του John Carney. Με τους Ferdia Walsh-Peelo, Lucy Boynton, Jack Reynor, Aidan Gillen, Maria Doyle Kennedy, Mark McKenna, Kelly Thornton, Ian Kenny, Ben Carolan, Percy Chamburuka
Ένα... boyband με ψυχή και... @ρχίδι@!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Οι Ιρλανδοί είναι φίλοι μας – στ' αλήθεια όμως, όχι σαν τους Γερμανούς!
Κάθε γενιά αποθεώνει τη δεκαετία στην οποία πέρασε την εφηβεία της. Τη δεκαετία στην οποία ενηλικιώθηκε. Κι ας ήταν... σκατά εκείνες οι μέρες, εκείνες οι νύχτες, εκείνα τα χρόνια, τη στιγμή που τα βίωνε. Μάλλον είναι μια άμυνα των ανθρώπων όλο αυτό: νοσταλγούμε το παρελθόν και το ωραιοποιούμε ενώ παράλληλα και ταυτόχρονα κράζουμε το παρόν. Γιατί; Μα γιατί δεν ήμαστε νέοι πια. Οι εξελίξεις μας έχουν ξεπεράσει, ο χρόνος μας έχει κάνει πέρα κι εμείς δεν καταλαβαίνουμε, δεν «νιώθουμε». Οι γονείς μου: «Α, τι ωραία χρόνια εκείνα στα οποία ήμασταν νέοι». Ναι, οι συγκεκριμένοι μάλιστα πέρασαν και πόλεμο, τον Β' Παγκόσμιο, Εμφύλιο, φτώχεια, εξορία, αλλά να μωρέ, τι σχέση έχουν εκείνα τα χρόνια με το σήμερα; Καμία! Τα αδέλφια μου (έχουμε 13 χρόνια διαφορά): «Τι βλακείες ακούς και βλέπεις; Εμείς ακούγαμε Beatles, Rolling Stones, Σαββόπουλο, βλέπαμε Αντονιόνι, Φελίνι, τι σχέση έχουν τα '60's και τα '70's με το σήμερα;». Καμία! Γεγονός! Εμείς παίζαμε στα ουφάδικα πάκμαν και φλιπεράκια. Βλέπω την κόρη μου: αν την αφήσεις με ένα τάμπλετ και δεν της πεις κάτι, μπορεί και όλη την μέρα να... παίζει μ' αυτό. «Μα τι είναι αυτά με τα οποία παίζεις πουλάκι μου; Εμείς παίζαμε με άλλα, ωραία παιχνίδια». Και ξαφνικά γίνεσαι ο αδελφός σου, ο μπαμπάς σου, ο παππούς σου... Οπότε η νοσταλγία, νοσταλγία: βάλσαμο για εμάς που τη νιώθουμε, ενόχληση για τους νεώτερους που... δεν προλαβαίνουν να νοσταλγήσουν αφού προτιμούν να ζουν. Καλά ξηγιούνται...
Τα έφερε έτσι η συγκυρία ώστε μέσα σε λίγες βδομάδες να βγαίνουν στη χώρα μας δύο διαφορετικές ταινίες που αποθεώνουν τα '80's! Το «Όλοι θέλουν από λίγο!!» του Richard Linklater από ΗΠΑ μεριά, βγήκε στις αίθουσες στις 18 Αυγούστου. Και τώρα αυτό, το Sing Street από Ιρλανδία μεριά, βγήκε στις αίθουσες την πρώτη του Σεπτέμβρη! Αν προσθέσουμε και το τηλεοπτικό φαινόμενο «Stranger Things» καταλαβαίνετε πως εμείς οι 40something (εντάξει, και βάλε!) την έχουμε κάνει «λαχείο» (για να χρησιμοποιήσω μια παρωχημένη έκφραση της εποχής μου!). Πχ, προσωπικά, λίγο απέχω θεωρητικά – και κυρίως ηλικιακά, από τον Κόνορ, που βλέπουμε να πρωταγωνιστεί στην ταινία: εκείνος το 1985 ήταν 14 ετών, εγώ 16! Και γνώρισα και μοντέλο εκείνη την εποχή, σε τρένο του ΟΣΕ με το οποίο πήγαμε ως Β' Λύκειο Σερρών ημερήσια εκδρομή στη Δράμα! Η οποία αργότερα στέφθηκε και Σταρ Ελλάς! Αλλά, φευ, τραγούδι δεν της έγραψα! Κι ας ξημεροβραδιαζόμουν ακούγοντας Πετρίδη στο Πρώτο Πρόγραμμα (με τη συμμετοχή του Παναγιώτη Τιμογιαννάκη από κάποιο σημείο και μετά, έτσι;) ή Άκη Έβενη αλλά και βλέποντας με μανία Μουσικόραμα. Από τότε τις ευαισθησίες μου της ικανοποιούσα ως λήπτης και ως σχολιαστής και ουχί ως δημιουργός...
Η υπόθεση: Δουβλίνο, 1985. Ο Κόνορ είναι ένα 14χρονο ευαίσθητο αγόρι, που ακούει τους γονείς του να μαλώνουν συνέχεια, που θαυμάζει τον μεγαλύτερο αδελφό του για τις μουσικές του γνώσεις και τη δισκοθήκη του και που στηρίζει την αδελφή του, η οποία θέλει να γίνει αρχιτεκτόνισσα. Λόγω οικονομικών δυσκολιών οι γονείς του αλλάζουν σχολείο στον Κόνορ και τον στέλνουν σε ένα σκληρό, καθολικό, αρρένων, που διευθύνεται από την εκκλησία, με καθηγητές παπάδες. Έχοντας να αντιμετωπίσει ένα νέο, καθόλου ευχάριστο περιβάλλον αλλά και το απαραίτητο μπούλινγκ, ο Κόνορ τραβάει ζόρι. Έως ότου συναντά την κατάτι μεγαλύτερή του Ραφίνα.
Η Ραφίνα δεν πάει σχολείο, ζει σε άσυλο κοριτσιών, επιδιώκει να γίνει μοντέλο και όνειρό της είναι να πάει στο Λονδίνο – όνειρο τόσων και τόσων νεαρών συμπατριωτών της. Ο Κόνορ με περισσό θράσος την πλησιάζει και της ζητάει να πρωταγωνιστήσει στο βιντεοκλίπ του συγκροτήματός του. Η Ραφίνα δέχεται. Υπάρχει, όμως, ένα πρόβλημα: δεν υπάρχει συγκρότημα! Αυτό, όμως, δεν αποθαρρύνει τον Κόνορ. Αφού αλλάξει το όνομά του στο καλλιτεχνικότερο Κόσμο στήνει ένα συγκρότημα με τη βοήθεια ενός συμμαθητή του με επιχειρηματικό μυαλό. Έτσι γεννιούνται οι Sing Street! O Κόσμο είναι τρελά ερωτευμένος με την Ραφίνα. Θα καταφέρει να την κατακτήσει;
Η άποψή μας: είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί μόνος του ο John Carney και η τρίτη μουσικού περιεχομένου μετά τα «Μια φορά» (Once, 2007) και «Πάρ' το από την αρχή» (Begin Again, 2013). Μοιάζει αρκετά ως κόνσεπτ με το «We Are the Best!» (2013) του Lukas Moodysson και θαρρείς ότι θα μπορούσε να είναι ένα πιο εφηβικό «The Commitments» (1991) του Alan Parker (αλήθεια, τι κάνει αυτή η ψυχή;). Μάλιστα, η Maria Doyle Kennedy, που στο «Sing Street» υποδύεται τη μητέρα του Κόνορ, 25 χρόνια πριν, κατά πολύ νεώτερη δηλαδή, έκανε back vocals και πρωταγωνιστούσε στην ταινία του Parker! Όπως και να έχει σε τούτο το κείμενο δεν θα είμαστε καθόλου αντικειμενικοί. Η αλήθεια είναι πως επαναλαμβάνομαι αλλά έτσι κι αλλιώς υποστηρίζω πως δεν υπάρχει αντικειμενικότητα στην τέχνη. Ο κάθε θεατής κρίνει την κάθε ταινία με βάση τα βιώματά του, τις προσλαμβάνουσές του, τις γνώσεις του (ναι, γιατί υπάρχουν πολλαπλές αναφορές στις ταινίες), τους... φίλους του και με βάση το κατά πόσο εύκολα επηρεάζεται από όσα διαβάζει ή βλέπει ή ακούει ή μαθαίνει. Ο Κόνορ πχ επηρεάζεται εμφανώς από τον αδελφό του. Δεν θα ήταν ο ίδιος άνθρωπος αν δεν είχε τον Μπρένταν (απολαυστικός στο ρόλο ο μακρυμάλλης για την περίσταση Jack Reynor) να τον μυεί στον κόσμο της μουσικής, να του δίνει συμβουλές, να του συμπαραστέκεται και να τον ταρακουνά.
Ο Carney σε αυτήν την ταινία επικεντρώνεται λίγο παραπάνω στο εν δυνάμει ειδύλλιο των δύο νέων και λιγότερο στη διαδικασία δημιουργίας τραγουδιών. Και είναι μάστορας στην αποτύπωση της εποχής. Και στη χαρακτηριολογία. Και στη συγγραφή διαλόγων αλλά και ατακών που... σκοτώνουν! Και στη δημιουργία σκηνών που σε κάνουν να γελάσεις. Πχ, βγάζουν πολύ γέλιο οι στιλιστικές επιλογές του συγκροτήματος κάθε φορά που μια μπάντα φαίνεται να τους επηρεάζει περισσότερο: πρώτα είναι οι Duran Duran, μετά είναι οι Cure, μετά είναι οι Spandau Ballet! Επίσης, τα γυρίσματα των πρωτολείων βιντεοκλίπ είναι ξεκαρδιστικά. Πχ, το γύρισμα για το πρώτο τους τραγούδι, «The Riddle of the Model» είναι απίθανο! Στολή καουμπόι, ο μαυρούλης που παίζει σινθεσάιζερ και θέλει να φανεί περισσότερο, ακόμα και καρναβαλίστικες μασέλες του δράκουλα βρίσκουν τον τρόπο να ενσωματωθούν λειτουργικά στο σκηνοθετικό... όραμα του μάνατζερ – παραγωγού – Καπετανίδη του συγκροτήματος!
Κι όλα αυτά ντυμένα με μια αθωότητα κι έναν ρομαντισμό όχι γλυκερά και σαν να έχουν υποστεί οι πρωταγωνιστές λοβοτομή αλλά εντελώς οργανικά δεμένα και με το περιβάλλον και με τις συνθήκες της εποχής. Η φτώχεια, η ενδοοικογενειακή βία, το μπούλινγκ, η μετανάστευση, όλα περνούν από τον φακό του Carney. Εκείνος όμως, εκεί, σταθερά, να μας δείχνει τις προσπάθειες του Κόσμο να κατακτήσει τη Ραφίνα. Την έξυπνη Ραφίνα, την όμορφη Ραφίνα, τη Ραφίνα που σκέφτεται πιο ώριμα από την ηλικία της, τη Ραφίνα που όταν τη βλέπει στα μάτια βυθίζεται σε θάλασσες. Η Lucy Boynton δίνει ρέστα στο ρόλο της Ραφίνα – κι ας είναι η μόνη Αγγλίδα μέσα σε όλους αυτούς τους τρελο-Ιρλανδούς! Η 22χρονη ηθοποιός με την coup αλά Pat Benatar και μια κινηματογραφική καριέρα που τώρα ουσιαστικά ξεκινάει, κερδίζει τις εντυπώσεις τόσο με την εμφάνισή της όσο και με την ερμηνεία της.
Και κάνει απίστευτο ζευγάρι δίπλα στον κοκκινομάγουλο Κόνορ του Ferdia Walsh-Peelo, στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, στην οποία δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερος! Η ταινία έχει προβληματάκια: κάποιοι δεύτεροι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται καθόλου ενώ και η σκηνή στη συναυλία με τις μάσκες του παπά – διευθυντή του σχολείου δεν «δικαιολογείται» ακριβώς: λογικά, έφυγαν κάποιες σκηνές στο μοντάζ γι' αυτό και η αίσθηση μη πληρότητας, όπως κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον χαρακτήρα του νταή, που δεν ολοκληρώνεται κατά πως πρέπει. Μικρό το κακό. Κι αυτό γιατί η ταινία είναι ότι πιο feelgood θα βρείτε εκεί έξω. Μια ταινία που σε κάνει να θέλεις να χορέψεις (τα πρωτότυπα τραγούδια των Sing Street είναι δημιουργίες του John Carney και του Gary Clark κατά βάση), να θέλεις να τραγουδήσεις, να θέλεις να γελάσεις, να θέλεις να γίνεις 15 χρόνων ξανά και να ερωτευτείς για πρώτη φορά ξανά. Και να τολμήσεις να ξανοιχτείς σε θάλασσες με βάρκα την ελπίδα. Ξανά, όπως τότε. Όχι όπως τώρα. Τι ωραία ταινία ρε παιδιά!
Η υπόθεση: Δουβλίνο, 1985. Ο Κόνορ είναι ένα 14χρονο ευαίσθητο αγόρι, που ακούει τους γονείς του να μαλώνουν συνέχεια, που θαυμάζει τον μεγαλύτερο αδελφό του για τις μουσικές του γνώσεις και τη δισκοθήκη του και που στηρίζει την αδελφή του, η οποία θέλει να γίνει αρχιτεκτόνισσα. Λόγω οικονομικών δυσκολιών οι γονείς του αλλάζουν σχολείο στον Κόνορ και τον στέλνουν σε ένα σκληρό, καθολικό, αρρένων, που διευθύνεται από την εκκλησία, με καθηγητές παπάδες. Έχοντας να αντιμετωπίσει ένα νέο, καθόλου ευχάριστο περιβάλλον αλλά και το απαραίτητο μπούλινγκ, ο Κόνορ τραβάει ζόρι. Έως ότου συναντά την κατάτι μεγαλύτερή του Ραφίνα.
Η Ραφίνα δεν πάει σχολείο, ζει σε άσυλο κοριτσιών, επιδιώκει να γίνει μοντέλο και όνειρό της είναι να πάει στο Λονδίνο – όνειρο τόσων και τόσων νεαρών συμπατριωτών της. Ο Κόνορ με περισσό θράσος την πλησιάζει και της ζητάει να πρωταγωνιστήσει στο βιντεοκλίπ του συγκροτήματός του. Η Ραφίνα δέχεται. Υπάρχει, όμως, ένα πρόβλημα: δεν υπάρχει συγκρότημα! Αυτό, όμως, δεν αποθαρρύνει τον Κόνορ. Αφού αλλάξει το όνομά του στο καλλιτεχνικότερο Κόσμο στήνει ένα συγκρότημα με τη βοήθεια ενός συμμαθητή του με επιχειρηματικό μυαλό. Έτσι γεννιούνται οι Sing Street! O Κόσμο είναι τρελά ερωτευμένος με την Ραφίνα. Θα καταφέρει να την κατακτήσει;
Η άποψή μας: είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί μόνος του ο John Carney και η τρίτη μουσικού περιεχομένου μετά τα «Μια φορά» (Once, 2007) και «Πάρ' το από την αρχή» (Begin Again, 2013). Μοιάζει αρκετά ως κόνσεπτ με το «We Are the Best!» (2013) του Lukas Moodysson και θαρρείς ότι θα μπορούσε να είναι ένα πιο εφηβικό «The Commitments» (1991) του Alan Parker (αλήθεια, τι κάνει αυτή η ψυχή;). Μάλιστα, η Maria Doyle Kennedy, που στο «Sing Street» υποδύεται τη μητέρα του Κόνορ, 25 χρόνια πριν, κατά πολύ νεώτερη δηλαδή, έκανε back vocals και πρωταγωνιστούσε στην ταινία του Parker! Όπως και να έχει σε τούτο το κείμενο δεν θα είμαστε καθόλου αντικειμενικοί. Η αλήθεια είναι πως επαναλαμβάνομαι αλλά έτσι κι αλλιώς υποστηρίζω πως δεν υπάρχει αντικειμενικότητα στην τέχνη. Ο κάθε θεατής κρίνει την κάθε ταινία με βάση τα βιώματά του, τις προσλαμβάνουσές του, τις γνώσεις του (ναι, γιατί υπάρχουν πολλαπλές αναφορές στις ταινίες), τους... φίλους του και με βάση το κατά πόσο εύκολα επηρεάζεται από όσα διαβάζει ή βλέπει ή ακούει ή μαθαίνει. Ο Κόνορ πχ επηρεάζεται εμφανώς από τον αδελφό του. Δεν θα ήταν ο ίδιος άνθρωπος αν δεν είχε τον Μπρένταν (απολαυστικός στο ρόλο ο μακρυμάλλης για την περίσταση Jack Reynor) να τον μυεί στον κόσμο της μουσικής, να του δίνει συμβουλές, να του συμπαραστέκεται και να τον ταρακουνά.
Ο Carney σε αυτήν την ταινία επικεντρώνεται λίγο παραπάνω στο εν δυνάμει ειδύλλιο των δύο νέων και λιγότερο στη διαδικασία δημιουργίας τραγουδιών. Και είναι μάστορας στην αποτύπωση της εποχής. Και στη χαρακτηριολογία. Και στη συγγραφή διαλόγων αλλά και ατακών που... σκοτώνουν! Και στη δημιουργία σκηνών που σε κάνουν να γελάσεις. Πχ, βγάζουν πολύ γέλιο οι στιλιστικές επιλογές του συγκροτήματος κάθε φορά που μια μπάντα φαίνεται να τους επηρεάζει περισσότερο: πρώτα είναι οι Duran Duran, μετά είναι οι Cure, μετά είναι οι Spandau Ballet! Επίσης, τα γυρίσματα των πρωτολείων βιντεοκλίπ είναι ξεκαρδιστικά. Πχ, το γύρισμα για το πρώτο τους τραγούδι, «The Riddle of the Model» είναι απίθανο! Στολή καουμπόι, ο μαυρούλης που παίζει σινθεσάιζερ και θέλει να φανεί περισσότερο, ακόμα και καρναβαλίστικες μασέλες του δράκουλα βρίσκουν τον τρόπο να ενσωματωθούν λειτουργικά στο σκηνοθετικό... όραμα του μάνατζερ – παραγωγού – Καπετανίδη του συγκροτήματος!
Κι όλα αυτά ντυμένα με μια αθωότητα κι έναν ρομαντισμό όχι γλυκερά και σαν να έχουν υποστεί οι πρωταγωνιστές λοβοτομή αλλά εντελώς οργανικά δεμένα και με το περιβάλλον και με τις συνθήκες της εποχής. Η φτώχεια, η ενδοοικογενειακή βία, το μπούλινγκ, η μετανάστευση, όλα περνούν από τον φακό του Carney. Εκείνος όμως, εκεί, σταθερά, να μας δείχνει τις προσπάθειες του Κόσμο να κατακτήσει τη Ραφίνα. Την έξυπνη Ραφίνα, την όμορφη Ραφίνα, τη Ραφίνα που σκέφτεται πιο ώριμα από την ηλικία της, τη Ραφίνα που όταν τη βλέπει στα μάτια βυθίζεται σε θάλασσες. Η Lucy Boynton δίνει ρέστα στο ρόλο της Ραφίνα – κι ας είναι η μόνη Αγγλίδα μέσα σε όλους αυτούς τους τρελο-Ιρλανδούς! Η 22χρονη ηθοποιός με την coup αλά Pat Benatar και μια κινηματογραφική καριέρα που τώρα ουσιαστικά ξεκινάει, κερδίζει τις εντυπώσεις τόσο με την εμφάνισή της όσο και με την ερμηνεία της.
Και κάνει απίστευτο ζευγάρι δίπλα στον κοκκινομάγουλο Κόνορ του Ferdia Walsh-Peelo, στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, στην οποία δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερος! Η ταινία έχει προβληματάκια: κάποιοι δεύτεροι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται καθόλου ενώ και η σκηνή στη συναυλία με τις μάσκες του παπά – διευθυντή του σχολείου δεν «δικαιολογείται» ακριβώς: λογικά, έφυγαν κάποιες σκηνές στο μοντάζ γι' αυτό και η αίσθηση μη πληρότητας, όπως κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον χαρακτήρα του νταή, που δεν ολοκληρώνεται κατά πως πρέπει. Μικρό το κακό. Κι αυτό γιατί η ταινία είναι ότι πιο feelgood θα βρείτε εκεί έξω. Μια ταινία που σε κάνει να θέλεις να χορέψεις (τα πρωτότυπα τραγούδια των Sing Street είναι δημιουργίες του John Carney και του Gary Clark κατά βάση), να θέλεις να τραγουδήσεις, να θέλεις να γελάσεις, να θέλεις να γίνεις 15 χρόνων ξανά και να ερωτευτείς για πρώτη φορά ξανά. Και να τολμήσεις να ξανοιχτείς σε θάλασσες με βάρκα την ελπίδα. Ξανά, όπως τότε. Όχι όπως τώρα. Τι ωραία ταινία ρε παιδιά!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 3 Σεπτεμβρίου 2016 από την Spentzos Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική