του Shane Black. Με τους Russell Crowe, Ryan Gosling, Angourie Rice, Matt Bomer, Margaret Qualley, Murielle Telio, Keith David, Kim Basinger
Τέρμα τα Καλά Παιδιά!
του zerVo (@moviesltd)
Βρισκόμαστε στην κορύφωση της πλέον ξεχωριστής δεκαετίας ever, όταν με μια όχι και τόσο πρωτότυπη στον σπινθήρα ιδέα, μα στην υλοποίηση της ευρηματική και πιασάρικη κίνηση, η Warner με την στήριξη του Μίδα εκείνα τα χρόνια Joel Silver, προτείνει την απόλυτη φιλμική buddy movie στα χρονικά, σπάζοντας κάθε έννοια ρεκόρ στα παγκόσμια box office. Το Φονικό Όπλο, το συναπάντημα δύο εντελώς ετερόκλητων μπάτσων του LA, στην πορεία του γνώρισε ακόμη τρεις, την μια καλύτερη από την άλλη, συνέχειες, αλλά και αμέτρητα άλλα σπιν οφς, που συνήθως είχαν μέτρια εμπορική απήχηση, ενώ σπανιότερα έπιασαν κι εκείνα το ταμειακό τζακποτ (Rush Hour). Με το είδος να φθίνει παραγωγικά στην πάροδο των χρόνων και να εκλείπει ολοκληρωτικά την τελευταία δεκαετία, η απαίτηση του κοινού που το νοστάλγησε μέσω των επαναλήψεων στην TV των θρυλικών περιπετειών των Ριγκς και Μέρτο, κτύπησε διάνα στην φιλοδοξία εκείνου που τις φαντάστηκε μια φορά κι έναν καιρό. Μονάχα που είναι κάτι ξέχωρο να είσαι γραφιάς από ντιρέκτορας. Και σαν δείγμα γραφής - κοντινό - μια κατά παραγγελία μεταφορά κόμικ στο πανί από την Marvel, ούτε καν μπορεί να σταθεί ως σκηνοθετικό βιογραφικό...
Άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του ιδιωτικού ντετέκτιβ δεν διαθέτει, γι αυτό και οι δουλίτσες που αναλαμβάνει ο εκρηκτικός ίσαμε βαθμό μπρουτάλ Τζάκσον Χίλυ, προειδοποιήσεις οι περισσότερες σε τυπάκους να μην φυτρώνουν σε μέρη που δεν τους σπέρνουν, δεν του αποφέρουν παρά μόνο πενταροδεκάρες. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η πιο πρόσφατη που θα αναλάβει κατ εντολή της κουκλίτσας με ακτιβιστικά κίνητρα στάρλετ, Αμέλια, να κόψει τον βήχα όλων όσων μπλέκονται το τελευταίο διάστημα στα πόδια της. Ένας εξ αυτών, ο με στάμπα, σφραγίδα και βούλα private investigator, που κι αυτός αναλώνεται σε μικρής σημασίας έρευνες, Χόλαντ Μαρτς, που την αναζητά την 20χρονη εναγωνίως, μην τυχόν και καταφέρει να της αποσπάσει πληροφορίες για τις συνθήκες που οδήγησαν στον αναπάντεχο θάνατο, την γνωστότερη πορνοστάρ από άκρο εις άκρου της Μαλχόλαντ Ντράιβ, Μίστυ Μάουντενς...
Χάρη στην φυσική τους έλξη στο ξεσκέπασμα των υπαιτίων, οι δύο εντελώς διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας ερευνητές, από οχτροί θα ενώσουν δυνάμεις, προκειμένου να αποκαλύψουν το μυστήριο που κρύβεται πίσω από τον χαμό του κολ γκερλ. Και όσο πιο βαθιά εισέρχονται στην υπόθεση, τόσο θα βουλιάζουν σε έναν γκλαμουράτο στην βιτρίνα του κόσμο, που ξοπίσω από τα μεθυστικά ολονύκτια και λαμπερά του πάρτι, κρύβει εκδίκηση, μίσος, προδοσία, εκμετάλλευση και χαρακτήρες που δεν θα διστάσουν να φτάσουν μέχρι το υπέρτατο έγκλημα, για να πραγματοποιήσουν τα σχέδια τους.
Πόσο όμορφα λοιπόν θα ήταν να βάζαμε έναν loner καινούργιο Gibson κι έναν φαμιλιάρη μοντέρνο Danny Glover να βγάλουν τα κάστανα από την φωτιά, να πέσουν με τα μούτρα στον χαμό, να κινδυνεύσουν φυσικά, μα να επιλύσουν το ζήτημα, λυτρώνοντας κι εμάς από την νοσταλγία του παλιού καλού καιρού. Όοοοοοχι, έρχεται να αντικρούσει την λαϊκή απαίτηση ο μίστερ Shane Black, που το τόσο καλτοποιημένο, χαμένο στα βάθη των αιώνων, Kiss Kiss Bang Bang του, στα μέρη μας πήγε περίπατο straight to video, θεωρούμενο (ορθώς ή όχι, αδιάφορο) ως φολίτσα. Δική μου είναι η ταινία και θα την σερβίρω όπως γουστάρω εγώ. Έχουμε και λέμε λοιπόν, στοιχείο πρώτο και βασικότατο, το χρονικό στήσιμο της πλοκής, στα μέσα των 70s, λίγο κατοπινά της πτώσης από την εξουσία του πιο βασανισμένου στα χρονικά Πλανητάρχη, Ρίτσαρντ Νίξον. Για ποιον ακριβώς λόγο, αυτή η επιλογή δεν διασαφηνίζεται ποτέ. Πιθανόν διότι ο Black, έκρυβε μέσα του μια ματαιοδοξία να φκιάσει κάποτε εργάκι που οι ήρωες του να φορούν πουκάμισα με γιακάδες - χάρακες και πανταλόνια καμπανέ της Αγιασοφιάς. Να ζωγραφίσει κάθε δρόμο, τοίχο, φυσικό ή τεχνητό σκηνικό με παστέλ χρώματα και πόστερ μουτσουνών αστέρων της περιόδου, να γεμίσει τα πλάνα του με οποιοδήποτε γκατζετάκι ψώνισε από το γειτονικό του Γιουσουρούμ και να παίξει στα πλατό soundtrack που να περιέχει μέσα του όλες τις disco επιτυχίες, από Earth Wind & Fire μέχρι Boogie Oogie Oogie. Για να πω την αλήθεια μου, κι εμένα ως θιασώτη του συγκεκριμένου ρυθμού, με έριξε στην εισαγωγή του, διαλέγοντας το κοφτό μπάσο των The Temptations. Μέχρις εκεί όμως...
Ξεπερνώντας τον παντελώς αδιάφορο λόγο του στησίματος του στόρι σε μια παρελθούσα εποχή, εξεπλάγην αρνητικά και στην επιλογή της γενικότερης φιλοσοφίας ανάπτυξης του. Αναπόσπαστο στοιχείο της πετυχημένης χημείας, όλων των buddy films κατά το παρελθόν υπήρξε το χιούμορ, το κέφι που θα έσπαζε ανά στιγμές την ένταση από τους σκοτωμούς και τις εκρήξεις. Εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι ήρωες της ιστορίας που καλούμαστε να παρακολουθήσουμε, δεν είναι νορμάλ, δεν είναι στα καλά τους, αφού ο μεν ένας ως μοναδικό του όπλο έχει την βία, ενώ ο έτερος είναι τόσο εγωιστικά ηλίθιος που κανονικά θα έπρεπε να πάει στην στενή, όποιος του χορήγησε την άδεια του αστυνομικού. Με ετούτους λοιπόν τους Dumb And Dumber στο επίκεντρο, φυσικά οποιαδήποτε έννοια σοβαρότητας πηγαίνει περίπατο, το καταιγιστικό σλάσπτικ (που ουδέποτε υπήρξε λατρεία μου) κυριαρχεί κι εκεί που περιμένεις, σύμφωνα με τις εξαγγελίες των τρέιλερ να κοζάρεις Lethal Weapon, σου λαχαίνει ένα ντελιριακό πακέτο, φάνκι ρυθμών και στρας αισθητικής, που από την μια κοπιάρει την αφέλεια των Μαρξ, από την άλλη δεν διστάζει στιγμή να γεμίσει με αίμα το πανί, τάχαμου ελευθεριότητας Tarantino κι έτσι. Αν είσαι αποφασισμένος να ξεκαρδιστείς με οτιδήποτε κι αν παρακολουθήσεις, όπως η μαντάμ στο διπλανό κάθισμα μου, που κακάριζε ακόμη και στις ώρες των δολοφονιών, αυτή είναι η ταινία της ζωής σου. Δεν χρειάζεται καν να διαβάσεις παρακάτω...
Δίχως να με προκαταβάλλει το ενδεχόμενο μιας commercial failure, μιας και το εργάκι κοστίζοντας 50 κι έχοντας κόψει το πρώτο του Σ/Κ 10 εκατομμύρια, μάλλον προς τα εκεί βαδίζει, όπως ούτε και οι κρίσεις των Αμερικάνων θεατών, που πέταξαν σκούφια διψώντας για Αμερικανιά, πρέπει να ομολογήσω πως τέτοιου είδους αντισυμβατικές με ότι έχουν κάνει στο παρελθόν, ερμηνείες, από τους πρωταγωνιστές, κάποτε θα θεωρούνταν ως αιτία καταστροφής περαιτέρω καριέρας. Και καλά για τον Russell Crowe, που θα επεναλάβω μπας και βάλει νου, πως έχει γίνει πιο χοντρός και από τον μακαρίτη τον Hoffman, η πορεία του μέσα στα 10's είναι φθίνουσα δεν ορίζει πια τον πανίσχυρο Μάξιμο, που οι πάντες υποκλίνονταν στο διάβα του. Ο άλλος, ο Gosling, πως πήρε τέτοιο ρίσκο, στο σχεδόν απόγειο του, να το γυρίσει στην πειραγμένη κομεντί, υποδυόμενος έναν τύπο που θα ήταν ο τελευταίος τον οποίο θα σκεφτόσουν να τον καστάρεις? Ανάλαφρη η σύγκλιση των δύο πρωταγωνιστών, ποτέ δεν σου δίνει την εντύπωση πως ο ένας θα έδινε και ψυχή για τον άλλο, συνεπώς η λογική του μπάντι, μάλλον προς το fuzzy παρά προς το ρεαλιστικό τείνει. Είναι κι εκείνες οι στιγμές της μέθης τους, που τα πάντα γύρω τους μοιάζουν τόσο ψυχεδελικά, ώστε οι μορφασμοί τους, αδόκιμοι στο είδος μέχρι στιγμής, δεν κουμπώνουν.
Τι περισώζει λοιπόν το όλον? Μια από τις λίγες έξυπνες ιδέες του βαρυφορτωμένου είναι η αλήθεια σεναρίου, να κάνει το δίδυμο, τρίο (όπως με Λίο Γκετζ ένα πράμα) στήνοντας ένα 13χρονο κοριτσάκι σαν καταλύτη ισορροπίας ανάμεσα στο λογικό και το αλλοπρόσαλλο. Η μικρούλα και συμπαθέστατη Angourie Rice είναι και ο μοναδικός λόγος που το στόρι δεν εκτραχύνεται (πολύ) παίζοντας ίσως τον μοναδικό αληθινό και όχι καρικατουρίστικο χαρακτήρα όλης της διανομής και δίνοντας αφορμή στην παραγωγή, να σκεφτεί το ενδεχόμενο σίκουελ. Εκεί που δεν ξέρω με ποιον τρόπο, μιας και το χάσμα των γενεών από τον χρόνο της δράσης, μέχρι το τώρα είναι αγεφύρωτο, θα πρέπει να εισαχθεί στην αφήγηση και ένας πιο αποδεκτός φάκτορας κοινωνικού προβληματισμού, από το αν τα εργοστάσια παραγωγής αμαξιών στο Ντιτρόιτ, υιοθετήσουν ή όχι αντιρυπαντική τεχνολογία! Σημείο εξέλιξης στο παρόν πανηγύρι, όπου εισέρχεται η ανέκφραστη φιγούρα της προ τριών δεκαετιών θεότητος Kim Basinger, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να μας θυμίσει, πως με ίδιο (τον ένα από τους δύο) στάρινγκ, στον ίδιο ακριβώς τόπο του Λος Άντζελες και πάλι σε παρελθοντικό χρόνο, μπορεί φτιαχτεί κινηματογραφικό αριστούργημα. Κι όχι κάτι, σαν...
Χάρη στην φυσική τους έλξη στο ξεσκέπασμα των υπαιτίων, οι δύο εντελώς διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας ερευνητές, από οχτροί θα ενώσουν δυνάμεις, προκειμένου να αποκαλύψουν το μυστήριο που κρύβεται πίσω από τον χαμό του κολ γκερλ. Και όσο πιο βαθιά εισέρχονται στην υπόθεση, τόσο θα βουλιάζουν σε έναν γκλαμουράτο στην βιτρίνα του κόσμο, που ξοπίσω από τα μεθυστικά ολονύκτια και λαμπερά του πάρτι, κρύβει εκδίκηση, μίσος, προδοσία, εκμετάλλευση και χαρακτήρες που δεν θα διστάσουν να φτάσουν μέχρι το υπέρτατο έγκλημα, για να πραγματοποιήσουν τα σχέδια τους.
Πόσο όμορφα λοιπόν θα ήταν να βάζαμε έναν loner καινούργιο Gibson κι έναν φαμιλιάρη μοντέρνο Danny Glover να βγάλουν τα κάστανα από την φωτιά, να πέσουν με τα μούτρα στον χαμό, να κινδυνεύσουν φυσικά, μα να επιλύσουν το ζήτημα, λυτρώνοντας κι εμάς από την νοσταλγία του παλιού καλού καιρού. Όοοοοοχι, έρχεται να αντικρούσει την λαϊκή απαίτηση ο μίστερ Shane Black, που το τόσο καλτοποιημένο, χαμένο στα βάθη των αιώνων, Kiss Kiss Bang Bang του, στα μέρη μας πήγε περίπατο straight to video, θεωρούμενο (ορθώς ή όχι, αδιάφορο) ως φολίτσα. Δική μου είναι η ταινία και θα την σερβίρω όπως γουστάρω εγώ. Έχουμε και λέμε λοιπόν, στοιχείο πρώτο και βασικότατο, το χρονικό στήσιμο της πλοκής, στα μέσα των 70s, λίγο κατοπινά της πτώσης από την εξουσία του πιο βασανισμένου στα χρονικά Πλανητάρχη, Ρίτσαρντ Νίξον. Για ποιον ακριβώς λόγο, αυτή η επιλογή δεν διασαφηνίζεται ποτέ. Πιθανόν διότι ο Black, έκρυβε μέσα του μια ματαιοδοξία να φκιάσει κάποτε εργάκι που οι ήρωες του να φορούν πουκάμισα με γιακάδες - χάρακες και πανταλόνια καμπανέ της Αγιασοφιάς. Να ζωγραφίσει κάθε δρόμο, τοίχο, φυσικό ή τεχνητό σκηνικό με παστέλ χρώματα και πόστερ μουτσουνών αστέρων της περιόδου, να γεμίσει τα πλάνα του με οποιοδήποτε γκατζετάκι ψώνισε από το γειτονικό του Γιουσουρούμ και να παίξει στα πλατό soundtrack που να περιέχει μέσα του όλες τις disco επιτυχίες, από Earth Wind & Fire μέχρι Boogie Oogie Oogie. Για να πω την αλήθεια μου, κι εμένα ως θιασώτη του συγκεκριμένου ρυθμού, με έριξε στην εισαγωγή του, διαλέγοντας το κοφτό μπάσο των The Temptations. Μέχρις εκεί όμως...
Ξεπερνώντας τον παντελώς αδιάφορο λόγο του στησίματος του στόρι σε μια παρελθούσα εποχή, εξεπλάγην αρνητικά και στην επιλογή της γενικότερης φιλοσοφίας ανάπτυξης του. Αναπόσπαστο στοιχείο της πετυχημένης χημείας, όλων των buddy films κατά το παρελθόν υπήρξε το χιούμορ, το κέφι που θα έσπαζε ανά στιγμές την ένταση από τους σκοτωμούς και τις εκρήξεις. Εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι ήρωες της ιστορίας που καλούμαστε να παρακολουθήσουμε, δεν είναι νορμάλ, δεν είναι στα καλά τους, αφού ο μεν ένας ως μοναδικό του όπλο έχει την βία, ενώ ο έτερος είναι τόσο εγωιστικά ηλίθιος που κανονικά θα έπρεπε να πάει στην στενή, όποιος του χορήγησε την άδεια του αστυνομικού. Με ετούτους λοιπόν τους Dumb And Dumber στο επίκεντρο, φυσικά οποιαδήποτε έννοια σοβαρότητας πηγαίνει περίπατο, το καταιγιστικό σλάσπτικ (που ουδέποτε υπήρξε λατρεία μου) κυριαρχεί κι εκεί που περιμένεις, σύμφωνα με τις εξαγγελίες των τρέιλερ να κοζάρεις Lethal Weapon, σου λαχαίνει ένα ντελιριακό πακέτο, φάνκι ρυθμών και στρας αισθητικής, που από την μια κοπιάρει την αφέλεια των Μαρξ, από την άλλη δεν διστάζει στιγμή να γεμίσει με αίμα το πανί, τάχαμου ελευθεριότητας Tarantino κι έτσι. Αν είσαι αποφασισμένος να ξεκαρδιστείς με οτιδήποτε κι αν παρακολουθήσεις, όπως η μαντάμ στο διπλανό κάθισμα μου, που κακάριζε ακόμη και στις ώρες των δολοφονιών, αυτή είναι η ταινία της ζωής σου. Δεν χρειάζεται καν να διαβάσεις παρακάτω...
Δίχως να με προκαταβάλλει το ενδεχόμενο μιας commercial failure, μιας και το εργάκι κοστίζοντας 50 κι έχοντας κόψει το πρώτο του Σ/Κ 10 εκατομμύρια, μάλλον προς τα εκεί βαδίζει, όπως ούτε και οι κρίσεις των Αμερικάνων θεατών, που πέταξαν σκούφια διψώντας για Αμερικανιά, πρέπει να ομολογήσω πως τέτοιου είδους αντισυμβατικές με ότι έχουν κάνει στο παρελθόν, ερμηνείες, από τους πρωταγωνιστές, κάποτε θα θεωρούνταν ως αιτία καταστροφής περαιτέρω καριέρας. Και καλά για τον Russell Crowe, που θα επεναλάβω μπας και βάλει νου, πως έχει γίνει πιο χοντρός και από τον μακαρίτη τον Hoffman, η πορεία του μέσα στα 10's είναι φθίνουσα δεν ορίζει πια τον πανίσχυρο Μάξιμο, που οι πάντες υποκλίνονταν στο διάβα του. Ο άλλος, ο Gosling, πως πήρε τέτοιο ρίσκο, στο σχεδόν απόγειο του, να το γυρίσει στην πειραγμένη κομεντί, υποδυόμενος έναν τύπο που θα ήταν ο τελευταίος τον οποίο θα σκεφτόσουν να τον καστάρεις? Ανάλαφρη η σύγκλιση των δύο πρωταγωνιστών, ποτέ δεν σου δίνει την εντύπωση πως ο ένας θα έδινε και ψυχή για τον άλλο, συνεπώς η λογική του μπάντι, μάλλον προς το fuzzy παρά προς το ρεαλιστικό τείνει. Είναι κι εκείνες οι στιγμές της μέθης τους, που τα πάντα γύρω τους μοιάζουν τόσο ψυχεδελικά, ώστε οι μορφασμοί τους, αδόκιμοι στο είδος μέχρι στιγμής, δεν κουμπώνουν.
Τι περισώζει λοιπόν το όλον? Μια από τις λίγες έξυπνες ιδέες του βαρυφορτωμένου είναι η αλήθεια σεναρίου, να κάνει το δίδυμο, τρίο (όπως με Λίο Γκετζ ένα πράμα) στήνοντας ένα 13χρονο κοριτσάκι σαν καταλύτη ισορροπίας ανάμεσα στο λογικό και το αλλοπρόσαλλο. Η μικρούλα και συμπαθέστατη Angourie Rice είναι και ο μοναδικός λόγος που το στόρι δεν εκτραχύνεται (πολύ) παίζοντας ίσως τον μοναδικό αληθινό και όχι καρικατουρίστικο χαρακτήρα όλης της διανομής και δίνοντας αφορμή στην παραγωγή, να σκεφτεί το ενδεχόμενο σίκουελ. Εκεί που δεν ξέρω με ποιον τρόπο, μιας και το χάσμα των γενεών από τον χρόνο της δράσης, μέχρι το τώρα είναι αγεφύρωτο, θα πρέπει να εισαχθεί στην αφήγηση και ένας πιο αποδεκτός φάκτορας κοινωνικού προβληματισμού, από το αν τα εργοστάσια παραγωγής αμαξιών στο Ντιτρόιτ, υιοθετήσουν ή όχι αντιρυπαντική τεχνολογία! Σημείο εξέλιξης στο παρόν πανηγύρι, όπου εισέρχεται η ανέκφραστη φιγούρα της προ τριών δεκαετιών θεότητος Kim Basinger, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να μας θυμίσει, πως με ίδιο (τον ένα από τους δύο) στάρινγκ, στον ίδιο ακριβώς τόπο του Λος Άντζελες και πάλι σε παρελθοντικό χρόνο, μπορεί φτιαχτεί κινηματογραφικό αριστούργημα. Κι όχι κάτι, σαν...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 26 Μαΐου 2016 από την Odeon
1 σχόλια:
I was pleasantly surprised by how much I liked the Nice Guys. If anyone likes 70s, 80s Comedy detective films, you're definitely going to like this. The Nice Guys feels like a treat for moviegoers who have to see so much unoriginal films in theaters this century, cause the world right now is full of Hollywood remakes and money-grabbing films. The Nice Guys is an original and impressive films with tons of laughs that everyone who appreciates the art of film should go see.
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική