της Joyce A. Nashawati. Με τους Ziad Bakri, Louis-Do de Lencquesaing, Μιμή Ντενίση, Γιάννη Στάνκογλου, Laurène Brun, Gwendoline Hamon, Ανδρέα Μαριανό
Ο πόλεμος του νερού
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Λιώνοντας συνειδήσεις και λογική
Όταν έχεις πίσω σου τη συμμετοχή σου – έστω ως «researcher», όπως αναφέρει το imdb – σε μία από τις πιο εντυπωσιακές γαλλικές ταινίες τρόμου των τελευταίων ετών, το «Martyrs» (2008), τότε δεν μπορεί παρά καλά πράγματα να συνοδεύουν το όνομά σου. Κι όταν το σκηνοθετικό σου ντεμπούτο είναι άνισο μεν εντυπωσιακό δε τότε δεν έχουμε παρά να περιμένουμε τα καλύτερα.
Η Joyce A. Nashawati μεγάλωσε μεταξύ Βηρυτού, Άκκρας, Κουβέιτ και Αθήνας. Σπούδασε κινηματογράφο στην Αγγλία και στο Παρίσι με υποτροφία. Σκηνοθέτησε τρεις ταινίες μυστηρίου μικρού μήκους: «Η ομπρέλα» (2008), «Η δαγκωματιά» (2010), και «Η άδεια» (2013). Η «Δαγκωματιά» βραβεύτηκε με το βραβείο καλύτερης μικρού μήκους ταινίας στο Φεστιβάλ του Ζεραρμέρ. Ο «Καύσωνας» είναι η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία. Είναι ελληνογαλλική συμπαραγωγή. Η ταινία τιμήθηκε από τη FIPRESCI (μαζί με το «Silent») ως οι καλύτερες ελληνικές ταινίες του προγράμματος στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Οι δύο αυτές ταινίες διανέμονται με τρόπο πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα: δύο δευτερότριτα σε μία κινηματογραφική αίθουσα στην Αθήνα – και συγκεκριμένα στο «Δαναό», με συζητήσεις με τους συντελεστές και με συναδέλφους κριτικούς κινηματογράφου. Καλή φάση, αλλά πιστεύουμε πως και οι δύο ταινίες άξιζαν ευρύτερης διανομής...
Η υπόθεση: Ελλάδα, σ’ ένα παραθαλάσσιο θέρετρο στο (κοντινό;) μέλλον. Βαρύς καύσωνας. Λειψυδρία και έκρυθμη βία. Ο Ασράφ, ένας μοναχικός μετανάστης, γίνεται φύλακας στην απομονωμένη βίλα μιας απόδημης οικογένειας. Σ’ έναν χωματόδρομο τσακισμένο από τον ήλιο, ένας αστυνομικός τον σταματά για έλεγχο...
Η άποψή μας: Μερικές φορές αρκεί ένα πλάνο για να σε πείσει για το ταλέντο του δημιουργού της ταινίας που το περιέχει. Για εμένα, στη συγκεκριμένη ταινία, το πλάνο αυτό είναι μια λήψη ενός αυτοκινήτου εν κινήσει τη συνοδεία μουσικής. Ναι, μπορεί να μοιάζει «διαφημιστικό» το πλάνο ετούτο, αλλά πάλι τι ομορφιά, τι κίνηση, τι αισθητική, τι ταλέντο. Σε ότι αφορά την ταινία αυτή καθαυτή: θέλει να πει περισσότερα από όσα αντέχει. Ενδυόμενη τη φόρμα του δυστοπικού θρίλερ μυστηρίου, η ταινία, συμβολικώ τω τρόπω, μιλάει για την Ελλάδα και κατ' επέκταση για την Ευρώπη του εγγύτατου μέλλοντος. Μια άνυδρη χώρα (ήπειρος), αστυνομικοκρατούμενη, όπου εγκλήματα θα γίνονται «για το νερό» και όπου οι μετανάστες θα ασφυκτιούν μιας που αντί για τη Γη της Επαγγελίας που ονειρεύονταν, βρίσκουν στην πραγματικότητα την Κόλαση επί της Γης. Με δάνεια από τον Πολάνσκι η σκηνοθέτιδα δείχνει ότι έχει απίστευτο κινηματογραφικό μάτι. Οι περισσότερες σκηνές που στήνει είναι άψογες αισθητικά και κουβαλούν καλά χωνεμένες αναφορές.
Εκεί που το πράγμα «χαλάει» είναι στο σενάριο. Έντιμων προθέσεων μεν, βαρυφορτωμένο με σύμβολα και απλωμένο για να πιάσει όσο το δυνατόν περισσότερα δε. Πχ, όλη η φάση με τα αρχαία, τα αγάλματα, τις ανασκαφές. Ναι, το ένδοξο παρελθόν είναι πανταχού παρόν στα άγια τούτα χώματα, αλλά είναι νεκρό! Μόνο πέτρες. Το ζωντανό, το παρόν, αυτό που θα δώσει τη δυνατότητα να διατηρηθεί η Μνήμη είναι αυτό που έρχεται από έξω: ο μετανάστης. Που, όμως, μένει μετέωρος. Ερωτευμένος με την ιδέα του κάλλους του δυτικού πολιτισμού ασφυκτιά από τον ολοκληρωτισμό που σφίγγει ολοένα τα γκέμια. Ναι, τα γατιά έχουν μεγαλύτερη αξία και πίνουν μόνον ειδικό εμφιαλωμένο νερό αν ανήκουν σε πλούσιους ιδιοκτήτες. Οι άνθρωποι μπορούν να ψοφήσουν σε μια γωνιά αν δεν ανήκουν στους προνομιούχους. Εντυπωσιακή ταινία, ναι, φιλόδοξη, σαφώς, με τρομερή δουλειά στη φωτογραφία από τον Γιώργο Αρβανίτη, με την αναπάντεχη εμφάνιση της Μιμής Ντενίση να δίνει (έξυπνα) το απαραίτητο (;) έναυσμα εμπορικότητας, για να δει την ταινία και κάποιος που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα την έβλεπε, μιας που είναι... καταδικασμένη σε art κύκλωμα και τους ανάλογους σινεφίλ. Το θέμα είναι άλλο: καλύτερος έλεγχος του υλικού.
Στην ταινία δεν ακούγονται πολλοί διάλογοι και γενικώς ο βασικός ήρωας και οι συν αυτώ δεν μιλάνε πολύ. Κι όμως, αυτό που χαρακτηρίζει την ταινία είναι η φλυαρία. Περιμένουμε τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτιδας που είμαστε σίγουροι πως δεν θα κουβαλά τις – αναγκαστικές – παθογένειες της πρώτης προσπάθειας. Της πρώτης φοράς.
Η υπόθεση: Ελλάδα, σ’ ένα παραθαλάσσιο θέρετρο στο (κοντινό;) μέλλον. Βαρύς καύσωνας. Λειψυδρία και έκρυθμη βία. Ο Ασράφ, ένας μοναχικός μετανάστης, γίνεται φύλακας στην απομονωμένη βίλα μιας απόδημης οικογένειας. Σ’ έναν χωματόδρομο τσακισμένο από τον ήλιο, ένας αστυνομικός τον σταματά για έλεγχο...
Η άποψή μας: Μερικές φορές αρκεί ένα πλάνο για να σε πείσει για το ταλέντο του δημιουργού της ταινίας που το περιέχει. Για εμένα, στη συγκεκριμένη ταινία, το πλάνο αυτό είναι μια λήψη ενός αυτοκινήτου εν κινήσει τη συνοδεία μουσικής. Ναι, μπορεί να μοιάζει «διαφημιστικό» το πλάνο ετούτο, αλλά πάλι τι ομορφιά, τι κίνηση, τι αισθητική, τι ταλέντο. Σε ότι αφορά την ταινία αυτή καθαυτή: θέλει να πει περισσότερα από όσα αντέχει. Ενδυόμενη τη φόρμα του δυστοπικού θρίλερ μυστηρίου, η ταινία, συμβολικώ τω τρόπω, μιλάει για την Ελλάδα και κατ' επέκταση για την Ευρώπη του εγγύτατου μέλλοντος. Μια άνυδρη χώρα (ήπειρος), αστυνομικοκρατούμενη, όπου εγκλήματα θα γίνονται «για το νερό» και όπου οι μετανάστες θα ασφυκτιούν μιας που αντί για τη Γη της Επαγγελίας που ονειρεύονταν, βρίσκουν στην πραγματικότητα την Κόλαση επί της Γης. Με δάνεια από τον Πολάνσκι η σκηνοθέτιδα δείχνει ότι έχει απίστευτο κινηματογραφικό μάτι. Οι περισσότερες σκηνές που στήνει είναι άψογες αισθητικά και κουβαλούν καλά χωνεμένες αναφορές.
Εκεί που το πράγμα «χαλάει» είναι στο σενάριο. Έντιμων προθέσεων μεν, βαρυφορτωμένο με σύμβολα και απλωμένο για να πιάσει όσο το δυνατόν περισσότερα δε. Πχ, όλη η φάση με τα αρχαία, τα αγάλματα, τις ανασκαφές. Ναι, το ένδοξο παρελθόν είναι πανταχού παρόν στα άγια τούτα χώματα, αλλά είναι νεκρό! Μόνο πέτρες. Το ζωντανό, το παρόν, αυτό που θα δώσει τη δυνατότητα να διατηρηθεί η Μνήμη είναι αυτό που έρχεται από έξω: ο μετανάστης. Που, όμως, μένει μετέωρος. Ερωτευμένος με την ιδέα του κάλλους του δυτικού πολιτισμού ασφυκτιά από τον ολοκληρωτισμό που σφίγγει ολοένα τα γκέμια. Ναι, τα γατιά έχουν μεγαλύτερη αξία και πίνουν μόνον ειδικό εμφιαλωμένο νερό αν ανήκουν σε πλούσιους ιδιοκτήτες. Οι άνθρωποι μπορούν να ψοφήσουν σε μια γωνιά αν δεν ανήκουν στους προνομιούχους. Εντυπωσιακή ταινία, ναι, φιλόδοξη, σαφώς, με τρομερή δουλειά στη φωτογραφία από τον Γιώργο Αρβανίτη, με την αναπάντεχη εμφάνιση της Μιμής Ντενίση να δίνει (έξυπνα) το απαραίτητο (;) έναυσμα εμπορικότητας, για να δει την ταινία και κάποιος που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα την έβλεπε, μιας που είναι... καταδικασμένη σε art κύκλωμα και τους ανάλογους σινεφίλ. Το θέμα είναι άλλο: καλύτερος έλεγχος του υλικού.
Στην ταινία δεν ακούγονται πολλοί διάλογοι και γενικώς ο βασικός ήρωας και οι συν αυτώ δεν μιλάνε πολύ. Κι όμως, αυτό που χαρακτηρίζει την ταινία είναι η φλυαρία. Περιμένουμε τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτιδας που είμαστε σίγουροι πως δεν θα κουβαλά τις – αναγκαστικές – παθογένειες της πρώτης προσπάθειας. Της πρώτης φοράς.
Στις δικές μας αίθουσες? Σε περιορισμένες προβολές, αποκλειστικά στον Δαναό
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική