του Pedro Almodovar. Με τους Emma Suarez, Adriana Ugarte, Daniel Grao, Inma Cuesta, Dario Grandinetti, Michelle Jenner, Pilar Castro, Nathalie Poza, Rossy de Palma
Άστοργη κόρη!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Μάνα κουράγιο!
Αυτή είναι η 20η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Pedro Almodovar. Και είναι η πέμπτη του που διεκδίκησε Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών. Έχει πάρει βραβείο σκηνοθεσίας, οι γυναίκες – πρωταγωνίστριές του έχουν τιμηθεί με βραβεία ερμηνειών αλλά Χρυσό Φοίνικα δεν έχει πάρει – ακόμα. Και, μεταξύ μας, θα ήταν πολύ άδικο να τον έπαιρνε για μια ταινία ήσσονος σημασίας στη φιλμογραφία του, όπως είναι τούτη εδώ. Πάντως, η Julieta αποτελεί την επίσημη πρόταση της Ισπανίας για να διεκδικήσει το ξενόγλωσσο Όσκαρ στην απονομή του 2017.
Αρχικά, ο Almodovar σχεδίαζε αυτή να είναι η πρώτη αγγλόφωνη ταινία στην καριέρα του. Αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου της Alice Munro, «Runaway» και ένωσε σε σενάριο τρία από τα διηγήματα του βιβλίου, τα «Chance», «Soon» και «Silence», που είχαν κοινή ηρωίδα. Μάλιστα, αρχικά ήθελε να βαφτίσει την ταινία του «Silencio», με βάση το τελευταίο διήγημα, αλλά όταν ανακοινώθηκε ότι ο Scorcese γύριζε ταινία με τίτλο «Silence», άλλαξε τον τίτλο της δικής τους ταινίας. Ενώ λοιπόν όλα ήταν έτοιμα για να «ζωντανέψει» το εγχείρημα, αρχικά πήγε στον Καναδά (μιας που εκεί εξελίσσονται οι ιστορίες της Καναδής Munro) αλλά ένιωσε ανασφάλεια. Μετέφερε τη δράση στη Νέα Υόρκη αλλά και πάλι δεν του «καθόταν» καλά η όλη φάση με το αγγλικόν. Οπότε, μετέφερε το όλον στα δικά του χωρικά ύδατα, στην Ισπανία, και μας προέκυψε ένα φιλμ, το οποίο σηματοδοτεί την επιστροφή του στο γυναικείο μελόδραμα, 10 χρόνια μετά από το «Γύρνα πίσω» (Volver, 2006).
Η υπόθεση: Η Χουλιέτα είναι μια γυναίκα που διανύει την πέμπτη δεκαετία της ζωής της. Είναι καθηγήτρια και ζει με το φίλο της, Λορέντζο, στη Μαδρίτη. Εκείνος την παρακινεί να φύγουν στην Πορτογαλία καθώς του ανοίγεται εκεί μια σπουδαία επαγγελματική ευκαιρία. Η Χουλιέτα δέχεται. Όταν όμως συναντήσει τυχαία στο δρόμο την Μπέα, παιδική φίλη της κόρης της, Αντία, τα δεδομένα θα αλλάξουν. Η Μπέα λέει στην Χουλιέτα ότι συνάντησε πρόσφατα την Αντία κι ότι είναι παντρεμένη, έχει δύο παιδιά και ζει στην Ελβετία και παραξενεύεται από την αντίδραση της Χουλιέτα. Δεν γνωρίζει πως η Χουλιέτα έχει να επικοινωνήσει με την κόρη της εδώ και 12 ολόκληρα χρόνια!
Η Χουλιέτα ακυρώνει τη μετάβασή της στην Πορτογαλία, χωρίζει από τον Λορέντζο, νοικιάζει ένα διαμέρισμα στην πολυκατοικία που έμενε μαζί με την κόρη της κι αρχίζει να γράφει τις αναμνήσεις της για να αντιμετωπίσει τον πόνο των γεγονότων. Κυρίως προσπαθεί να καταλάβει αυτό που δεν κατάλαβε ποτέ: για ποιο λόγο η κόρη της έκοψε κάθε επικοινωνία μαζί της και αποφάσισε μια ωραία πρωία να εξαφανιστεί...
Η άποψή μας: Κατά μία έννοια, εδώ έχουμε το flipside του «Όλα για τη μητέρα μου». Ένα «Όλα για την κόρη μου», με μια χιτσκοκική εσάνς λοιπόν! Το... κακό είναι πως ο Almodovar (που, να το σημειώσουμε κι αυτό, στους τίτλους της ταινίας δηλώνει μόνο το επίθετό του, απουσιάζει δηλαδή το «Pedro» - ένδειξη αλαζονείας; - υπάρχει μόνο ένας Almodovar, bitch please;) εδώ βρίσκεται στα πιο... χαλαρά του. Ενώ αποφεύγει τη γραμμική αφήγηση της ιστορίας του, νιώθεις ότι η ταινία κυλάει χωρίς εξάρσεις, σαν να κινείται ως τρένο σε ράγες ευθείες, χωρίς κούρμπες, ακούγεται ένα μόνιμο «τσαφ – τσουφ», αλλά το σκηνικό είναι το ίδιο, το τρένο τρέχει με σταθερή ταχύτητα κι όλα είναι γνώριμα κι από ένα σημείο και μετά, βαρετά. Το ότι οι πιο ενδιαφέρουσες σκηνές αυτής της ταινίας είναι γυρισμένες μέσα σε... τρένο, είναι, θα λέγαμε, ειρωνικό, don't you think;
Κατά τα άλλα, έχουμε να κάνουμε με μια πολύ προσεγμένη παραγωγή, η στάμπα του Almodovar είναι ολοφάνερη σε κάθε πλάνο (δεν μπορείς να δεις την ταινία και να θεωρήσεις ότι μπορεί να την έχει σκηνοθετήσει οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τον Almodovar), η μουσική του Iglesias είναι για άλλη μια φορά εξαίσια και οι γυναίκες πρωταγωνίστριες πιάνουν καλές επιδόσεις. Κάπου μας τα μπερδεύει λίγο με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών (θάλασσα, πόντος, θα καταλάβετε). Επίσης, ποιος ψαράς ρε παιδιά έχει χρήματα για να διαθέτει τόσο έξοχο παραθαλάσσιο σπίτι όσο αυτό που βλέπουμε στην ταινία, διαθέτοντας παράλληλα οικιακή βοηθό, έστω και με τη μορφή της Rossy de Palma; Και η ιστορία με τους γονείς της Χουλιέτας, την κατάκοιτη μάνα της και τον πατέρα της, που πιάνει γκόμενα, πόσο βοηθούν στην εξέλιξη της ταινίας; Τέλος πάντων, αυτά είναι απλά ανορθογραφίες στο φιλμικό σώμα.
Αυτό που είναι... λάθος είναι το ίδιο το δράμα. Εννοείται πως όταν ένα παιδί, μια κόρη, αποφασίσει για χι ψι λόγους να πάψει να επικοινωνεί με τη μητέρα της, να ξεκόψει μαχαίρι τις σχέσεις μαζί της, αυτό είναι ένα γεγονός εξόχως δραματικό και μπορεί να δώσει πρώτης τάξεως υλικό για ταινία, που να είναι και συγκινητική αλλά να προσπαθεί και να εμβαθύνει στην ψυχολογία τόσο της μητέρας όσο και της κόρης. Ο Almodovar επικεντρώνεται στη μητέρα, αδιαφορεί ουσιαστικά για την κόρη (όλη τη δική της άποψη τη συμπυκνώνει σε ένα γράμμα) και θέλγεται τόσο πολύ από τα γεγονότα που εξιστορεί, ώστε ουσιαστικά εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια εμβάθυνσης. Μας διηγείται τα γεγονότα, τα προσεγγίζει όμως αστυνομικά κι όχι ψυχολογικά. Οπότε, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να βιώσουμε το δράμα της συγκεκριμένης γυναίκας. Έτσι κι αλλιώς ψυλλιαζόμαστε μόνο το τι συμβαίνει κι όταν μας αποκαλύπτεται η όλη αλήθεια έχουμε φτάσει σχεδόν στο φινάλε.
Η ταινία δεν κορυφώνει, η λύση του δράματος έρχεται αμέσως μετά την πλήρη αποκάλυψη του τι συμβαίνει οπότε ο θεατής, που στο εν τω μεταξύ έχει «ξενερώσει», δεν «έλκεται» από όσα συμβαίνουν στη μεγάλη οθόνη και η προσπάθεια δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί όχι με όρους καλού – κακού αλλά με όρους ενδιαφέροντος – αδιάφορου. Σίγουρα δεν έχουμε τη χλαπάτσα της προηγούμενης ταινίας του Almodovar, του φρικτού «Δεν κρατιέμαι» (Los amantes pasajeros, 2013) αλλά ουσιαστικά καλή ταινία ο Pedro έχει να κάνει από τις «Ραγισμένες αγκαλιές» (Los abrazos rotos, 2009). Και ο καιρός περνάει...
Η υπόθεση: Η Χουλιέτα είναι μια γυναίκα που διανύει την πέμπτη δεκαετία της ζωής της. Είναι καθηγήτρια και ζει με το φίλο της, Λορέντζο, στη Μαδρίτη. Εκείνος την παρακινεί να φύγουν στην Πορτογαλία καθώς του ανοίγεται εκεί μια σπουδαία επαγγελματική ευκαιρία. Η Χουλιέτα δέχεται. Όταν όμως συναντήσει τυχαία στο δρόμο την Μπέα, παιδική φίλη της κόρης της, Αντία, τα δεδομένα θα αλλάξουν. Η Μπέα λέει στην Χουλιέτα ότι συνάντησε πρόσφατα την Αντία κι ότι είναι παντρεμένη, έχει δύο παιδιά και ζει στην Ελβετία και παραξενεύεται από την αντίδραση της Χουλιέτα. Δεν γνωρίζει πως η Χουλιέτα έχει να επικοινωνήσει με την κόρη της εδώ και 12 ολόκληρα χρόνια!
Η Χουλιέτα ακυρώνει τη μετάβασή της στην Πορτογαλία, χωρίζει από τον Λορέντζο, νοικιάζει ένα διαμέρισμα στην πολυκατοικία που έμενε μαζί με την κόρη της κι αρχίζει να γράφει τις αναμνήσεις της για να αντιμετωπίσει τον πόνο των γεγονότων. Κυρίως προσπαθεί να καταλάβει αυτό που δεν κατάλαβε ποτέ: για ποιο λόγο η κόρη της έκοψε κάθε επικοινωνία μαζί της και αποφάσισε μια ωραία πρωία να εξαφανιστεί...
Η άποψή μας: Κατά μία έννοια, εδώ έχουμε το flipside του «Όλα για τη μητέρα μου». Ένα «Όλα για την κόρη μου», με μια χιτσκοκική εσάνς λοιπόν! Το... κακό είναι πως ο Almodovar (που, να το σημειώσουμε κι αυτό, στους τίτλους της ταινίας δηλώνει μόνο το επίθετό του, απουσιάζει δηλαδή το «Pedro» - ένδειξη αλαζονείας; - υπάρχει μόνο ένας Almodovar, bitch please;) εδώ βρίσκεται στα πιο... χαλαρά του. Ενώ αποφεύγει τη γραμμική αφήγηση της ιστορίας του, νιώθεις ότι η ταινία κυλάει χωρίς εξάρσεις, σαν να κινείται ως τρένο σε ράγες ευθείες, χωρίς κούρμπες, ακούγεται ένα μόνιμο «τσαφ – τσουφ», αλλά το σκηνικό είναι το ίδιο, το τρένο τρέχει με σταθερή ταχύτητα κι όλα είναι γνώριμα κι από ένα σημείο και μετά, βαρετά. Το ότι οι πιο ενδιαφέρουσες σκηνές αυτής της ταινίας είναι γυρισμένες μέσα σε... τρένο, είναι, θα λέγαμε, ειρωνικό, don't you think;
Κατά τα άλλα, έχουμε να κάνουμε με μια πολύ προσεγμένη παραγωγή, η στάμπα του Almodovar είναι ολοφάνερη σε κάθε πλάνο (δεν μπορείς να δεις την ταινία και να θεωρήσεις ότι μπορεί να την έχει σκηνοθετήσει οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τον Almodovar), η μουσική του Iglesias είναι για άλλη μια φορά εξαίσια και οι γυναίκες πρωταγωνίστριες πιάνουν καλές επιδόσεις. Κάπου μας τα μπερδεύει λίγο με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών (θάλασσα, πόντος, θα καταλάβετε). Επίσης, ποιος ψαράς ρε παιδιά έχει χρήματα για να διαθέτει τόσο έξοχο παραθαλάσσιο σπίτι όσο αυτό που βλέπουμε στην ταινία, διαθέτοντας παράλληλα οικιακή βοηθό, έστω και με τη μορφή της Rossy de Palma; Και η ιστορία με τους γονείς της Χουλιέτας, την κατάκοιτη μάνα της και τον πατέρα της, που πιάνει γκόμενα, πόσο βοηθούν στην εξέλιξη της ταινίας; Τέλος πάντων, αυτά είναι απλά ανορθογραφίες στο φιλμικό σώμα.
Αυτό που είναι... λάθος είναι το ίδιο το δράμα. Εννοείται πως όταν ένα παιδί, μια κόρη, αποφασίσει για χι ψι λόγους να πάψει να επικοινωνεί με τη μητέρα της, να ξεκόψει μαχαίρι τις σχέσεις μαζί της, αυτό είναι ένα γεγονός εξόχως δραματικό και μπορεί να δώσει πρώτης τάξεως υλικό για ταινία, που να είναι και συγκινητική αλλά να προσπαθεί και να εμβαθύνει στην ψυχολογία τόσο της μητέρας όσο και της κόρης. Ο Almodovar επικεντρώνεται στη μητέρα, αδιαφορεί ουσιαστικά για την κόρη (όλη τη δική της άποψη τη συμπυκνώνει σε ένα γράμμα) και θέλγεται τόσο πολύ από τα γεγονότα που εξιστορεί, ώστε ουσιαστικά εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια εμβάθυνσης. Μας διηγείται τα γεγονότα, τα προσεγγίζει όμως αστυνομικά κι όχι ψυχολογικά. Οπότε, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να βιώσουμε το δράμα της συγκεκριμένης γυναίκας. Έτσι κι αλλιώς ψυλλιαζόμαστε μόνο το τι συμβαίνει κι όταν μας αποκαλύπτεται η όλη αλήθεια έχουμε φτάσει σχεδόν στο φινάλε.
Η ταινία δεν κορυφώνει, η λύση του δράματος έρχεται αμέσως μετά την πλήρη αποκάλυψη του τι συμβαίνει οπότε ο θεατής, που στο εν τω μεταξύ έχει «ξενερώσει», δεν «έλκεται» από όσα συμβαίνουν στη μεγάλη οθόνη και η προσπάθεια δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί όχι με όρους καλού – κακού αλλά με όρους ενδιαφέροντος – αδιάφορου. Σίγουρα δεν έχουμε τη χλαπάτσα της προηγούμενης ταινίας του Almodovar, του φρικτού «Δεν κρατιέμαι» (Los amantes pasajeros, 2013) αλλά ουσιαστικά καλή ταινία ο Pedro έχει να κάνει από τις «Ραγισμένες αγκαλιές» (Los abrazos rotos, 2009). Και ο καιρός περνάει...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 20 Οκτωβρίου 2016 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική