του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Ήρθε η ώρα των βραβείων
Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος του φεστιβάλ βγαίνει όλη η κούραση των προηγούμενων ημερών και νυχτών. Είναι μια γλυκιά κούραση, φορτισμένη και φορτωμένη αναμνήσεις, εικόνες, ήχους από ένα φεστιβάλ που ανάλογό του δεν έχουμε στη χώρα μας. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν επιδέχεται βελτιώσεις, έτσι; Στο αυριανό κείμενο θα προχωρήσουμε σε έναν απολογισμό του φεστιβάλ και θα κάνουμε κάποιες προτάσεις, που, μιας που παρακολουθούμε το φεστιβάλ εκατομμύρια χρόνια (!) έχουν κάποια αξία, σωστά; Αύριο θα μιλήσουμε και για τα βραβεία, τα οποία θα απονεμηθούν σήμερα Κυριακή στην τελετή λήξης του φεστιβάλ.
Μετά το πέρας της τελετής λήξης θα ξεκινήσει η προβολή της ταινίας λήξης. Είναι η ταινία Η χορεύτρια (La danseuse) της «πρωτάρας» Stéphanie Di Giusto. Μια ταινία που έλαβε μέρος στο τμήμα «Ένα κάποιο τμήμα» του περασμένου φεστιβάλ των Καννών, όπου και καταχειροκροτήθηκε. Πρόκειται για μια βιογραφία (κατά μία έννοια) της χορεύτριας Loïe Fuller και της σχέσης που ανέπτυξε με την προστατευόμενή της και αντίπαλό της τελικά, Ισιδώρα Ντάνκαν. Μεταξύ των συμπαραγωγών της ταινίας διακρίναμε και τα ονόματα των αδελφών Dardenne, αν σας λέει κάτι αυτό. Την ταινία την είδαμε στις Κάννες και σας μεταφέρουμε εδώ το κείμενο εκείνης της ανταπόκρισής μας ελαφρώς διαφοροποιημένο.
Η υπόθεση: 1887: Μετά τη δολοφονία του γαλλικής καταγωγής χρυσοθήρα πατέρα της, η 25χρονη Μαρί-Λουίζ εγκαταλείπει την άγρια Δύση και μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, στην αποξενωμένη μητέρα της, με απώτερο στόχο να κυνηγήσει το όνειρό της και να γίνει ηθοποιός. Έχοντας εμμονή με τη βιβλική Σαλώμη, κάποια στιγμή, στο θέατρο, από... δυσλειτουργία του κοστουμιού της σε μια παράσταση που είχε δεύτερο ρόλο, χωρίς λόγια, άρχισε να χορεύει με το φόρεμα στο χέρι! Αυτό ήταν! Ο κόσμος γούσταρε αυτό που είδε και η Λόι όπως «βαφτίστηκε», έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να βελτιώσει το σόου της. Ένας Γάλλος κόμης διαβιών στις ΗΠΑ θα πέσει θύμα της γοητείας της, εκείνη θα τον... ληστέψει και με τα λεφτά του θα γυρίσει στην πατρίδα του πατέρα της, τη Γαλλία, προκειμένου να τελειοποιήσει το σόου της. Θα στραφεί αρχικά στα Folies Bergère, θα κάνει τεράστια επιτυχία και θα φτάσει μέχρι την Όπερα των Παρισίων. Στην πορεία θα γνωρίσει μια νεαρή, ταλαντούχα και προκλητική χορεύτρια, την Ισιδώρα Ντάνκαν, με την οποία θα αναπτύξει μια σχέση αγάπης και μίσους.
Η άποψή μας: Αυτή η ταινία είναι χαρακτηριστική περίπτωση crowdpleaser για ένα πιο εκλεπτυσμένο κοινό. Τι θέλω να πω; Είναι μια βιογραφία, μια ταινία εποχής, φροντισμένη στην κάθε της λεπτομέρεια, που γυρίστηκε για να αρέσει στο κοινό που θα την παρακολουθήσει τόσο ώστε να τη διαδώσει με το περίφημο word of mouth. Όλα τα στοιχήματα της «έκατσαν» της πρωτοεμφανιζόμενης σκηνοθέτιδας. Στον πρώτο της ουσιαστικά πρωταγωνιστικό ρόλο η Soko δίνει εξαιρετική ερμηνεία. Η Lily-Rose Melody Depp, κόρη του διάσημου Johnny Depp, είναι επίσης πολύ καλή ως Ισιδώρα Ντάνκαν. Η διεύθυνση φωτογραφίας είναι εξαιρετική, η μουσική, οι χορογραφίες, η αισθητική της ταινίας πιάνουν υψηλότατες επιδόσεις. Από την αρχή και με τη βοήθεια ενός πολύ λειτουργικού μοντάζ η ταινία κυλάει σαν νερό που με μεγάλη ορμή παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της! Ρυθμός που πέφτει αρκετά στο τελευταίο τρίτο της ταινίας (να τα λέμε κι αυτά) αλλά εντέλει η ταινία κλείνει έξυπνα.
Ο βασικός ανδρικός ρόλος ερμηνεύεται (μεγάλη κουβέντα αυτή) από τον Gaspard Ulliel, που κατά την προσωπική μας άποψη δεν έπρεπε ποτέ να γίνει ηθοποιός, αλλά αυτό είναι ελάχιστο ψεγάδι, που δεν χαλάει με τίποτα την απόλαυση της ταινίας. Υπάρχουν σκηνές μαγικές: εκείνη όπου η Λόι δίνει την πρώτη της χορευτική παράσταση χρησιμοποιώντας ως εφέ φώτα, μπροστά σε κοινό, πραγματικά κόβει την ανάσα! Ομορφιά ρε παιδί μου, ομορφιά, λειτουργικότητα, απλότητα. Αυτή η ταινία αποτελεί τον ορισμό του καλού εμπορικού σινεμά. Απευθύνεται σε όλους, ιδίως όμως οι γυναίκες που ψάχνουν κινηματογραφικούς, σθεναρούς χαρακτήρες, οι οποίοι δεν τα παρατάνε με την καμία όσες δυσκολίες κι αν συναντήσουν, θα αποτελέσουν το target group του φιλμ. Και μεταφέρει στοιχεία από μια άλλη εποχή, που φαντάζει μαγική στην άδεια (κατά πως φαίνεται) από οράματα δική μας εποχή. Η Λόι έγινε μούσα του Ροντέν, του Τουλούζ Λοτρέκ και των αδελφών Λιμιέρ μεταξύ των άλλων. Όμως, η σχέση που τη σημάδεψε ήταν εκείνη με την σαφώς πιο ταλαντούχα Ισιδώρα Ντάνκαν. Όπως πολύ όμορφα αναφέρεται στον κατάλογο του φεστιβάλ: «Αυτή είναι η ιστορία ενός σώματος που υπέφερε κάτω από 350 μέτρα υφάσματος, αλλά και μιας βασανισμένης ψυχής που μαράθηκε μετά από τη συνάντησή της με την Ισιδώρα Ντάνκαν – μιας προβολής του εαυτού της που δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει». Για να δούμε πως θα αντιδράσει και το κοινό του φεστιβάλ απέναντί της.
(η ταινία έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Seven Films με προγραμματισμένη ημερομηνία εξόδου τις 29/12/2016)
Η πρωταγωνίστρια της «Χορεύτριας», Soko, είναι πρωταγωνίστρια και στην επόμενη ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε στη σημερινή ανταπόκριση. Μιλάμε για το Γυρίζοντας τον κόσμο (Voir du pays) των αδελφών από τη Γαλλία Delphine και Muriel Coulin, που συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ μας. Είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία των αδελφών Coulin, πέντε χρόνια μετά τα πολύ ενδιαφέροντα «17 κορίτσια», συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του περασμένου φεστιβάλ των Καννών, γυρίστηκε στη Ρόδο (που έπαιξε το ρόλο της Κύπρου!), είχε και Έλληνες ηθοποιούς κι ελληνική συμμετοχή στην παραγωγή και κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο συγκεκριμένο τμήμα του φεστιβάλ Καννών! Την είδαμε εκεί και σας μεταφέρουμε ελαφρώς διαφοροποιημένο εκείνο το κείμενο που στείλαμε τότε ως ανταπόκριση.
Η υπόθεση: Μετά την ευδόκιμη θητεία τους στο Αφγανιστάν ένας γαλλικός λόχος σταματάει για τρεις μέρες σε ένα υπέροχο θέρετρο στην Κύπρο για «αποσυμπίεση» πριν επιστρέψουν τα μέλη του στη Γαλλία. Μέσα στο λόχο υπάρχουν τρεις κοπέλες. Οι δύο από αυτές είναι παιδικές φίλες. Μαζί μεγάλωσαν στο Λοριάν, μια πόλη της Γαλλίας όπου η μόνη επαγγελματική προοπτική που σου δίνεται είναι να γίνεις μισθοφόρος του γαλλικού στρατού. Είναι η Ορόρ και η Μαριάν. Είναι δύο κοπέλες που η αποστολή τους στο Αφγανιστάν τους άφησε σημάδια και ψυχολογικά τραύματα – όπως σχεδόν σε όλα τα μέλη του λόχου. Γι' αυτό και η «αποσυμπίεση». Βασικό της χαρακτηριστικό είναι η ψυχοθεραπεία κάθε μέλους του λόχου μπροστά σε όλους του τους συντρόφους, όπου με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας θυμάται κάποιο περιστατικό σε όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική αναπαράσταση. Κάποιοι όμως δεν θέλουν να θυμούνται. Κάποιοι δεν θέλουν να ξύνουν τις πληγές του παρελθόντος. Τα κορίτσια θα γνωρίσουν δυο ντόπιους που τις φλερτάρουν. Αυτό θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερες αντιπαραθέσεις με τους άντρες της μονάδας. Και σε μία βίαια αντίδραση που θα οδηγήσει τις κοπέλες στο να ξανασκεφτούν τη θέση τους στο στρατό και το μέλλον τους.
Η άποψή μας: Ας αρχίσουμε λίγο... αστεία. Στην Κύπρο ποτέ κανείς δεν θα έπινε μπύρα «Μύθο» αλλά την «ΚΕΟ», την τοπική μπύρα της χώρας. Δεν θα έπινε νερό «Ιόλη» αλλά νερά τοπικής εμφιάλωσης. Δεν θα δυσκολευόταν να μιλήσει αγγλικά μιας που τα αγγλικά είναι κατά κάποιον τρόπο η δεύτερη επίσημη γλώσσα της χώρας. Και βεβαίως στους δρόμους τα αυτοκίνητα δεν θα ήταν αριστεροτίμονα, όπως σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά δεξιοτίμονα, όπως στην Αγγλία. Μικρές λεπτομέρειες, που βεβαίως, αν δεν είχε προηγηθεί το πρόσφατο ταξίδι μας στην Κύπρο, ούτε που θα τις δίναμε σημασία σε αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα ταινία. Μια ταινία που θα διανεμηθεί στην Ελλάδα με την υποστήριξη του TV5 Monde. Μια ταινία στην οποία η πολιτογραφημένη Ελληνίδα Ariane Labed δίνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της. Μια ταινία όπου ξεχωρίσαμε για δεύτερη φορά την Soko, την ηθοποιό που θαυμάσαμε ως πρωταγωνίστρια του «La danseuse».
Το σενάριο της ταινίας, το συνυπογράφουν οι δύο αδελφές και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Delphine. Και είναι το δυνατό σημείο της ταινίας, πέρα από τις ερμηνείες. Όντως, τα πράγματα μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολα μακριά από τα πεδία των μαχών όταν τραυματικά γεγονότα έχουν λάβει χώρα σε αυτά. Δεν είναι τυχαίο ότι βετεράνοι πολέμου, ιδίως στις ΗΠΑ (που έτσι κι αλλιώς εμπλέκονται σε όλους τους σύγχρονους πολέμους) δυσκολεύονται να ενταχθούν ξανά στην κοινωνία μετά τη θητεία τους και συνήθως επιδιώκουν να ξαναστρατευθούν, να πάνε και πάλι στην πρώτη γραμμή, εκεί που ξέρουν ποιοι είναι και τι πρέπει να κάνουν. Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου και ο Μάκης Παπαδημητρίου είναι τα «καμάκια» που πλησιάζουν τις κοπέλες και λειτουργούν ως καταλύτες. Σε κάποια σκηνή της ταινίας η ηρωίδα που ερμηνεύει η Labed εξηγεί στον ήρωα που υποδύεται ο Κωνσταντίνου ότι πέρα όλων των άλλων (και βιοποριστικών λόγων) κατατάχθηκε στο στρατό γιατί θεώρησε ότι με αυτόν τον τρόπο θα υπερασπιστεί τη Γαλλία! Η εντελώς αυθόρμητη δική του αντίδραση: ένα γέλιο και μια λέξη: «σοβαρά;». Τόσο απλό και τόσο αποκαθηλωτικό όλο αυτό για τους ανά τον κόσμο στρατόκαυλους, για τους ανά τον κόσμο παραπλανημένους...
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Κυριακή 13 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – η ταινία έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Feelgood Entertainment με προγραμματισμένη ημερομηνία εξόδου τις 17/11/2016, την ερχόμενη Πέμπτη δηλαδή)
Η τελευταία ταινία που είδαμε από το διαγωνιστικό τμήμα έμελλε να είναι και μία από τις καλύτερες. Το ουγγαρέζικο Δολοφονικά αμαξίδια (Tiszta szívvel) του Attila Till επιβεβαιώνει πως η χώρα του περίφημου σαλαμιού, και το κέντρο της ευρωπαϊκής κινηματογραφικής βιομηχανίας πορνό (!) τα καταφέρνει περίφημα και σε ότι αφορά το σινεμά για το φεστιβαλικό κοινό, χωρίς να κλείνει τα μάτια και στις προοπτικές εμπορικότητας! Η ταινία έλαβε ήδη μέρος σε αρκετά φεστιβάλ, όπως εκείνα του Κάρλοβι Βάρι, του Λονδίνου και του Σικάγου, λαμβάνοντας παντού εξαιρετικές κριτικές αλλά κυρίως έχοντας την αμέριστη συμπάθεια του κοινού!
Η υπόθεση: Ο Ζόλι και ο Μπάρμπα είναι συγκάτοικοι σε ένα κέντρο φροντίδας ανθρώπων με κινητικά προβλήματα στη σύγχρονη Βουδαπέστη. Ο Ζόλι κινείται με τη βοήθεια αναπηρικού αμαξιδίου, καθώς έχει χοντρό πρόβλημα με τη σπονδυλική του στήλη ενώ ο Μπάρμπα πάσχει από ελαφριάς μορφή εγκεφαλική παράλυση, κάτι που τον κάνει να κινείται από μόνος του μεν, μη έχοντας τον πλήρη έλεγχο των άκρων του δε. Ο Ζόλι πρέπει οπωσδήποτε να κάνει μια ακριβή επέμβαση διαφορετικά κινδυνεύει να πεθάνει σε μικρό χρονικό διάστημα. Η μητέρα του τον εκλιπαρεί να δεχτεί τα χρήματα από τον πατέρα του, ο οποίος τους εγκατέλειψε μετά τη γέννησή του, αλλά ο Ζόλι δεν τα θέλει. Περνάει την ώρα του ζωγραφίζοντας κόμικ μαζί με τον Μπάρμπα. Όταν οι δυο τους γνωρίζουν τον πρώην πυροσβέστη Ρουπάζοφ, ο οποίος μένει παράλυτος από τη μέση και κάτω στο πεδίο του καθήκοντος, η ζωή τους θα αλλάξει. Ο Ρουπάζοφ έχει γίνει εκτελεστής (!) για έναν Σέρβο μαφιόζο που τρέφει μεγάλη λατρεία για τα σκυλιά του ράτσας ροτβάιλερ. Και η παρέα του με τους δύο φίλους θα τους δώσει πραγματικά μαθήματα ζωής. Μήπως όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται;
Η άποψή μας: Πώς μπορείς να αντισταθείς σε μια ταινία όπως αυτή; Που κάνει τόσο πολλά πράγματα σωστά; Έχει ως πρωταγωνιστές ανθρώπους που η κοινωνία τους ονομάζει ΑΜΕΑ, δείχνει από καμιά φορά τη συμπόνια και τον οίκτο της προς αυτούς και τους ξεπετά μακριά, χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου ουσιαστικά, γκετοποιώντας τους. Ο σκηνοθέτης τους βάζει πρωταγωνιστές χωρίς να τους λυπάται ούτε να τους χαρίζεται. Είναι άνθρωποι με πάθη και προβλήματα, με προτερήματα και ελαττώματα, με κολλήματα (ο Μπάρμπα χρησιμοποιεί συνεχώς αποσμητικό – ποτέ δεν ξέρεις, λέει, πότε θα συναντήσεις ένα όμορφο κορίτσι – δεν πρέπει να μυρίζεις όμορφα τότε;), που πονάνε, που αστειεύονται, που αγαπάνε, που ονειρεύονται και που έχουν φαντασία – μεγάλη φαντασία (αυτό το τελευταίο είναι μεγάλο κλειδί για την αποκρυπτογράφηση της ταινίας, χε χε).
Πέρα από τους ήρωές μας με τα αναπηρικά αμαξίδια η ταινία κατορθώνει να έχει γρήγορο ρυθμό, σκηνές έντασης και δράματος που εναλλάσσονται με σκηνές πάρα πολύ αστείες και σαφέστατα μη πολιτικά ορθές (όταν ο Μπάρμπα προσπαθεί να πάρει ένα μπουκάλι νερό από αυτόματο πωλητή, λόγω του τρέμουλου στο χέρι του πατάει άλλο νούμερο στο μηχάνημα και βγάζει... φιστίκια – και ναι, δεν τους λυπάσαι ρε φίλε αλλά γελάς γιατί τόσο ο Μπάρμπα όσο και ο Ζόλι δεν μιζεριάζουν). Αλλά υπάρχουν και οι σκηνές των δολοφονιών, οι οποίες είναι άψογα στημένες, ωσάν να βλέπεις ένα τέλειο θρίλερ. Και ο σκηνοθέτης δεν κάνει πίσω ούτε σε αυτές τις απεικονίσεις. Η δολοφονία ενός γιάπι πχ στην πλατεία μπροστά από την περίφημη εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, όπου συμμετέχουν και τα τρία φιλαράκια, με το τάισμα των περιστεριών και το εξαιρετικό μοντάζ, θα πρέπει να διδάσκεται στις σχολές κινηματογράφου ως σκηνή δημιουργίας σασπένς που ταυτόχρονα αποτίνει φόρο τιμής αλλά και λίιιιγο «κοροϊδεύει» ανάλογες σκηνές, όπως την περίφημη στο «Θωρηκτό Ποτέμκιν». Ο πρώην πυροσβέστης – νυν πληρωμένος δολοφόνος είναι απολαυστικός στο ρόλο του καθώς κάνει όλα όσα οι δύο φίλοι ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν. Έτσι γίνεται και πρωταγωνιστής στο κόμικ τους. Και στο τέλος γίνεται και η μεγάλη, σπουδαία ανατροπή, που στέλνει την ταινία αλλού, στο πλαίσιο ενός φιλμ ενηλικίωσης, ωρίμανσης, μεγαλώματος. Πάρα πολύ σπουδαία ταινία πραγματικά από μια χώρα όπου ο φασισμός και ο ρατσισμός έχουν πάρει μεγάλες διαστάσεις, φαίνεται όμως πως υπάρχουν πολλές και ενδιαφέρουσες φωνές πραγματικής και ουσιαστικής αντίστασης κι όχι κομ ιλ φο.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Κυριακή 13 Νοεμβρίου στις 15.15 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη - δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Τελευταία ταινία της σημερινής ανταπόκρισης μας είναι μια ελληνική και συγκεκριμένα το Όντως φιλιούνται; του Γιάννη Κορρέ, του οποίου αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του – και αν το θυμάμαι σωστά, ετοίμασε και το φιλμάκι που χρησιμοποιήθηκε στην τελετή έναρξης, με τη φάση στο αεροπλάνο με Μπαζάκα – Μάινα.
Η υπόθεση: Ο Ντάνυ και η Στέλλα, λίγο πριν τα τριάντα, ανήκουν σε μια γενιά που δεν έχει ακόμα καθοριστεί. Ίσως διότι οι εξελίξεις που τη διαμορφώνουν ακόμα τρέχουν. Κι όσο οι εξελίξεις τρέχουν, ο Ντάνυ και η Στέλλα ζουν την πρώτη φάση της σχέσης τους. Η επίσκεψη του Αχιλλέα στο σπίτι του Ντάνυ γίνεται αφορμή για μια συζήτηση γύρω από το τι σημαίνει να υπάρχεις στη σύγχρονη πραγματικότητα και παράλληλα μας παραπέμπει στο χρονικό της σχέσης του Ντάνυ και της Στέλλας, από το Α ώς το τώρα.
Η άποψή μας: Στη συνέλευση που έκανε η ΠΕΚΚ (Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου) για να αποφασίσει ποιο θα είναι το βραβείο της στην αποψινή τελετή λήξης (δεν σας το λέω, αλλά είμαι πολύ περήφανος γι' αυτό!) ο αγαπητός συνάδελφος Δημοσθένης Ξιφιλίνος ανέφερε πως πρώτη φορά σε φεστιβάλ είδε δύο ταινίες οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρίκουελ και σίκουελ. Το «Όντως φιλιούνται;» μιλάει για την αρχή μιας σχέσης τριαντάρηδων και το «Άφτερλωβ» για το τέλος της σχέσης τριαντάρηδων. Μου άρεσε ως παρατήρηση – να επισημάνω πως οι δύο ταινίες έχουν και την ίδια πρωταγωνίστρια, την σαφώς ταλαντούχα κόρη του Γιάννη Μπέζου, Ηρώ. Γενικώς, ειπώθηκαν και πολλά ενδιαφέροντα στη συνέλευση σχετικά με την κατάσταση στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά και πως πχ σε μια αφασική κοινωνία η οποία δεν δείχνει κανενός είδους αντίσταση στα όσα δραματικά ζούμε, το σινεμά δεν θα μπορούσε παρά να την ακολουθήσει. Αφασικό σινεμά λοιπόν, που ομφαλοσκοπεί και αναλώνεται σε ανώδυνες αισθηματικές – δραματικές κωμωδίες.
Για στάσου, όμως. Ωραία τα είπαν πολλοί συνάδελφοι, δεν διαφωνώ. Διαφωνώ, όμως, με την απαξίωση. Θέλω να πω, καλό θα ήταν να υπάρχουν ταινίες από νέους Έλληνες δημιουργούς, που να αναφέρονται στην Ελλάδα της κρίσης, με πολιτική χροιά. Δεν θα ήθελα να υπάρχουν όμως ΜΟΝΟ τέτοιες ταινίες. Το γεγονός ότι ειδικά φέτος δεν υπήρξε καμία (και μην μου μιλήσει κανείς για το «Park» γιατί θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα!) είναι λυπηρό. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως πρέπει να λιθοβολήσουμε τον Πάστρα ή εδώ τον Κορρέ που ασχολούνται με τον έρωτα – κι όχι μόνον! Με τον τρόπο που χειρίζονται το θέμα τους δεν έχουμε χαζοχαρούμενα κατασκευάσματα διαφημιστικών προδιαγραφών αλλά βιωματικές κωμωδίες για την νεολαία του σήμερα. Κατ' εμέ το «Άφτερλωβ» είναι ανώτερο από τούτο εδώ το φιλμ, το οποίο μου φάνηκε λίιιιγο αμήχανο και σε αυτό συντελεί και το «γρήγορο» φινάλε του. Θα ήθελα επίσης λιγότερη κουβέντα των τριών που πίνουν μπάφους χωρίς να παίζουν pro και περισσότερα «επεισόδια» από τη ζωή των δύο νέων εραστών (χμ, δεν διευκρινίζεται αν τη στιγμή που τους πετυχαίνουμε το «έχουν» ήδη «κάνει» - μια απόπειρα αιδιολειχίας υπαινίσσεται). Όμως, ήμαρτον, μια χαρά ταινία είναι και όσοι την δουν όταν με το καλό αποκτήσει διανομή θα περάσουν σούπερ. Κορυφαία η σκηνή της ληστείας από τον Tesla (που τον υποδύεται ο Boy απολαυστικά) – πολύ γέλιο, μα να κάνει τον... Βαν Γκογκ ήρωά μας Πικάσο;;; Και ναι, ακόμα και ένα χαλασμένο ρολόι δείχνει τη σωστή ώρα δύο φορές την ημέρα. Το καίριο ερώτημα, που δείχνει και μια αυτογνωσία και μια (ναι!) πολιτική χροιά σε όγδοο επίπεδο είναι αυτό που τίθεται στο τέλος: όταν ξέρεις ότι είσαι «χαλασμένος» πόσο απέχεις από το να θέλεις να «διορθωθείς»;
Πολύ ωραίες ερμηνείες, αληθινές κι ουχί νατουραλιστικά αφελείς, χιούμορ, εξαιρετικό σάουντρακ, ας μην βάλουμε περισσότερο βάρος στους ώμους των νέων παιδιών από αυτό που αντέχουν ακόμα. Είθε να ξεκινούν έτσι – και η συνέχεια δεν μπορεί παρά να είναι καλύτερη!
(η ταινία ολοκήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: 1887: Μετά τη δολοφονία του γαλλικής καταγωγής χρυσοθήρα πατέρα της, η 25χρονη Μαρί-Λουίζ εγκαταλείπει την άγρια Δύση και μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, στην αποξενωμένη μητέρα της, με απώτερο στόχο να κυνηγήσει το όνειρό της και να γίνει ηθοποιός. Έχοντας εμμονή με τη βιβλική Σαλώμη, κάποια στιγμή, στο θέατρο, από... δυσλειτουργία του κοστουμιού της σε μια παράσταση που είχε δεύτερο ρόλο, χωρίς λόγια, άρχισε να χορεύει με το φόρεμα στο χέρι! Αυτό ήταν! Ο κόσμος γούσταρε αυτό που είδε και η Λόι όπως «βαφτίστηκε», έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να βελτιώσει το σόου της. Ένας Γάλλος κόμης διαβιών στις ΗΠΑ θα πέσει θύμα της γοητείας της, εκείνη θα τον... ληστέψει και με τα λεφτά του θα γυρίσει στην πατρίδα του πατέρα της, τη Γαλλία, προκειμένου να τελειοποιήσει το σόου της. Θα στραφεί αρχικά στα Folies Bergère, θα κάνει τεράστια επιτυχία και θα φτάσει μέχρι την Όπερα των Παρισίων. Στην πορεία θα γνωρίσει μια νεαρή, ταλαντούχα και προκλητική χορεύτρια, την Ισιδώρα Ντάνκαν, με την οποία θα αναπτύξει μια σχέση αγάπης και μίσους.
Η άποψή μας: Αυτή η ταινία είναι χαρακτηριστική περίπτωση crowdpleaser για ένα πιο εκλεπτυσμένο κοινό. Τι θέλω να πω; Είναι μια βιογραφία, μια ταινία εποχής, φροντισμένη στην κάθε της λεπτομέρεια, που γυρίστηκε για να αρέσει στο κοινό που θα την παρακολουθήσει τόσο ώστε να τη διαδώσει με το περίφημο word of mouth. Όλα τα στοιχήματα της «έκατσαν» της πρωτοεμφανιζόμενης σκηνοθέτιδας. Στον πρώτο της ουσιαστικά πρωταγωνιστικό ρόλο η Soko δίνει εξαιρετική ερμηνεία. Η Lily-Rose Melody Depp, κόρη του διάσημου Johnny Depp, είναι επίσης πολύ καλή ως Ισιδώρα Ντάνκαν. Η διεύθυνση φωτογραφίας είναι εξαιρετική, η μουσική, οι χορογραφίες, η αισθητική της ταινίας πιάνουν υψηλότατες επιδόσεις. Από την αρχή και με τη βοήθεια ενός πολύ λειτουργικού μοντάζ η ταινία κυλάει σαν νερό που με μεγάλη ορμή παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της! Ρυθμός που πέφτει αρκετά στο τελευταίο τρίτο της ταινίας (να τα λέμε κι αυτά) αλλά εντέλει η ταινία κλείνει έξυπνα.
Ο βασικός ανδρικός ρόλος ερμηνεύεται (μεγάλη κουβέντα αυτή) από τον Gaspard Ulliel, που κατά την προσωπική μας άποψη δεν έπρεπε ποτέ να γίνει ηθοποιός, αλλά αυτό είναι ελάχιστο ψεγάδι, που δεν χαλάει με τίποτα την απόλαυση της ταινίας. Υπάρχουν σκηνές μαγικές: εκείνη όπου η Λόι δίνει την πρώτη της χορευτική παράσταση χρησιμοποιώντας ως εφέ φώτα, μπροστά σε κοινό, πραγματικά κόβει την ανάσα! Ομορφιά ρε παιδί μου, ομορφιά, λειτουργικότητα, απλότητα. Αυτή η ταινία αποτελεί τον ορισμό του καλού εμπορικού σινεμά. Απευθύνεται σε όλους, ιδίως όμως οι γυναίκες που ψάχνουν κινηματογραφικούς, σθεναρούς χαρακτήρες, οι οποίοι δεν τα παρατάνε με την καμία όσες δυσκολίες κι αν συναντήσουν, θα αποτελέσουν το target group του φιλμ. Και μεταφέρει στοιχεία από μια άλλη εποχή, που φαντάζει μαγική στην άδεια (κατά πως φαίνεται) από οράματα δική μας εποχή. Η Λόι έγινε μούσα του Ροντέν, του Τουλούζ Λοτρέκ και των αδελφών Λιμιέρ μεταξύ των άλλων. Όμως, η σχέση που τη σημάδεψε ήταν εκείνη με την σαφώς πιο ταλαντούχα Ισιδώρα Ντάνκαν. Όπως πολύ όμορφα αναφέρεται στον κατάλογο του φεστιβάλ: «Αυτή είναι η ιστορία ενός σώματος που υπέφερε κάτω από 350 μέτρα υφάσματος, αλλά και μιας βασανισμένης ψυχής που μαράθηκε μετά από τη συνάντησή της με την Ισιδώρα Ντάνκαν – μιας προβολής του εαυτού της που δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει». Για να δούμε πως θα αντιδράσει και το κοινό του φεστιβάλ απέναντί της.
(η ταινία έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Seven Films με προγραμματισμένη ημερομηνία εξόδου τις 29/12/2016)
Η πρωταγωνίστρια της «Χορεύτριας», Soko, είναι πρωταγωνίστρια και στην επόμενη ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε στη σημερινή ανταπόκριση. Μιλάμε για το Γυρίζοντας τον κόσμο (Voir du pays) των αδελφών από τη Γαλλία Delphine και Muriel Coulin, που συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ μας. Είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία των αδελφών Coulin, πέντε χρόνια μετά τα πολύ ενδιαφέροντα «17 κορίτσια», συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του περασμένου φεστιβάλ των Καννών, γυρίστηκε στη Ρόδο (που έπαιξε το ρόλο της Κύπρου!), είχε και Έλληνες ηθοποιούς κι ελληνική συμμετοχή στην παραγωγή και κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο συγκεκριμένο τμήμα του φεστιβάλ Καννών! Την είδαμε εκεί και σας μεταφέρουμε ελαφρώς διαφοροποιημένο εκείνο το κείμενο που στείλαμε τότε ως ανταπόκριση.
Η υπόθεση: Μετά την ευδόκιμη θητεία τους στο Αφγανιστάν ένας γαλλικός λόχος σταματάει για τρεις μέρες σε ένα υπέροχο θέρετρο στην Κύπρο για «αποσυμπίεση» πριν επιστρέψουν τα μέλη του στη Γαλλία. Μέσα στο λόχο υπάρχουν τρεις κοπέλες. Οι δύο από αυτές είναι παιδικές φίλες. Μαζί μεγάλωσαν στο Λοριάν, μια πόλη της Γαλλίας όπου η μόνη επαγγελματική προοπτική που σου δίνεται είναι να γίνεις μισθοφόρος του γαλλικού στρατού. Είναι η Ορόρ και η Μαριάν. Είναι δύο κοπέλες που η αποστολή τους στο Αφγανιστάν τους άφησε σημάδια και ψυχολογικά τραύματα – όπως σχεδόν σε όλα τα μέλη του λόχου. Γι' αυτό και η «αποσυμπίεση». Βασικό της χαρακτηριστικό είναι η ψυχοθεραπεία κάθε μέλους του λόχου μπροστά σε όλους του τους συντρόφους, όπου με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας θυμάται κάποιο περιστατικό σε όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική αναπαράσταση. Κάποιοι όμως δεν θέλουν να θυμούνται. Κάποιοι δεν θέλουν να ξύνουν τις πληγές του παρελθόντος. Τα κορίτσια θα γνωρίσουν δυο ντόπιους που τις φλερτάρουν. Αυτό θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερες αντιπαραθέσεις με τους άντρες της μονάδας. Και σε μία βίαια αντίδραση που θα οδηγήσει τις κοπέλες στο να ξανασκεφτούν τη θέση τους στο στρατό και το μέλλον τους.
Η άποψή μας: Ας αρχίσουμε λίγο... αστεία. Στην Κύπρο ποτέ κανείς δεν θα έπινε μπύρα «Μύθο» αλλά την «ΚΕΟ», την τοπική μπύρα της χώρας. Δεν θα έπινε νερό «Ιόλη» αλλά νερά τοπικής εμφιάλωσης. Δεν θα δυσκολευόταν να μιλήσει αγγλικά μιας που τα αγγλικά είναι κατά κάποιον τρόπο η δεύτερη επίσημη γλώσσα της χώρας. Και βεβαίως στους δρόμους τα αυτοκίνητα δεν θα ήταν αριστεροτίμονα, όπως σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά δεξιοτίμονα, όπως στην Αγγλία. Μικρές λεπτομέρειες, που βεβαίως, αν δεν είχε προηγηθεί το πρόσφατο ταξίδι μας στην Κύπρο, ούτε που θα τις δίναμε σημασία σε αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα ταινία. Μια ταινία που θα διανεμηθεί στην Ελλάδα με την υποστήριξη του TV5 Monde. Μια ταινία στην οποία η πολιτογραφημένη Ελληνίδα Ariane Labed δίνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της. Μια ταινία όπου ξεχωρίσαμε για δεύτερη φορά την Soko, την ηθοποιό που θαυμάσαμε ως πρωταγωνίστρια του «La danseuse».
Το σενάριο της ταινίας, το συνυπογράφουν οι δύο αδελφές και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Delphine. Και είναι το δυνατό σημείο της ταινίας, πέρα από τις ερμηνείες. Όντως, τα πράγματα μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολα μακριά από τα πεδία των μαχών όταν τραυματικά γεγονότα έχουν λάβει χώρα σε αυτά. Δεν είναι τυχαίο ότι βετεράνοι πολέμου, ιδίως στις ΗΠΑ (που έτσι κι αλλιώς εμπλέκονται σε όλους τους σύγχρονους πολέμους) δυσκολεύονται να ενταχθούν ξανά στην κοινωνία μετά τη θητεία τους και συνήθως επιδιώκουν να ξαναστρατευθούν, να πάνε και πάλι στην πρώτη γραμμή, εκεί που ξέρουν ποιοι είναι και τι πρέπει να κάνουν. Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου και ο Μάκης Παπαδημητρίου είναι τα «καμάκια» που πλησιάζουν τις κοπέλες και λειτουργούν ως καταλύτες. Σε κάποια σκηνή της ταινίας η ηρωίδα που ερμηνεύει η Labed εξηγεί στον ήρωα που υποδύεται ο Κωνσταντίνου ότι πέρα όλων των άλλων (και βιοποριστικών λόγων) κατατάχθηκε στο στρατό γιατί θεώρησε ότι με αυτόν τον τρόπο θα υπερασπιστεί τη Γαλλία! Η εντελώς αυθόρμητη δική του αντίδραση: ένα γέλιο και μια λέξη: «σοβαρά;». Τόσο απλό και τόσο αποκαθηλωτικό όλο αυτό για τους ανά τον κόσμο στρατόκαυλους, για τους ανά τον κόσμο παραπλανημένους...
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Κυριακή 13 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – η ταινία έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Feelgood Entertainment με προγραμματισμένη ημερομηνία εξόδου τις 17/11/2016, την ερχόμενη Πέμπτη δηλαδή)
Η τελευταία ταινία που είδαμε από το διαγωνιστικό τμήμα έμελλε να είναι και μία από τις καλύτερες. Το ουγγαρέζικο Δολοφονικά αμαξίδια (Tiszta szívvel) του Attila Till επιβεβαιώνει πως η χώρα του περίφημου σαλαμιού, και το κέντρο της ευρωπαϊκής κινηματογραφικής βιομηχανίας πορνό (!) τα καταφέρνει περίφημα και σε ότι αφορά το σινεμά για το φεστιβαλικό κοινό, χωρίς να κλείνει τα μάτια και στις προοπτικές εμπορικότητας! Η ταινία έλαβε ήδη μέρος σε αρκετά φεστιβάλ, όπως εκείνα του Κάρλοβι Βάρι, του Λονδίνου και του Σικάγου, λαμβάνοντας παντού εξαιρετικές κριτικές αλλά κυρίως έχοντας την αμέριστη συμπάθεια του κοινού!
Η υπόθεση: Ο Ζόλι και ο Μπάρμπα είναι συγκάτοικοι σε ένα κέντρο φροντίδας ανθρώπων με κινητικά προβλήματα στη σύγχρονη Βουδαπέστη. Ο Ζόλι κινείται με τη βοήθεια αναπηρικού αμαξιδίου, καθώς έχει χοντρό πρόβλημα με τη σπονδυλική του στήλη ενώ ο Μπάρμπα πάσχει από ελαφριάς μορφή εγκεφαλική παράλυση, κάτι που τον κάνει να κινείται από μόνος του μεν, μη έχοντας τον πλήρη έλεγχο των άκρων του δε. Ο Ζόλι πρέπει οπωσδήποτε να κάνει μια ακριβή επέμβαση διαφορετικά κινδυνεύει να πεθάνει σε μικρό χρονικό διάστημα. Η μητέρα του τον εκλιπαρεί να δεχτεί τα χρήματα από τον πατέρα του, ο οποίος τους εγκατέλειψε μετά τη γέννησή του, αλλά ο Ζόλι δεν τα θέλει. Περνάει την ώρα του ζωγραφίζοντας κόμικ μαζί με τον Μπάρμπα. Όταν οι δυο τους γνωρίζουν τον πρώην πυροσβέστη Ρουπάζοφ, ο οποίος μένει παράλυτος από τη μέση και κάτω στο πεδίο του καθήκοντος, η ζωή τους θα αλλάξει. Ο Ρουπάζοφ έχει γίνει εκτελεστής (!) για έναν Σέρβο μαφιόζο που τρέφει μεγάλη λατρεία για τα σκυλιά του ράτσας ροτβάιλερ. Και η παρέα του με τους δύο φίλους θα τους δώσει πραγματικά μαθήματα ζωής. Μήπως όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται;
Η άποψή μας: Πώς μπορείς να αντισταθείς σε μια ταινία όπως αυτή; Που κάνει τόσο πολλά πράγματα σωστά; Έχει ως πρωταγωνιστές ανθρώπους που η κοινωνία τους ονομάζει ΑΜΕΑ, δείχνει από καμιά φορά τη συμπόνια και τον οίκτο της προς αυτούς και τους ξεπετά μακριά, χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου ουσιαστικά, γκετοποιώντας τους. Ο σκηνοθέτης τους βάζει πρωταγωνιστές χωρίς να τους λυπάται ούτε να τους χαρίζεται. Είναι άνθρωποι με πάθη και προβλήματα, με προτερήματα και ελαττώματα, με κολλήματα (ο Μπάρμπα χρησιμοποιεί συνεχώς αποσμητικό – ποτέ δεν ξέρεις, λέει, πότε θα συναντήσεις ένα όμορφο κορίτσι – δεν πρέπει να μυρίζεις όμορφα τότε;), που πονάνε, που αστειεύονται, που αγαπάνε, που ονειρεύονται και που έχουν φαντασία – μεγάλη φαντασία (αυτό το τελευταίο είναι μεγάλο κλειδί για την αποκρυπτογράφηση της ταινίας, χε χε).
Πέρα από τους ήρωές μας με τα αναπηρικά αμαξίδια η ταινία κατορθώνει να έχει γρήγορο ρυθμό, σκηνές έντασης και δράματος που εναλλάσσονται με σκηνές πάρα πολύ αστείες και σαφέστατα μη πολιτικά ορθές (όταν ο Μπάρμπα προσπαθεί να πάρει ένα μπουκάλι νερό από αυτόματο πωλητή, λόγω του τρέμουλου στο χέρι του πατάει άλλο νούμερο στο μηχάνημα και βγάζει... φιστίκια – και ναι, δεν τους λυπάσαι ρε φίλε αλλά γελάς γιατί τόσο ο Μπάρμπα όσο και ο Ζόλι δεν μιζεριάζουν). Αλλά υπάρχουν και οι σκηνές των δολοφονιών, οι οποίες είναι άψογα στημένες, ωσάν να βλέπεις ένα τέλειο θρίλερ. Και ο σκηνοθέτης δεν κάνει πίσω ούτε σε αυτές τις απεικονίσεις. Η δολοφονία ενός γιάπι πχ στην πλατεία μπροστά από την περίφημη εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, όπου συμμετέχουν και τα τρία φιλαράκια, με το τάισμα των περιστεριών και το εξαιρετικό μοντάζ, θα πρέπει να διδάσκεται στις σχολές κινηματογράφου ως σκηνή δημιουργίας σασπένς που ταυτόχρονα αποτίνει φόρο τιμής αλλά και λίιιιγο «κοροϊδεύει» ανάλογες σκηνές, όπως την περίφημη στο «Θωρηκτό Ποτέμκιν». Ο πρώην πυροσβέστης – νυν πληρωμένος δολοφόνος είναι απολαυστικός στο ρόλο του καθώς κάνει όλα όσα οι δύο φίλοι ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν. Έτσι γίνεται και πρωταγωνιστής στο κόμικ τους. Και στο τέλος γίνεται και η μεγάλη, σπουδαία ανατροπή, που στέλνει την ταινία αλλού, στο πλαίσιο ενός φιλμ ενηλικίωσης, ωρίμανσης, μεγαλώματος. Πάρα πολύ σπουδαία ταινία πραγματικά από μια χώρα όπου ο φασισμός και ο ρατσισμός έχουν πάρει μεγάλες διαστάσεις, φαίνεται όμως πως υπάρχουν πολλές και ενδιαφέρουσες φωνές πραγματικής και ουσιαστικής αντίστασης κι όχι κομ ιλ φο.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Κυριακή 13 Νοεμβρίου στις 15.15 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη - δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Τελευταία ταινία της σημερινής ανταπόκρισης μας είναι μια ελληνική και συγκεκριμένα το Όντως φιλιούνται; του Γιάννη Κορρέ, του οποίου αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του – και αν το θυμάμαι σωστά, ετοίμασε και το φιλμάκι που χρησιμοποιήθηκε στην τελετή έναρξης, με τη φάση στο αεροπλάνο με Μπαζάκα – Μάινα.
Η υπόθεση: Ο Ντάνυ και η Στέλλα, λίγο πριν τα τριάντα, ανήκουν σε μια γενιά που δεν έχει ακόμα καθοριστεί. Ίσως διότι οι εξελίξεις που τη διαμορφώνουν ακόμα τρέχουν. Κι όσο οι εξελίξεις τρέχουν, ο Ντάνυ και η Στέλλα ζουν την πρώτη φάση της σχέσης τους. Η επίσκεψη του Αχιλλέα στο σπίτι του Ντάνυ γίνεται αφορμή για μια συζήτηση γύρω από το τι σημαίνει να υπάρχεις στη σύγχρονη πραγματικότητα και παράλληλα μας παραπέμπει στο χρονικό της σχέσης του Ντάνυ και της Στέλλας, από το Α ώς το τώρα.
Η άποψή μας: Στη συνέλευση που έκανε η ΠΕΚΚ (Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου) για να αποφασίσει ποιο θα είναι το βραβείο της στην αποψινή τελετή λήξης (δεν σας το λέω, αλλά είμαι πολύ περήφανος γι' αυτό!) ο αγαπητός συνάδελφος Δημοσθένης Ξιφιλίνος ανέφερε πως πρώτη φορά σε φεστιβάλ είδε δύο ταινίες οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρίκουελ και σίκουελ. Το «Όντως φιλιούνται;» μιλάει για την αρχή μιας σχέσης τριαντάρηδων και το «Άφτερλωβ» για το τέλος της σχέσης τριαντάρηδων. Μου άρεσε ως παρατήρηση – να επισημάνω πως οι δύο ταινίες έχουν και την ίδια πρωταγωνίστρια, την σαφώς ταλαντούχα κόρη του Γιάννη Μπέζου, Ηρώ. Γενικώς, ειπώθηκαν και πολλά ενδιαφέροντα στη συνέλευση σχετικά με την κατάσταση στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά και πως πχ σε μια αφασική κοινωνία η οποία δεν δείχνει κανενός είδους αντίσταση στα όσα δραματικά ζούμε, το σινεμά δεν θα μπορούσε παρά να την ακολουθήσει. Αφασικό σινεμά λοιπόν, που ομφαλοσκοπεί και αναλώνεται σε ανώδυνες αισθηματικές – δραματικές κωμωδίες.
Για στάσου, όμως. Ωραία τα είπαν πολλοί συνάδελφοι, δεν διαφωνώ. Διαφωνώ, όμως, με την απαξίωση. Θέλω να πω, καλό θα ήταν να υπάρχουν ταινίες από νέους Έλληνες δημιουργούς, που να αναφέρονται στην Ελλάδα της κρίσης, με πολιτική χροιά. Δεν θα ήθελα να υπάρχουν όμως ΜΟΝΟ τέτοιες ταινίες. Το γεγονός ότι ειδικά φέτος δεν υπήρξε καμία (και μην μου μιλήσει κανείς για το «Park» γιατί θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα!) είναι λυπηρό. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως πρέπει να λιθοβολήσουμε τον Πάστρα ή εδώ τον Κορρέ που ασχολούνται με τον έρωτα – κι όχι μόνον! Με τον τρόπο που χειρίζονται το θέμα τους δεν έχουμε χαζοχαρούμενα κατασκευάσματα διαφημιστικών προδιαγραφών αλλά βιωματικές κωμωδίες για την νεολαία του σήμερα. Κατ' εμέ το «Άφτερλωβ» είναι ανώτερο από τούτο εδώ το φιλμ, το οποίο μου φάνηκε λίιιιγο αμήχανο και σε αυτό συντελεί και το «γρήγορο» φινάλε του. Θα ήθελα επίσης λιγότερη κουβέντα των τριών που πίνουν μπάφους χωρίς να παίζουν pro και περισσότερα «επεισόδια» από τη ζωή των δύο νέων εραστών (χμ, δεν διευκρινίζεται αν τη στιγμή που τους πετυχαίνουμε το «έχουν» ήδη «κάνει» - μια απόπειρα αιδιολειχίας υπαινίσσεται). Όμως, ήμαρτον, μια χαρά ταινία είναι και όσοι την δουν όταν με το καλό αποκτήσει διανομή θα περάσουν σούπερ. Κορυφαία η σκηνή της ληστείας από τον Tesla (που τον υποδύεται ο Boy απολαυστικά) – πολύ γέλιο, μα να κάνει τον... Βαν Γκογκ ήρωά μας Πικάσο;;; Και ναι, ακόμα και ένα χαλασμένο ρολόι δείχνει τη σωστή ώρα δύο φορές την ημέρα. Το καίριο ερώτημα, που δείχνει και μια αυτογνωσία και μια (ναι!) πολιτική χροιά σε όγδοο επίπεδο είναι αυτό που τίθεται στο τέλος: όταν ξέρεις ότι είσαι «χαλασμένος» πόσο απέχεις από το να θέλεις να «διορθωθείς»;
Πολύ ωραίες ερμηνείες, αληθινές κι ουχί νατουραλιστικά αφελείς, χιούμορ, εξαιρετικό σάουντρακ, ας μην βάλουμε περισσότερο βάρος στους ώμους των νέων παιδιών από αυτό που αντέχουν ακόμα. Είθε να ξεκινούν έτσι – και η συνέχεια δεν μπορεί παρά να είναι καλύτερη!
(η ταινία ολοκήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)