του Park Chan-wook. Με τους Kim Min-hee, Kim Tae-ri, Ha Jung-woo, Cho Jin-woong, Kim Hae-sook, Moon So-ri
Της... Κορέας!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Θεέ μου, είναι τόσο όμορφο, που μου κόβεται η ανάσα!»
Park Chan-wook. Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης ο οποίος και μόνο που έχει σκηνοθετήσει το «Oldboy» (2003) έχει πάρει μια θέση ανάμεσα στους κορυφαίους δημιουργούς όλων των εποχών! Αυτή είναι η 10η μεγάλου μήκους ταινία του, τρία χρόνια μετά το Stoker, την πρώτη του αγγλόφωνη προσπάθεια, με χολιγουντιανούς ηθοποιούς, όπως η Nicole Kidman και η Mia Wasikowska. Εκείνη η ταινία ήταν – για άλλη μια φορά για ταινία του Park – εικαστικά υπέροχη αλλά κάτι έλειπε για να δέσει το γλυκό. Τούτη η ταινία τον βρίσκει σε απίστευτη φόρμα και λογικά συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες του, λίγο μόλις πιο κάτω από το απόλυτο αριστούργημά του, το «Oldboy».
Το The Handmaiden συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ των Καννών, όπου τιμήθηκε με το βραβείο Vulcain, για την άψογη καλλιτεχνική διεύθυνση του Ryu Seong-hie. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο βιβλίο της Sarah Waters «Fingersmith» (που το BBC έχει μετατρέψει σε τηλεοπτική σειρά ενώ έχει μεταφερθεί και στη θεατρική σκηνή), με τη δράση να μεταφέρεται από τη βικτωριανή Αγγλία στην υπό ιαπωνική κατοχή Κορέα του Μεσοπολέμου.
Η υπόθεση: 1930. Η Κορέα βρίσκεται υπό ιαπωνική κατοχή. Μια νεαρή, ορφανή και όμορφη Κορεάτισσα, η Σούκι, προσλαμβάνεται ως υπηρέτρια μιας πλούσιας καλλονής Γιαπωνέζας κληρονόμου, της Χίντεκο, η οποία ζει απομονωμένη και σχεδόν αποκλεισμένη σε ένα υπέροχο ανάκτορο, μακριά από κατοικημένη περιοχή, μαζί με τον επιβλητικό και αυταρχικό Κορεάτη θείο της, τον Κουζούκι. Η Σούκι, όμως, κρύβει ένα μυστικό. Στην πραγματικότητα είναι μια κλέφτρα την οποία προσέλαβε ένας απατεώνας συμπατριώτης της, που υποδύεται έναν Γιαπωνέζο κόμη.
Σκοπός του απατεώνα είναι να τον βοηθήσει η Σούκι (με το αζημίωτο) να αποπλανήσει την Χίντεκο, να τον ερωτευθεί, να την κάνει να τον αρραβωνιαστεί, να της αρπάξει την περιουσία και ακολούθως να την κλείσει σε ένα τρελάδικο, απαλλασσόμενος για πάντα από την παρουσία της. Το σχέδιο φαίνεται να βαδίζει έτσι όπως έχει καταστρωθεί. Ή μήπως όχι; Μήπως εντωμεταξύ άλλες συμμαχίες έχουν διαμορφωθεί; Πώς μπορεί ένας αναπάντεχος έρωτας να ανατρέψει τα πάντα;
Η άποψή μας: Λατρεύουμε Park Chan-wook. 12 χρόνια μετά τον θρίαμβό του στο φεστιβάλ των Καννών, όπου τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής για το «Oldboy» (το καλό, όχι το ριμέικ – χλαπάτσα του Spike Lee) επιστρέφει με μια ταινία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αποδεικνύοντας ότι η ύφεση στην καριέρα του με τις ημι-αποτυχίες που ακολούθησαν (γύρισε άλλες τέσσερις ταινίες μεταξύ των δύο φιλμ) είναι πλέον παρελθόν. Η ταινία του είναι υπέροχη να τη βλέπεις, φανταστική να την ακούς, σπουδαία να τη νιώθεις, ενδιαφέρουσα να τη σκέφτεσαι.
Παραγωγή, διεύθυνση φωτογραφίας, μουσική (του Jo Yeong-wook, εκ των μονίμων συνεργατών του Park, που εδώ μάλλον δημιούργησε το αριστούργημά του), σκηνογραφία, μοντάζ, όλα είναι υψηλότατου επιπέδου και πιάνουν πολύ μεγάλες επιδόσεις. Το μεγάλο ατού του Νοτιοκορεάτη δημιουργού, όμως, πέρα από το να στήνει μια εξαιρετική ατμόσφαιρα, είναι η ικανότητά του στο storytelling. Παρακολουθείς την ταινία – που είναι διάρκειας σχεδόν δυόμιση ωρών – και δεν υπάρχει ούτε ένα λεπτό το οποίο να σε κάνει να βαριέσαι. Η μία εκπληκτικής σύνθεσης σκηνή ακολουθεί την άλλη και ο θεατής με ανοιχτό το στόμα και με καρδιά που χτυπάει δυνατά δεν ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει, τι να πρωτοθαυμάσει, με τι να... «φτιαχτεί» περισσότερο!
Χωρισμένη σε τρία κεφάλαια (όπως και το βιβλίο), η ταινία κάνει τον θεατή να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του σε κάθε επόμενο κεφάλαιο σε σχέση με το προηγούμενο! Κι αυτό επειδή κάθε φορά βλέπουμε την ιστορία ιδωμένη μέσα από το μάτι ενός άλλου από τους τρεις βασικούς ήρωες της ταινίας. Και ο κάθε νέος αφηγητής έχει άσους στο μανίκι του, τρικ για να μας ξεγελάσει κι εμείς, ενώ πιανόμαστε «κορόιδα» όχι μόνο δεν θυμώνουμε με την μπαγαποντιά αλλά την ευχαριστιόμαστε κιόλας! Γιατί όσα θεωρούσαμε δεδομένα μέχρι κάποια στιγμή στην ταινία, ανατρέπονται. Γιατί οι εκπλήξεις διαδέχονται η μία την άλλη. Γιατί οι συμμαχίες ανά δύο είναι δυναμικές και μεταβαλλόμενες. Γιατί τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.
Οι ερωτικές σκηνές είναι και μπόλικες και αισθητικά υπέροχες. Δεν έχουμε περίπτωση La Vie D'Adele, δεν υπάρχει εκείνος ο άγριος ρεαλισμός εδώ, αλλά ο μπαγάσας ο σκηνοθέτης βγάζει ερωτισμό μην ξεπέφτοντας ποτέ στο επίπεδο του soft porno, που θα του χαντάκωνε το φιλμ. Οι ερωτικές σκηνές των δύο γυναικών είναι έξοχα ενταγμένες μέσα στο φιλμικό σώμα. Και οι αναγνώσεις ερωτικών περιπτύξεων στην «ιδιαίτερη», γεμάτη βιβλία της ερωτικής λογοτεχνίας, βιβλιοθήκη του «κολλημένου» και φετιχιστή θείου είναι άκρως ερεθιστικές.
Χορταστικό, εξωστρεφές σινεμά, που κάνει και τις νύξεις του για την αιώνια κόντρα και έχθρα μεταξύ Γιαπωνέζων και Κορεατών. Αλλά, όπως και στην περίπτωση του The Neon Demon – όχι σε τόσο έντονο βαθμό εδώ – η ταινία δεν είναι για όλους. Κι αυτό επειδή υπάρχουν οι ερωτικές σκηνές που μπορούν να σκανδαλίσουν από τη μια, αλλά από την άλλη υπάρχουν και σκηνές βίαιες, γεμάτες αίμα, βασανιστήρια, που θα τρομάξουν τους λιγότερο συνηθισμένους σε τέτοια θεάματα. Είναι τόσο ωραίο όμως το θρίλερ αυτό ρε παιδιά! Τόσο έξυπνο το σχόλιο του σκηνοθέτη πάνω στο βλέμμα, την ερωτική επιθυμία, την αφήγηση. Η απάντηση του Park σε κάθε ερώτημα είναι: «Κάντε έρωτα κι όχι πόλεμο». Κι αφού ο «πόλεμος» είναι για τα αγοράκια, ο «έρωτας» είναι για τα κοριτσάκια. Από τις καλύτερες ταινίες που είδαμε στο φεστιβάλ των Καννών και μάλλον η πιο γκαβλιάρικη ταινία της χρονιάς!
Η υπόθεση: 1930. Η Κορέα βρίσκεται υπό ιαπωνική κατοχή. Μια νεαρή, ορφανή και όμορφη Κορεάτισσα, η Σούκι, προσλαμβάνεται ως υπηρέτρια μιας πλούσιας καλλονής Γιαπωνέζας κληρονόμου, της Χίντεκο, η οποία ζει απομονωμένη και σχεδόν αποκλεισμένη σε ένα υπέροχο ανάκτορο, μακριά από κατοικημένη περιοχή, μαζί με τον επιβλητικό και αυταρχικό Κορεάτη θείο της, τον Κουζούκι. Η Σούκι, όμως, κρύβει ένα μυστικό. Στην πραγματικότητα είναι μια κλέφτρα την οποία προσέλαβε ένας απατεώνας συμπατριώτης της, που υποδύεται έναν Γιαπωνέζο κόμη.
Σκοπός του απατεώνα είναι να τον βοηθήσει η Σούκι (με το αζημίωτο) να αποπλανήσει την Χίντεκο, να τον ερωτευθεί, να την κάνει να τον αρραβωνιαστεί, να της αρπάξει την περιουσία και ακολούθως να την κλείσει σε ένα τρελάδικο, απαλλασσόμενος για πάντα από την παρουσία της. Το σχέδιο φαίνεται να βαδίζει έτσι όπως έχει καταστρωθεί. Ή μήπως όχι; Μήπως εντωμεταξύ άλλες συμμαχίες έχουν διαμορφωθεί; Πώς μπορεί ένας αναπάντεχος έρωτας να ανατρέψει τα πάντα;
Η άποψή μας: Λατρεύουμε Park Chan-wook. 12 χρόνια μετά τον θρίαμβό του στο φεστιβάλ των Καννών, όπου τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής για το «Oldboy» (το καλό, όχι το ριμέικ – χλαπάτσα του Spike Lee) επιστρέφει με μια ταινία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αποδεικνύοντας ότι η ύφεση στην καριέρα του με τις ημι-αποτυχίες που ακολούθησαν (γύρισε άλλες τέσσερις ταινίες μεταξύ των δύο φιλμ) είναι πλέον παρελθόν. Η ταινία του είναι υπέροχη να τη βλέπεις, φανταστική να την ακούς, σπουδαία να τη νιώθεις, ενδιαφέρουσα να τη σκέφτεσαι.
Παραγωγή, διεύθυνση φωτογραφίας, μουσική (του Jo Yeong-wook, εκ των μονίμων συνεργατών του Park, που εδώ μάλλον δημιούργησε το αριστούργημά του), σκηνογραφία, μοντάζ, όλα είναι υψηλότατου επιπέδου και πιάνουν πολύ μεγάλες επιδόσεις. Το μεγάλο ατού του Νοτιοκορεάτη δημιουργού, όμως, πέρα από το να στήνει μια εξαιρετική ατμόσφαιρα, είναι η ικανότητά του στο storytelling. Παρακολουθείς την ταινία – που είναι διάρκειας σχεδόν δυόμιση ωρών – και δεν υπάρχει ούτε ένα λεπτό το οποίο να σε κάνει να βαριέσαι. Η μία εκπληκτικής σύνθεσης σκηνή ακολουθεί την άλλη και ο θεατής με ανοιχτό το στόμα και με καρδιά που χτυπάει δυνατά δεν ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει, τι να πρωτοθαυμάσει, με τι να... «φτιαχτεί» περισσότερο!
Χωρισμένη σε τρία κεφάλαια (όπως και το βιβλίο), η ταινία κάνει τον θεατή να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του σε κάθε επόμενο κεφάλαιο σε σχέση με το προηγούμενο! Κι αυτό επειδή κάθε φορά βλέπουμε την ιστορία ιδωμένη μέσα από το μάτι ενός άλλου από τους τρεις βασικούς ήρωες της ταινίας. Και ο κάθε νέος αφηγητής έχει άσους στο μανίκι του, τρικ για να μας ξεγελάσει κι εμείς, ενώ πιανόμαστε «κορόιδα» όχι μόνο δεν θυμώνουμε με την μπαγαποντιά αλλά την ευχαριστιόμαστε κιόλας! Γιατί όσα θεωρούσαμε δεδομένα μέχρι κάποια στιγμή στην ταινία, ανατρέπονται. Γιατί οι εκπλήξεις διαδέχονται η μία την άλλη. Γιατί οι συμμαχίες ανά δύο είναι δυναμικές και μεταβαλλόμενες. Γιατί τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.
Οι ερωτικές σκηνές είναι και μπόλικες και αισθητικά υπέροχες. Δεν έχουμε περίπτωση La Vie D'Adele, δεν υπάρχει εκείνος ο άγριος ρεαλισμός εδώ, αλλά ο μπαγάσας ο σκηνοθέτης βγάζει ερωτισμό μην ξεπέφτοντας ποτέ στο επίπεδο του soft porno, που θα του χαντάκωνε το φιλμ. Οι ερωτικές σκηνές των δύο γυναικών είναι έξοχα ενταγμένες μέσα στο φιλμικό σώμα. Και οι αναγνώσεις ερωτικών περιπτύξεων στην «ιδιαίτερη», γεμάτη βιβλία της ερωτικής λογοτεχνίας, βιβλιοθήκη του «κολλημένου» και φετιχιστή θείου είναι άκρως ερεθιστικές.
Χορταστικό, εξωστρεφές σινεμά, που κάνει και τις νύξεις του για την αιώνια κόντρα και έχθρα μεταξύ Γιαπωνέζων και Κορεατών. Αλλά, όπως και στην περίπτωση του The Neon Demon – όχι σε τόσο έντονο βαθμό εδώ – η ταινία δεν είναι για όλους. Κι αυτό επειδή υπάρχουν οι ερωτικές σκηνές που μπορούν να σκανδαλίσουν από τη μια, αλλά από την άλλη υπάρχουν και σκηνές βίαιες, γεμάτες αίμα, βασανιστήρια, που θα τρομάξουν τους λιγότερο συνηθισμένους σε τέτοια θεάματα. Είναι τόσο ωραίο όμως το θρίλερ αυτό ρε παιδιά! Τόσο έξυπνο το σχόλιο του σκηνοθέτη πάνω στο βλέμμα, την ερωτική επιθυμία, την αφήγηση. Η απάντηση του Park σε κάθε ερώτημα είναι: «Κάντε έρωτα κι όχι πόλεμο». Κι αφού ο «πόλεμος» είναι για τα αγοράκια, ο «έρωτας» είναι για τα κοριτσάκια. Από τις καλύτερες ταινίες που είδαμε στο φεστιβάλ των Καννών και μάλλον η πιο γκαβλιάρικη ταινία της χρονιάς!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 13 Οκτωβρίου 2016 από την AMA Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική