτε.
Κι ενώ η ταινία κυλάει μια χαρά και ξετυλίγει τα ατού της και παίρνει το χρόνο της, επιχειρεί και επιλέγει ένα τόσο απότομο, εύκολο και γλυκερό φινάλε, που καταστρέφει την εικόνα της μέχρι εκείνο το σημείο. Σχεδόν...
(η ταινία έχει την πρώτη προβολή της το Σάββατο 5 Νοεμβρίου στις 14.45, στο Ολύμπιον και ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Κυριακή 6 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Εκτός Συναγωνισμού συμμετέχει στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης η ταινία «Άντρας ελβετικός σουγιάς» (Swiss Army Man) των Dan Kwan και Daniel Scheinert, η οποία διέπρεψε στο προηγούμενο φεστιβάλ του Σάντανς! Κι ας έφευγαν σωρηδόν θεατές από την αίθουσα που προβλήθηκε για πρώτη φορά η ταινία, ενοχλημένοι από το... κλανιάρικο περιεχόμενό της!
Η υπόθεση: Ο Χανκ είναι ένας νεαρός Αμερικάνος. Έχοντας ναυαγήσει σε ένα ερημονήσι κι έχοντας χάσει κάθε ελπίδα να βρεθεί κάποιος να τον σώσει, αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Δεν τα καταφέρνει. Αντ' αυτού βρίσκει στην ακτή ένα πτώμα, το οποίο βαφτίζει Μάνι. Μόνο που αυτό το πτώμα δεν είναι σαν τα άλλα. Ουσιαστικά, περισσότερο με ζωντανός μοιάζει ο Μάνι παρά με νεκρός. Οι δυο άντρες γίνονται κολλητοί φίλοι, κατορθώνουν να φύγουν από το νησί, ξεβράζονται σε μια άγνωστη παραλία και ξεκινούν για μια επική περιπέτεια που θα ξαναφέρει τον Χανκ στην αγκαλιά της γυναίκας των ονείρων του.
Η άποψή μας: «Κλάνω, άρα υπάρχω» θα μπορούσε να είναι ο εναλλακτικός τίτλος σε αυτήν την ταινία – το επιχειρήσαμε στο προηγούμενο φιλμ και δεν θα το κάναμε κι εδώ; Μωρέ τι μας λέτε! Πολύ παράξενη ταινία, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μπει στην ίδια κατηγορία με νεανικές κωμωδίες χοντροκομμένου χιούμορ τύπου «American Pie». Από την άλλη, όμως, οι δυνατές και τολμηρές υπαρξιακές της ανησυχίες συνεχώς αυτο-υποσκάπτονται και αυτο-υπονομεύονται από το εύρημα του πτώματος – πολυεργαλείου, που κλάνει, μπορεί να λειτουργήσει ως σωσίβια λέμβος (πτώμα – σωσίβιο: τρομερό;) χρησιμοποιείται ως ψύκτης ο οποίος βγάζει νερό, και το πουλί του λειτουργεί ως πυξίδα!
Κουλαμάρα ολκής, που σε πολλά σημεία σε κάνει να αηδιάζεις, σε άλλα σε κάνει να γελάς δυνατά ενώ υπάρχουν και σημεία συγκινητικά και μελαγχολικά. Οι δύο πρωταγωνιστές, ιδίως ο Paul Dano, είναι πάρα πολύ καλοί και το διασκεδάζουν τα μάλα! Κι εννοείται ότι οι δύο μάγκες δημιουργοί όντως σκίζουν σκηνοθετικά: η σκηνή της αναπαράστασης με το λεωφορείο είναι σπουδαία. Όχι μόνο θα την «ακούσετε» με τη συγκεκριμένη ταινία, υπάρχει περίπτωση να τη... «μυρίσετε» κιόλας!
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Τρίτη 8 Νοεμβρίου στις 23.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Feelgood Entertainment με άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία εξόδου)
Την ταινία «Η μεταμόρφωση» (The Transfiguration) του Νεοϋορκέζου Michael O'Shea την είδαμε στο παράλληλο του επίσημου διαγωνιστικού τμήματος «Ένα κάποιο βλέμμα» στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Στο ΦΚΘ συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα, καθώς είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του O'Shea. Είχαμε ακούσει πολύ καλά πράγματα πριν δούμε την ταινία, όταν την είδαμε, όμως... δαγκωθήκαμε! Και παρακάτω, ελαφρώς παραλλαγμένο, είναι το κείμενο που είχαμε στείλει ως ανταπόκριση από τις Κάννες:
Η υπόθεση: Ο Μάιλο είναι ένας παράξενος έφηβος. Αφροαμερικάνος, ζει σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Νέας Υόρκης μαζί με τον (βετεράνο του Αφγανιστάν) μεγαλύτερο αδελφό του. Η μητέρα του αυτοκτόνησε όταν ο Μάιλο ήταν πιτσιρικάς και ο πατέρας του δεν υπάρχει πουθενά στο κάδρο. Το παρουσιαστικό του και η παραξενιά του τον κάνουν να πέφτει συχνά θύμα bullying. Ο ίδιος δεν δείχνει να ενοχλείται. Έχει μια συλλογή από βιντεοταινίες (!) όλες με θέμα τα βαμπίρ και του αρέσει να βλέπει βιντεάκια στο ίντερνετ από σφαγές ζώων, βασανισμούς κτλ. Ο Μάιλο όμως κρύβει κι ένα τρομερό μυστικό. Όταν γνωρίσει μια νεαρή λευκή κοπέλα με τα δικά της προβλήματα, τη Σόφι, τα πράγματα θα πάρουν μια διαφορετική τροπή για τον Μάιλο. Είναι ικανή, όμως, αυτή η γνωριμία για να καταπνίξει τα σκοτεινά του ένστικτα;
Η άποψή μας: Άλλη μια ταινία με βαμπίρ λοιπόν. Με το... βαμπίρ στον πρωταγωνιστικό ρόλο να έχει υπαρξιακά προβλήματα! Δηλώνει ανά πάσα ώρα και στιγμή ότι δεν του αρέσουν οι ταινίες τύπου «Λυκόφως» γιατί δεν είναι ρεαλιστικές. Γενικά, επιμένει στον ρεαλισμό. Οι βρικόλακες, εξομολογείται στη Σόφι, χωρίς να της αποκαλύπτει πως ο ίδιος είναι τέτοιος, μπορούν να κυκλοφορούν τη μέρα, μπορούν να φάνε άνετα σκόρδο και μάλλον καμία θρησκεία με τα σύμβολά της δεν μπορεί να τους κάνει κακό και να τους σταματήσει! Η σχέση του με τη νεαρή κοπέλα είναι ότι πιο φυσιολογικό έχει στη ζωή του ο μικρός. Και καθώς δεν του έχει ξανατύχει κάτι τέτοιο, δεν ξέρει πως να συμπεριφερθεί κι είναι αρκετές εκείνες οι στιγμές στις οποίες παραφέρεται.
Έξυπνη η ιδέα του σκηνοθέτη, καλή η σύλληψη, χρειάζεται όμως και η κατάλληλη εκτέλεση, έτσι; Ας πούμε, ο μικρός, θεωρεί ότι μια από τις καλύτερες και πιο ρεαλιστικές ταινίες με βαμπίρ που έχει γυριστεί είναι το σουηδικό «Άσε το κακό να μπει». Κι έχει δίκιο! Κι αυτό επειδή στη σουηδική ταινία ο σκηνοθέτης της, επιλέγοντας arty προσέγγιση, ανέδειξε το θέμα του με τρόπο υποβλητικό, με δεύτερα επίπεδα ανάγνωσης, με πολύ καλύτερη σκηνοθεσία και με περισσότερη ένταση. Εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε συσσωρευμένα όλα τα κακά του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά. Δεν υπάρχει ένταση, δεν υπάρχει... ζωντάνια, δεν υπάρχει κάτι για να κρατήσει τον θεατή στο να συνεχίσει να παρακολουθεί την ταινία. Ίσα – ίσα, ο σκηνοθέτης σε κάποιο σημείο κάνει μια επιλογή από αυτές που κάνουν «τζιζ» στο σινεμά και οι θεατές της μισής τουλάχιστον αίθουσας Debussy (σσ: στις Κάννες) βρήκαν την αφορμή για να την «κάνουν» με ελαφρά πηδηματάκια.
Ευτυχώς, στο φινάλε, ο σκηνοθέτης δίνει στον αντιήρωά του την ευκαιρία να δικαιολογήσει όλα όσα κάνει. Η φράση – κλειδί είναι: «Όταν με την ύπαρξή σου δεν μπορείς παρά μόνο κακό να κάνεις, τότε είναι καλύτερα να μην υπάρχεις». Μέχρι να φτάσει σ' αυτό το σημείο, όμως, οι επιλογές του σκηνοθέτη δεν δικαιώνονται. Γιατί ο μικρός είναι Αφροαμερικάνος; Από πού κόλλησε την «αρρώστια»; Γιατί η ταινία είναι τοποθετημένη στη συγκεκριμένη φτωχογειτονιά; Είναι επιλογές σημαντικές που ο σκηνοθέτης δεν τις στηρίζει κάπου. Απλώς, τις βάζει για να χτίσει το οικοδόμημά του. Δυστυχώς, η ταινία είναι βαρετή και το χειρότερο, μη ρεαλιστική! Ευτυχώς, είπαμε, το φινάλε δίνει μια αίσθηση κάθαρσης, γιατί αν δεν υπήρχε ούτε αυτό, κλάφτα Χαράλαμπε...
(η ταινία έχει την πρώτη προβολή της την Κυριακή 6 Νοεμβρίου στις 15.00, στο Ολύμπιον και ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ τη Δευτέρα 7 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)