του Woody Allen. Με τους Jesse Eisenberg, Kristen Stewart, Steve Carell, Blake Lively, Corey Stoll, Parker Posey, Sheryl Lee, Anna Camp, Paul Schneider
"Όνειρα, πουλιά μου ταξιδιάρικα"
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Από τα ραντεβού στο σινεμά που δεν χάνονται
Allan Stewart Konigsberg. Γεννημένος στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης την πρώτη του Δεκέμβρη του 1935 – οπότε, ετών 81. Η καριέρα του ως σκηνοθέτη ξεκίνησε... παράξενα: το 1966 πήρε τη γιαπωνέζικη ταινία «Kokusai himitsu keisatsu: Kagi no kagi», η οποία ήταν ένα θρίλερ για ένα χαμένο μικροφίλμ και τη μετέτρεψε σε κωμωδία για μια χαμένη συνταγή για... αβγοσαλάτα, ουσιαστικά υποτιτλίζοντας την ταινία στα αγγλικά με ότι να 'ναι διαλόγους! Αυτό! Έτσι προέκυψε το «What's Up, Tiger Lily?» (1966), που, μεταξύ μας, πολύ θα ήθελα να το δω! Τρία χρόνια μετά σκηνοθετεί το «Ζητείται εγκέφαλος για ληστεία» (Take the Money and Run, 1969). Μέχρι το 1980 σκηνοθέτησε άλλες οχτώ ταινίες. Από το 1982 γυρίζει μία ταινία κάθε χρόνο, ενώ μία χρονια, και συγκεκριμένα το 1987, γύρισε δύο!
Αυτή είναι η... 46η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί και δεν ξέρω τι εισαγωγή θα ετοιμάσουμε για την ταινία του που θα βγει του χρόνου τέτοια εποχή! Να είναι καλά ο άνθρωπος, καθώς αυτή είναι η πέμπτη συνεχόμενη χρονιά που ταινία του κατά μία έννοια σηματοδοτεί την έναρξη της χειμερινής κινηματογραφικής σεζόν στη χώρα μας, κι ας κάνει πιένες στα θερινά σινεμά! Άλλοτε γκρινιάζουμε άλλοτε επευθυμούμε άλλοτε μένουμε ψιλοαδιάφοροι με τις επιδόσεις του, όλοι όμως όσοι αγαπάμε το σινεμά δεν το χάνουμε το ραντεβού μας με τον Woody Allen! Στην περίπτωσή μου, είναι ο μόνος σκηνοθέτης του οποίου έχω δει σχεδόν όλες του τις ταινίες! Εκτός από την πρώτη και το «Σεξοκωμωδία θερινής νύχτας» (A Midsummer Night's Sex Comedy, 1982). Κάτι λέει αυτό, έτσι;
Κάτι λέει το γεγονός ότι ο άνθρωπος βρίσκεται μόλις τέσσερις ταινίες μακριά από το να έχει φιλμογραφία με 50 μεγάλου μήκους ταινίες! Δεν ξέρω άλλο σκηνοθέτη του βεληνεκούς του που να έχει γυρίσει τόσες πολλές ταινίες! Και φέτος θα δούμε και τηλεοπτική σειρά που ετοιμάζει! Ο άνθρωπος είναι αστείρευτος και μακάρι να είχαμε περισσότερους σαν αυτόν. Είχαμε και στην Ελλάδα μια ανάλογη περίπτωση, εκείνη του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ο οποίος όμως μας την έκανε την κατσκαρίκα και εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο...
Η υπόθεση: Μεσοπόλεμος. Η κινηματογραφική βιομηχανία στο Χόλιγουντ θάλλει και ο Μπόμπι Ντόρφμαν, ένας νεαρός Εβραίος Νεοϋορκέζος από το Μπρονξ, αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του στη Δυτική Ακτή. Ζητάει δουλειά από τον Φιλ Στερν, αδελφό της μητέρας του και μέγα ατζέντη, που κινείται μεταξύ πάρτι, προβολών, συναντήσεων και κλείνοντας ντίλια! Με τα πολλά ο Φιλ δίνει δουλειά στον Μπόμπι και ζητάει από την όμορφη γραμματέα του, την Βόνι, να ξεναγήσει τον νεαρό στο Λος Άντζελες. Οι δύο συνομήλικοι έλκονται μεταξύ τους και ερωτεύονται. Όμως, η Βόνι έχει σχέση με κάποιον άλλο άντρα. Κι όταν τεθεί ζήτημα επιλογής, θα επιλέξει εκείνον.
Ο Μπόμπι, βλέποντας την ψευτιά και τη δηθενιά του Χόλιγουντ αλλά βιώνοντας και έντονη ερωτική απογοήτευση, επιστρέφει στην αγαπημένη του Νέα Υόρκη, προσκαλεσμένος από τον γκάνγκσερ σε ανοδική φάση αδελφό του, να διευθύνει το νυχτερινό του κέντρο. Και ο Μπόμπι θα ανεβεί κοινωνικά και οικονομικά, θα παντρευτεί και θα κάνει οικογένεια. Την Βόνι, όμως, κατά πως φαίνεται, δεν μπορεί να την ξεπεράσει...
Η άποψή μας: Βγαίνοντας από την αίθουσα όπου παρακολούθησα την ταινία άκουσα έναν κύριο να διερωτάται μεγαλοφώνως απευθυνόμενος στην παρέα του: «και τελικά, ποιος κέρδισε από όλη αυτήν την ιστορία;». Έλα μου ντε! Ζούμε σε μια κοινωνία στοχοπροσηλωμένη. Υπέρτατος στόχος, το κέρδος! Υπέρτατη αξία, το χρήμα! Ευλόγως δημιουργούνται τέτοιες απορίες. Τα καλά του καπιταλισμού! Το κέρδος σύμφωνα με τις επιταγές και τις ανάγκες της αγοράς, όχι σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων. Ο Woody Allen εδώ δεν πρωτοτυπεί ούτε πετυχαίνει καμία πολύ υψηλή επίδοση. Είναι ολοφάνερη, όμως, η πίκρα του. Και καθώς μεγαλώνει χάνει και τις όποιες βεβαιότητες που είχε! Αιωρείται θαρρείς μεταξύ καταστάσεων, φιλοσοφιών, θρησκειών, αντιλήψεων, επιλογών και αποφάσεων. Μεταφέρει τη λατρεία του για το Χόλιγουντ της δεκαετίας του '30 αλλά το ξεσκεπάζει και ως ψεύτικο και phony.
Στο Λος Άντζελες όλο το χρόνο είναι καλοκαίρι κι όμως οι παραγωγοί επέβαλαν στις πρωταγωνίστριες των ταινιών τους να φοράνε πάντοτε γούνα στις εξόδους τους. Στις ταινίες ο κώδικας Χέιζ λογόκρινε το οτιδήποτε είχε να κάνει με σεξ αλλά στην πραγματικότητα το Χόλιγουντ ήταν ένα μεγάλο κρεβάτι, γεμάτο ερωτικά σκάνδαλα, ναρκωτικά, ξέπλυμα χρήματος, δολοφονίες κι άλλα ωραία πράγματα. Όμορφες κοπέλες από όλη τη χώρα ξεκινούσαν για τη Μέκκα τους και μιας που δεν χωρούσαν όλες σ' αυτή οι πιο πολλές γινόταν γκαρσόνες, γραμματείς, πόρνες κτλ κτλ κτλ. Οι Εβραίοι δεν έχουν κέρατα τελικά αλλά ο μεγάλος αδελφός λίγο πριν το τέλος ασπάζεται τον Χριστιανισμό, μιας που υπόσχεται μετά θάνατον ζωή, κάτι που δεν κάνει ο Ιουδαϊσμός. Ο κομουνιστής σύζυγος της αδελφής του πρωταγωνιστή χρησιμοποιεί σωκρατική φράση για το τι είναι ζωή και παράλληλα τη συμπληρώνει υπονομεύοντάς την, βγάζοντας απίστευτη πίκρα.
Τι είναι το όνειρο; Τίποτε άλλο από αυτό που είναι: όνειρο δηλαδή! Και η μεγαλύτερη αιώρηση – μπορεί να είναι αισθηματικού χαρακτήρα αλλά σαφώς και οι προεκτάσεις της είναι υπαρξιακές: τι θα γινόταν αν;;;;; Οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές ζουν, θα έλεγε κανείς παρακολουθώντας τους από μακριά, δύο ευτυχισμένες ζωές. Μακριά ο ένας από τον άλλο. Πάντα όμως (θα) τους τρώει το σαράκι: πόσο πιο ευτυχισμένοι θα ήταν αν ζούσαν μαζί; Χμ, υπάρχει αυτή η πιθανότητα. Μήπως όμως θα ήταν δυστυχισμένοι μαζί; Μήπως η συνήθεια θα τους διέλυε; Μήπως η ρουτίνα θα σκότωνε τον έρωτα; Μήπως είναι καλύτερα που έζησαν κάτι τόσο μεγάλο που δεν μπορούν πρακτικά να το απομυθοποιήσουν; Τα αστεία του Woody πλέον είναι προβλέψιμα (ήξερα πως μετά το «θα το τακτοποιήσω» του γκάνγκστερ αδελφού θα ακολουθούσε πχ τσιμέντωμα) και τα σενάριά του έχουν την τάση ολοένα και περισσότερο να λογοτεχνίζουν και να «λένε» αντί να «δείχνουν» - σ' αυτό «βοηθάει» και η αφήγηση από τον ίδιο τον Allen.
Όπως και να έχει, πάντως, πάντα ο μπαγάσας έχει τον τρόπο του να σε κάνει να σκεφτείς μια ταινία του. Να την ξαναπαίξεις μέσα στο κεφάλι σου, να κοντραριστείς με άλλους σινεφίλ για χάρη της είτε υπερασπιζόμενός την είτε χλευάζοντάς την – ο ρόλος σου έχει να κάνει με το τι θα πει ο απέναντι. Ο Vittorio Storaro κάνει μαγικά στη διεύθυνση φωτογραφίας (η σκηνή των κεριών στο μοτέλ νομίζω θα διδάσκεται και θα θαυμάζεται για πολλά πολλά χρόνια!), ο Eisenberg πείθει στο κόρτε του με την Stewart (που κουβαλάει μια κοριτσίστικη αθωότητα) αλλά τα βρίσκει μπαστούνια απέναντι στην Lively (που είναι πραγματική γυναίκα), το σενάριο έχει μια τραγική ειρωνεία που θα μπορούσε να σταθεί σε παλιά ελληνική ταινία του Φίνου αλλά... δεν σε νοιάζει και στο τέλος βγαίνεις από την αίθουσα με ένα βλέμμα όπως εκείνο των δύο εραστών που έμελλε να μην είναι μαζί. Ας είναι.
Η υπόθεση: Μεσοπόλεμος. Η κινηματογραφική βιομηχανία στο Χόλιγουντ θάλλει και ο Μπόμπι Ντόρφμαν, ένας νεαρός Εβραίος Νεοϋορκέζος από το Μπρονξ, αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του στη Δυτική Ακτή. Ζητάει δουλειά από τον Φιλ Στερν, αδελφό της μητέρας του και μέγα ατζέντη, που κινείται μεταξύ πάρτι, προβολών, συναντήσεων και κλείνοντας ντίλια! Με τα πολλά ο Φιλ δίνει δουλειά στον Μπόμπι και ζητάει από την όμορφη γραμματέα του, την Βόνι, να ξεναγήσει τον νεαρό στο Λος Άντζελες. Οι δύο συνομήλικοι έλκονται μεταξύ τους και ερωτεύονται. Όμως, η Βόνι έχει σχέση με κάποιον άλλο άντρα. Κι όταν τεθεί ζήτημα επιλογής, θα επιλέξει εκείνον.
Ο Μπόμπι, βλέποντας την ψευτιά και τη δηθενιά του Χόλιγουντ αλλά βιώνοντας και έντονη ερωτική απογοήτευση, επιστρέφει στην αγαπημένη του Νέα Υόρκη, προσκαλεσμένος από τον γκάνγκσερ σε ανοδική φάση αδελφό του, να διευθύνει το νυχτερινό του κέντρο. Και ο Μπόμπι θα ανεβεί κοινωνικά και οικονομικά, θα παντρευτεί και θα κάνει οικογένεια. Την Βόνι, όμως, κατά πως φαίνεται, δεν μπορεί να την ξεπεράσει...
Η άποψή μας: Βγαίνοντας από την αίθουσα όπου παρακολούθησα την ταινία άκουσα έναν κύριο να διερωτάται μεγαλοφώνως απευθυνόμενος στην παρέα του: «και τελικά, ποιος κέρδισε από όλη αυτήν την ιστορία;». Έλα μου ντε! Ζούμε σε μια κοινωνία στοχοπροσηλωμένη. Υπέρτατος στόχος, το κέρδος! Υπέρτατη αξία, το χρήμα! Ευλόγως δημιουργούνται τέτοιες απορίες. Τα καλά του καπιταλισμού! Το κέρδος σύμφωνα με τις επιταγές και τις ανάγκες της αγοράς, όχι σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων. Ο Woody Allen εδώ δεν πρωτοτυπεί ούτε πετυχαίνει καμία πολύ υψηλή επίδοση. Είναι ολοφάνερη, όμως, η πίκρα του. Και καθώς μεγαλώνει χάνει και τις όποιες βεβαιότητες που είχε! Αιωρείται θαρρείς μεταξύ καταστάσεων, φιλοσοφιών, θρησκειών, αντιλήψεων, επιλογών και αποφάσεων. Μεταφέρει τη λατρεία του για το Χόλιγουντ της δεκαετίας του '30 αλλά το ξεσκεπάζει και ως ψεύτικο και phony.
Στο Λος Άντζελες όλο το χρόνο είναι καλοκαίρι κι όμως οι παραγωγοί επέβαλαν στις πρωταγωνίστριες των ταινιών τους να φοράνε πάντοτε γούνα στις εξόδους τους. Στις ταινίες ο κώδικας Χέιζ λογόκρινε το οτιδήποτε είχε να κάνει με σεξ αλλά στην πραγματικότητα το Χόλιγουντ ήταν ένα μεγάλο κρεβάτι, γεμάτο ερωτικά σκάνδαλα, ναρκωτικά, ξέπλυμα χρήματος, δολοφονίες κι άλλα ωραία πράγματα. Όμορφες κοπέλες από όλη τη χώρα ξεκινούσαν για τη Μέκκα τους και μιας που δεν χωρούσαν όλες σ' αυτή οι πιο πολλές γινόταν γκαρσόνες, γραμματείς, πόρνες κτλ κτλ κτλ. Οι Εβραίοι δεν έχουν κέρατα τελικά αλλά ο μεγάλος αδελφός λίγο πριν το τέλος ασπάζεται τον Χριστιανισμό, μιας που υπόσχεται μετά θάνατον ζωή, κάτι που δεν κάνει ο Ιουδαϊσμός. Ο κομουνιστής σύζυγος της αδελφής του πρωταγωνιστή χρησιμοποιεί σωκρατική φράση για το τι είναι ζωή και παράλληλα τη συμπληρώνει υπονομεύοντάς την, βγάζοντας απίστευτη πίκρα.
Τι είναι το όνειρο; Τίποτε άλλο από αυτό που είναι: όνειρο δηλαδή! Και η μεγαλύτερη αιώρηση – μπορεί να είναι αισθηματικού χαρακτήρα αλλά σαφώς και οι προεκτάσεις της είναι υπαρξιακές: τι θα γινόταν αν;;;;; Οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές ζουν, θα έλεγε κανείς παρακολουθώντας τους από μακριά, δύο ευτυχισμένες ζωές. Μακριά ο ένας από τον άλλο. Πάντα όμως (θα) τους τρώει το σαράκι: πόσο πιο ευτυχισμένοι θα ήταν αν ζούσαν μαζί; Χμ, υπάρχει αυτή η πιθανότητα. Μήπως όμως θα ήταν δυστυχισμένοι μαζί; Μήπως η συνήθεια θα τους διέλυε; Μήπως η ρουτίνα θα σκότωνε τον έρωτα; Μήπως είναι καλύτερα που έζησαν κάτι τόσο μεγάλο που δεν μπορούν πρακτικά να το απομυθοποιήσουν; Τα αστεία του Woody πλέον είναι προβλέψιμα (ήξερα πως μετά το «θα το τακτοποιήσω» του γκάνγκστερ αδελφού θα ακολουθούσε πχ τσιμέντωμα) και τα σενάριά του έχουν την τάση ολοένα και περισσότερο να λογοτεχνίζουν και να «λένε» αντί να «δείχνουν» - σ' αυτό «βοηθάει» και η αφήγηση από τον ίδιο τον Allen.
Όπως και να έχει, πάντως, πάντα ο μπαγάσας έχει τον τρόπο του να σε κάνει να σκεφτείς μια ταινία του. Να την ξαναπαίξεις μέσα στο κεφάλι σου, να κοντραριστείς με άλλους σινεφίλ για χάρη της είτε υπερασπιζόμενός την είτε χλευάζοντάς την – ο ρόλος σου έχει να κάνει με το τι θα πει ο απέναντι. Ο Vittorio Storaro κάνει μαγικά στη διεύθυνση φωτογραφίας (η σκηνή των κεριών στο μοτέλ νομίζω θα διδάσκεται και θα θαυμάζεται για πολλά πολλά χρόνια!), ο Eisenberg πείθει στο κόρτε του με την Stewart (που κουβαλάει μια κοριτσίστικη αθωότητα) αλλά τα βρίσκει μπαστούνια απέναντι στην Lively (που είναι πραγματική γυναίκα), το σενάριο έχει μια τραγική ειρωνεία που θα μπορούσε να σταθεί σε παλιά ελληνική ταινία του Φίνου αλλά... δεν σε νοιάζει και στο τέλος βγαίνεις από την αίθουσα με ένα βλέμμα όπως εκείνο των δύο εραστών που έμελλε να μην είναι μαζί. Ας είναι.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Αυγούστου 2016 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική