του Joachim Trier. Με τους Gabriel Byrne, Isabelle Huppert, Jesse Eisenberg, Devin Druid, Rachel Brosnahan, Ruby Jerins, Megan Ketch, David Strathairn, Amy Ryan
Άνθρωποι μονάχοι – συνηθισμένοι άνθρωποι
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ο πόλεμος μέσα μας
To 1987 οι Smiths έβγαλαν έναν διπλό δίσκο best of. Ο τίτλος του; Louder than Bombs. 28 χρόνια μετά, ο Νορβηγός σκηνοθέτης Joachim Trier (καμία σχέση με τον Δανό Lars von...) γυρίζει την πρώτη του αγγλόφωνη (και τρίτη συνολικά) ταινία του. Τίτλος της: «Louder than Bombs». Μια ταινία που έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ των Καννών. Είναι η πιο φιλόδοξη ταινία του σκηνοθέτη. Και η αλήθεια είναι ότι βγαίνει ασπροπρόσωπος. Και με το παραπάνω.
Ο γεννημένος το 1974 Νορβηγός (αν και γενέθλια πόλη του είναι η Κοπεγχάγη) έχει δείξει το ταλέντο του και στις δύο προηγούμενες ταινίες που γύρισε στη γλώσσα του. Τόσο το «Reprise» (2006) όσο κυρίως το «Όσλο, 31 Αυγούστου» (Oslo, 31. august) που γύρισε το 2011 ξεχείλιζαν από το ταλέντο του Σκανδιναβού δημιουργού. Πάντα σε συνεργασία με τον Eskil Vogt στο σενάριο φτιάχνει ταινίες που απαιτούν από το θεατή τους να έχουν τον εγκέφαλό τους σε πλήρη λειτουργία κι όχι απλά σε κατάσταση αναμονής, όπως οι διάφορες ηλεκτρονικές συσκευές. Ψάξτε λίγο τη δεύτερη ταινία του όσοι δεν την έχετε δει – βασίζεται χαλαρά στο ίδιο βιβλίο του Pierre Drieu La Rochelle από το οποίο προέκυψε η μυθική «Φλόγα που τρεμοσβήνει» (Le feu follet, 1963) του Louis Malle! Και αντέστε να δείτε τούτο το φιλμ, που πρωτοείδαμε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του περασμένου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Η υπόθεση: Μια έκθεση προς τιμήν της φωτογράφου πολεμικού ρεπορτάζ, Ιζαμπέλ Ριντ, που έχει προγραμματιστεί τρία χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό της, φέρνει τον μεγαλύτερο γιο της, Τζόνα, πίσω στην οικογενειακή εστία, αναγκάζοντάς τον να περάσει χρόνο με τον πατέρα του, Τζιν, και τον ακοινώνητο έφηβο αδελφό του, Κόνραντ – κάτι που δεν έχει κάνει εδώ και καιρό. Με τους τρεις τους να βρίσκονται ξανά κάτω από την ίδια στέγη, ο Τζιν προσπαθεί απεγνωσμένα να επανασυνδεθεί με τους δυο γιους του, την ίδια ώρα που εκείνοι παλεύουν να συμφιλιωθούν με τα συναισθήματά τους για τη γυναίκα που θυμούνται με τόσο διαφορετικό τρόπο.
Η άποψή μας: Η απώλεια είναι το κυρίαρχο μοτίβο σε αυτήν την πολύπλευρη, εντυπωσιακή, σπουδαία ταινία. Ένα μελόδραμα στην ουσία, που όμως δεν ξεπέφτει στις παγίδες του είδους. Πέρα από την εκπληκτική δουλειά που έχει να επιδείξει σε επίπεδο εικόνας και ήχου έχει δυο, τρία πράγματα να πει και για την αφήγηση, τα κατά συνθήκη ψεύδη, τον έρωτα, την απιστία και τα άλλα σχετικά δαιμόνια. Με πολλαπλές αναφορές δεν εγκλωβίζεται στο να επιδεικνύει την πολυπλοκότητά της αλλά γίνεται προσβάσιμη ποικιλοτρόπως χωρίς να ξεπουλιέται. Το τρομερό είναι πως κάθε στιγμή, σε κάθε πλάνο υποβόσκει μια ένταση και ως θεατής, μαθημένος αλλιώς από το Χόλιγουντ σκέφτεσαι «τώρα θα γίνει η έκρηξη – τώρα θα σκάσει το πράγμα δυνατότερα από τις βόμβες».
Η έκρηξη όμως είναι εσωτερική. Γίνεται προς τα μέσα. Και με το πέρας της ταινίας ξέρεις 99% ότι οι πρωταγωνιστές της θα συνεχίσουν να υποφέρουν και να προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους έτσι όπως μπορούν, αγκομαχώντας, παλεύοντας με τις αντιθέσεις τους τόσο τις εσωτερικές όσο κι εκείνες που έχουν με τους άλλους, αλλά τουλάχιστον θα έχουν γνωριστεί κάπως καλύτερα μεταξύ τους. Έχοντας την ψώρα να συγκρίνουμε τις ταινίες με άλλες του παρελθόντος να πω πως μου θύμισε δύο αριστουργήματα: την «Παγοθύελλα» του Ang Lee αλλά και το Cafe de Flore του Jean-Marc Vallée. Ο Trier ελέγχει απόλυτα τα αισθητικά του μέσα. Μπορεί να προσφέρει σκηνές εντυπωσιακές (όπως το slo-mo του δυστυχήματος, όπου η Isabelle Huppert στριφογυρίζει μαζί με το αμάξι της γύρω από τον εαυτό του μετά τη σύγκρουση με το φορτηγό, δεχόμενη τα γυαλιά από το παρμπρίζ στο πρόσωπο). Ή να ντύνει υπέροχα με εικόνες το κείμενο του μικρού αδελφού που «ανακαλύπτει» και διαβάζει ο μεγάλος αδελφός. Και το τραγούδι «Glass / Green» του Solomon Grey είναι καταπληκτικό, όπως κι όλη η μουσική επένδυση από τον Ola Flottum! Ακόμα και το gif της εμφάνισης του Gabriel Byrne σε ταινία στα νιάτα του ως γιατρός (συγκεκριμένα, πρόκειται για πλάνο από την ταινία «Hello Again» του 1987, όπου έπαιζε δίπλα στην Shelley Long) είναι κάτι παραπάνω από τρολ και αυτοαναφορικότητα.
Κάθε δευτερόλεπτο της ταινίας είναι αισθητικά άψογο, απρόβλεπτο, σε ιντριγκάρει. Μια σκηνή με μαζορέτες να πηδάνε στον αέρα μπορεί να βγάζει καντάρια πραγματικής ποίησης! Το μόνο ενδεχομένως πρόβλημα της ταινίας είναι πως προσπαθεί να πει πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Ε, λοιπόν, στη μεγάλη της πλειοψηφία η ταινία τα καταφέρνει. Και ναι, δεν κωλώνει να μιλήσει για πολιτική και για ηθική: ναι, η θέση της κάμερας είναι μια ηθική στάση, ναι, το τι θα δείξεις από μια φωτογραφία είναι μια πολιτική στάση! Σπουδαίες ερμηνείες ολούθε, με τον πιτσιρίκο Devin Druid να κερδίζει τις εντυπώσεις ως ο μικρός weird (ή μήπως όχι και τόσο;) γιος της οικογένειας. Αλλά τι λέω: και μόνο το πλάνο της Huppert που βλέπει κατάματα τον φακό και μας κοιτάζει όλους εμάς, τους θεατές, αρκούσε για να λατρέψουμε τούτη την ταινία. Δεν χάνεται λέμε!
Η υπόθεση: Μια έκθεση προς τιμήν της φωτογράφου πολεμικού ρεπορτάζ, Ιζαμπέλ Ριντ, που έχει προγραμματιστεί τρία χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό της, φέρνει τον μεγαλύτερο γιο της, Τζόνα, πίσω στην οικογενειακή εστία, αναγκάζοντάς τον να περάσει χρόνο με τον πατέρα του, Τζιν, και τον ακοινώνητο έφηβο αδελφό του, Κόνραντ – κάτι που δεν έχει κάνει εδώ και καιρό. Με τους τρεις τους να βρίσκονται ξανά κάτω από την ίδια στέγη, ο Τζιν προσπαθεί απεγνωσμένα να επανασυνδεθεί με τους δυο γιους του, την ίδια ώρα που εκείνοι παλεύουν να συμφιλιωθούν με τα συναισθήματά τους για τη γυναίκα που θυμούνται με τόσο διαφορετικό τρόπο.
Η άποψή μας: Η απώλεια είναι το κυρίαρχο μοτίβο σε αυτήν την πολύπλευρη, εντυπωσιακή, σπουδαία ταινία. Ένα μελόδραμα στην ουσία, που όμως δεν ξεπέφτει στις παγίδες του είδους. Πέρα από την εκπληκτική δουλειά που έχει να επιδείξει σε επίπεδο εικόνας και ήχου έχει δυο, τρία πράγματα να πει και για την αφήγηση, τα κατά συνθήκη ψεύδη, τον έρωτα, την απιστία και τα άλλα σχετικά δαιμόνια. Με πολλαπλές αναφορές δεν εγκλωβίζεται στο να επιδεικνύει την πολυπλοκότητά της αλλά γίνεται προσβάσιμη ποικιλοτρόπως χωρίς να ξεπουλιέται. Το τρομερό είναι πως κάθε στιγμή, σε κάθε πλάνο υποβόσκει μια ένταση και ως θεατής, μαθημένος αλλιώς από το Χόλιγουντ σκέφτεσαι «τώρα θα γίνει η έκρηξη – τώρα θα σκάσει το πράγμα δυνατότερα από τις βόμβες».
Η έκρηξη όμως είναι εσωτερική. Γίνεται προς τα μέσα. Και με το πέρας της ταινίας ξέρεις 99% ότι οι πρωταγωνιστές της θα συνεχίσουν να υποφέρουν και να προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους έτσι όπως μπορούν, αγκομαχώντας, παλεύοντας με τις αντιθέσεις τους τόσο τις εσωτερικές όσο κι εκείνες που έχουν με τους άλλους, αλλά τουλάχιστον θα έχουν γνωριστεί κάπως καλύτερα μεταξύ τους. Έχοντας την ψώρα να συγκρίνουμε τις ταινίες με άλλες του παρελθόντος να πω πως μου θύμισε δύο αριστουργήματα: την «Παγοθύελλα» του Ang Lee αλλά και το Cafe de Flore του Jean-Marc Vallée. Ο Trier ελέγχει απόλυτα τα αισθητικά του μέσα. Μπορεί να προσφέρει σκηνές εντυπωσιακές (όπως το slo-mo του δυστυχήματος, όπου η Isabelle Huppert στριφογυρίζει μαζί με το αμάξι της γύρω από τον εαυτό του μετά τη σύγκρουση με το φορτηγό, δεχόμενη τα γυαλιά από το παρμπρίζ στο πρόσωπο). Ή να ντύνει υπέροχα με εικόνες το κείμενο του μικρού αδελφού που «ανακαλύπτει» και διαβάζει ο μεγάλος αδελφός. Και το τραγούδι «Glass / Green» του Solomon Grey είναι καταπληκτικό, όπως κι όλη η μουσική επένδυση από τον Ola Flottum! Ακόμα και το gif της εμφάνισης του Gabriel Byrne σε ταινία στα νιάτα του ως γιατρός (συγκεκριμένα, πρόκειται για πλάνο από την ταινία «Hello Again» του 1987, όπου έπαιζε δίπλα στην Shelley Long) είναι κάτι παραπάνω από τρολ και αυτοαναφορικότητα.
Κάθε δευτερόλεπτο της ταινίας είναι αισθητικά άψογο, απρόβλεπτο, σε ιντριγκάρει. Μια σκηνή με μαζορέτες να πηδάνε στον αέρα μπορεί να βγάζει καντάρια πραγματικής ποίησης! Το μόνο ενδεχομένως πρόβλημα της ταινίας είναι πως προσπαθεί να πει πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Ε, λοιπόν, στη μεγάλη της πλειοψηφία η ταινία τα καταφέρνει. Και ναι, δεν κωλώνει να μιλήσει για πολιτική και για ηθική: ναι, η θέση της κάμερας είναι μια ηθική στάση, ναι, το τι θα δείξεις από μια φωτογραφία είναι μια πολιτική στάση! Σπουδαίες ερμηνείες ολούθε, με τον πιτσιρίκο Devin Druid να κερδίζει τις εντυπώσεις ως ο μικρός weird (ή μήπως όχι και τόσο;) γιος της οικογένειας. Αλλά τι λέω: και μόνο το πλάνο της Huppert που βλέπει κατάματα τον φακό και μας κοιτάζει όλους εμάς, τους θεατές, αρκούσε για να λατρέψουμε τούτη την ταινία. Δεν χάνεται λέμε!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 5 Μαΐου 2016 από την Seven / Spentzos
1 σχόλια:
Very good little Polish film. Tells the story of a young man who loves Morrisey and James Dean and his girlfriend. His life spins out of control when his father dies and his girlfriend decides to move to Chicago to go to school. Lot's of dark comedy type humor between a young man deciding what to do with the rest of his life. Thoroughly enjoyed it!
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική