του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Μπάλα είναι και γυρίζει!
Το είδαμε κι αυτό! Τον Τούρκο σκηνοθέτη Zeki Demirkubuz στου οποίου το έργο το 57ο ΦΚΘ κάνει μια πλήρη ρετροσπεκτίβα, να φωτογραφίζεται με φανέλα του ΠΑΟΚ, που είχε στην πλάτη γραμμένο το όνομά του! Ο Demirkubuz, φανατικός οπαδός της Μπεσίκτας στην Τουρκία, δήλωσε μεταξύ των άλλων στη συνέντευξη τύπου που έδωσε στο φεστιβάλ: «Ο ΠΑΟΚ μου χάρισε μια φανέλα της ομάδας, με την οποία είναι αδελφή ομάδα η Μπεσίκτας, κάτι που με έκανε να αισθανθώ ευτυχισμένος». Ο Demirkubuz αποκάλυψε πως όνειρό του είναι να κάνει μια ταινία για την τούρκικη ομάδα, απλώς δεν έχει βρει ακόμη κάποιο δυνατό θέμα. Του ευχόμαστε να το βρει και γρήγορα. Κατά τα άλλα, για πέντε ταινίες θα σας γράψουμε εδώ και σήμερα. Έχουμε και λέμε λοιπόν:
Ας ξεκινήσουμε από τη μία από τις τρεις ελληνικές ταινίες που συμμετέχουν στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα, την Πλατεία Αμερικής. Καθώς ήδη αναφερθήκαμε στις άλλες δύο, στο «Park» και στο «Άφτερλωβ» θα πρέπει να πούμε πως για μας από άποψη ευχαρίστησης που μας προσέφερε βρίσκεται πάνω από το «Park» και κάτω από το «Άφτερλωβ». Σίγουρα είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ελληνική ταινία.
Η υπόθεση: Ο Μπίλι είναι ένας σαραντάρης rock ’n’ roll tatto artist, που έχει παράνομο «τατουαζάδικο» πάνω από το μπαρ – καφετέρια που διατηρεί μαζί με την αδελφή του στην Πλατεία Αμερικής. Ο Νάκος είναι φίλος του. Είναι επίσης σαραντάρης (38 χρονών, όπως επιμένει ο ίδιος όταν τον χλευάζει ο πατέρας του), άνεργος, ζει με τους γονείς του και μισεί τους ξένους που του έχουν πάρει την πλατεία. Ο Τάρεκ θα βρεθεί στο δρόμο τους. Είναι Σύριος, ζει κι αυτός (προσωρινά) στην Ελλάδα, στην Πλατεία Αμερικής μαζί με την ανήλικη κορούλα του και θέλει να φύγει με κάθε τρόπο για Βερολίνο. Αλλά και η αλλοδαπή και όμορφη Τερέζα, την οποία εκμεταλλεύεται ο αθηναϊκός υπόκοσμος, θέλει να φύγει και χρειάζεται βοήθεια. Ο κάθε ένας από αυτούς τους ανθρώπους έχει τη δική του ατζέντα. Ένα σχέδιο «εξολόθρευσης» των μεταναστών που καταστρώνει ο Νάκος γίνεται αφορμή ν' ανατραπούν τα σχέδια του Τάρεκ αλλά και να καθοριστεί αμετάκλητα η μοίρα του Μπίλι...
Η άποψή μας: Τα καλά νέα είναι πως η νέα ταινία του Γιάννη Σακαρίδη είναι πιο καλή, πιο πλήρης, πιο μεστή από την προηγούμενή του, το «Wild Duck». Κορυφαία ταινία του, βεβαίως, συνεχίζει να είναι η μικρού μήκους του «Αλήθεια», η οποία ουσιαστικά έδωσε το υλικό για να προκύψει η πρώτη μεγάλου μήκους του, το «Wild Duck». Και κακά νέα... δεν υπάρχουν! Το σενάριο που συνυπογράφουν ο σκηνοθέτης μαζί με τους Βαγγέλη Μουρίκη (σημείωση: μα να μην εμφανίζεται σε καμία ελληνική ταινία φέτος;;;) και Γιάννη Τσίρμπα περιγράφει με ακρίβεια την κατάσταση με τους μετανάστες σήμερα στη χώρα μας, από διαφορετικά point of views. Κι ενώ η πανέμορφη Ξένια Ντάνια ως Τερέζα έχει σαφώς έναν ρόλο ειδικής αποστολής, όλο το βάρος της ταινίας πέφτει στους ώμους των τριών ανδρών πρωταγωνιστών. Αυτών που υποδύονται τον Μπίλι, τον Νάκο και τον Τάρεκ. Ο Μπίλι έχει μια σαφή και παγιωμένη αντίληψη για το τι είναι σωστό και τι λάθος, ο Νάκος βλέπει την πραγματικότητα μέσω του παραμορφωτικού φακού του ρατσισμού και ο Τάρεκ είναι εκείνος που μεταφέρει τη δική του αλήθεια.
Αυτήν την αλήθεια που τον έδιωξε – χωρίς να το θέλει ο ίδιος – από το Αλέπι για να σωθεί μαζί με την κόρη του. Την αλήθεια που λέει πως η Ελλάδα είναι μόνο ενδιάμεσος σταθμός για άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Την αλήθεια που λέει πως πριν τους μετανάστες, που έχουν κάνει κατάληψη στις πλατείες, όπως διατείνονται οι φασίστες, οι ίδιοι Ελληνάρες δεκάρα δεν έδιναν για τις ίδιες πλατείες! Σκηνές διαλόγων εναλλάσσονται με σκηνές που με φωνή off περιγράφουν την αλήθεια του καθενός από τους ήρωες. Κι ενώ σαφώς η θέση του σκηνοθέτη είναι υπέρ των μεταναστών, του σωστού και του δίκαιου, μέσω του Νάκου αφήνει να ακουστεί και η διαφορετική, η ρατσιστική άποψη. Εννοείται πως την κατακρίνει αλλά χρησιμοποιώντας στο ρόλο του Νάκου τον Μάκη Παπαδημητρίου έξυπνα ποιών, δεν τη δαιμονοποιεί στρατευμένα και μισητά. Την παραθέτει ως την άποψη ανθρώπων αποπροσανατολισμένων, που μην μπορώντας να καταλάβουν ποιοι είναι οι πραγματικοί ένοχοι γι' αυτό που βιώνουμε ως χώρα, βρίσκουν ως εύκολο στόχο τους μετανάστες, τους υπεύθυνους δια πάσαν νόσον και πάσα μαλακίαν.
Γρήγοροι ρυθμοί, ευπρόσδεκτο χιούμορ (η σκηνή στο οικογενειακό τραπέζι με Μπαζάκα και Λίτση έχει πολύ πλάκα), εξαιρετική χρήση της κάμερας και των δυνατοτήτων των οπτικών εφέ δίνουν ένα αποτέλεσμα ευπρόσωπο, που οδήγησαν την ταινία στο να συμμετέχει σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Το βασικότερο: έχει την καρδιά της στο σωστό σημείο.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 12 Νοεμβρίου στις 20.00 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Feelgood Entertainment με άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία εξόδου)
Η δεύτερη ταινία από το διαγωνιστικό τμήμα με την οποία θα ασχοληθούμε εδώ είναι η συμπαραγωγή Χιλής, Γαλλίας, Γερμανίας, Κολομβίας και Ελλάδας με τον τίτλο Χεσούς (Jesus) του Fernando Guzzoni. Κι αν τα μετράω καλά τα γράμματα, μας έμειναν δύο ακόμα ταινίες (το «Γυρίζοντας τον κόσμο» και το «Δολοφονικά αμαξίδια») για να συμπληρώσουμε την εικόνα ολόκληρου του διαγωνιστικού τμήματος, κάτι που κατορθώνουμε για πρώτη φορά στα πάρα πολλά χρόνια κατά τα οποία παρακολουθούμε το ΦΚΘ. Για τις δύο παραπάνω ταινίες θα σας πούμε τη γνώμη μας αύριο, τελευταία ημέρα του φεστιβάλ. Για την ταινία όμως που έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του Σαν Σεμπαστιάν και διεκδικεί και τον Χρυσό Αλέξανδρο, θα αναφερθούμε εδώ.
Η υπόθεση: Ο 18χρονος Χεσούς ζει μόνος με τον Έκτορ, τον πατέρα του, σ’ ένα διαμέρισμα στο Σαντιάγο της Χιλής όπου η τηλεόραση καλύπτει την αδυναμία τους να επικοινωνήσουν. Τον υπόλοιπο καιρό, χορεύει σε μια μπάντα της Κ-ποπ, βγαίνει με τους φίλους του και παίρνει ναρκωτικά, βλέπει σκουπίδια στο ίντερνετ και κάνει σεξ σε δημόσιους χώρους αναζητώντας συγκινήσεις. Μια νύχτα, βρίσκει επιτέλους κάτι συναρπαστικό όταν μπλέκει σε κάτι που φαντάζει ως ξεχωριστή περιπέτεια. Η διασκέδαση του ιδίου και των φίλων του, όμως, εις βάρος ενός συνανθρώπου τους, θα έχει μοιραία κατάληξη. Και ο Χεσούς θα ζητήσει τη βοήθεια του πατέρα του για να κρύψει τα ανομήματά του...
Η άποψή μας: «Η ιστορία της απόλυτης προδοσίας, που απηχεί το προπατορικό αμάρτημα: όταν καταλαβαίνεις πως η σαρξ εκ σαρκός σου είναι άρρωστη, την προστατεύεις ή προσπαθείς να τη θεραπεύσεις;». Δανειστήκαμε την παραπάνω φράση από τον κατάλογο του φεστιβάλ και συγκεκριμένα από το κείμενο που αναφέρεται σε τούτη την ταινία. Αυτό είναι το ηθικό δίλημμα που στοιχειώνει την ταινία. Όμως... Αυτή η ταινία είναι χαρακτηριστική περίπτωση όσων δεν γουστάρω στο σινεμά. Είναι η αποθέωση της δηθενιάς και της κακώς νοούμενης «φεστιβαλικότητας». Πρόκληση για την πρόκληση (από τον τίτλο μέχρι τα τσιμπούκια και το ομοφυλόφιλο σεξ), πολύ κλοκλό και από αβγό τίποτε! Άσε που η συγκεκριμένη ταινία, χωρίς να το θέλει ο σκηνοθέτης ελπίζω, «αθωώνει» τους νεοναζί! Συγκεκριμένα, στη σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής μας ακούει στο ραδιόφωνο (ή την τηλεόραση, δεν έχει σημασία...) για το νεαρό που έδειραν στο πάρκο, ο εκφωνητής λέει πως ο νεαρός ήταν ομοφυλόφιλος και πως τον έδειραν νεοναζί! Ενώ οι νεαροί μας πρωταγωνιστές δεν είναι νεοναζί – μαλάκες είναι!
Με δυσκολία μπόρεσα να δω όλη την ταινία, καθώς νευρίαζα ολοένα και περισσότερο κάθε λεπτό που περνούσε!!! Αμ το φινάλε; Ο μπαμπάς καταδίδει τον υιό! Τον Ιησού ντε! Που καθαγιάζεται! Δεν φταίει ο γιος για το κατάντημά του αλλά η έλλειψη ενδιαφέροντος από τον πατέρα! Άντε γεια ρε! Ουφ, τα είπα και ξαλάφρωσα. Μην βαράτε που έκανα σπόιλερ, εντάξει; Αλλά ναι, μερικές φορές κάποιες ταινίες σε βγάζουν από τα ρούχα σου. Και να σημειώσω κι αυτό: και εδώ όπως και στο βενεζουελάνικο «Από μακριά» έχουμε «κάρφωμα» ενός νέου στις αρχές από κάποιον πολύ δικό του άνθρωπο. Γιατί εμένα όλο αυτό μου φαίνεται συντηρητικό και εντελώς πολιτικό ορθό; Τη στιγμή μάλιστα που στηρίζεται από καλλιτεχνικά κινηματογραφικά φεστιβάλ έχουμε θέμα. Εκτός κι αν «διάβασα» εντελώς λάθος την ταινία. Τότε θα πω mea culpa... Κι εν πάση περιπτώσει ρε χλεχλέδες, υπάρχει και η «25η ώρα» που δείχνει το δρόμο σε τέτοιες καταστάσεις...
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 12 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Συνεχίζουμε με μια ακόμη ταινία από τη λατινική Αμερική. Η ταινία Η μεγάλη νύχτα του Φρανσίσκο Σάνκτις (La larga noche de Francisco Sanctis) των Andrea Testa και Francisco Márquez από την Αργεντινή έλαβε μέρος στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του περασμένου φεστιβάλ των Καννών. Εδώ, όμως, δεν θα διαβάσετε άλλο ένα κείμενο ελαφρώς παραποιημένο σε σχέση με την ανταπόκρισή μου από τις Κάννες, μιας που αυτήν την ταινία την είδα εδώ (σας την έσκασα)! Είναι μια ταινία του επίσημου προγράμματος Εκτός Συναγωνισμού.
Η υπόθεση: Μπουένος Άιρες, 1977. Η χούντα κυβερνά με σιδηρά πειθαρχεία σε όλη την Αργεντινή, «εξαφανίζοντας» αριστερούς αντικαθεστωτικούς. Ο Φρανσίσκο Σάνκτις είναι ένας οικογενειάρχης που ζει με τη γυναίκα του και τις δύο ανήλικες κόρες του σε ένα μικρό διαμέρισμα. Εργάζεται σε μια επιχείρηση τροφίμων κι ελπίζει πως έφτασε η στιγμή να πάρει την πολυπόθητη προαγωγή, που θα βελτιώσει τα οικονομικά του. Η προαγωγή όμως δεν έρχεται. Αντ' αυτού, δέχεται το τηλεφώνημα μιας παλιάς γνώριμής του από τα φοιτητικά χρόνια, της Έλενας. Η Έλενα του λέει πως θέλει να της δώσει την άδεια να δημοσιεύσει ένα αγωνιστικό ποίημα της νιότης του στο εξωτερικό κι ότι θέλει να τον δει από κοντά. Όταν βρίσκονται από κοντά του λέει τον πραγματικό λόγο της επικοινωνίας της μαζί του μετά από τόσα χρόνια: του ζητάει να ειδοποιήσει δύο συντρόφους κάπου στην πόλη, για τους οποίους επίκειται απαγωγή που ετοιμάζουν οι στρατιώτες του δικτατορικού καθεστώτος. Έχει μόνο μία νύχτα για να πάρει την πιο σημαντική απόφαση της ζωής του: θα προσπαθήσει να σώσει τη ζωή κάποιων αθώων θέτοντας σε κίνδυνο τη δική του;
Η άποψή μας: Είναι από εκείνες τις ταινίες που σε κάνουν να αναρωτηθείς «εσύ τι θα έκανες στη θέση του;». Γιατί, ωραία είναι τα ηρωικά και πένθιμα και η αντίσταση του καναπέ η οποία κυριαρχεί στα χρόνια της παντοκρατορίας των social media αλλά βάζεις το κεφάλι σου στον ντορβά για κάποιον άλλο; Και δεν μιλάμε για κάποιον φίλο σου, μέλος της οικογένειάς σου, έναν σύντροφο που γνωρίζεις εν πάση περιπτώσει. Όχι. Ποιος από εμάς θα διακινδύνευε την ζωή του για να σώσει κάποιους άλλους; Αυτό το ηθικό δίλημμα καλείται να αντιμετωπίσει ο Φρανσίσκο Σάνκτις σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Και γίνεται ακόμα πιο δυσεπίλυτο όταν κάποιος βάζει μέσα του το σαράκι της αμφιβολίας: η Έλενα έχει ιστορικό φαντασιοπληξίας. Αν λοιπόν δεν κινδυνεύει κανείς; Αν όλα τα έχει βγάλει από το κεφάλι της; Αν ο Σάνκτις διακινδυνεύσει τα πάντα για το τίποτα;
Αυτό που πετυχαίνουν εξαιρετικά οι δύο δημιουργεί της ταινίας είναι να βγάζουν ένταση και στοιχεία θρίλερ χωρίς την παρουσία βίας! Οι παρακρατικοί και οι στρατιωτικοί δεν εμφανίζονται πουθενά στην ταινία! Ο Σάνκτις φοβάται κάτι που δεν βλέπει! Όλοι οι γύρω του είναι πιθανοί χαφιέδες! Ή μήπως παραλογίζεται; Μήπως χάνει τα λογικά του; Μήπως υπερβάλλει; Σαν τον Gene Hackman στη «Συνομιλία» ο Σάνκτις βρίσκεται σε μια κατάσταση παράνοιας. Είναι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος, που καλείται να ξεπεράσει τον εαυτό του. Κινείται στους άδειους δρόμους του Μπουένος Άιρες με λεωφορείο, με ταξί, με τα πόδια, προσπαθώντας να αναβάλει διαρκώς να λάβει δράση! Να αναβάλει την απόφασή του! Λες και το πρόβλημα θα εξαφανιστεί από μόνο του! Αμ δε. Ναι, ο κίνδυνος και ο φόβος που νιώθει είναι πολύ μεγάλος. Αλλά και η συνείδησή του δεν τον αφήνει να αδιαφορήσει μπροστά στον διαφαινόμενο βασανισμό δύο ανθρώπων που θα διωχθούν για τις ιδέες τους. Ο Σάντκτις παίρνει τηλέφωνα, προσπαθεί να βρει άλλους για να κάνουν ότι του έχει ανατεθεί. Στο τέλος, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, θα σταθεί έξω από ένα σπίτι. Είναι το σπίτι των δύο ανθρώπων που πρέπει να ειδοποιήσει; Ή μήπως είναι το δικό του σπίτι; Μεγάλη δουλειά, μικρή σε χρονική διάρκεια, που ίσως έχει μεγαλύτερους (σε κάποιες στιγμές) νεκρούς χρόνους από τους ανεκτούς από τον μέσο θεατή.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 12 Νοεμβρίου στις 13.15 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Weirdwave με άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία εξόδου)
Η πρώτη ταινία από το διαγωνιστικό τμήμα που έμελλε να δω στη φετινή Berlinale ήταν το πορτογαλέζικο Γράμματα από το μέτωπο (Cartas da guerra) του Ivo M. Ferreira. Φαίνεται πως ο Miguel Gomes με το «Tabu» του άνοιξε δρόμο για μιμητές, έτοιμους να αποθεωθούν από τα φεστιβάλ ανά τον κόσμο με ταινίες, όμως, που δεν υπάρχει περίπτωση να κάνουν γκελ σε αυτό που λέμε «μεγάλο» κοινό. Στη Θεσσαλονίκη προβάλλεται στο νεοσύστατο τμήμα «Αντι/κατοπτρισμοί» κι εμείς παραθέτουμε ελαφρώς παραλλαγμένο το κείμενο που στείλαμε ως ανταπόκριση για την ταινία από τη γερμανική πρωτεύουσα τον περασμένο Φεβρουάριο.
Η υπόθεση: 1971. Η ζωή του Αντόνιο διακόπτεται βίαια όταν αναγκάζεται να καταταγεί στον πορτογαλικό στρατό για να υπηρετήσει ως γιατρός σε μία από τις χειρότερες ζώνες του αποικιοκρατικού πολέμου, στα ανατολικά της Ανγκόλας, εκεί όπου Αφρικανοί επαναστατούσαν για να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους. Αναγκαστικά, αφήνει πίσω του την αγαπημένη του σύζυγο, η οποία είναι και έγκυος, στην Πορτογαλία. Ο έρωτάς του για εκείνην είναι χωρίς σύνορα. Αλλάζοντας πολλά πόστα, ερωτεύεται την Αφρική και ωριμάζει πολιτικά. Στο πλευρό του, μια ολόκληρη γενιά παλεύει απεγνωσμένα να επιστρέψει στον τόπο της. Μέσα στην αβεβαιότητα του πολέμου, μόνο τα γράμματα μπορούν να τον βοηθήσουν να επιβιώσει. Έτσι, αρχίζει να γράφει επιστολές στη γυναίκα του. Γράμματα που κατά βάση εκφράζουν τον ερωτικό του πόθο για εκείνη, την αγάπη του, την ελπίδα του για το παιδί τους που έρχεται, αλλά και για την καθημερινότητά του στην Αφρική, τις σκέψεις του, τις μάχες με τον εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό εχθρό...
Η άποψή μας: Το σενάριο τούτης της ταινίας είναι βασισμένο στο βιβλίο του António Lobo Antunes στο οποίο περιλαμβάνονται οι επιστολές που έστειλε στη σύζυγό του όσο υπηρετούσε τη θητεία του στην Αφρική μεταξύ 1971 και 1973. Είναι λοιπόν βασισμένη η ταινία σε πραγματικά γεγονότα. Ο σκηνοθέτης της χρησιμοποιεί ασπρόμαυρες, εντυπωσιακές εικόνες πάνω στις οποίες μια γυναικεία φωνή (εκείνη της συζύγου του Αντόνιο λοιπόν) διαβάζει τα γράμματά του. Τα διαλογικά μέρη είναι ελάχιστα κι αυτό που αρχικά φαίνεται καινοτόμο γρήγορα γίνεται κουραστικό και μέχρι και ενοχλητικό για το κοινό.
Το σινεμά είναι εικόνες. Όταν λόγος εκφέρεται σε τόσο μεγάλη «ποσότητα» με φωνή off, ε, το αποτέλεσμα δεν είναι και ότι καλύτερο. Προφανώς, ο σκηνοθέτης έμεινε προσηλωμένος στο καλλιτεχνικό του όραμα και δεν παρέκκλινε από αυτό ούτε κατά μία ίντσα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως το τελικό αποτέλεσμα είναι, πως να το πω, ευκολοχώνευτο. Φανταστείτε να πάτε στο θέατρο, σε ένα πανί να προβάλλονται εικόνες και μπροστά στη σκηνή ένας τύπος, μία τύπισσα, να διαβάζει με ελάχιστα διαλείμματα συνεχώς διάφορα. Όσο ωραίες κι αν είναι εικόνες, όσο υπέροχα, ποιητικά είναι αυτά που διαβάζονται – ακούγονται, ο συνδυασμός δεν είναι και ο πλέον πετυχημένος. Η επίσημη πρόταση της Πορτογαλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ λοιπόν είναι εξαιρετική φορμαλιστικά αλλά θέλει αντοχές, όπως και να το κάνουμε.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ τo Σάββατο 12 Νοεμβρίου στις 13.00 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Ο Olivier Assayas είναι μια από τις ιδιαίτερες περιπτώσεις σκηνοθετών. Έτσι κι αλλιώς οι ταινίες του είναι αταξινόμητες και μπορεί τη μια να πιάσει υψηλές επιδόσεις και την άλλη να βυθιστεί αύτανδρος. Πιο αγαπημένη μου από τις 15 μεγάλου μήκους ταινίες που έχει γυρίσει αυτός ο πρώην κριτικός κινηματογράφου είναι το απολαυστικό «Irma Vep», το οποίο είχα δει στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1996! 20 χρόνια μετά, προβάλλεται στο ΦΚΘ, στο τμήμα με τίτλο «Ειδικές Προβολές» η τελευταία του ταινία, το Προσωπική βοηθός (Personal Shopper). Την ταινία την είδαμε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών όπου όχι μόνο συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα αλλά μοιράστηκε (προς έκπληξη όλων!) και το βραβείο σκηνοθεσίας, μαζί με την «Αποφοίτηση» του Cristian Mungiu. Το κείμενο που είχαμε στείλει ως ανταπόκριση από τις Κάννες παρουσιάζουμε εδώ, ελαφρώς παραλλαγμένο.
Η υπόθεση: Η Μορίν είναι μια νεαρή Αμερικανίδα που πηγαίνει στο Παρίσι. Εκεί πέθανε ο δίδυμος αδελφός της, ο Λιούις. Κι εκείνη όπως ο Λιούις, πάσχει από αδύναμη καρδιά και είχαν υποσχεθεί ο ένας στον άλλο πως όποιος «έφευγε» πρώτος, θα έβρισκε τρόπο να επικοινωνήσει με τον δίδυμό του από το επέκεινα. Η Μορίν είναι μέντιουμ, όπως ήταν και ο αδελφός της. Έχει τρόπο δηλαδή να επικοινωνεί με τους νεκρούς. Περιμένοντας για σημάδι από τον αδελφό της βγάζει τα προς το ζην ως προσωπική βοηθός της Κίρας, μιας διασημότητας των media. Κουβαλάει επώνυμα ρούχα, παπούτσια, κοσμήματα για την Κίρα, που τα φοράει και τα επιστρέφει πίσω. Η Μορίν δεν επιτρέπεται να φορέσει τίποτε από όλα αυτά: προορίζονται μόνο για την Κίρα. Αυτή είναι μια δουλειά που η Μορίν μισεί. Με τη βοήθεια της πρώην κοπέλας του αδελφού της προσπαθεί να τα βγάλει πέρα σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο της ζωής της, στην οποία διέρχεται μια προσωπική και πνευματική κρίση. Κι ένα βίαιο γεγονός θα δυσκολέψει τη ζωή της ακόμα πιο πολύ.
Η άποψή μας: Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία με φαντάσματα αλά art style. Παρά την αδυναμία του σεναρίου – το υπογράφει ο ίδιος ο Assayas – η σκηνοθεσία ικανοποιητικότατη. Εκείνο, όμως, που ξεχωρίζει με διαφορά είναι η σημαντική βελτίωση της Stewart ως ηθοποιού. Κρατάει την ταινία επάνω της χωρίς να βοηθιέται από το σενάριο. Καμία σχέση με την Bella από τη σειρά ταινιών «Λυκόφως» λοιπόν! Εδώ είναι μια ώριμη ηθοποιός, τόσο ώριμη και τόσο απελευθερωμένη από το καταπιεστικό Χόλιγουντ που μας χαρίζει και δυο γυμνές εμφανίσεις και μια σκηνή αυνανισμού. Και δεν κάνω πλάκα: θεωρώ πως δεν θα δεχόταν με τίποτα να κάνει κάτι τέτοιο σε χολιγουντιανή ταινία. Ο Assayas έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη της από την προηγούμενη συνεργασία τους, το σαφώς ανώτερο «Τα σύννεφα του Σιλς Μαρία», κι εκείνη του παραδίδει τον καλύτερο εαυτό της ψυχή τε και σώματι! Η ταινία του είναι κουλή αλλά δεν είναι ποτέ βαρετή. Ιδίως από τη στιγμή που η Μορίν αρχίζει να υπακούει στα sms – διαταγές που τις στέλνονται από άγνωστο αποστολέα, το πράγμα αποκτά κι ένα ενδιαφέρον θριλερίστικο. Και το φινάλε μας βρίσκει στην Ανατολή, σε περιοχές σαφώς πιο μυστικιστικές από την καλυμμένη από σκεπτικισμό Ευρώπη.
Εντέλει, μια ήσσονος σημασίας ταινία που παγιώνει πλέον ότι η Stewart είναι μια πολύ ταλαντούχα ηθοποιός όταν της δίνεται το κατάλληλο υλικό και που δείχνει ότι ο Assayas διέρχεται δημιουργική κρίση – αλλά όχι τέτοια που να οδηγεί σε τόσο μεγάλο κράξιμο από τους κριτικούς που είδαν την ταινία στις Κάννες – υπήρξαν γιουχαΐσματα στη δημοσιογραφική προβολή. Πέρα όλων των άλλων έχει και το μήνυμά της η ταινία: για να ξορκίσεις τα «φαντάσματα» από το παρελθόν που κινούνται γύρω σου θα πρέπει να ξορκίσεις την ίδια σου την ψυχή. Τον ίδιο σου τον εαυτό.
(η ταινία προβάλλεται για μία και μοναδική φορά στο φεστιβάλ το Σάββατο 12 Νοεμβρίου στις 22.30 στο Ολύμπιον - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Strada Films με άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία εξόδου)
Η υπόθεση: Ο Μπίλι είναι ένας σαραντάρης rock ’n’ roll tatto artist, που έχει παράνομο «τατουαζάδικο» πάνω από το μπαρ – καφετέρια που διατηρεί μαζί με την αδελφή του στην Πλατεία Αμερικής. Ο Νάκος είναι φίλος του. Είναι επίσης σαραντάρης (38 χρονών, όπως επιμένει ο ίδιος όταν τον χλευάζει ο πατέρας του), άνεργος, ζει με τους γονείς του και μισεί τους ξένους που του έχουν πάρει την πλατεία. Ο Τάρεκ θα βρεθεί στο δρόμο τους. Είναι Σύριος, ζει κι αυτός (προσωρινά) στην Ελλάδα, στην Πλατεία Αμερικής μαζί με την ανήλικη κορούλα του και θέλει να φύγει με κάθε τρόπο για Βερολίνο. Αλλά και η αλλοδαπή και όμορφη Τερέζα, την οποία εκμεταλλεύεται ο αθηναϊκός υπόκοσμος, θέλει να φύγει και χρειάζεται βοήθεια. Ο κάθε ένας από αυτούς τους ανθρώπους έχει τη δική του ατζέντα. Ένα σχέδιο «εξολόθρευσης» των μεταναστών που καταστρώνει ο Νάκος γίνεται αφορμή ν' ανατραπούν τα σχέδια του Τάρεκ αλλά και να καθοριστεί αμετάκλητα η μοίρα του Μπίλι...
Η άποψή μας: Τα καλά νέα είναι πως η νέα ταινία του Γιάννη Σακαρίδη είναι πιο καλή, πιο πλήρης, πιο μεστή από την προηγούμενή του, το «Wild Duck». Κορυφαία ταινία του, βεβαίως, συνεχίζει να είναι η μικρού μήκους του «Αλήθεια», η οποία ουσιαστικά έδωσε το υλικό για να προκύψει η πρώτη μεγάλου μήκους του, το «Wild Duck». Και κακά νέα... δεν υπάρχουν! Το σενάριο που συνυπογράφουν ο σκηνοθέτης μαζί με τους Βαγγέλη Μουρίκη (σημείωση: μα να μην εμφανίζεται σε καμία ελληνική ταινία φέτος;;;) και Γιάννη Τσίρμπα περιγράφει με ακρίβεια την κατάσταση με τους μετανάστες σήμερα στη χώρα μας, από διαφορετικά point of views. Κι ενώ η πανέμορφη Ξένια Ντάνια ως Τερέζα έχει σαφώς έναν ρόλο ειδικής αποστολής, όλο το βάρος της ταινίας πέφτει στους ώμους των τριών ανδρών πρωταγωνιστών. Αυτών που υποδύονται τον Μπίλι, τον Νάκο και τον Τάρεκ. Ο Μπίλι έχει μια σαφή και παγιωμένη αντίληψη για το τι είναι σωστό και τι λάθος, ο Νάκος βλέπει την πραγματικότητα μέσω του παραμορφωτικού φακού του ρατσισμού και ο Τάρεκ είναι εκείνος που μεταφέρει τη δική του αλήθεια.
Αυτήν την αλήθεια που τον έδιωξε – χωρίς να το θέλει ο ίδιος – από το Αλέπι για να σωθεί μαζί με την κόρη του. Την αλήθεια που λέει πως η Ελλάδα είναι μόνο ενδιάμεσος σταθμός για άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Την αλήθεια που λέει πως πριν τους μετανάστες, που έχουν κάνει κατάληψη στις πλατείες, όπως διατείνονται οι φασίστες, οι ίδιοι Ελληνάρες δεκάρα δεν έδιναν για τις ίδιες πλατείες! Σκηνές διαλόγων εναλλάσσονται με σκηνές που με φωνή off περιγράφουν την αλήθεια του καθενός από τους ήρωες. Κι ενώ σαφώς η θέση του σκηνοθέτη είναι υπέρ των μεταναστών, του σωστού και του δίκαιου, μέσω του Νάκου αφήνει να ακουστεί και η διαφορετική, η ρατσιστική άποψη. Εννοείται πως την κατακρίνει αλλά χρησιμοποιώντας στο ρόλο του Νάκου τον Μάκη Παπαδημητρίου έξυπνα ποιών, δεν τη δαιμονοποιεί στρατευμένα και μισητά. Την παραθέτει ως την άποψη ανθρώπων αποπροσανατολισμένων, που μην μπορώντας να καταλάβουν ποιοι είναι οι πραγματικοί ένοχοι γι' αυτό που βιώνουμε ως χώρα, βρίσκουν ως εύκολο στόχο τους μετανάστες, τους υπεύθυνους δια πάσαν νόσον και πάσα μαλακίαν.
Γρήγοροι ρυθμοί, ευπρόσδεκτο χιούμορ (η σκηνή στο οικογενειακό τραπέζι με Μπαζάκα και Λίτση έχει πολύ πλάκα), εξαιρετική χρήση της κάμερας και των δυνατοτήτων των οπτικών εφέ δίνουν ένα αποτέλεσμα ευπρόσωπο, που οδήγησαν την ταινία στο να συμμετέχει σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Το βασικότερο: έχει την καρδιά της στο σωστό σημείο.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 12 Νοεμβρίου στις 20.00 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Feelgood Entertainment με άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία εξόδου)
Η δεύτερη ταινία από το διαγωνιστικό τμήμα με την οποία θα ασχοληθούμε εδώ είναι η συμπαραγωγή Χιλής, Γαλλίας, Γερμανίας, Κολομβίας και Ελλάδας με τον τίτλο Χεσούς (Jesus) του Fernando Guzzoni. Κι αν τα μετράω καλά τα γράμματα, μας έμειναν δύο ακόμα ταινίες (το «Γυρίζοντας τον κόσμο» και το «Δολοφονικά αμαξίδια») για να συμπληρώσουμε την εικόνα ολόκληρου του διαγωνιστικού τμήματος, κάτι που κατορθώνουμε για πρώτη φορά στα πάρα πολλά χρόνια κατά τα οποία παρακολουθούμε το ΦΚΘ. Για τις δύο παραπάνω ταινίες θα σας πούμε τη γνώμη μας αύριο, τελευταία ημέρα του φεστιβάλ. Για την ταινία όμως που έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του Σαν Σεμπαστιάν και διεκδικεί και τον Χρυσό Αλέξανδρο, θα αναφερθούμε εδώ.
Η υπόθεση: Ο 18χρονος Χεσούς ζει μόνος με τον Έκτορ, τον πατέρα του, σ’ ένα διαμέρισμα στο Σαντιάγο της Χιλής όπου η τηλεόραση καλύπτει την αδυναμία τους να επικοινωνήσουν. Τον υπόλοιπο καιρό, χορεύει σε μια μπάντα της Κ-ποπ, βγαίνει με τους φίλους του και παίρνει ναρκωτικά, βλέπει σκουπίδια στο ίντερνετ και κάνει σεξ σε δημόσιους χώρους αναζητώντας συγκινήσεις. Μια νύχτα, βρίσκει επιτέλους κάτι συναρπαστικό όταν μπλέκει σε κάτι που φαντάζει ως ξεχωριστή περιπέτεια. Η διασκέδαση του ιδίου και των φίλων του, όμως, εις βάρος ενός συνανθρώπου τους, θα έχει μοιραία κατάληξη. Και ο Χεσούς θα ζητήσει τη βοήθεια του πατέρα του για να κρύψει τα ανομήματά του...
Η άποψή μας: «Η ιστορία της απόλυτης προδοσίας, που απηχεί το προπατορικό αμάρτημα: όταν καταλαβαίνεις πως η σαρξ εκ σαρκός σου είναι άρρωστη, την προστατεύεις ή προσπαθείς να τη θεραπεύσεις;». Δανειστήκαμε την παραπάνω φράση από τον κατάλογο του φεστιβάλ και συγκεκριμένα από το κείμενο που αναφέρεται σε τούτη την ταινία. Αυτό είναι το ηθικό δίλημμα που στοιχειώνει την ταινία. Όμως... Αυτή η ταινία είναι χαρακτηριστική περίπτωση όσων δεν γουστάρω στο σινεμά. Είναι η αποθέωση της δηθενιάς και της κακώς νοούμενης «φεστιβαλικότητας». Πρόκληση για την πρόκληση (από τον τίτλο μέχρι τα τσιμπούκια και το ομοφυλόφιλο σεξ), πολύ κλοκλό και από αβγό τίποτε! Άσε που η συγκεκριμένη ταινία, χωρίς να το θέλει ο σκηνοθέτης ελπίζω, «αθωώνει» τους νεοναζί! Συγκεκριμένα, στη σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής μας ακούει στο ραδιόφωνο (ή την τηλεόραση, δεν έχει σημασία...) για το νεαρό που έδειραν στο πάρκο, ο εκφωνητής λέει πως ο νεαρός ήταν ομοφυλόφιλος και πως τον έδειραν νεοναζί! Ενώ οι νεαροί μας πρωταγωνιστές δεν είναι νεοναζί – μαλάκες είναι!
Με δυσκολία μπόρεσα να δω όλη την ταινία, καθώς νευρίαζα ολοένα και περισσότερο κάθε λεπτό που περνούσε!!! Αμ το φινάλε; Ο μπαμπάς καταδίδει τον υιό! Τον Ιησού ντε! Που καθαγιάζεται! Δεν φταίει ο γιος για το κατάντημά του αλλά η έλλειψη ενδιαφέροντος από τον πατέρα! Άντε γεια ρε! Ουφ, τα είπα και ξαλάφρωσα. Μην βαράτε που έκανα σπόιλερ, εντάξει; Αλλά ναι, μερικές φορές κάποιες ταινίες σε βγάζουν από τα ρούχα σου. Και να σημειώσω κι αυτό: και εδώ όπως και στο βενεζουελάνικο «Από μακριά» έχουμε «κάρφωμα» ενός νέου στις αρχές από κάποιον πολύ δικό του άνθρωπο. Γιατί εμένα όλο αυτό μου φαίνεται συντηρητικό και εντελώς πολιτικό ορθό; Τη στιγμή μάλιστα που στηρίζεται από καλλιτεχνικά κινηματογραφικά φεστιβάλ έχουμε θέμα. Εκτός κι αν «διάβασα» εντελώς λάθος την ταινία. Τότε θα πω mea culpa... Κι εν πάση περιπτώσει ρε χλεχλέδες, υπάρχει και η «25η ώρα» που δείχνει το δρόμο σε τέτοιες καταστάσεις...
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 12 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Συνεχίζουμε με μια ακόμη ταινία από τη λατινική Αμερική. Η ταινία Η μεγάλη νύχτα του Φρανσίσκο Σάνκτις (La larga noche de Francisco Sanctis) των Andrea Testa και Francisco Márquez από την Αργεντινή έλαβε μέρος στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του περασμένου φεστιβάλ των Καννών. Εδώ, όμως, δεν θα διαβάσετε άλλο ένα κείμενο ελαφρώς παραποιημένο σε σχέση με την ανταπόκρισή μου από τις Κάννες, μιας που αυτήν την ταινία την είδα εδώ (σας την έσκασα)! Είναι μια ταινία του επίσημου προγράμματος Εκτός Συναγωνισμού.
Η υπόθεση: Μπουένος Άιρες, 1977. Η χούντα κυβερνά με σιδηρά πειθαρχεία σε όλη την Αργεντινή, «εξαφανίζοντας» αριστερούς αντικαθεστωτικούς. Ο Φρανσίσκο Σάνκτις είναι ένας οικογενειάρχης που ζει με τη γυναίκα του και τις δύο ανήλικες κόρες του σε ένα μικρό διαμέρισμα. Εργάζεται σε μια επιχείρηση τροφίμων κι ελπίζει πως έφτασε η στιγμή να πάρει την πολυπόθητη προαγωγή, που θα βελτιώσει τα οικονομικά του. Η προαγωγή όμως δεν έρχεται. Αντ' αυτού, δέχεται το τηλεφώνημα μιας παλιάς γνώριμής του από τα φοιτητικά χρόνια, της Έλενας. Η Έλενα του λέει πως θέλει να της δώσει την άδεια να δημοσιεύσει ένα αγωνιστικό ποίημα της νιότης του στο εξωτερικό κι ότι θέλει να τον δει από κοντά. Όταν βρίσκονται από κοντά του λέει τον πραγματικό λόγο της επικοινωνίας της μαζί του μετά από τόσα χρόνια: του ζητάει να ειδοποιήσει δύο συντρόφους κάπου στην πόλη, για τους οποίους επίκειται απαγωγή που ετοιμάζουν οι στρατιώτες του δικτατορικού καθεστώτος. Έχει μόνο μία νύχτα για να πάρει την πιο σημαντική απόφαση της ζωής του: θα προσπαθήσει να σώσει τη ζωή κάποιων αθώων θέτοντας σε κίνδυνο τη δική του;
Η άποψή μας: Είναι από εκείνες τις ταινίες που σε κάνουν να αναρωτηθείς «εσύ τι θα έκανες στη θέση του;». Γιατί, ωραία είναι τα ηρωικά και πένθιμα και η αντίσταση του καναπέ η οποία κυριαρχεί στα χρόνια της παντοκρατορίας των social media αλλά βάζεις το κεφάλι σου στον ντορβά για κάποιον άλλο; Και δεν μιλάμε για κάποιον φίλο σου, μέλος της οικογένειάς σου, έναν σύντροφο που γνωρίζεις εν πάση περιπτώσει. Όχι. Ποιος από εμάς θα διακινδύνευε την ζωή του για να σώσει κάποιους άλλους; Αυτό το ηθικό δίλημμα καλείται να αντιμετωπίσει ο Φρανσίσκο Σάνκτις σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Και γίνεται ακόμα πιο δυσεπίλυτο όταν κάποιος βάζει μέσα του το σαράκι της αμφιβολίας: η Έλενα έχει ιστορικό φαντασιοπληξίας. Αν λοιπόν δεν κινδυνεύει κανείς; Αν όλα τα έχει βγάλει από το κεφάλι της; Αν ο Σάνκτις διακινδυνεύσει τα πάντα για το τίποτα;
Αυτό που πετυχαίνουν εξαιρετικά οι δύο δημιουργεί της ταινίας είναι να βγάζουν ένταση και στοιχεία θρίλερ χωρίς την παρουσία βίας! Οι παρακρατικοί και οι στρατιωτικοί δεν εμφανίζονται πουθενά στην ταινία! Ο Σάνκτις φοβάται κάτι που δεν βλέπει! Όλοι οι γύρω του είναι πιθανοί χαφιέδες! Ή μήπως παραλογίζεται; Μήπως χάνει τα λογικά του; Μήπως υπερβάλλει; Σαν τον Gene Hackman στη «Συνομιλία» ο Σάνκτις βρίσκεται σε μια κατάσταση παράνοιας. Είναι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος, που καλείται να ξεπεράσει τον εαυτό του. Κινείται στους άδειους δρόμους του Μπουένος Άιρες με λεωφορείο, με ταξί, με τα πόδια, προσπαθώντας να αναβάλει διαρκώς να λάβει δράση! Να αναβάλει την απόφασή του! Λες και το πρόβλημα θα εξαφανιστεί από μόνο του! Αμ δε. Ναι, ο κίνδυνος και ο φόβος που νιώθει είναι πολύ μεγάλος. Αλλά και η συνείδησή του δεν τον αφήνει να αδιαφορήσει μπροστά στον διαφαινόμενο βασανισμό δύο ανθρώπων που θα διωχθούν για τις ιδέες τους. Ο Σάντκτις παίρνει τηλέφωνα, προσπαθεί να βρει άλλους για να κάνουν ότι του έχει ανατεθεί. Στο τέλος, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, θα σταθεί έξω από ένα σπίτι. Είναι το σπίτι των δύο ανθρώπων που πρέπει να ειδοποιήσει; Ή μήπως είναι το δικό του σπίτι; Μεγάλη δουλειά, μικρή σε χρονική διάρκεια, που ίσως έχει μεγαλύτερους (σε κάποιες στιγμές) νεκρούς χρόνους από τους ανεκτούς από τον μέσο θεατή.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 12 Νοεμβρίου στις 13.15 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Weirdwave με άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία εξόδου)
Η πρώτη ταινία από το διαγωνιστικό τμήμα που έμελλε να δω στη φετινή Berlinale ήταν το πορτογαλέζικο Γράμματα από το μέτωπο (Cartas da guerra) του Ivo M. Ferreira. Φαίνεται πως ο Miguel Gomes με το «Tabu» του άνοιξε δρόμο για μιμητές, έτοιμους να αποθεωθούν από τα φεστιβάλ ανά τον κόσμο με ταινίες, όμως, που δεν υπάρχει περίπτωση να κάνουν γκελ σε αυτό που λέμε «μεγάλο» κοινό. Στη Θεσσαλονίκη προβάλλεται στο νεοσύστατο τμήμα «Αντι/κατοπτρισμοί» κι εμείς παραθέτουμε ελαφρώς παραλλαγμένο το κείμενο που στείλαμε ως ανταπόκριση για την ταινία από τη γερμανική πρωτεύουσα τον περασμένο Φεβρουάριο.
Η υπόθεση: 1971. Η ζωή του Αντόνιο διακόπτεται βίαια όταν αναγκάζεται να καταταγεί στον πορτογαλικό στρατό για να υπηρετήσει ως γιατρός σε μία από τις χειρότερες ζώνες του αποικιοκρατικού πολέμου, στα ανατολικά της Ανγκόλας, εκεί όπου Αφρικανοί επαναστατούσαν για να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους. Αναγκαστικά, αφήνει πίσω του την αγαπημένη του σύζυγο, η οποία είναι και έγκυος, στην Πορτογαλία. Ο έρωτάς του για εκείνην είναι χωρίς σύνορα. Αλλάζοντας πολλά πόστα, ερωτεύεται την Αφρική και ωριμάζει πολιτικά. Στο πλευρό του, μια ολόκληρη γενιά παλεύει απεγνωσμένα να επιστρέψει στον τόπο της. Μέσα στην αβεβαιότητα του πολέμου, μόνο τα γράμματα μπορούν να τον βοηθήσουν να επιβιώσει. Έτσι, αρχίζει να γράφει επιστολές στη γυναίκα του. Γράμματα που κατά βάση εκφράζουν τον ερωτικό του πόθο για εκείνη, την αγάπη του, την ελπίδα του για το παιδί τους που έρχεται, αλλά και για την καθημερινότητά του στην Αφρική, τις σκέψεις του, τις μάχες με τον εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό εχθρό...
Η άποψή μας: Το σενάριο τούτης της ταινίας είναι βασισμένο στο βιβλίο του António Lobo Antunes στο οποίο περιλαμβάνονται οι επιστολές που έστειλε στη σύζυγό του όσο υπηρετούσε τη θητεία του στην Αφρική μεταξύ 1971 και 1973. Είναι λοιπόν βασισμένη η ταινία σε πραγματικά γεγονότα. Ο σκηνοθέτης της χρησιμοποιεί ασπρόμαυρες, εντυπωσιακές εικόνες πάνω στις οποίες μια γυναικεία φωνή (εκείνη της συζύγου του Αντόνιο λοιπόν) διαβάζει τα γράμματά του. Τα διαλογικά μέρη είναι ελάχιστα κι αυτό που αρχικά φαίνεται καινοτόμο γρήγορα γίνεται κουραστικό και μέχρι και ενοχλητικό για το κοινό.
Το σινεμά είναι εικόνες. Όταν λόγος εκφέρεται σε τόσο μεγάλη «ποσότητα» με φωνή off, ε, το αποτέλεσμα δεν είναι και ότι καλύτερο. Προφανώς, ο σκηνοθέτης έμεινε προσηλωμένος στο καλλιτεχνικό του όραμα και δεν παρέκκλινε από αυτό ούτε κατά μία ίντσα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως το τελικό αποτέλεσμα είναι, πως να το πω, ευκολοχώνευτο. Φανταστείτε να πάτε στο θέατρο, σε ένα πανί να προβάλλονται εικόνες και μπροστά στη σκηνή ένας τύπος, μία τύπισσα, να διαβάζει με ελάχιστα διαλείμματα συνεχώς διάφορα. Όσο ωραίες κι αν είναι εικόνες, όσο υπέροχα, ποιητικά είναι αυτά που διαβάζονται – ακούγονται, ο συνδυασμός δεν είναι και ο πλέον πετυχημένος. Η επίσημη πρόταση της Πορτογαλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ λοιπόν είναι εξαιρετική φορμαλιστικά αλλά θέλει αντοχές, όπως και να το κάνουμε.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ τo Σάββατο 12 Νοεμβρίου στις 13.00 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Ο Olivier Assayas είναι μια από τις ιδιαίτερες περιπτώσεις σκηνοθετών. Έτσι κι αλλιώς οι ταινίες του είναι αταξινόμητες και μπορεί τη μια να πιάσει υψηλές επιδόσεις και την άλλη να βυθιστεί αύτανδρος. Πιο αγαπημένη μου από τις 15 μεγάλου μήκους ταινίες που έχει γυρίσει αυτός ο πρώην κριτικός κινηματογράφου είναι το απολαυστικό «Irma Vep», το οποίο είχα δει στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1996! 20 χρόνια μετά, προβάλλεται στο ΦΚΘ, στο τμήμα με τίτλο «Ειδικές Προβολές» η τελευταία του ταινία, το Προσωπική βοηθός (Personal Shopper). Την ταινία την είδαμε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών όπου όχι μόνο συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα αλλά μοιράστηκε (προς έκπληξη όλων!) και το βραβείο σκηνοθεσίας, μαζί με την «Αποφοίτηση» του Cristian Mungiu. Το κείμενο που είχαμε στείλει ως ανταπόκριση από τις Κάννες παρουσιάζουμε εδώ, ελαφρώς παραλλαγμένο.
Η υπόθεση: Η Μορίν είναι μια νεαρή Αμερικανίδα που πηγαίνει στο Παρίσι. Εκεί πέθανε ο δίδυμος αδελφός της, ο Λιούις. Κι εκείνη όπως ο Λιούις, πάσχει από αδύναμη καρδιά και είχαν υποσχεθεί ο ένας στον άλλο πως όποιος «έφευγε» πρώτος, θα έβρισκε τρόπο να επικοινωνήσει με τον δίδυμό του από το επέκεινα. Η Μορίν είναι μέντιουμ, όπως ήταν και ο αδελφός της. Έχει τρόπο δηλαδή να επικοινωνεί με τους νεκρούς. Περιμένοντας για σημάδι από τον αδελφό της βγάζει τα προς το ζην ως προσωπική βοηθός της Κίρας, μιας διασημότητας των media. Κουβαλάει επώνυμα ρούχα, παπούτσια, κοσμήματα για την Κίρα, που τα φοράει και τα επιστρέφει πίσω. Η Μορίν δεν επιτρέπεται να φορέσει τίποτε από όλα αυτά: προορίζονται μόνο για την Κίρα. Αυτή είναι μια δουλειά που η Μορίν μισεί. Με τη βοήθεια της πρώην κοπέλας του αδελφού της προσπαθεί να τα βγάλει πέρα σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο της ζωής της, στην οποία διέρχεται μια προσωπική και πνευματική κρίση. Κι ένα βίαιο γεγονός θα δυσκολέψει τη ζωή της ακόμα πιο πολύ.
Η άποψή μας: Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία με φαντάσματα αλά art style. Παρά την αδυναμία του σεναρίου – το υπογράφει ο ίδιος ο Assayas – η σκηνοθεσία ικανοποιητικότατη. Εκείνο, όμως, που ξεχωρίζει με διαφορά είναι η σημαντική βελτίωση της Stewart ως ηθοποιού. Κρατάει την ταινία επάνω της χωρίς να βοηθιέται από το σενάριο. Καμία σχέση με την Bella από τη σειρά ταινιών «Λυκόφως» λοιπόν! Εδώ είναι μια ώριμη ηθοποιός, τόσο ώριμη και τόσο απελευθερωμένη από το καταπιεστικό Χόλιγουντ που μας χαρίζει και δυο γυμνές εμφανίσεις και μια σκηνή αυνανισμού. Και δεν κάνω πλάκα: θεωρώ πως δεν θα δεχόταν με τίποτα να κάνει κάτι τέτοιο σε χολιγουντιανή ταινία. Ο Assayas έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη της από την προηγούμενη συνεργασία τους, το σαφώς ανώτερο «Τα σύννεφα του Σιλς Μαρία», κι εκείνη του παραδίδει τον καλύτερο εαυτό της ψυχή τε και σώματι! Η ταινία του είναι κουλή αλλά δεν είναι ποτέ βαρετή. Ιδίως από τη στιγμή που η Μορίν αρχίζει να υπακούει στα sms – διαταγές που τις στέλνονται από άγνωστο αποστολέα, το πράγμα αποκτά κι ένα ενδιαφέρον θριλερίστικο. Και το φινάλε μας βρίσκει στην Ανατολή, σε περιοχές σαφώς πιο μυστικιστικές από την καλυμμένη από σκεπτικισμό Ευρώπη.
Εντέλει, μια ήσσονος σημασίας ταινία που παγιώνει πλέον ότι η Stewart είναι μια πολύ ταλαντούχα ηθοποιός όταν της δίνεται το κατάλληλο υλικό και που δείχνει ότι ο Assayas διέρχεται δημιουργική κρίση – αλλά όχι τέτοια που να οδηγεί σε τόσο μεγάλο κράξιμο από τους κριτικούς που είδαν την ταινία στις Κάννες – υπήρξαν γιουχαΐσματα στη δημοσιογραφική προβολή. Πέρα όλων των άλλων έχει και το μήνυμά της η ταινία: για να ξορκίσεις τα «φαντάσματα» από το παρελθόν που κινούνται γύρω σου θα πρέπει να ξορκίσεις την ίδια σου την ψυχή. Τον ίδιο σου τον εαυτό.
(η ταινία προβάλλεται για μία και μοναδική φορά στο φεστιβάλ το Σάββατο 12 Νοεμβρίου στις 22.30 στο Ολύμπιον - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Strada Films με άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία εξόδου)