Dheepan: Ο Άνθρωπος Χωρίς Πατρίδα
του Jacques Audiard. Με τους Antonythasan Jesuthasan, Kalieaswari Srinivasan, Claudine Vinasithamby, Vincent Rottiers, Marc Zinga
Από πόλεμο σε πόλεμο
του zerVo (@moviesltd)
Άνετα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως απάντηση στο καίριο ερώτημα, τι στην ευχή ανθρώποι είναι ετούτοι που αραδιάζονται κατά χιλιάδες καθημερινά από τα καρυδότσουφλα των γειτόνων δουλεμπόρων στα νησιά του Αιγαίου, που λειτουργούν ουσιαστικά σαν γεφύρια προώθησης τους σε αυτό το σίχαμα που ονομάζουμε Ευρώπη. Το οποίο για εκείνους λειτουργεί εντελώς διαφορετικά στην ψυχοσύνθεση, στην λογική, στον τρόπο σκέψης τους, μιας και φαντάζει με τόπο παραδεισένιο και λαμπρό, που δεν έχει την παραμικρή σχέση με την κόλαση που μέχρι τα χθες βίωναν στον τόπο τους. Στην πατρίδα τους δηλαδή, που θα διάλεγαν μονομιάς να επανέλθουν, αν και εφόσον οι συνθήκες τους το επέτρεπαν και έσβηνε ολοσχερώς η φλόγα του πολέμου. Η βασική μου ένσταση δηλαδή με την εγχώρια μαρκίζα του φιλμ. Οι φουκαριάρηδες φυσικά και έχουν εστία, που ακόμη και καταματωμένη και κατακερματισμένη τους καρτερεί. Το όνειρο τους, είναι εκείνο που μαραζώνει και διαλύεται μόλις δουν που ακριβώς πάτησαν το πόδι τους, υποτίθεται για να σωθούν...
Πολεμώντας στο πλευρό των ανταρτών, των ηττημένων της εμφύλιας διαμάχης στην πολύπαθη Κεΰλάνη, Τίγρεων Ταμίλ, ο Σιβαντάσαν, έχοντας απολέσει σύζυγο και θυγατέρες, θα πάρει την γεμάτη ρίσκο, αλλά και μοναδική λογική, απόφαση να κάψει τη στολή και να ακολουθήσει το διάβα προς την Γηραιά Ήπειρο, όπως κάνουν αμέτρητοι κυνηγημένοι συμπατριώτες του. Παίρνοντας καινούργια ταυτότητα, ενός ήδη νεκρού στις σφαγές, θα αλλάξει το όνομα του σε Ντιπάν και μαζί με την εξίσου άμοιρη νεαρή Γιαλίνι, αλλά και την εννιάχρονη περιφερόμενη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ορφανή Ιλαγιάλ, θα συνθέσουν μια ψεύτικη τριμελή οικογένεια, που θα ψάξει τις ελάχιστες ελπίδες της στην Γαλλία.
Αφού οι τρεις τους περάσουν ένα μικρό διάστημα στο βαρέλι των εθνοτήτων της πρωτεύουσας, εντέλει θα σταθούν τυχεροί, καθώς εκείνος θα βρει εργασία ως επιστάτης, σε μπλοκ θεόρατων πολυκατοικιών της περιφέρειας κι εκείνη ως οικιακή βοηθός ενός ταλαιπωρημένου εύπορου κυρίου, αποκομίζοντας έσοδα, που θα τους βοηθήσουν να κάνουν ένα καινούργιο ξεκίνημα, έστω και ως κίβδηλη φαμίλια. Η πραγματική ταυτότητα των εργοδοτών της Γιαλίνι, δεν θα αργήσει να αποκαλυφθεί, καθώς ο διαρκώς οπλισμένος και κυκλοθυμικός Μπραχίμ, είναι ο αρχηγός μιας εκ των τοπικών συμμοριών, που παίρνουν μέρος στον πόλεμο για την κυριαρχία της υποβαθμισμένης περιοχής. Μια κατάσταση που στον νου του Ντιπάν θα ξυπνήσει μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος και μαζί τα άγρια ένστικτα που γεννήθηκαν στην ψυχή του, στην αφιλόξενη ζούγκλα της Σρι Λάνκα.
Ουσιαστικά δηλαδή παίρνει μπροστά κατά την διάρκεια της αφήγησης ο απαράβατος κανόνας του "το παρελθόν φυγείν αδύνατον", μιας και εκεί ακριβώς που διαφαίνεται στον μακρινό ορίζοντα μια υποψία ηλιαχτίδας, που ενδεχόμενα θα φωτίσει την θολή ματιά του ταλαιπωρημένου Ασιάτη, ξυπνούν τα φαντάσματα και εκείνες οι θύμησες που θα τον μετατρέψουν ξανά σε δολοφόνο - εγκληματία - πολεμιστή. Πάνω που ο ίδιος αρχίζει και γίνεται αποδεκτός, από την στην συντριπτική της πλειοψηφία μικρή σοσιετέ των πολυκατοικιών ως ο φιλήσυχος μάστορας / οδοκαθαριστής / θυρωρός, πάνω που η fake Κυρά του, θα δελεαστεί ακραία από το πεντακοσάρικο μηνιάτικο, που της δίνει ο ντόπιος βαρόνος για να του μαγειρεύει νοστιμιές και να του καθαρίζει το δωμάτιο. Μα για στάσου, κάπου υπάρχει κι ένα παιδί στο στόρι, ούτε καν δέκα χρονώ, που μπορεί να μην πέθανε από το γιαταγάνι στο χωριό του, αλλά πεθαίνει καθημερινά από μαρασμό, ελλείψει αληθινών γονιών, πραγματικών φίλων, ουσιαστικών ανθρώπων που να νοιάζονται για εκείνη. Όπως δεν νοιάστηκε και πολύ η προοπτική του σπουδαίου Jacques Audiard, χάνοντας μια μεγάλη ευκαιρία να μετατοπίσει το μελοδραματικό βάρος της πλοκής του σε αυτή την παιδούλα, αντίθετα από ένα σημείο και κατοπινά την λησμονεί ολοσχερώς, σαν να μην υφίσταται καν στο γενικό κάδρο.
Είναι η στιγμή που το κοινωνικό δράμα, δίνει την σκυτάλη του στον γκανγκστερικό χαμό, τονίζοντας το επιμύθιο προς τους ήρωες του, λέγοντας τους πως πόλεμο άφησαν πίσω τους, πόλεμο θα ξαναβρούν μπροστά τους. Άριστος μαέστρος του ρεαλισμού των εικόνων του, ο Γάλλος δημιουργός, ακολουθεί τα βήματα των πιο πρόσφατων αναλόγου ύφους, αλλά πολύ πιο σφιχτοδεμένων σεναριακά Un Prophete και De Rouille Et D'Os, προσφέροντας πλάνα που ρίχνουν γροθιές στο στομάχι, σίγουρα πολύ μικρότερης έντασης πάντως, από εκείνες που μοίρασαν ο Άραβας φυλακισμένος που εξελίχθηκε σε μέγα μαφιόζο ή το ιδιόμορφο δέσιμο του πρώην εκτελεστή με την τραυματισμένη σωματικά και ψυχικά εκπαιδεύτρια φαλαινών, αντίστοιχα.
Μπορεί στην πλατεία που παρακολουθεί την αγωνία των Ταμίλ στην νέα Γη της Επαγγελίας τους, να επικρατεί μια τάση συμπάθειας προς τα πρόσωπα τους (στην ξεχασμένη πιτσιρίκα δεν υπάρχει απλά τάση, αυτό είναι δεδομένο) ουδείς λησμονεί όμως πως ο Ντιπάν δύναται να μεταβληθεί μονομιάς στο καλά εκπαιδευμένο στους γκουερίλας φονικό όπλο, την ίδια στιγμή που η Γιαλίνι (μια από τις πέντε σπουδαιότερες γυναικείες ερμηνείες της χρονιάς, από την Srinivasan) δεν πείθει στιγμή για το αγαθό των προθέσεων της, ούσα πανέτοιμη να εγκαταλείψει τους πάντες και τα πάντα για να περάσει μόνη της με ελαφρά πηδηματάκια την Μάγχη. Πιθανολογώ πως για την χρονική οικονομία του έργου, στο κοπίδι πρέπει να χάθηκαν επεξηγηματικές σεκάνς, που θα έφεραν τους ήρωες κοντύτερα τόσο μεταξύ τους - ένα ματσάκι μαργαριτούλες, δεν κάνει τόση δουλειά - όσο κυρίως στον θεατή τους.
Ανισότητες και αυξομειώσεις των παλμών που ο Audiard από την απαρχή του καλλιτεχνικού του δρόμου δεν με είχε συνηθισμένο, δίνοντας μου σχεδόν πάντα μια γραμμή εξιστόρησης που δεν απαιτούσε τόση ατέρμονη φαντασία για να κολλήσει με την συνέχεια και την εξέλιξη. Εδώ ενώ τα βήματα έγιναν σωστά και μελετημένα μέχρι το πέρας της πρώτης πράξης, στην δεύτερη έγιναν τέτοια άλματα, που ούτε την αρχική (πριν την πολύ μεγάλη και έξοχα κινηματογραφημένη) έκρηξη του Dheepan δικαιολογούν, ενώ αφήνουν και μια ασάφεια για τους παραστρατιωτικούς που επιστρέφουν από το πουθενά στην ζωή του, την συνθλίβουν και - επίσης - χάνονται μετά δευτερολέπτων.
Για πες: Ο Φραντσέζος στήνοντας τόσο ψηλά τον πήχη των απαιτήσεων του κοινού του, είναι λογικό σε κάποιες στιγμές να περνά την κάμερα από κάτω του, μην καλύπτοντας τις. Ασυζητητί ο ασήκωτος Χρυσός Φοίνικας των πιο πρόσφατων Καννών, δεν καθρεφτίζεται στην ποιότητα του φιλμ, που είναι μεν αξιόλογο, μα όχι καλύτερο άλλων του Κονκόρσο. Και σαφέστατα όχι καλύτερο του συνόλου της φιλμογραφίας του Audiard, που στην προσωπική μου ματιά θεωρείται ως ο μέγιστος της σύγχρονης τρικολόρ φιλμικής βιομηχανίας, εξού και ο βαρύγδουπος Παλμ Ντορ, που του δόθηκε εκτιμώ πιότερο για την τεράστια προσφορά του στην Έβδομη Τέχνη, παρά για την παρούσα μελέτη της ψυχής των κατατρεγμένων από όλους μεταναστών.
Αφού οι τρεις τους περάσουν ένα μικρό διάστημα στο βαρέλι των εθνοτήτων της πρωτεύουσας, εντέλει θα σταθούν τυχεροί, καθώς εκείνος θα βρει εργασία ως επιστάτης, σε μπλοκ θεόρατων πολυκατοικιών της περιφέρειας κι εκείνη ως οικιακή βοηθός ενός ταλαιπωρημένου εύπορου κυρίου, αποκομίζοντας έσοδα, που θα τους βοηθήσουν να κάνουν ένα καινούργιο ξεκίνημα, έστω και ως κίβδηλη φαμίλια. Η πραγματική ταυτότητα των εργοδοτών της Γιαλίνι, δεν θα αργήσει να αποκαλυφθεί, καθώς ο διαρκώς οπλισμένος και κυκλοθυμικός Μπραχίμ, είναι ο αρχηγός μιας εκ των τοπικών συμμοριών, που παίρνουν μέρος στον πόλεμο για την κυριαρχία της υποβαθμισμένης περιοχής. Μια κατάσταση που στον νου του Ντιπάν θα ξυπνήσει μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος και μαζί τα άγρια ένστικτα που γεννήθηκαν στην ψυχή του, στην αφιλόξενη ζούγκλα της Σρι Λάνκα.
Ουσιαστικά δηλαδή παίρνει μπροστά κατά την διάρκεια της αφήγησης ο απαράβατος κανόνας του "το παρελθόν φυγείν αδύνατον", μιας και εκεί ακριβώς που διαφαίνεται στον μακρινό ορίζοντα μια υποψία ηλιαχτίδας, που ενδεχόμενα θα φωτίσει την θολή ματιά του ταλαιπωρημένου Ασιάτη, ξυπνούν τα φαντάσματα και εκείνες οι θύμησες που θα τον μετατρέψουν ξανά σε δολοφόνο - εγκληματία - πολεμιστή. Πάνω που ο ίδιος αρχίζει και γίνεται αποδεκτός, από την στην συντριπτική της πλειοψηφία μικρή σοσιετέ των πολυκατοικιών ως ο φιλήσυχος μάστορας / οδοκαθαριστής / θυρωρός, πάνω που η fake Κυρά του, θα δελεαστεί ακραία από το πεντακοσάρικο μηνιάτικο, που της δίνει ο ντόπιος βαρόνος για να του μαγειρεύει νοστιμιές και να του καθαρίζει το δωμάτιο. Μα για στάσου, κάπου υπάρχει κι ένα παιδί στο στόρι, ούτε καν δέκα χρονώ, που μπορεί να μην πέθανε από το γιαταγάνι στο χωριό του, αλλά πεθαίνει καθημερινά από μαρασμό, ελλείψει αληθινών γονιών, πραγματικών φίλων, ουσιαστικών ανθρώπων που να νοιάζονται για εκείνη. Όπως δεν νοιάστηκε και πολύ η προοπτική του σπουδαίου Jacques Audiard, χάνοντας μια μεγάλη ευκαιρία να μετατοπίσει το μελοδραματικό βάρος της πλοκής του σε αυτή την παιδούλα, αντίθετα από ένα σημείο και κατοπινά την λησμονεί ολοσχερώς, σαν να μην υφίσταται καν στο γενικό κάδρο.
Είναι η στιγμή που το κοινωνικό δράμα, δίνει την σκυτάλη του στον γκανγκστερικό χαμό, τονίζοντας το επιμύθιο προς τους ήρωες του, λέγοντας τους πως πόλεμο άφησαν πίσω τους, πόλεμο θα ξαναβρούν μπροστά τους. Άριστος μαέστρος του ρεαλισμού των εικόνων του, ο Γάλλος δημιουργός, ακολουθεί τα βήματα των πιο πρόσφατων αναλόγου ύφους, αλλά πολύ πιο σφιχτοδεμένων σεναριακά Un Prophete και De Rouille Et D'Os, προσφέροντας πλάνα που ρίχνουν γροθιές στο στομάχι, σίγουρα πολύ μικρότερης έντασης πάντως, από εκείνες που μοίρασαν ο Άραβας φυλακισμένος που εξελίχθηκε σε μέγα μαφιόζο ή το ιδιόμορφο δέσιμο του πρώην εκτελεστή με την τραυματισμένη σωματικά και ψυχικά εκπαιδεύτρια φαλαινών, αντίστοιχα.
Μπορεί στην πλατεία που παρακολουθεί την αγωνία των Ταμίλ στην νέα Γη της Επαγγελίας τους, να επικρατεί μια τάση συμπάθειας προς τα πρόσωπα τους (στην ξεχασμένη πιτσιρίκα δεν υπάρχει απλά τάση, αυτό είναι δεδομένο) ουδείς λησμονεί όμως πως ο Ντιπάν δύναται να μεταβληθεί μονομιάς στο καλά εκπαιδευμένο στους γκουερίλας φονικό όπλο, την ίδια στιγμή που η Γιαλίνι (μια από τις πέντε σπουδαιότερες γυναικείες ερμηνείες της χρονιάς, από την Srinivasan) δεν πείθει στιγμή για το αγαθό των προθέσεων της, ούσα πανέτοιμη να εγκαταλείψει τους πάντες και τα πάντα για να περάσει μόνη της με ελαφρά πηδηματάκια την Μάγχη. Πιθανολογώ πως για την χρονική οικονομία του έργου, στο κοπίδι πρέπει να χάθηκαν επεξηγηματικές σεκάνς, που θα έφεραν τους ήρωες κοντύτερα τόσο μεταξύ τους - ένα ματσάκι μαργαριτούλες, δεν κάνει τόση δουλειά - όσο κυρίως στον θεατή τους.
Ανισότητες και αυξομειώσεις των παλμών που ο Audiard από την απαρχή του καλλιτεχνικού του δρόμου δεν με είχε συνηθισμένο, δίνοντας μου σχεδόν πάντα μια γραμμή εξιστόρησης που δεν απαιτούσε τόση ατέρμονη φαντασία για να κολλήσει με την συνέχεια και την εξέλιξη. Εδώ ενώ τα βήματα έγιναν σωστά και μελετημένα μέχρι το πέρας της πρώτης πράξης, στην δεύτερη έγιναν τέτοια άλματα, που ούτε την αρχική (πριν την πολύ μεγάλη και έξοχα κινηματογραφημένη) έκρηξη του Dheepan δικαιολογούν, ενώ αφήνουν και μια ασάφεια για τους παραστρατιωτικούς που επιστρέφουν από το πουθενά στην ζωή του, την συνθλίβουν και - επίσης - χάνονται μετά δευτερολέπτων.
Για πες: Ο Φραντσέζος στήνοντας τόσο ψηλά τον πήχη των απαιτήσεων του κοινού του, είναι λογικό σε κάποιες στιγμές να περνά την κάμερα από κάτω του, μην καλύπτοντας τις. Ασυζητητί ο ασήκωτος Χρυσός Φοίνικας των πιο πρόσφατων Καννών, δεν καθρεφτίζεται στην ποιότητα του φιλμ, που είναι μεν αξιόλογο, μα όχι καλύτερο άλλων του Κονκόρσο. Και σαφέστατα όχι καλύτερο του συνόλου της φιλμογραφίας του Audiard, που στην προσωπική μου ματιά θεωρείται ως ο μέγιστος της σύγχρονης τρικολόρ φιλμικής βιομηχανίας, εξού και ο βαρύγδουπος Παλμ Ντορ, που του δόθηκε εκτιμώ πιότερο για την τεράστια προσφορά του στην Έβδομη Τέχνη, παρά για την παρούσα μελέτη της ψυχής των κατατρεγμένων από όλους μεταναστών.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Νοεμβρίου 2015 από την Seven / Spentzos
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική