του Thomas McCarthy. Με τους Adam Sandler, Dan Stevens, Dustin Hoffman, Steve Buscemi, Melonie Diaz, Ellen Barkin, Method Man
Τρύπια παπούτσια
του zerVo (@moviesltd)
Γενικά ορίζει μια κατηγορία μόνος του, ο 50χρονος (πια) Νεουορκέζος, αφού εδώ και δυο δεκαετίες κινείται σε ένα κωμικό περιβάλλον και ιδιαίτερο και ιδιόμορφο και προσωπικό, που σίγουρα έχει ανταπόκριση στο κοινό των συμπατριωτών του, συνδυάζοντας το σλάπστικ και το κρύο ανέκδοτο με την καλοσυνάτη μουτσούνα του. Μια δυο καλές στιγμές στην καριέρα του, είτε σε ένα από τα λιγότερο δημοφιλή έργα του PT Anderson - Punch Drunk Love - είτε στο αδικημένο από όλους Spanglish, απέδειξαν πως μέσα του διαθέτει μια κάποια υποκριτική ικανότητα, για να αποδώσει και κάπως πιο dramedyκούς ρόλους. Αν λοιπόν από το τρέιλερ του μελαγχολικού The Cobbler είχες προετοιμαστεί για μια τέτοια περίπτωση, καλό θα είναι να χαμηλώσεις πήχη φιλοδοξιών. Κι όχι γιατί κατ ανάγκη φταίει αποκλειστικά ο Sandler, αλλά διότι πρόκειται για ένα φιλμ που κινείται ανεξέλεγκτο στην αφήγηση του, δίχως ποτέ κανείς να προσπαθεί να κρατήσει τα γκέμια του.
Πάππου προς πάππου, εδώ και έναν αιώνα είναι ανοικτό το τσαγκαράδικο του Μαξ Σϊμκιν, στις φτωχογειτονιές της Ανατολικής άκρης του Μεγάλου Μήλου, ενός βαριεστημένου μοναχικού μεσήλικα, δίχως προσωπική ζωή, φίλους και παρέες, που το μοναδικό του ενδιαφέρον είναι να κρατά συντροφιά στην ηλικιωμένη, ασθενή και αναιτίως παρατημένη προσφάτως από τον σύζυγό της, μητέρα του. Την ανία της καθημερινής ρουτίνας, για τον σκυθρωπό τσαγκάρη, θα σπάσει η χρήση μιας παλιοκαιρισμένης ραπτικής μηχανής, που εντελώς αναπάντεχα και με μαγικό τρόπο, θα τον πείσουν πως όποιο ζευγάρι παπουτσιών αυτή επισκευάζει, αυτομάτως του δίνει την δυνατότητα να πάρει την μορφή του κατόχου τους...
Κι όμως η ταινία στην εισαγωγή της δεν προϋποθέτει πως θα εξελιχθεί σε σαχλαμάρα και μάλιστα΄με περικεφαλαία που λέμε. Ο μεροκαματιάρης της ιστορίας μας, όπως εκατομμύρια άλλοι ζορισμένοι από χίλιους δυο παράγοντες, με σκυμμένο κεφάλι βαδίζει μέσα στο πλήθος, παίρνει το καφεδάκι του, το κολατσιό του, λέει τις καλημέρες του, ανοίγει το κατάστημα του, αντιμετωπίζει τα διαρκή προβλήματα της ημέρας και τις νευρώσεις των πελατών, συμμετέχοντας ταυτόχρονα και στους προβληματισμούς της γειτονιάς, που οσονούπω θα μετατραπεί, σύμφωνα με το πλάνο, σε γιγάντιο εμπορικό κέντρο. Και μάλιστα όλα αυτά λαμβάνουν χώρα έχοντας τόσο μια προσεγμένη μουντή προς γκρίζα φωτογραφία για να στηρίξουν τον πεσιμισμό τους, όσο κι ένα αξιόλογο μουσικό χαλί με κλαρινέτο στο φόντο, ως δείγμα της νέας κουλτούρας της μεγαλούπολης.
Από την στιγμή που λαμβάνει χώρα όμως το (οκ, ανεξήγητο) μεταφυσικό γεγονός, που στηρίζεται πιο πολύ σε εκείνο το παλιό γνωμικό με τα παπούτσια του άλλου, που τα φοράς και καταλαβαίνεις το ποιόν του, τα πάντα αλλάζουν μονομιάς και ο κακομοίρης ο Μαξ, μεταλλάσσεται σε σούπερ ήρωα, που αλλάζει φιγούρα κατά το δοκούν, πιο πολύ για να καλύψει τις αμέτρητες προσωπικές του ματαιοδοξίες: Να ρίξει στην αγκάλη του την δίμετρη θεότητα από το διπλανό σπίτι, που απολαμβάνει ο νερόβραστος και αμφιβόλου αντροσύνης μορφονιός, να δώσει έστω και λίγη χαρά στην μαραζωμένη μάνα, μπαίνοντας στο κοστούμι του εξαφανισμένου πατρός, να πάρει εκδίκηση από τον μαύρο αρχικακοποιό, που βασανίζει όλο το τετράγωνο πουλώντας προστασία κι αρπάζοντας τις εισπράξεις των άτυχων μαγαζατόρων...
Εκεί, σε αυτό το σημείο, είναι που το σενάριο εκτροχιάζεται ολοσχερώς, εφόσον η μια υπόδηση θα φέρει την άλλη, ο καλόκαρδος Εβραίος θα μπλεχτεί στα δίχτυα του υποκόσμου σε ένα μοιραίο και ελάχιστα χιουμοριστικά ενδιαφέρον παιχνίδι, χωρίς επιστροφή, που θα τον οδηγήσει να κλείσει τον κύκλο ως ο Σκοτεινός Ιππότης που θα σώσει ολάκερο το Lower East End από την επερχόμενη καταστροφή. Το ελάχιστα ρεαλιστικό ύφος, δεν μπορεί καν να γίνει αποδεκτό ούτε καν ως ποίηση ή αλληγορία, μιας και το μη αποδεκτό ερμηνευτικό ύφος του Sandler, δεν στηρίζεται ούτε από την χαμένη στα δρομάκια της μητρόπολης, σκηνοθεσία του κάποτε κινούμενου σε ανεξάρτητα πρότυπα (Win Win) Tom McCarthy.
Για πες: Κι όμως για ταινία με τον κατά κανόνα σαχλό Adam, το The Cobbler, εκ πρώτης όψης έδειξε πως θα μπορούσε να πάρει άλλο δρόμο, ποιοτικότερο από όσα έχει κάνει στο παρελθόν, ο κατά τα άλλα συμπαθής αστέρας. Και αισθητική έδειξε να διαθέτει και ικανό φανταστικό σεναριακό σπινθήρα και αξιόλογες περιφερειακές ερμηνείες (με Hoffamn και Buscemi). Δυστυχώς στην πορεία του όμως, λοξοδρόμησε αναίτια, πέφτοντας σε σοκάκια σκοτεινά και αδιέξοδα, από τα οποία δεν υπήρχε η δυνατότητα διαφυγής.
Κι όμως η ταινία στην εισαγωγή της δεν προϋποθέτει πως θα εξελιχθεί σε σαχλαμάρα και μάλιστα΄με περικεφαλαία που λέμε. Ο μεροκαματιάρης της ιστορίας μας, όπως εκατομμύρια άλλοι ζορισμένοι από χίλιους δυο παράγοντες, με σκυμμένο κεφάλι βαδίζει μέσα στο πλήθος, παίρνει το καφεδάκι του, το κολατσιό του, λέει τις καλημέρες του, ανοίγει το κατάστημα του, αντιμετωπίζει τα διαρκή προβλήματα της ημέρας και τις νευρώσεις των πελατών, συμμετέχοντας ταυτόχρονα και στους προβληματισμούς της γειτονιάς, που οσονούπω θα μετατραπεί, σύμφωνα με το πλάνο, σε γιγάντιο εμπορικό κέντρο. Και μάλιστα όλα αυτά λαμβάνουν χώρα έχοντας τόσο μια προσεγμένη μουντή προς γκρίζα φωτογραφία για να στηρίξουν τον πεσιμισμό τους, όσο κι ένα αξιόλογο μουσικό χαλί με κλαρινέτο στο φόντο, ως δείγμα της νέας κουλτούρας της μεγαλούπολης.
Από την στιγμή που λαμβάνει χώρα όμως το (οκ, ανεξήγητο) μεταφυσικό γεγονός, που στηρίζεται πιο πολύ σε εκείνο το παλιό γνωμικό με τα παπούτσια του άλλου, που τα φοράς και καταλαβαίνεις το ποιόν του, τα πάντα αλλάζουν μονομιάς και ο κακομοίρης ο Μαξ, μεταλλάσσεται σε σούπερ ήρωα, που αλλάζει φιγούρα κατά το δοκούν, πιο πολύ για να καλύψει τις αμέτρητες προσωπικές του ματαιοδοξίες: Να ρίξει στην αγκάλη του την δίμετρη θεότητα από το διπλανό σπίτι, που απολαμβάνει ο νερόβραστος και αμφιβόλου αντροσύνης μορφονιός, να δώσει έστω και λίγη χαρά στην μαραζωμένη μάνα, μπαίνοντας στο κοστούμι του εξαφανισμένου πατρός, να πάρει εκδίκηση από τον μαύρο αρχικακοποιό, που βασανίζει όλο το τετράγωνο πουλώντας προστασία κι αρπάζοντας τις εισπράξεις των άτυχων μαγαζατόρων...
Εκεί, σε αυτό το σημείο, είναι που το σενάριο εκτροχιάζεται ολοσχερώς, εφόσον η μια υπόδηση θα φέρει την άλλη, ο καλόκαρδος Εβραίος θα μπλεχτεί στα δίχτυα του υποκόσμου σε ένα μοιραίο και ελάχιστα χιουμοριστικά ενδιαφέρον παιχνίδι, χωρίς επιστροφή, που θα τον οδηγήσει να κλείσει τον κύκλο ως ο Σκοτεινός Ιππότης που θα σώσει ολάκερο το Lower East End από την επερχόμενη καταστροφή. Το ελάχιστα ρεαλιστικό ύφος, δεν μπορεί καν να γίνει αποδεκτό ούτε καν ως ποίηση ή αλληγορία, μιας και το μη αποδεκτό ερμηνευτικό ύφος του Sandler, δεν στηρίζεται ούτε από την χαμένη στα δρομάκια της μητρόπολης, σκηνοθεσία του κάποτε κινούμενου σε ανεξάρτητα πρότυπα (Win Win) Tom McCarthy.
Για πες: Κι όμως για ταινία με τον κατά κανόνα σαχλό Adam, το The Cobbler, εκ πρώτης όψης έδειξε πως θα μπορούσε να πάρει άλλο δρόμο, ποιοτικότερο από όσα έχει κάνει στο παρελθόν, ο κατά τα άλλα συμπαθής αστέρας. Και αισθητική έδειξε να διαθέτει και ικανό φανταστικό σεναριακό σπινθήρα και αξιόλογες περιφερειακές ερμηνείες (με Hoffamn και Buscemi). Δυστυχώς στην πορεία του όμως, λοξοδρόμησε αναίτια, πέφτοντας σε σοκάκια σκοτεινά και αδιέξοδα, από τα οποία δεν υπήρχε η δυνατότητα διαφυγής.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 11 Ιουνίου 2015 από την Tanweer
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική