του John Moore. Με τους Pierce Brosnan, James Frecheville, Anna Friel, Stefanie Scott, Michael Nyqvist, Adam Fergus, Jason Barry, Clare-Hope Ashitey
Στερείται σοβαρότητας!
του zerVo (@moviesltd)
Άντε και να συμφωνήσω πως γύρω από όλη αυτή, την όχι και φτηνή, παραγωγή, δεν βρέθηκε ούτε ένας που να δώσει μια τεχνική άποψη εμπειρογνώμονα και να τους πει πως όλα όσα πραγματεύεται η πλοκή, δεν είναι δυνατόν να συμβούν, ακόμη κι αν το ζητήσει ο ίδιος ο παθών. Μα δεν υπήρξε κάποιος, έστω ένας περαστικός με κοινή λογική, που να συνετίσει λίγο την κατάσταση και να συμβουλέψει τους οργανωτές του κινηματογραφικού (?) αυτού πρότζεκτ, πως το ρεαλιστικό κομμάτι της υπόθεσης, ξεχειλώνει τόσο πολύ σε φαντασία, ώστε περισσότερο σε κωμωδία να φέρνει, παρά σε περιπετειώδες θρίλερ?
Μεσήλικας μα ακόμη φιλόδοξος για να οδηγήσει την αεροπορική εταιρία που ηγείται ακόμη πιο ψηλά, ο μεγιστάνας Μάικ Ρίγκαν, έχει ακόμη μέσα του την φλόγα και το πάθος να οδηγήσει την επιχείρηση του στην κορυφή, μέσα από καινούργια και καινοτόμα μοντέλα πτήσεων. Έστω κι αν η παρουσία του στις ολοήμερες συναντήσεις του αποσπά μεγάλο μέρος από το 24ωρο του, εντούτοις πάντοτε βρίσκει τον χρόνο να βρίσκεται κοντά στην αγαπημένη του σύζυγο και την μόλις ενηλικιωθείσα θυγατέρα του, που πραγματικά λατρεύει.
Η αναπάντεχη γνωριμία του με έναν από τους πιο φρέσκους υπαλλήλους του, τον επιδιορθωτή δικτύων Εντ, θα σημάνει και την απαρχή της καταστροφής της προσωπικής του γαλήνης, αφού ο νεαρός κερδίζοντας αρχικά την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του αφεντικού του, θα εισέλθει στην πολυτελή του κατοικία και θα σπείρει παντού κοριούς και κάμερες που παρακολουθούν την ιδιωτική του καθημερινότητα. Σαν να μην φτάνει αυτό, η ρήξη που θα επέλθει ανάμεσα σε μπος και εργαζόμενο, λόγω της ανεξήγητης συμπεριφοράς του δεύτερου, θα έχει σαν συνέπεια, την δημοσιοποίηση σε όλο τον διαδικτυακό κόσμο, των προσωπικών στιγμών του, μέχρι τα χτες, ευτυχισμένου μπίζνεσμαν.
Τι θέλει να πιστέψουμε δηλαδή το σενάριο? Πως μέσα σε ελάχιστες ώρες ένας προβληματικός, ακόμη και αν θεωρείται τζίνιους, τύπος, καλωδίωσε μια απέραντη έπαυλη, περνώντας τα σήματα στον ιδιωτικό του υπολογιστή, χωρίς κανείς να πάρει πρέφα το παραμικρό. Πως κατοπινά καταφέρνει να πλησιάσει σαν να είναι ξαδέρφια τον δισεκατομμυριούχο, ο οποίος απλώς κινείται πέρα δώθε δίχως την παραμικρή παρουσία σωματοφύλακα. Ακολούθως πως μπαινοβγαίνει στο πανάκριβο σπιτικό, αυτού ακριβώς του Μίδα ανεξέλεγκτα, μιας και δεν υπάρχουν πόρτες, φύλακες, σκοποί και σεκιουριτάδες για να του φράξουν τον δρόμο. Και εντέλει καταστρέφει ολόκληρο το οικοδόμημα που είχε κτίσει ο (πρώην, εννοείται) εργοδότης του, ο οποίος ζητάει την βοήθεια των αστυνομικών αρχών κι εκείνοι τον αντιμετωπίζουν (τον πλούσιο...) με ειρωνεία του τύπου "ελάτε να συντάξουμε μια καταγγελία".
Φυσικά και η καινούργια ταινία του όχι ιδιαίτερα ευρηματικού σε ότι κι αν μας έχει προσφέρει John Moore, ούτε εδώ κάνει την διαφορά, αφού οι ακρότητες που περιγράφει πολύ γρήγορα αποσπούν την ματιά του θεατή από το πανί, στέλνοντας την στο καντράν του ρολογιού, να μετράει τα λεπτά μέχρι να πέσει η αυλαία. Αδύναμες στο να στηρίξουν έστω μια απλά αληθοφανή βάση οι θεματικές εμπνεύσεις, σχεδόν ανύπαρκτος ο τάχαμου paranoid μορφονιός κακός της ίντριγκας (ο James Frecheville είναι αυτός, που Pattersonφέρνει), πουθενά δεν υπάρχουν περιφερειακοί χαρακτήρες που να νοιάξουν κάποιον για το αν θα βγουν στο φινάλε σώοι από την σύρραξη. Μια πενιχρή ενεσούλα ενδιαφέροντος, προσθέτει προς το τέλος ο (αγνώριστος) Σουηδός Michael Nyqvist, ως ιδιωτικός ντετέκτιβ κι αυτός όμως εξαφανίζεται μονομιάς από το κάδρο, τόσο αστραπιαία, όπως ακριβώς εισήλθε.
Ιδιαίτερα φιλόδοξη η διοργάνωση ενός φιλμ, που επιθυμεί να συνδυάσει την hi tech υφή του Sliver, με το ανατριχιαστικό κλίμα του Unlawful Entry και το ακαταμάχητο σασπένς του Cape Fear. Εκείνο που εντέλει κατορθώνει το παντελώς φλατ και απελπιστικά ανακριβές I.T. είναι να μας πείσει πως στα 63 του χρόνια και μιάμιση δεκαετία μετά το κρέμασμα της στολής του Μποντ για πάντα στην ντουλάπα, ο Pierce Brosnan βρίσκεται ελάχιστα μόλις βήματα πριν και την προσωπική του συνταξιοδότηση. Ακόμη κι αν περνάει κάπως η μπογιά του αγέρωχου μπον βιβέρ, με τέτοιες ανούσιες ερμηνευτικές επιλογές ο Ιρλανδός, δεν φαίνεται να διαθέτει και πολύ μέλλον στο σινεμά...
Η αναπάντεχη γνωριμία του με έναν από τους πιο φρέσκους υπαλλήλους του, τον επιδιορθωτή δικτύων Εντ, θα σημάνει και την απαρχή της καταστροφής της προσωπικής του γαλήνης, αφού ο νεαρός κερδίζοντας αρχικά την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του αφεντικού του, θα εισέλθει στην πολυτελή του κατοικία και θα σπείρει παντού κοριούς και κάμερες που παρακολουθούν την ιδιωτική του καθημερινότητα. Σαν να μην φτάνει αυτό, η ρήξη που θα επέλθει ανάμεσα σε μπος και εργαζόμενο, λόγω της ανεξήγητης συμπεριφοράς του δεύτερου, θα έχει σαν συνέπεια, την δημοσιοποίηση σε όλο τον διαδικτυακό κόσμο, των προσωπικών στιγμών του, μέχρι τα χτες, ευτυχισμένου μπίζνεσμαν.
Τι θέλει να πιστέψουμε δηλαδή το σενάριο? Πως μέσα σε ελάχιστες ώρες ένας προβληματικός, ακόμη και αν θεωρείται τζίνιους, τύπος, καλωδίωσε μια απέραντη έπαυλη, περνώντας τα σήματα στον ιδιωτικό του υπολογιστή, χωρίς κανείς να πάρει πρέφα το παραμικρό. Πως κατοπινά καταφέρνει να πλησιάσει σαν να είναι ξαδέρφια τον δισεκατομμυριούχο, ο οποίος απλώς κινείται πέρα δώθε δίχως την παραμικρή παρουσία σωματοφύλακα. Ακολούθως πως μπαινοβγαίνει στο πανάκριβο σπιτικό, αυτού ακριβώς του Μίδα ανεξέλεγκτα, μιας και δεν υπάρχουν πόρτες, φύλακες, σκοποί και σεκιουριτάδες για να του φράξουν τον δρόμο. Και εντέλει καταστρέφει ολόκληρο το οικοδόμημα που είχε κτίσει ο (πρώην, εννοείται) εργοδότης του, ο οποίος ζητάει την βοήθεια των αστυνομικών αρχών κι εκείνοι τον αντιμετωπίζουν (τον πλούσιο...) με ειρωνεία του τύπου "ελάτε να συντάξουμε μια καταγγελία".
Φυσικά και η καινούργια ταινία του όχι ιδιαίτερα ευρηματικού σε ότι κι αν μας έχει προσφέρει John Moore, ούτε εδώ κάνει την διαφορά, αφού οι ακρότητες που περιγράφει πολύ γρήγορα αποσπούν την ματιά του θεατή από το πανί, στέλνοντας την στο καντράν του ρολογιού, να μετράει τα λεπτά μέχρι να πέσει η αυλαία. Αδύναμες στο να στηρίξουν έστω μια απλά αληθοφανή βάση οι θεματικές εμπνεύσεις, σχεδόν ανύπαρκτος ο τάχαμου paranoid μορφονιός κακός της ίντριγκας (ο James Frecheville είναι αυτός, που Pattersonφέρνει), πουθενά δεν υπάρχουν περιφερειακοί χαρακτήρες που να νοιάξουν κάποιον για το αν θα βγουν στο φινάλε σώοι από την σύρραξη. Μια πενιχρή ενεσούλα ενδιαφέροντος, προσθέτει προς το τέλος ο (αγνώριστος) Σουηδός Michael Nyqvist, ως ιδιωτικός ντετέκτιβ κι αυτός όμως εξαφανίζεται μονομιάς από το κάδρο, τόσο αστραπιαία, όπως ακριβώς εισήλθε.
Ιδιαίτερα φιλόδοξη η διοργάνωση ενός φιλμ, που επιθυμεί να συνδυάσει την hi tech υφή του Sliver, με το ανατριχιαστικό κλίμα του Unlawful Entry και το ακαταμάχητο σασπένς του Cape Fear. Εκείνο που εντέλει κατορθώνει το παντελώς φλατ και απελπιστικά ανακριβές I.T. είναι να μας πείσει πως στα 63 του χρόνια και μιάμιση δεκαετία μετά το κρέμασμα της στολής του Μποντ για πάντα στην ντουλάπα, ο Pierce Brosnan βρίσκεται ελάχιστα μόλις βήματα πριν και την προσωπική του συνταξιοδότηση. Ακόμη κι αν περνάει κάπως η μπογιά του αγέρωχου μπον βιβέρ, με τέτοιες ανούσιες ερμηνευτικές επιλογές ο Ιρλανδός, δεν φαίνεται να διαθέτει και πολύ μέλλον στο σινεμά...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 22 Σεπτεμβρίου 2016 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική