του Eric Lavaine. Με τους Josiane Balasko, Alexandra Lamy, Mathilde Seigner, Philippe Lefebvre, Jérôme Commandeur, Cécile Rebboah, Didier Flamand
Μανούλα μου, μανίτσα μου!
του zerVo (@moviesltd)
Παρότι σε συντριπτικό ποσοστό, ο γονιός εκείνος που λύνει πρακτικά τα ζητήματα των (οποιασδήποτε ηλικίας) παιδιών του είναι ο πατέρας, εντούτοις η μάνα είναι εκείνη που αποσπά εκτός από το μεγαλύτερο μερίδιο αγάπης των σπλάχνων της, την επικοινωνιακή εκείνη αμεσότητα, στο κάλεσμα τους για βοήθεια. Σε εκείνη θα πέσει το πρώτο τηλεφώνημα ανάγκης, εκείνη θα ακούσει πρώτη το SOS, εκείνη θα τοποθετήσει τα δεδομένα σε μια τάξη, ούτως ώστε το ζήτημα να προβληθεί κατά πως εκείνη επιθυμεί, εκείνη ενδεχόμενα θα παραλάβει και το γενναιόδωρο ευχαριστήριο. Εντάξει, υπάρχουν και περιπτώσεις, όπως η παρούσα του Retour Chez Ma Mere όπου ο μπαμπάς, όχι απλά δεν υπάρχει, μιας και πετάει σαν αγγελάκι πια κάπου ψηλά στα ουράνια, αλλά στην γενικότερη συλλογιστική των τέκνων του, μάλλον δεν πρέπει να υπήρξε και ποτέ...
Απελπισμένη από την χρεωκοπία της πάλαι ποτέ χρυσοφόρας επιχείρησης, που με τόσο κόπο και εργασία είχε κτίσει, η σαραντάχρονη Στεφανί, έχοντας χάσει περιουσία και σπίτι, θα αναγκαστεί να ρίξει την υπερηφάνεια της και να επιστρέψει στο πατρικό της, ζητώντας στέγη από την καλόκαρδη μητέρα της Ζακλίν. Η οποία από την μεριά της, χήρα από δωδεκαμήνου, όχι απλά έχει καλομάθει στην μοναχική βολή της στο τεράστιο διαμέρισμα, αλλά διατηρεί μυστικά και ερωτικό δεσμό με τον κοτσονάτο κύριο του από πάνω διαμερίσματος, μαντάτο που δεν θα ήθελε με τίποτα να πληροφορηθούν τα παιδιά της. Εκτός της Στεφανί δηλαδή, ο πολυάσχολος κανακάρης της Νικολά και η πανέτοιμη να πετάξει σπόντες κακίας Καρόλ, που μάλλον δείχνει να απολαμβάνει την οικονομική αποτυχία της αδελφής της.
Κι όχι τίποτα άλλο, αλλά πλησιάζει και η μέρα της ετήσιας συγκέντρωσης, που όλοι τους, σαν καλή οικογένεια και όπως παλιά, θα μαζευτούν και πάλι γύρω από το τραπέζι για να το γιορτάσουν. Κι αν η ατμόσφαιρα, μοιάζει ηλεκτρισμένη από την έλευση της μέχρι τα χθες φαντασμένης και νεόπλουτης θυγατέρας, που με τσαλαπατημένο εγωισμό θα κληθεί να ζητήσει δανεικά για να τα βγάλει πέρα, η σουρτούκω μαμά, θα πιστέψει πως είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να δημοσιοποιήσει τον δεσμό της με τον μεσιέ Ζαν.
Κι όπως συμβαίνει κατά κόρον στις φραντσέζικες κομεντί, η εισαγωγή στην πλοκή λαμβάνει χώρα με έναν καταιγιστικό τρόπο, ενόσω η κατεστραμμένη επιχειρηματίας αναγκάζεται να προσαρμοστεί σε συνθήκες που είχε ξεμάθει. Κάτι οι παλιακές συνήθειες της μαμάς, κάτι τα προϊστορικά τραγούδια που παίζει το στερεοφωνικό, κάτι η αφόρητη ζέστη που βγάζει η θερμάστρα που δεν κλείνει ποτέ, στήνουν μια πρώτη πράξη γεμάτη κέφι και πολλές υποσχέσεις για μια ακόμη πιο διασκεδαστική συνέχεια. Οι γνώστες και οι έμπειροι όμως, από το μακροβούτι που ρίχνουν τα γαλλικά, αστεία σενάρια στο δεύτερο ημίχρονο τους, δεν θα βρεθούν ποτέ προ εκπλήξεως, όταν το ενδιαφέρον ατονίσει, τα ανέκδοτα αρχίσουν να επαναλαμβάνονται και ουσιαστικά το φιλμ τροχοδρομήσει πολύ νωρίς, αναμένοντας το από μηχανής Θεϊκό χάπι έντ.
Θεατρικής υφής περισσότερο η αισθητική του Eric Lavaine, με τα εξωτερικά του απαρτμάν πλάνα να μετριούνται στα δάκτυλα της μιας χειρός, παρότι διαθέτει έναν έξυπνο σπινθήρα εκκίνησης, παρμένο από την παγκόσμια οικονομική ύφεση, που έχει κοστίσει στην κοινωνία της ανθρωπιά και την αλληλεγγύη της, εντούτοις στην εξέλιξη του στόρι δεν τον εκμεταλλεύεται, επιλέγοντας τον δρόμο του εύκολου και όχι ψαγμένου χιούμορ. Σε γενικές γραμμές εδώ και μια τριετία αυτή η νηνεμία στην έμπνευση των τρικολόρ σεναριογράφων, μοιάζει να παγιώνεται κι εκεί που οι κωμωδίες της κορυφαίας κινηματογραφικής βιομηχανίας της Γηραιάς ήταν περιζήτητες, τώρα μοιάζουν σαν να περιστρέφονται διαρκώς γύρω από κλισέ και κοινοτυπίες.
Τουλάχιστον το εργάκι, που δεν είναι κάτι το ξεχωριστό, σαφώς όμως και δεν θα χαλάσει την διάθεση κανενός θεατή του, βρίσκει δεκανίκια στις αξιοπρεπείς ερμηνείες του επιλεγμένου του καστ, που στα βασικά του μέρη συνθέτουν τρεις κυρίες του Γαλλικού σινεμά. Κι αν οι δύο, οι νεότερες Alexandra Lamy και Mathilde Seigner, έχουν ακόμη μέλλον για να ανεβάσουν τις μετοχές τους, εκτιμώ σε πιο δραματικούς ρόλους αφού μάλλον το γλαφυρό δεν τους πηγαίνει και πολύ, ε, η αγέραστη Josiane Balasko, διαθέτει και το κύρος και την εμπειρία για να κρατήσει την κομεντί σταθερή σε μια πορεία και να μην την αφήσει να στραπατσαριστεί. Η χαρισματική ρολίστα στα 66 της χρόνια πλέον, είναι κωμικός τέτοιας στόφας που ακόμη και δίχως σαφές σενάριο δεν εγκαταλείπει τον θεατή της σύξυλο στην καρέκλα του, στέκει πλάι του, τον αγκαλιάζει, γίνεται κι εκείνου η μαμά. Και δικαίως αποσπά στο φινάλε όλο το παλαμάκι, κυρίως γι αυτόν τον ιδιαίτερο συναισθηματικό λόγο και κατά πολύ λιγότερο για την συμμετοχή σε ένα κωμωδιάκι, που μέχρι να βγει το καλοκαιράκι, θα έχει λησμονηθεί...
Κι όχι τίποτα άλλο, αλλά πλησιάζει και η μέρα της ετήσιας συγκέντρωσης, που όλοι τους, σαν καλή οικογένεια και όπως παλιά, θα μαζευτούν και πάλι γύρω από το τραπέζι για να το γιορτάσουν. Κι αν η ατμόσφαιρα, μοιάζει ηλεκτρισμένη από την έλευση της μέχρι τα χθες φαντασμένης και νεόπλουτης θυγατέρας, που με τσαλαπατημένο εγωισμό θα κληθεί να ζητήσει δανεικά για να τα βγάλει πέρα, η σουρτούκω μαμά, θα πιστέψει πως είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να δημοσιοποιήσει τον δεσμό της με τον μεσιέ Ζαν.
Κι όπως συμβαίνει κατά κόρον στις φραντσέζικες κομεντί, η εισαγωγή στην πλοκή λαμβάνει χώρα με έναν καταιγιστικό τρόπο, ενόσω η κατεστραμμένη επιχειρηματίας αναγκάζεται να προσαρμοστεί σε συνθήκες που είχε ξεμάθει. Κάτι οι παλιακές συνήθειες της μαμάς, κάτι τα προϊστορικά τραγούδια που παίζει το στερεοφωνικό, κάτι η αφόρητη ζέστη που βγάζει η θερμάστρα που δεν κλείνει ποτέ, στήνουν μια πρώτη πράξη γεμάτη κέφι και πολλές υποσχέσεις για μια ακόμη πιο διασκεδαστική συνέχεια. Οι γνώστες και οι έμπειροι όμως, από το μακροβούτι που ρίχνουν τα γαλλικά, αστεία σενάρια στο δεύτερο ημίχρονο τους, δεν θα βρεθούν ποτέ προ εκπλήξεως, όταν το ενδιαφέρον ατονίσει, τα ανέκδοτα αρχίσουν να επαναλαμβάνονται και ουσιαστικά το φιλμ τροχοδρομήσει πολύ νωρίς, αναμένοντας το από μηχανής Θεϊκό χάπι έντ.
Θεατρικής υφής περισσότερο η αισθητική του Eric Lavaine, με τα εξωτερικά του απαρτμάν πλάνα να μετριούνται στα δάκτυλα της μιας χειρός, παρότι διαθέτει έναν έξυπνο σπινθήρα εκκίνησης, παρμένο από την παγκόσμια οικονομική ύφεση, που έχει κοστίσει στην κοινωνία της ανθρωπιά και την αλληλεγγύη της, εντούτοις στην εξέλιξη του στόρι δεν τον εκμεταλλεύεται, επιλέγοντας τον δρόμο του εύκολου και όχι ψαγμένου χιούμορ. Σε γενικές γραμμές εδώ και μια τριετία αυτή η νηνεμία στην έμπνευση των τρικολόρ σεναριογράφων, μοιάζει να παγιώνεται κι εκεί που οι κωμωδίες της κορυφαίας κινηματογραφικής βιομηχανίας της Γηραιάς ήταν περιζήτητες, τώρα μοιάζουν σαν να περιστρέφονται διαρκώς γύρω από κλισέ και κοινοτυπίες.
Τουλάχιστον το εργάκι, που δεν είναι κάτι το ξεχωριστό, σαφώς όμως και δεν θα χαλάσει την διάθεση κανενός θεατή του, βρίσκει δεκανίκια στις αξιοπρεπείς ερμηνείες του επιλεγμένου του καστ, που στα βασικά του μέρη συνθέτουν τρεις κυρίες του Γαλλικού σινεμά. Κι αν οι δύο, οι νεότερες Alexandra Lamy και Mathilde Seigner, έχουν ακόμη μέλλον για να ανεβάσουν τις μετοχές τους, εκτιμώ σε πιο δραματικούς ρόλους αφού μάλλον το γλαφυρό δεν τους πηγαίνει και πολύ, ε, η αγέραστη Josiane Balasko, διαθέτει και το κύρος και την εμπειρία για να κρατήσει την κομεντί σταθερή σε μια πορεία και να μην την αφήσει να στραπατσαριστεί. Η χαρισματική ρολίστα στα 66 της χρόνια πλέον, είναι κωμικός τέτοιας στόφας που ακόμη και δίχως σαφές σενάριο δεν εγκαταλείπει τον θεατή της σύξυλο στην καρέκλα του, στέκει πλάι του, τον αγκαλιάζει, γίνεται κι εκείνου η μαμά. Και δικαίως αποσπά στο φινάλε όλο το παλαμάκι, κυρίως γι αυτόν τον ιδιαίτερο συναισθηματικό λόγο και κατά πολύ λιγότερο για την συμμετοχή σε ένα κωμωδιάκι, που μέχρι να βγει το καλοκαιράκι, θα έχει λησμονηθεί...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 14 Ιουλίου 2016 από την Seven / Spentzos
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική