του Sebastian Schipper. Με τους Laia Costa, Frederick Lau, Franz Rogowski, Burak Yigit, Max Mauff, Andre M. Hennicke, Anna Lena Klenke, Philipp Kubitza, Eike Frederick Schulz, Hans Ulrich Laux
V is for... Victoria!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
"From the rich to the poor / Victoria loved them all / Victoria, Victoria..."
Δεν ξέρω ποιοι είναι οι αναγνώστες μου. Είναι 20χρονα που θαυμάζουν (!) τη γεμάτη αναφορές παροξυσμική (όταν δεν βαριέμαι...) γραφή μου; Είναι 30χρονοι που περιμένουν με το... όπλο παρά πόδας για να με αποδομήσουν και να με ξεσκεπάσουν ως κάλπη; Είναι 40χρονοι που γουστάρουν το σινεμά όπως κι εγώ; Καταλάβετέ με κι εμένα: σε τέτοιες περιπτώσεις θα κάνω τις αναφορές μου αλλά έχω και το άγχος αν θα γίνουν κατανοητές. Και πόσους αφορούν τελικά, ε; Πχ, εδώ στον υπότιτλο έχω βάλει στίχους από το αθάνατο άσμα των Kinks. Οι οποίοι έγραψαν το συγκεκριμένο τραγούδι το 1969, τη χρονιά που γεννήθηκα! Βέβαια, εγώ το πρωτοάκουσα το 1988, στη διασκευή που έκαναν στο τραγούδι οι Fall. Κανονικά, βέβαια, μετά τη σφαγή του ΠΑΟΚ στον αγώνα κυπέλλου με την ακατανόμαστη ομάδα, ήθελα να γράψω κάτι του στυλ: «Αγρότη πεινάς;» (τη συνέχεια τη γνωρίζετε), αλλά προκειμένου να μην ποδοσφαιροποιήσουμε την τέχνη προχωράμε στο παρασύνθημα.
Το «Victoria» λοιπόν του Sebastian Schipper ήταν η ταινία που είχε την τιμή να μας πάρει την... παρθενιά στο περασμένο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία ενός σκηνοθέτη που η δεύτερη ταινία του, το «Ο δικός μου φίλος» (Ein Freund von mir, 2006) αγαπήθηκε στη χώρα μας (και όχι αδίκως), όντας μία από τις πρώτες ταινίες που διένειμε η εταιρία Seven Films. Τούτη η ταινία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περσινού φεστιβάλ Βερολίνου, όπου τιμήθηκε απολύτως δίκαια με Αργυρή Άρκτο Ξεχωριστής Καλλιτεχνικής Επίτευξης (σε ότι αφορά τη δουλειά στην κάμερα). Στη Θεσσαλονίκη, την προλόγισε ο ένας εκ των τριών σεναριογράφων της, Eike Frederik Schulz (ο οποίος εμφανίζεται και στην ταινία στο ρόλο του μπάρμπαν). Αλλά, για να δούμε τι ακριβώς είναι η «Victoria» και τι την κάνει να ξεχωρίζει – και θετικά και αρνητικά.
Η υπόθεση: Βερολίνο, άνοιξη, 4 τα ξημερώματα. Η Βικτόρια είναι μια 20χρονη κοπέλα από τη Μαδρίτη που βρίσκεται στη γερμανική πρωτεύουσα εδώ και τρεις μήνες. Αφού χορέψει ξέφρενα σ' ένα κλαμπ και προσπαθήσει να επικοινωνήσει με τους γύρω της χωρίς επιτυχία (δεν έχει φίλους) φεύγει με προορισμό το μαγαζί όπου εργάζεται, το οποίο πουλάει βιολογικό καφέ (αλλά και κακάο!) και το οποίο πρέπει να ανοίξει στις 7 το πρωί. Βγαίνοντας από το κλαμπ, θα γνωρίσει τον Ζόνε και την παρέα του. Τέσσερις νεαρούς Βερολινέζους συνολικά. Μεταξύ του κοριτσιού και των αγοριών – ιδιαίτερα του Ζόνε – υπάρχει μια άνετη συνενόηση και επικοινωνία, παρά το γεγονός ότι γνωρίζονται για πρώτη φορά. Θα μιλήσουν, θα αστειευτούν, θα φλερτάρουν, θα κλέψουν μπύρες από ένα ψιλικατζίδικο, θα κάνουν εξομολογήσεις σε μία ταράτσα, θα περάσουν καλά. Μόνο που ο κολλητός του Ζόνε, ο Μπόξερ, έχει κάνει φυλακή. Και ο Μπόξερ χρωστάει μια χάρη σ' αυτούς που τον προστάτευαν στη στενή. Και ήρθε η στιγμή να ανταποδώσει τη χάρη. Και ζητάει βοήθεια από τους κολλλητούς του. Και η μπάλα παίρνει και τη Βικτόρια. Που καταλήγει – με την θέλησή της! – να είναι η οδηγός στο αμάξι διαφυγής μιας ληστείας! Μόνο που η τρελή, μεγάλη περιπέτεια σύντομα μετατρέπεται σε εφιάλτη.
Η άποψή μας: Είναι εντυπωσιακό αυτό που επιχείρησαν ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του: μια ταινία διάρκειας δύο ωρών και 20 σχεδόν λεπτών, γυρισμένη σε 22 διαφορετικούς χώρους, με συνεχή ροή, χωρίς καθόλου μοντάζ! Καταλαβαίνετε πως ένα λάθος να γινόταν, κάποιος περαστικός να βρισκόταν στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή, κάποιος από τους ηθοποιούς να πάγωνε και να ξεχνούσε τα λόγια του και το όλον θα έπρεπε να γυριστεί από την αρχή. Το μόνο εμφανές λάθος που γίνεται είναι μια ανταλλαγή τσιγάρου, που δεν πιάνεται ακριβώς με την πρώτη. Γι' αυτό λοιπόν και η ταινία ολοκληρώθηκε με την τρίτη προσπάθεια. Και γι' αυτό οι φωνές που ακούτε σε κάποιο σημείο της ταινίας, εκεί, στη σκηνή με το αμάξι της διαφυγής, δηλώνουν πανικό, μιας που η ηθοποιός που υποδύεται τη Βικτόρια έκανε λάθος σε ότι αφορά τη διαδρομή και όλοι οι άλλοι ηθοποιοί αλλά και ο σκηνοθέτης προσπαθούσαν να την κατευθύνουν για να μην μπουν στη σκηνή κατά λάθος άνθρωποι από το συνεργείο της ταινίας – ο κάμεραμαν έσωσε την κατάσταση με μια έξυπνη κίνηση...
Επίτευγμα λοιπόν ως κατασκευή η ταινία – δεν χωράει κουβέντα επί αυτού. Με τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάζουν εν πολλοίς τους διαλόγους τους και να φέρνουν την αποστολή τους εις πέρας με εξαιρετικές επιδόσεις – ιδίως η πρωταγωνίστρια Laia Costa είναι σπουδαία – αφήστε που ο φακός την αγαπάει. Με τη μουσική του τιτανοτεράστιου Nils Frahm άλλοτε να δονεί με το μπιτ της την οθόνη κι άλλοτε να κατεβάζει τέμπο προκειμένου να συνάδει με την ωδή στα ατίθασα νιάτα που επιχειρεί η ταινία. Με τον κάμεραμαν να πετυχαίνει παπάδες. Ναι, αλλά, το σενάριο... χωλαίνει. Όσο εξελίσσεται το στόρι στο πρώτο μισό της ταινίας τα πράγματα έχουν φοβερό ενδιαφέρον. Το φλερτ, η ανάγκη των νέων να επικοινωνήσουν, μια πόλη που αγαπάνε οι πάντες, η ζωή στην άκρη της νύχτας, όλα αυτά έχουν ενδιαφέρον και σε κρατάτε σε εγρήγορση ως θεατή. Όμως. Δεν στέκει πουθενά μια κοπέλα τόσο αυθόρμητη, επικοινωνιακή και – θα το πω – όμορφη όπως η Βικτόρια να μην έχει φίλους στους τρεις μήνες της παραμονής της στο Βερολίνο. Δεν στέκει πουθενά με ένα τσακ να αποφασίσει να συμμετέχει σε ένοπλη (!) ληστεία μαζί με μια παρέα αγοριών που γνώρισε πριν λίγο! Οι ίδιοι οι φίλοι δεν γίνεται να αποφασίσουν να φέρουν εις πέρας τη ληστεία με μια μικρή πρόβα (!) και τη βοήθεια κοκαΐνης! Δεν είναι πιστευτό, πως το λένε. Ξεπερνά τα όρια της αφέλειας.
Αν ο σκηνοθέτης ήθελε να το πάει κατά «Μπόνι και Κλάιντ» μεριά, δεν χτίζει τα απαραίτητα θεμέλια για να το πετύχει αυτό. Αν πάλι ήθελε να δημιουργήσει το γερμανικό «Μίσος» απέχει παρασάγγες από την ταινία του Kassovitz, καθώς η όποια επιχείρηση κοινωνικού σχολιασμού είναι τόοοοσο επιφανειακή που περνάει στο ντούκου. Ο Γιάνναρης τέλος με το δικό του ανάλογο «Από την άκρη της πόλης» έχει να πει κάτι για τη νεολαία και το κάνει καλά (για το «Ξύπνημα της άνοιξης» τα είπαμε την προηγούμενη εβδομάδα, να μην επαναλαμβανόμαστε)... Το πως εξελίσσεται το ρομάντζο ανάμεσα στη Βικτόρια και τον Ζόνε είναι όλα τα λεφτά – με τη σκηνή στο καφέ και το πως παίζει πιάνο η Βικτόρια να ξεχωρίζει και να συγκινεί. Αλλά το άλλο μέρος της ταινίας, το μεγαλύτερο, με τη ληστεία και την προφανή κατάληξή της (μέχρι και η απαγωγή του μωρού φαίνεται να γίνεται απλά για να μεγαλώσει σε διάρκεια η ταινία!), σόρι αλλά φάουλ «δικέ μου φίλε» Sebastian Schipper.
Εν κατακλείδι, μια ταινία αστραφτερή ως επίτευγμα, η οποία όμως χωλαίνει σεναριακά.
Η υπόθεση: Βερολίνο, άνοιξη, 4 τα ξημερώματα. Η Βικτόρια είναι μια 20χρονη κοπέλα από τη Μαδρίτη που βρίσκεται στη γερμανική πρωτεύουσα εδώ και τρεις μήνες. Αφού χορέψει ξέφρενα σ' ένα κλαμπ και προσπαθήσει να επικοινωνήσει με τους γύρω της χωρίς επιτυχία (δεν έχει φίλους) φεύγει με προορισμό το μαγαζί όπου εργάζεται, το οποίο πουλάει βιολογικό καφέ (αλλά και κακάο!) και το οποίο πρέπει να ανοίξει στις 7 το πρωί. Βγαίνοντας από το κλαμπ, θα γνωρίσει τον Ζόνε και την παρέα του. Τέσσερις νεαρούς Βερολινέζους συνολικά. Μεταξύ του κοριτσιού και των αγοριών – ιδιαίτερα του Ζόνε – υπάρχει μια άνετη συνενόηση και επικοινωνία, παρά το γεγονός ότι γνωρίζονται για πρώτη φορά. Θα μιλήσουν, θα αστειευτούν, θα φλερτάρουν, θα κλέψουν μπύρες από ένα ψιλικατζίδικο, θα κάνουν εξομολογήσεις σε μία ταράτσα, θα περάσουν καλά. Μόνο που ο κολλητός του Ζόνε, ο Μπόξερ, έχει κάνει φυλακή. Και ο Μπόξερ χρωστάει μια χάρη σ' αυτούς που τον προστάτευαν στη στενή. Και ήρθε η στιγμή να ανταποδώσει τη χάρη. Και ζητάει βοήθεια από τους κολλλητούς του. Και η μπάλα παίρνει και τη Βικτόρια. Που καταλήγει – με την θέλησή της! – να είναι η οδηγός στο αμάξι διαφυγής μιας ληστείας! Μόνο που η τρελή, μεγάλη περιπέτεια σύντομα μετατρέπεται σε εφιάλτη.
Η άποψή μας: Είναι εντυπωσιακό αυτό που επιχείρησαν ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του: μια ταινία διάρκειας δύο ωρών και 20 σχεδόν λεπτών, γυρισμένη σε 22 διαφορετικούς χώρους, με συνεχή ροή, χωρίς καθόλου μοντάζ! Καταλαβαίνετε πως ένα λάθος να γινόταν, κάποιος περαστικός να βρισκόταν στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή, κάποιος από τους ηθοποιούς να πάγωνε και να ξεχνούσε τα λόγια του και το όλον θα έπρεπε να γυριστεί από την αρχή. Το μόνο εμφανές λάθος που γίνεται είναι μια ανταλλαγή τσιγάρου, που δεν πιάνεται ακριβώς με την πρώτη. Γι' αυτό λοιπόν και η ταινία ολοκληρώθηκε με την τρίτη προσπάθεια. Και γι' αυτό οι φωνές που ακούτε σε κάποιο σημείο της ταινίας, εκεί, στη σκηνή με το αμάξι της διαφυγής, δηλώνουν πανικό, μιας που η ηθοποιός που υποδύεται τη Βικτόρια έκανε λάθος σε ότι αφορά τη διαδρομή και όλοι οι άλλοι ηθοποιοί αλλά και ο σκηνοθέτης προσπαθούσαν να την κατευθύνουν για να μην μπουν στη σκηνή κατά λάθος άνθρωποι από το συνεργείο της ταινίας – ο κάμεραμαν έσωσε την κατάσταση με μια έξυπνη κίνηση...
Επίτευγμα λοιπόν ως κατασκευή η ταινία – δεν χωράει κουβέντα επί αυτού. Με τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάζουν εν πολλοίς τους διαλόγους τους και να φέρνουν την αποστολή τους εις πέρας με εξαιρετικές επιδόσεις – ιδίως η πρωταγωνίστρια Laia Costa είναι σπουδαία – αφήστε που ο φακός την αγαπάει. Με τη μουσική του τιτανοτεράστιου Nils Frahm άλλοτε να δονεί με το μπιτ της την οθόνη κι άλλοτε να κατεβάζει τέμπο προκειμένου να συνάδει με την ωδή στα ατίθασα νιάτα που επιχειρεί η ταινία. Με τον κάμεραμαν να πετυχαίνει παπάδες. Ναι, αλλά, το σενάριο... χωλαίνει. Όσο εξελίσσεται το στόρι στο πρώτο μισό της ταινίας τα πράγματα έχουν φοβερό ενδιαφέρον. Το φλερτ, η ανάγκη των νέων να επικοινωνήσουν, μια πόλη που αγαπάνε οι πάντες, η ζωή στην άκρη της νύχτας, όλα αυτά έχουν ενδιαφέρον και σε κρατάτε σε εγρήγορση ως θεατή. Όμως. Δεν στέκει πουθενά μια κοπέλα τόσο αυθόρμητη, επικοινωνιακή και – θα το πω – όμορφη όπως η Βικτόρια να μην έχει φίλους στους τρεις μήνες της παραμονής της στο Βερολίνο. Δεν στέκει πουθενά με ένα τσακ να αποφασίσει να συμμετέχει σε ένοπλη (!) ληστεία μαζί με μια παρέα αγοριών που γνώρισε πριν λίγο! Οι ίδιοι οι φίλοι δεν γίνεται να αποφασίσουν να φέρουν εις πέρας τη ληστεία με μια μικρή πρόβα (!) και τη βοήθεια κοκαΐνης! Δεν είναι πιστευτό, πως το λένε. Ξεπερνά τα όρια της αφέλειας.
Αν ο σκηνοθέτης ήθελε να το πάει κατά «Μπόνι και Κλάιντ» μεριά, δεν χτίζει τα απαραίτητα θεμέλια για να το πετύχει αυτό. Αν πάλι ήθελε να δημιουργήσει το γερμανικό «Μίσος» απέχει παρασάγγες από την ταινία του Kassovitz, καθώς η όποια επιχείρηση κοινωνικού σχολιασμού είναι τόοοοσο επιφανειακή που περνάει στο ντούκου. Ο Γιάνναρης τέλος με το δικό του ανάλογο «Από την άκρη της πόλης» έχει να πει κάτι για τη νεολαία και το κάνει καλά (για το «Ξύπνημα της άνοιξης» τα είπαμε την προηγούμενη εβδομάδα, να μην επαναλαμβανόμαστε)... Το πως εξελίσσεται το ρομάντζο ανάμεσα στη Βικτόρια και τον Ζόνε είναι όλα τα λεφτά – με τη σκηνή στο καφέ και το πως παίζει πιάνο η Βικτόρια να ξεχωρίζει και να συγκινεί. Αλλά το άλλο μέρος της ταινίας, το μεγαλύτερο, με τη ληστεία και την προφανή κατάληξή της (μέχρι και η απαγωγή του μωρού φαίνεται να γίνεται απλά για να μεγαλώσει σε διάρκεια η ταινία!), σόρι αλλά φάουλ «δικέ μου φίλε» Sebastian Schipper.
Εν κατακλείδι, μια ταινία αστραφτερή ως επίτευγμα, η οποία όμως χωλαίνει σεναριακά.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 3 Μαρτίου 2016 από την Seven / Spentzos
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική