του Θοδωρή Αθερίδη. Με τους Θοδωρή Αθερίδη, Σμαράγδα Καρύδη, Παναγιώτα Βλαντή, Γιώργο Χρυσοστόμου, Γιάννο Περλέγκα, Μάρθα Καραγιάννη, Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη
Μια φωνή μου ψιθυρίζει, μυστικά...
του zerVo (@moviesltd)
Κανόνας: Ποτέ δυο άνθρωποι που τους δένει μια μεγάλη αγάπη δεν πρέπει να χωρίζουν, είναι πρόσταγμα της μοίρας που τους έφερε κοντά, που τους έδεσε. Η αλυσιδωτή αντίδραση που θα προκαλέσει ο ανεπιθύμητος από το ριζικό χωρισμός, θα έχει τόσο θορυβώδη ισχύ, που θα συμπαρασύρει στο διάβα τους τις μαραζωμένες ψυχές του γκρεμισμένου δεσμού. Κι όταν ο καθένας τραβήξει τον αντίθετο δρόμο του, τάχαμου απελευθερωμένος κι ευτυχής, διαρκώς θα παλεύει με μανία να καλύψει το θεόρατο κενό που άφησε το προορισμένο του μισό. Όχι από καμία ανάγκη, μα Από Έρωτα...
Ελάχιστες ώρες πριν στεφανωθεί την εδώ και έναν χρόνο σύντροφο του, Νατάσα, μια όμορφη Μολδαβή νοσοκόμα, ο Αντώνης, ψυχικά ζορισμένος το τελευταίο χρονικό διάστημα πυροσβέστης, θα δει εντελώς αναπάντεχα να τον καρτερεί στο κατώφλι του σπιτιού του η Άννα. Ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, μια γυναίκα που ο ίδιος έσωσε από βέβαιο θάνατο σε πυρκαγιά κι έκτοτε πέρασε μαζί της μια παραμυθένια περίοδο πάθους, μέχρι που εκείνη, στην κορύφωση της αγάπης τους, τον εγκατέλειψε, πιστεύοντας πως του κόβει τον δρόμο προ της ευτυχία. Μια όχι και τόσο τυχαία συνάντηση που θα ανατρέψει τα δεδομένα γύρω από τον επερχόμενο γάμο, μα και θα προβληματίσει ακόμη περισσότερο τον ακόμη ερωτευμένο Αντώνη, που δεν καταφέρνει να διαχωρίσει αν όλα όσα ονειρικά ξαναζεί στο πλάι της καρδιάς του, είναι πραγματικότητα ή δημιούργημα της φαντασίας του.
Δεν μου ήταν και τόσο εύκολο να αποδώσω τις πέντε σειρές της πλοκής δίχως να αποκαλύψω την (ικανή) ανατροπή της, που δεν αργεί και τόσο πολύ χρονικά να σκάσει στην αφήγηση αυτής της υπερβολικά ευαίσθητης για γεννημένης σε αντρικό μυαλό, ερωτικής, δραματικής ιστορίας. Που ουσιαστικά κινείται σε αρκετούς διαφορετικούς διηγηματικούς άξονες, χρησιμοποιώντας δίχως καμία φειδώ, αλλά όχι και χωρίς συνοχή, τα φλας μπακς για να κτίσει πάνω τους τους βασικούς χαρακτήρες, αλλά και να επεξηγήσει όλα όσα έχουν συμβεί από την στιγμή που η αγγελικής αύρας Άννα, έκλεισε πίσω της την πόρτα, αφήνοντας μόνο ένα ραβασάκι σπαρακτικού αποχαιρετισμού.
Για να εκκινήσω από όσα δεν με ικανοποίησαν, οφείλω να πω πως το σενάριο δεν διεκδικεί δάφνες αρτιότητας, αφού και κενά προκαλεί στην ματιά του τελειομανή θεατή, αλλά κυρίως χωρίζει στην εξέλιξη του το έργο σε δύο σημαντικά άνισες πράξεις, με πολύ πιο ισχυρή σε κινηματογραφικό όγκο την πρώτη, εκεί που λαμβάνει χώρα και το όχι και τόσο απρόβλεπτο τουίστ. Είναι όμως ευρηματικές οι ιδέες που χρησιμοποιεί ο δημιουργός και εμπνευστής του φιλμ, στον τρόπο που χειρίζεται την εικόνα του κατακερματισμένου μεσήλικα που η ψυχή του έχει κοπεί στα δυο, εξαιτίας της απουσίας εκείνης που ξαστέρωνε την συννεφιά του, εκείνης που ανέπνεε απλά και μόνο στην ιδέα πως θα γυρίσει στο σπίτι για να την αγκαλιάσει. Μα είναι δυνατόν τέτοιες αγάπες να τελειώνουν? Το γιατί το επεξηγεί ο Θοδωρής στην πορεία και δεν είναι διόλου, μα διόλου απίθανο να έχει συμβεί και στ' αλήθεια. Κι αυτό είναι το ακόμη περισσότερο συγκλονιστικό...
Πέραν της κατά περιόδους θολής συνάφειας, με αρωγούς τους εξαιρετικούς επαγγελματίες του συνεργείου που έχει σιμά του, ο Αθερίδης, τα καταφέρνει περίφημα όμως στο καλλιτεχνικό κομμάτι, του κτισίματος ενός λοβ στόρι, δυτικού προσανατολισμού και ευρωπαϊκής εκτέλεσης, που βασίζεται για δεύτερη συνεχόμενη φορά σε δικό του θεατρικό έργο, μετά το επιτυχημένο εμπορικά, μα σαφώς πιο αδύναμο από το παρόν, Μια Μέλισσα τον Αύγουστο. Είναι πασιφανές πως ο αγαπημένος του κοινού, πολυπράγμων καλλιτέχνης, έχει μελετήσει αρκετά το σινεμά των Μεσόγειων σπουδαίων δημιουργών κι αυτό περνά μέσα από τα απίστευτης οικονομίας αλλά εξαιρετικής αισθητικής, ρωμαίικου λυρισμού και αφηγηματικής ευαισθησίας πλάνα, που δείχνουν πως οι ικανότητες του είναι για πολύ υψηλότερα από ότι αρχικά κανείς θα μπορούσε να υπολογίσει. Οι σεκάνς της γνωριμίας και του γάμου, εμπλουτισμένες με τις νότες του Ζαμπέτα και του Κραουνάκη αντίστοιχα, κλέβουν την καρδιά και εύκολα τοποθετούνται στην κορυφή των πιο καλογραμμένων που πρόσφερε φέτος το Made In Greece σινεμά.
Χρησιμοποιώντας για φόντο στα εξωτερικά του κατ, την ομορφότερη αστική συνοικία ολάκερης της Ελλάδας και στα ενδότερα ίσως το πιο αξιοζήλευτο για να ζήσει κανείς σπίτι της Πειραϊκής, με το θαλασσινό στοιχείο να χαϊδεύει κάθε κίνηση της κάμερας, αυτομάτως έχει το αβαντάζ πως το παραμύθι που εξιστορεί διαθέτει το περιβάλλον που του αρμόζει. Κι επειδή στο Από Έρωτα είναι και πιο έμπειρος φιλμικά, αλλά και δεν λειτουργεί στο πόδι (όπως είχε διαφανεί στην Μέλισσα) είναι προσεχτικός στις κινήσεις του και δεν βιάζεται, αντίθετα βραδυφλεγώς και μέσα από διαλόγους μη τηλεοπτικούς (αυτή κι αν είναι διάνα!) υφαίνει τις περσόνες του πλοτ με έκδηλη μαεστρία.
Κάποιους μάλιστα, πέρα των προφανών δύο βασικών, ίσως και περισσότερο από όσο θα έπρεπε, δίνοντας τους και χρόνο στο εκράν παραπάνω από τον απαιτούμενο. Η υποιστορία με το αστυνομικό ύφος, μάλλον είναι αχρείαστη και υπερβολική, ίσως και να αποσπά την προσοχή από τα όσα τόσο ποιητικά, μα και ανθρώπινα διαμείβονται ανάμεσα τον Πυροσβέστη (ο ίδιος ο Αθερίδης σε φόρμα και κοψιά εντελώς αντιφατική του πλέον επιθυμητού στο γυναικείο φύλο επαγγέλματος) και στο όραμα του, Εκείνη που ξαναγύρισε για να φέρει στην αγκαλιά του το Καλοκαίρι. Άνω τελεία. Αυτή είναι η Σμαράγδα Καρύδη, που δεδομένα στην ποιοτικότερη στιγμή της on screen καριέρας της, πείθει ακόμη και τον πιο δύσπιστο, χορεύοντας, τραγουδώντας, παιδιαρίζοντας, κάνοντας πλάκες αλλά και δακρύζοντας μονομιάς, πως το τάλαντο της περισσεύει, ίσως και να είναι πιότερο από την φυσική της ομορφάδα, που (προσωπικώς αναφέρω) στο ξανθό την εκτοξεύει στα ουράνια. Και για να το πάω μισό βήμα παραπέρα, δεν θυμάμαι όχι απλά στην σεζόν, μα και σε ολόκληρη την χρονιά, καλύτερη γυναικεία ερμηνεία, από αυτή της Σμαράγδας, σε ταινία ελληνική. Αντίθετα η επιλογή της Βλαντή για να υποδυθεί την Βαλκάνια νοσηλεύτρια είναι μελανό σημείο του κάστινγκ, μιας και ποτέ της δεν έπεισε πως δεν παλεύει να κάνει λάθος στην γραμματική και στο συντακτικό (επίσης στα καλά φωτισμένα πλάνα της, είναι ιδιαίτερα όμορφη πάντως) δίνοντας έτσι την ευκαιρία να κερδίσει τον τίτλο του καλύτερου υποστηρικτικού ρόλου του φιλμ, ως funny partner, ο Γιώργος Χρυσοστόμου.
Για πες: Έχοντας κάνει πέρα οτιδήποτε έχει σχέση με το θέατρο, για χάρη του σινεμά, ήλπιζα (έως και παρακαλούσα) πως κάποια στιγμή ο Αθερίδης θα μετέφερε στο σελιλόιντ το ξακουστό play του δίνοντας μου την ευκαιρία να το παρακολουθήσω κι εγώ επιτέλους. Αν εξαιρέσω τις αδυναμίες, που λογικά στο επόμενο του βήμα θα είναι λιγότερες και τους πλεονασμούς - ενδεικτικά, ο Θοδωρής εντελώς πρωτότυπα αποφάσισε να τελειώσει το πόνημα του, προβάλλοντας και με τα δύο πιθανά φινάλε που είχε κατά νου - με εξέπληξε θετικά, τηρουμένων μάλιστα και των οικονομικών δεδομένων, που δένουν μεν χέρια μα εκτοξεύουν έμπνευση. Και ακόμη περισσότερο εξεπλάγην από την ευαισθησία ενός δημιουργού, που δεν την είχε περάσει ατόφια στο κοινό του, κυρίως στο τηλεοπτικό του προφίλ, κτίζοντας μια ιστορία αγάπης, τόσο πλούσια σε ψυχή και θέληση που να μην έχει τίποτα να ζηλέψει από τις πολύ ακριβότερες ξενόφερτες.
Δεν μου ήταν και τόσο εύκολο να αποδώσω τις πέντε σειρές της πλοκής δίχως να αποκαλύψω την (ικανή) ανατροπή της, που δεν αργεί και τόσο πολύ χρονικά να σκάσει στην αφήγηση αυτής της υπερβολικά ευαίσθητης για γεννημένης σε αντρικό μυαλό, ερωτικής, δραματικής ιστορίας. Που ουσιαστικά κινείται σε αρκετούς διαφορετικούς διηγηματικούς άξονες, χρησιμοποιώντας δίχως καμία φειδώ, αλλά όχι και χωρίς συνοχή, τα φλας μπακς για να κτίσει πάνω τους τους βασικούς χαρακτήρες, αλλά και να επεξηγήσει όλα όσα έχουν συμβεί από την στιγμή που η αγγελικής αύρας Άννα, έκλεισε πίσω της την πόρτα, αφήνοντας μόνο ένα ραβασάκι σπαρακτικού αποχαιρετισμού.
Για να εκκινήσω από όσα δεν με ικανοποίησαν, οφείλω να πω πως το σενάριο δεν διεκδικεί δάφνες αρτιότητας, αφού και κενά προκαλεί στην ματιά του τελειομανή θεατή, αλλά κυρίως χωρίζει στην εξέλιξη του το έργο σε δύο σημαντικά άνισες πράξεις, με πολύ πιο ισχυρή σε κινηματογραφικό όγκο την πρώτη, εκεί που λαμβάνει χώρα και το όχι και τόσο απρόβλεπτο τουίστ. Είναι όμως ευρηματικές οι ιδέες που χρησιμοποιεί ο δημιουργός και εμπνευστής του φιλμ, στον τρόπο που χειρίζεται την εικόνα του κατακερματισμένου μεσήλικα που η ψυχή του έχει κοπεί στα δυο, εξαιτίας της απουσίας εκείνης που ξαστέρωνε την συννεφιά του, εκείνης που ανέπνεε απλά και μόνο στην ιδέα πως θα γυρίσει στο σπίτι για να την αγκαλιάσει. Μα είναι δυνατόν τέτοιες αγάπες να τελειώνουν? Το γιατί το επεξηγεί ο Θοδωρής στην πορεία και δεν είναι διόλου, μα διόλου απίθανο να έχει συμβεί και στ' αλήθεια. Κι αυτό είναι το ακόμη περισσότερο συγκλονιστικό...
Πέραν της κατά περιόδους θολής συνάφειας, με αρωγούς τους εξαιρετικούς επαγγελματίες του συνεργείου που έχει σιμά του, ο Αθερίδης, τα καταφέρνει περίφημα όμως στο καλλιτεχνικό κομμάτι, του κτισίματος ενός λοβ στόρι, δυτικού προσανατολισμού και ευρωπαϊκής εκτέλεσης, που βασίζεται για δεύτερη συνεχόμενη φορά σε δικό του θεατρικό έργο, μετά το επιτυχημένο εμπορικά, μα σαφώς πιο αδύναμο από το παρόν, Μια Μέλισσα τον Αύγουστο. Είναι πασιφανές πως ο αγαπημένος του κοινού, πολυπράγμων καλλιτέχνης, έχει μελετήσει αρκετά το σινεμά των Μεσόγειων σπουδαίων δημιουργών κι αυτό περνά μέσα από τα απίστευτης οικονομίας αλλά εξαιρετικής αισθητικής, ρωμαίικου λυρισμού και αφηγηματικής ευαισθησίας πλάνα, που δείχνουν πως οι ικανότητες του είναι για πολύ υψηλότερα από ότι αρχικά κανείς θα μπορούσε να υπολογίσει. Οι σεκάνς της γνωριμίας και του γάμου, εμπλουτισμένες με τις νότες του Ζαμπέτα και του Κραουνάκη αντίστοιχα, κλέβουν την καρδιά και εύκολα τοποθετούνται στην κορυφή των πιο καλογραμμένων που πρόσφερε φέτος το Made In Greece σινεμά.
Χρησιμοποιώντας για φόντο στα εξωτερικά του κατ, την ομορφότερη αστική συνοικία ολάκερης της Ελλάδας και στα ενδότερα ίσως το πιο αξιοζήλευτο για να ζήσει κανείς σπίτι της Πειραϊκής, με το θαλασσινό στοιχείο να χαϊδεύει κάθε κίνηση της κάμερας, αυτομάτως έχει το αβαντάζ πως το παραμύθι που εξιστορεί διαθέτει το περιβάλλον που του αρμόζει. Κι επειδή στο Από Έρωτα είναι και πιο έμπειρος φιλμικά, αλλά και δεν λειτουργεί στο πόδι (όπως είχε διαφανεί στην Μέλισσα) είναι προσεχτικός στις κινήσεις του και δεν βιάζεται, αντίθετα βραδυφλεγώς και μέσα από διαλόγους μη τηλεοπτικούς (αυτή κι αν είναι διάνα!) υφαίνει τις περσόνες του πλοτ με έκδηλη μαεστρία.
Κάποιους μάλιστα, πέρα των προφανών δύο βασικών, ίσως και περισσότερο από όσο θα έπρεπε, δίνοντας τους και χρόνο στο εκράν παραπάνω από τον απαιτούμενο. Η υποιστορία με το αστυνομικό ύφος, μάλλον είναι αχρείαστη και υπερβολική, ίσως και να αποσπά την προσοχή από τα όσα τόσο ποιητικά, μα και ανθρώπινα διαμείβονται ανάμεσα τον Πυροσβέστη (ο ίδιος ο Αθερίδης σε φόρμα και κοψιά εντελώς αντιφατική του πλέον επιθυμητού στο γυναικείο φύλο επαγγέλματος) και στο όραμα του, Εκείνη που ξαναγύρισε για να φέρει στην αγκαλιά του το Καλοκαίρι. Άνω τελεία. Αυτή είναι η Σμαράγδα Καρύδη, που δεδομένα στην ποιοτικότερη στιγμή της on screen καριέρας της, πείθει ακόμη και τον πιο δύσπιστο, χορεύοντας, τραγουδώντας, παιδιαρίζοντας, κάνοντας πλάκες αλλά και δακρύζοντας μονομιάς, πως το τάλαντο της περισσεύει, ίσως και να είναι πιότερο από την φυσική της ομορφάδα, που (προσωπικώς αναφέρω) στο ξανθό την εκτοξεύει στα ουράνια. Και για να το πάω μισό βήμα παραπέρα, δεν θυμάμαι όχι απλά στην σεζόν, μα και σε ολόκληρη την χρονιά, καλύτερη γυναικεία ερμηνεία, από αυτή της Σμαράγδας, σε ταινία ελληνική. Αντίθετα η επιλογή της Βλαντή για να υποδυθεί την Βαλκάνια νοσηλεύτρια είναι μελανό σημείο του κάστινγκ, μιας και ποτέ της δεν έπεισε πως δεν παλεύει να κάνει λάθος στην γραμματική και στο συντακτικό (επίσης στα καλά φωτισμένα πλάνα της, είναι ιδιαίτερα όμορφη πάντως) δίνοντας έτσι την ευκαιρία να κερδίσει τον τίτλο του καλύτερου υποστηρικτικού ρόλου του φιλμ, ως funny partner, ο Γιώργος Χρυσοστόμου.
Για πες: Έχοντας κάνει πέρα οτιδήποτε έχει σχέση με το θέατρο, για χάρη του σινεμά, ήλπιζα (έως και παρακαλούσα) πως κάποια στιγμή ο Αθερίδης θα μετέφερε στο σελιλόιντ το ξακουστό play του δίνοντας μου την ευκαιρία να το παρακολουθήσω κι εγώ επιτέλους. Αν εξαιρέσω τις αδυναμίες, που λογικά στο επόμενο του βήμα θα είναι λιγότερες και τους πλεονασμούς - ενδεικτικά, ο Θοδωρής εντελώς πρωτότυπα αποφάσισε να τελειώσει το πόνημα του, προβάλλοντας και με τα δύο πιθανά φινάλε που είχε κατά νου - με εξέπληξε θετικά, τηρουμένων μάλιστα και των οικονομικών δεδομένων, που δένουν μεν χέρια μα εκτοξεύουν έμπνευση. Και ακόμη περισσότερο εξεπλάγην από την ευαισθησία ενός δημιουργού, που δεν την είχε περάσει ατόφια στο κοινό του, κυρίως στο τηλεοπτικό του προφίλ, κτίζοντας μια ιστορία αγάπης, τόσο πλούσια σε ψυχή και θέληση που να μην έχει τίποτα να ζηλέψει από τις πολύ ακριβότερες ξενόφερτες.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 4 Δεκεμβρίου 2014 από την Village
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική