του Mike Flanagan. Με τους Elizabeth Reaser, Annalise Basso, Lulu Wilson, Henry Thomas, Parker Mack, Doug Jones
Κάθε παιχνίδι έχει τους κανόνες του
του zerVo (@moviesltd)
Εδώ κι αν μιλάμε για την αποθέωση του επιτυχημένου μάρκετινγκ αφού με ένα σμπάρο επιτυγχάνονται όχι και λίγα τρυγόνια. Αρχικά με την εκτόξευση των πωλήσεων της ολοκαίνουργης βερσιόν του συγκεκριμένου επιτραπέζιου παιχνιδιού, που η έχουσα το γενικό πρόσταγμα ολόκληρου του προμόσιον, Hasbro, έριξε και πάλι στην κυκλοφορία κάνοντας χρυσές δουλειές. Και ακολούθως με το (σχετικά) ανέλπιστο τζακ ποτ που κατάφερε η πρωτότυπη ταινία Ouija, κοστίζοντας μόλις μια χούφτα εκατομμύρια δολάρια, που στο παγκόσμιο box office κατάφερε να τα εικοσαπλασιάσει. Λογικό κι επόμενο, μολονότι το ορίτζιναλ είχε καταρρακωθεί και από την επαγγελματική κριτική, αλλά και από την γενικότερη εκτίμηση του κοινού, η παραγωγή να επιστρέψει με ένα δεύτερο τρομακτικό φιλμάκι βασισμένο πάνω στον θρύλο του board game, καταφέρνοντας να προσφέρει ένα αν μη τι άλλο αξιοπρεπές horror, όχι τίποτα το ξεχωριστό και αξιομνημόνευτο, αλλά σίγουρα πολύ ποιοτικότερο του ρηχότατου και κενού πρώτου.
Έχοντας χάσει εδώ και ελάχιστο χρονικό διάστημα, εντελώς αναπάντεχα, τον αγαπημένο της σύζυγο, η όμορφη Άλις Ζάντερ, προσπαθεί να βγάλει τα προς το ζην και να συντηρήσει τις δύο ανήλικες θυγατέρες της, υποδυόμενη το μέντιουμ, στήνοντας παραμυθένιες πνευματικές συνεδρίες για τους ανυποψίαστους κακομοίρηδες που πιστεύουν πως μπορούν να επικοινωνήσουν με τα αγαπημένα τους πρόσωπα στον άλλο κόσμο. Παραστάσεις πιστευτές και εντυπωσιακά σχεδιασμένες που πείθουν για την αληθινότητα τους ακόμη και τον πλέον δύσπιστο πελάτη, που όχι μόνον βλέπει τον δείκτη του πίνακα Ουίτζα να κινείται προς κάθε κατεύθυνση, κατά πως ορίζει το στοιχειό, αλλά αντιλαμβάνεται και τα μεταφυσικά αποτελέσματα της επίσκεψης του στον χώρο, αγνοώντας πως τα πάντα τα προκαλούν τα δυο μικρά κορίτσια της Άλις, η έφηβη Πολίνα και η πολύ νεαρότερη της Ντορις.
Κι ενώ οι παγαπόντικα σκηνοθετημένες συνδιαλέξεις με τους νεκρούς κρατούν ζωντανή την ύπαρξη της τριμελούς φαμίλιας, η εννιάχρονη μικρούλα θα σπάσει, τον ένα μετά τον άλλο, τους τρεις βασικούς κανόνες χρήσης του Ουίτζα, ερχόμενη σε επαφή με κάποιο απροσδιόριστο πνεύμα. Εκτιμώντας πως εκείνο είναι του λατρεμένου της πατέρα θα επιχειρήσει να το συναντήσει μέσω της ξύλινης πλατφόρμας ξανά, πέφτοντας έτσι στην παγίδα του, αφού η σατανική δύναμη θα κυριεύσει την αθώα της ψυχή και δεν θα δείξει διατεθειμένη να την εγκαταλείψει, αν δεν επιτύχει τον μοιραίο σκοπό της.
Σύμφωνα λοιπόν με το βιβλίο των κανονισμών του μυστηριώδους και σκοτεινού παιχνιδιού, που λειτουργεί σαν γεφύρι επικοινωνίας του κόσμου των ζωντανών και των νεκρών, τρία πράγματα πρέπει να αποφύγει - οπωσδήποτε - ο παίκτης, για να μην ξυπνήσει την μήνη των πνευμάτων. Ποτέ να μην χρησιμοποιήσει το Ουίτζα μόνος, ποτέ να μην το θέσει σε λειτουργία σιμά σε τόπο ταφής πεθαμένων, ποτέ να μην λησμονήσει να αποχαιρετήσει στο τέλος, λέγοντας αντίο. Και το άμαθο πιτσιρικάκι, που δεν γνωρίζει από κανόνες, στην απόπειρα του να συνομιλήσει με τον αγαπημένο του μπαμπά, όπως πιστεύει, θα υποπέσει σε μη αναστρέψιμα λάθη, που θα ανατρέψουν την ήρεμη, μέχρι πρότινος, ζωή της φαμίλιας της.
Τοποθετημένο χρονικά στα τέλη της δεκαετίας του 60', το Origin Of Evil, όπως διαλαλεί άλλωστε και η μαρκίζα του, αποτελεί πρίκουελ της ταινίας του 2014, έχοντας μάλιστα στο δυναμικό του έναν από τους πλέον δοκιμασμένους στο είδος δημιουργούς, όπως τον Mike Flanagan, που έχει δώσει διαπιστευτήρια σε αναλόγου θεματικής, ανατριχιαστικές ιστορίες σαν τα Oculus και Before I Wake. Το αξιοπρεπώς δομημένο και ρεαλιστικά πιστευτό σενάριο που συνυπογράφει με τον στενό του συνεργάτη Jeff Howard, μελετά σωστά τους βασικούς χαρακτήρες της υπόθεσης, την μητέρα και τα δύο ορφανά, δίνοντας σημαντικό χώρο για να στηθούν φοβιστικές παγίδες στην εξέλιξη, ώστε να πέσει μέσα το ανυποψίαστο κοινό.
Η συλλογιστική του να συνδυαστούν στην πλοκή στοιχεία από τις πιο πασίγνωστες στιγμές του genre όπως The Exorcist και The Omen, μαζί με ψήγματα από αντίστοιχες γιαπωνέζικες παραγωγές, αλλά και τις πιο πρόσφατες επιτυχίες του Μίδα Wan, όμως, δεν στέφεται από απόλυτη επιτυχία, στοχεύοντας στο πρόσκαιρο και στιγμιαίο τίναγμα από την καρέκλα κι όχι στην δημιουργία ευρύτερης διάρκειας φόβου που θα διατηρηθεί ίσαμε το τέλος. Εκεί που λαμβάνουν χώρα και οι συνδεσμολογίες με το μεταγενέστερο πρώτο τεύχος και πιθανόν τις συνέχειες που ενδεχόμενα θα έχει ο τίτλος. Χάνοντας έτσι μια πραγματικά μεγάλη ευκαιρία εκμετάλλευσης της creepy φόρμας που προσφέρει απλόχερα η γαλανομάτα πιτσιρίκα Lulu Wilson, η αποκάλυψη του έργου που σίγουρα θα πετύχουμε στο μέλλον και σε άλλες (πιθανότατα του ίδιου στυλ) ταινίες και που ως θηλυκός Ντάμιεν ορίζει ότι πιο αξιομνημόνευτο προσφέρει το δεύτερο Ouija!
Κι ενώ οι παγαπόντικα σκηνοθετημένες συνδιαλέξεις με τους νεκρούς κρατούν ζωντανή την ύπαρξη της τριμελούς φαμίλιας, η εννιάχρονη μικρούλα θα σπάσει, τον ένα μετά τον άλλο, τους τρεις βασικούς κανόνες χρήσης του Ουίτζα, ερχόμενη σε επαφή με κάποιο απροσδιόριστο πνεύμα. Εκτιμώντας πως εκείνο είναι του λατρεμένου της πατέρα θα επιχειρήσει να το συναντήσει μέσω της ξύλινης πλατφόρμας ξανά, πέφτοντας έτσι στην παγίδα του, αφού η σατανική δύναμη θα κυριεύσει την αθώα της ψυχή και δεν θα δείξει διατεθειμένη να την εγκαταλείψει, αν δεν επιτύχει τον μοιραίο σκοπό της.
Σύμφωνα λοιπόν με το βιβλίο των κανονισμών του μυστηριώδους και σκοτεινού παιχνιδιού, που λειτουργεί σαν γεφύρι επικοινωνίας του κόσμου των ζωντανών και των νεκρών, τρία πράγματα πρέπει να αποφύγει - οπωσδήποτε - ο παίκτης, για να μην ξυπνήσει την μήνη των πνευμάτων. Ποτέ να μην χρησιμοποιήσει το Ουίτζα μόνος, ποτέ να μην το θέσει σε λειτουργία σιμά σε τόπο ταφής πεθαμένων, ποτέ να μην λησμονήσει να αποχαιρετήσει στο τέλος, λέγοντας αντίο. Και το άμαθο πιτσιρικάκι, που δεν γνωρίζει από κανόνες, στην απόπειρα του να συνομιλήσει με τον αγαπημένο του μπαμπά, όπως πιστεύει, θα υποπέσει σε μη αναστρέψιμα λάθη, που θα ανατρέψουν την ήρεμη, μέχρι πρότινος, ζωή της φαμίλιας της.
Τοποθετημένο χρονικά στα τέλη της δεκαετίας του 60', το Origin Of Evil, όπως διαλαλεί άλλωστε και η μαρκίζα του, αποτελεί πρίκουελ της ταινίας του 2014, έχοντας μάλιστα στο δυναμικό του έναν από τους πλέον δοκιμασμένους στο είδος δημιουργούς, όπως τον Mike Flanagan, που έχει δώσει διαπιστευτήρια σε αναλόγου θεματικής, ανατριχιαστικές ιστορίες σαν τα Oculus και Before I Wake. Το αξιοπρεπώς δομημένο και ρεαλιστικά πιστευτό σενάριο που συνυπογράφει με τον στενό του συνεργάτη Jeff Howard, μελετά σωστά τους βασικούς χαρακτήρες της υπόθεσης, την μητέρα και τα δύο ορφανά, δίνοντας σημαντικό χώρο για να στηθούν φοβιστικές παγίδες στην εξέλιξη, ώστε να πέσει μέσα το ανυποψίαστο κοινό.
Η συλλογιστική του να συνδυαστούν στην πλοκή στοιχεία από τις πιο πασίγνωστες στιγμές του genre όπως The Exorcist και The Omen, μαζί με ψήγματα από αντίστοιχες γιαπωνέζικες παραγωγές, αλλά και τις πιο πρόσφατες επιτυχίες του Μίδα Wan, όμως, δεν στέφεται από απόλυτη επιτυχία, στοχεύοντας στο πρόσκαιρο και στιγμιαίο τίναγμα από την καρέκλα κι όχι στην δημιουργία ευρύτερης διάρκειας φόβου που θα διατηρηθεί ίσαμε το τέλος. Εκεί που λαμβάνουν χώρα και οι συνδεσμολογίες με το μεταγενέστερο πρώτο τεύχος και πιθανόν τις συνέχειες που ενδεχόμενα θα έχει ο τίτλος. Χάνοντας έτσι μια πραγματικά μεγάλη ευκαιρία εκμετάλλευσης της creepy φόρμας που προσφέρει απλόχερα η γαλανομάτα πιτσιρίκα Lulu Wilson, η αποκάλυψη του έργου που σίγουρα θα πετύχουμε στο μέλλον και σε άλλες (πιθανότατα του ίδιου στυλ) ταινίες και που ως θηλυκός Ντάμιεν ορίζει ότι πιο αξιομνημόνευτο προσφέρει το δεύτερο Ouija!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 20 Οκτωβρίου 2016 από την UIP
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική