του Παντελή Καλατζή. Με τους Αλέξη Γεωργούλη, Γιώργο Κιμούλη, Γιούλικα Σκαφιδά, Γιώργο Χρανιώτη, Άκη Σακκελαρίου, Κλέλια Ρένεση, Γεράσιμο Σκιαδαρέση, Τάσο Νούσια, Ναταλία Δραγούμη, Μάνο Βακούση
Μια στην Πύλη, δυο στην Πύλη, πάει, σβήνει το καντήλι...
του zerVo (@moviesltd)
Ακόμη κι αν δεν πιάνουν, ούτε καν αγγίζουν από μακριά, τον βασικό τους σκοπό, κατά βάση καλλιτεχνικό και λιγότερα εμπορικό, ετούτες τις ταινίες, τις αποκαλούμενες Του Είδους, παραγωγής και κοπής της νέας μετά μιλένιουμ γενιάς, κάποια στιγμή θα τις ευγνωμονούμε για την ύπαρξη τους. Κι αυτό διότι μετά το ηθελημένο προ δεκαετιών ριμπούτ και την άρνηση από όλους της συνέχειας του έργου του Έλληνα μόνο στην ταυτότητα, Φώσκολου, τα πάντα στην εγχώρια περιπέτεια / θρίλερ / μυστηρίου / action, πρέπει αναγκαστικά να ξεκινήσουν εκ του μηδενός. Βήμα, βήμα και σκαλοπάτι το σκαλοπάτι οι δεδομένα ικανοί (και νεαροί) πολεμιστές του genre θα το προχωρήσουν, βελτιώνοντας την συνολική τους τεχνογνωσία, εκεί που του πρέπει. Προς το παρόν αρκούμαστε στο θερμό χειροκρότημα τους, για την σίγουρα φιλότιμη προσπάθεια τους.
Προδομένος από την στάση των συνεργατών του, κατά την διάρκεια της έρευνας πάνω στην παράνομη και βρώμικη δράση του επιχειρηματία Αλέξανδρου Λινάρδου, ο ρεπόρτερ Φίλιππος Κοραής, εδώ και μια πενταετία έχει αποτραβηχτεί από το επάγγελμα του, αλλά και από την πρωτεύουσα, επιλέγοντας την πιο φιλήσυχη καθημερινότητα της επαρχίας. Το μαντάτο της στυγερής δολοφονίας του κάποτε καλύτερου του φίλου και δεξιού του χεριού, φωτογράφου Στέργιου Νικολάου, αλλά και οι απειλές κατά της δικής του ζωής, θα τον αναγκάσουν να επιστρέψει στην Αθήνα, προκειμένου να ερευνήσει το ποιοι ακριβώς κρύβονται πίσω από αυτές τις φονικές πράξεις. Ερχόμενος σε επαφή με την προβληματισμένη και ψυχικά συντετριμμένη κοπέλα του νεκρού κολλητού του, Νικολέτα, θα αρχίσει σταδιακά να ξετυλίγει το κουβάρι της υπόθεσης, που θα τον οδηγήσει σε μονοπάτια αινιγματικά και δύσβατα, που ουδέποτε είχε φανταστεί πως θα περπατήσει.
Έτσι όπως ακούγεται η εισαγωγική σύνοψη, προσεγγίζει υπερβολικά τις όχι ξεχωριστές από από πλευράς θεματικού σπινθήρα, μα πανέξυπνες και ταχύτατες στην εξέλιξη τους, συνήθως γαλλόφωνες αστυνομικές περιπέτειες, που ο κεντρικός ήρωας δεν είναι κατ΄ανάγκη σκληροτράχηλος μπάτσος. Αντίθετα, όπως συμβαίνει εδώ, είναι ένας δυναμικός, όσο και τρωτός κι ευαίσθητος και ταλαιπωρημένος από το σύστημα που ποτέ δεν ανήκε, μάχιμος δημοσιογράφος - όπως Dragon Tattoo φάση - που ως μοναχικός καβαλάρης, παρακινούμενος από επαγγελματικό ένστικτο και πάθος για να ξεσκεπάσει την αλήθεια, δεν θα διστάσει να εισχωρήσει μέχρι και στα σκοτεινότερα υπόγεια για να την ξετρυπώσει. Το πρόβλημα για εκείνον, αλλά και για την εξέλιξη της πλοκής, είναι που σε μια από τις πάμπολλες διασταυρώσεις στο διάβα της, η αφήγηση παίρνει εντελώς λανθασμένο δρόμο και από το τίμιο flic story που αρχικά υποσχόταν, εξελίσσεται σε μια ιδεαλιστική ανακατωσούρα, πολιτικών, παραπολιτικών και παρακρατικών διαστάσεων.
Κι ενώ το καλλιτεχνικό τέκνο του Γέροντα Κούνδουρου, όπως αναγράφει το βιογραφικό του και μπράβο του, Παντελής Καλατζής, ίσαμε το πλάνο στην μπιτάτη Dreamcity, με είχε προδιαθέσει για ένα δεύτερο ημίχρονο καταιγιστικό, όπου στο μπλέξιμο παίζουν κλέφτες, αστυνόμοι και καλά παιδιά, εντούτοις εκείνο το ζιζάνιο που με έτρωγε ευθύς εξαρχής με την αταίριαστη με το υπόλοιπο παζλ, ύπαρξη κάποιας αόριστης εκκλησίας, ενός προβληματικού πάστορα και μερικών σκόρπιων παγανιστικών συμβόλων, εξελίχθηκε σε καταστροφικό σάρωθρο που διέλυσε τα πάντα. Μαγίστροι, αρχιερείς, τέκτονες και πυλάρχες, εμφανίζονται από του πουθενά για να μεταλλάξουν το αγωνιώδες ρεπορτάζ, σε υποφωτισμένο Eyes Wide Shut, που όμως κανείς από τους συμμετέχοντες δεν διαθέτει την παραμικρή υπόσταση.
Κομφούζιο που διάλεξε να περιπλακεί ο Καλατζής από μόνος του, διαθέτοντας την υπέρμετρη ματαιοδοξία να κρατήσει περισσότερα του ενός είδη κάτω από την μασχάλη, μα κυρίως προβάλλοντας μια θεματική - ταμπού, που ο κοινός θεατής έχει αποστρέψει το βλέμμα του από τον καθημερινό του βίο, πόσο μάλλον από το εκράν που επισκέπτεται μπας και ξεσκάσει κομματάκι. Στα θετικά, όπως έχουμε ματαπεί και στο παρελθόν για όλους τους ισάξιους Καλατζήδες της νεο νουάρ σχολής, το κτίσιμο της ατμόσφαιρας, σχεδόν αγγίζει το άριστα και πλέον δεν χρειάζεται να ζοριστούν για να το επιτύχουν, πάλι, στο μέλλον. Το ζόρι εστιάζεται βασικά στην έμπνευση που θα τυλίξει την εισαγωγική ιδέα, μα κυρίως στον ρυθμό που το φιλμ θα ακολουθήσει, διατηρώντας είτε μέσω μοντάζ, είτε μέσω μουσικής επένδυσης (παρεμπίπ, εδώ θετική έκπληξη το σάουντρακ του Γιώργου Αλκαίου), είτε μέσω ανατροπών και δυναμικών τουίστς το ενδιαφέρον αναλλοίωτο μέχρι τέλους. Για τέμπο στις Μαριονέτες κάλλιο να κρατήσουμε στόμα κλειστό, λες και πρέπει καλά και σώνει να γεμίσουμε δίωρο με σεκάνς ότι νάναι, ενώ για τις ανατροπές, ούτε καν που με άγγιξαν έχοντας προηγηθεί το κουφό (και υποτονικό) ημίωρο στις στοές της μασονίας.
Με εμφάνιση κόντρα σε εκείνη του ζεν πρεμιέ, σαν τύπου αδιάφορου για την μόστρα του, που έχει να κοιμηθεί τρεις μήνες, ο Αλέξης Γεωργούλης ως εκτός ΑΡΔ γραμμής ρεπόρτερ, δίνει πάμπολλες αρχικές υποσχέσεις, στην πορεία πέφτει κι εκείνος στην δίνη της παράνοιας του σεναρίου (που και ο ίδιος συνυπογράφει) χάνοντας την αρχική του τάση να υποδυθεί έναν εναλλακτικό Έλληνα Μίκαελ Μπλόμκβιστ. Καμία - μα καμία - άλλη προσωπικότητα δεν ξεπερνά τα όρια της καρικατούρας, με πιο χτυπητή αναμφίβολα αυτή του Κιμούλη, που κερδίζει στο φώτο φίνις τον εξίσου μέτριο εφημέριο (?) Σακελλαρίου. Υποστηρικτικά, αν κανείς από το πολυμελές καστ δικαιούται παλαμακίου, είναι αποκλειστικά και μόνον η Ρένεση, που με σούπερ σέξι άνεση παίζει την δισυπόστατη φαμφατάλ, στην μάχη των θηλέων, που βρίσκει ως συνήθως τελευταία την Δραγούμη, με την κραυγαλέα θαλασσομπλέ παρέμβαση στη ματιά, προϊόν, φαντάζομαι, πιότερο ωραιοπάθειας και λιγότερο σεναρίου.
Για πες: Άδετο και ασυναρμολόγητο, σηκώνοντας βάρη περισσότερα από όσα θα μπορούσε να αντέξει, το πόνημα του ελπιδοφόρου Καλατζή βυθίζεται γοργά στον βάλτο της φιλοδοξίας του, έχοντας να επιδείξει μόνον την ποιότητα των περισσότερο advertisement, παρά κινηματογραφικών εικόνων του. Σίγουρα το επόμενο του θα είναι καλύτερο.
Έτσι όπως ακούγεται η εισαγωγική σύνοψη, προσεγγίζει υπερβολικά τις όχι ξεχωριστές από από πλευράς θεματικού σπινθήρα, μα πανέξυπνες και ταχύτατες στην εξέλιξη τους, συνήθως γαλλόφωνες αστυνομικές περιπέτειες, που ο κεντρικός ήρωας δεν είναι κατ΄ανάγκη σκληροτράχηλος μπάτσος. Αντίθετα, όπως συμβαίνει εδώ, είναι ένας δυναμικός, όσο και τρωτός κι ευαίσθητος και ταλαιπωρημένος από το σύστημα που ποτέ δεν ανήκε, μάχιμος δημοσιογράφος - όπως Dragon Tattoo φάση - που ως μοναχικός καβαλάρης, παρακινούμενος από επαγγελματικό ένστικτο και πάθος για να ξεσκεπάσει την αλήθεια, δεν θα διστάσει να εισχωρήσει μέχρι και στα σκοτεινότερα υπόγεια για να την ξετρυπώσει. Το πρόβλημα για εκείνον, αλλά και για την εξέλιξη της πλοκής, είναι που σε μια από τις πάμπολλες διασταυρώσεις στο διάβα της, η αφήγηση παίρνει εντελώς λανθασμένο δρόμο και από το τίμιο flic story που αρχικά υποσχόταν, εξελίσσεται σε μια ιδεαλιστική ανακατωσούρα, πολιτικών, παραπολιτικών και παρακρατικών διαστάσεων.
Κι ενώ το καλλιτεχνικό τέκνο του Γέροντα Κούνδουρου, όπως αναγράφει το βιογραφικό του και μπράβο του, Παντελής Καλατζής, ίσαμε το πλάνο στην μπιτάτη Dreamcity, με είχε προδιαθέσει για ένα δεύτερο ημίχρονο καταιγιστικό, όπου στο μπλέξιμο παίζουν κλέφτες, αστυνόμοι και καλά παιδιά, εντούτοις εκείνο το ζιζάνιο που με έτρωγε ευθύς εξαρχής με την αταίριαστη με το υπόλοιπο παζλ, ύπαρξη κάποιας αόριστης εκκλησίας, ενός προβληματικού πάστορα και μερικών σκόρπιων παγανιστικών συμβόλων, εξελίχθηκε σε καταστροφικό σάρωθρο που διέλυσε τα πάντα. Μαγίστροι, αρχιερείς, τέκτονες και πυλάρχες, εμφανίζονται από του πουθενά για να μεταλλάξουν το αγωνιώδες ρεπορτάζ, σε υποφωτισμένο Eyes Wide Shut, που όμως κανείς από τους συμμετέχοντες δεν διαθέτει την παραμικρή υπόσταση.
Κομφούζιο που διάλεξε να περιπλακεί ο Καλατζής από μόνος του, διαθέτοντας την υπέρμετρη ματαιοδοξία να κρατήσει περισσότερα του ενός είδη κάτω από την μασχάλη, μα κυρίως προβάλλοντας μια θεματική - ταμπού, που ο κοινός θεατής έχει αποστρέψει το βλέμμα του από τον καθημερινό του βίο, πόσο μάλλον από το εκράν που επισκέπτεται μπας και ξεσκάσει κομματάκι. Στα θετικά, όπως έχουμε ματαπεί και στο παρελθόν για όλους τους ισάξιους Καλατζήδες της νεο νουάρ σχολής, το κτίσιμο της ατμόσφαιρας, σχεδόν αγγίζει το άριστα και πλέον δεν χρειάζεται να ζοριστούν για να το επιτύχουν, πάλι, στο μέλλον. Το ζόρι εστιάζεται βασικά στην έμπνευση που θα τυλίξει την εισαγωγική ιδέα, μα κυρίως στον ρυθμό που το φιλμ θα ακολουθήσει, διατηρώντας είτε μέσω μοντάζ, είτε μέσω μουσικής επένδυσης (παρεμπίπ, εδώ θετική έκπληξη το σάουντρακ του Γιώργου Αλκαίου), είτε μέσω ανατροπών και δυναμικών τουίστς το ενδιαφέρον αναλλοίωτο μέχρι τέλους. Για τέμπο στις Μαριονέτες κάλλιο να κρατήσουμε στόμα κλειστό, λες και πρέπει καλά και σώνει να γεμίσουμε δίωρο με σεκάνς ότι νάναι, ενώ για τις ανατροπές, ούτε καν που με άγγιξαν έχοντας προηγηθεί το κουφό (και υποτονικό) ημίωρο στις στοές της μασονίας.
Με εμφάνιση κόντρα σε εκείνη του ζεν πρεμιέ, σαν τύπου αδιάφορου για την μόστρα του, που έχει να κοιμηθεί τρεις μήνες, ο Αλέξης Γεωργούλης ως εκτός ΑΡΔ γραμμής ρεπόρτερ, δίνει πάμπολλες αρχικές υποσχέσεις, στην πορεία πέφτει κι εκείνος στην δίνη της παράνοιας του σεναρίου (που και ο ίδιος συνυπογράφει) χάνοντας την αρχική του τάση να υποδυθεί έναν εναλλακτικό Έλληνα Μίκαελ Μπλόμκβιστ. Καμία - μα καμία - άλλη προσωπικότητα δεν ξεπερνά τα όρια της καρικατούρας, με πιο χτυπητή αναμφίβολα αυτή του Κιμούλη, που κερδίζει στο φώτο φίνις τον εξίσου μέτριο εφημέριο (?) Σακελλαρίου. Υποστηρικτικά, αν κανείς από το πολυμελές καστ δικαιούται παλαμακίου, είναι αποκλειστικά και μόνον η Ρένεση, που με σούπερ σέξι άνεση παίζει την δισυπόστατη φαμφατάλ, στην μάχη των θηλέων, που βρίσκει ως συνήθως τελευταία την Δραγούμη, με την κραυγαλέα θαλασσομπλέ παρέμβαση στη ματιά, προϊόν, φαντάζομαι, πιότερο ωραιοπάθειας και λιγότερο σεναρίου.
Για πες: Άδετο και ασυναρμολόγητο, σηκώνοντας βάρη περισσότερα από όσα θα μπορούσε να αντέξει, το πόνημα του ελπιδοφόρου Καλατζή βυθίζεται γοργά στον βάλτο της φιλοδοξίας του, έχοντας να επιδείξει μόνον την ποιότητα των περισσότερο advertisement, παρά κινηματογραφικών εικόνων του. Σίγουρα το επόμενο του θα είναι καλύτερο.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 29 Οκτωβρίου 2015 από την Audiovisual
1 σχόλια:
Εμενα ρε παιδια παντως μου αρεσε! Ειχε πολυ καλη σκηνοθεσια,πλοκη,μουσικη και φωτογραφια.Οι διαλογοι σε καποιες φασεις με χαλασαν λιγο, αλλα περασα ωραια ενα 2ωρο.Νομιζω πως αξιζει πολυ να την δει καποιος στο σινεμα μιας και η ταινια ειναι τερμα ατμοσφαιρικη.Ας μην κραζουμε το οτιδηποτε Ελληνικο μονο και μονο επειδη ειναι ελληνικο και δεν μας βγαζει στην οθονη αυτο που εχουμε στο μυαλο μας!
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική