Ένα Περιστέρι Έκατσε Σε Ένα Κλαδί / A Pigeon Sat on a Branch Reflecting on Existence / En duva satt på en gren och funderade på tillvaron
του Roy Andersson. Με τους Holger Andersson, Nils Westblom, Charlotta Larsson, Viktor Gyllenberg, Lotti Tornros, Jonas Gerholm, Ola Stensson, Oscar Salomonsson, Roger Olsen Likvern
The Grand Existential Hotel
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ή Wes εναντίον Roy, σημειώσατε τι;
Το σινεμά του Wes Anderson είναι ιδιαίτερο. Στο επίκεντρο της προβληματικής του, ο άνθρωπος. Κωμικοδράματα είναι οι ταινίες του, αλλά όχι σαν αυτές με τις οποίες μας έχει μπουχτίσει το Χόλιγουντ. Κι όμως, όλοι οι σταρ της υποκριτικής κάνουν «κρα» να παίξουν στις ταινίες του, οι κόσμοι στους οποίους μας μεταφέρει είναι τόσο ευφάνταστοι και διαθέτει φανατικούς followers. Κύριο χαρακτηριστικό του: η συμμετρία κάθε πλάνου του.
Το σινεμά του Roy Andersson είναι ιδιαίτερο. Στο επίκεντρο της προβληματικής του, ο άνθρωπος. Κωμικοδράματα είναι οι ταινίες του, αλλά όχι σαν αυτές με τις οποίες μας έχει μπουχτίσει το Χόλιγουντ. Χρησιμοποιεί κατά βάση ερασιτέχνες ηθοποιούς, το σινεμά του θαρρείς και είναι μια μίξη Μπουνιουέλ και Τατί και διαθέτει φανατικούς followers. Κύριο χαρακτηριστικό του: η ακινησία της κάμερας, που εξετάζει τα πράγματα υπό γωνία.
Αυτή είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του Σουηδού Roy Andersson σε 44 χρόνια καριέρας! Είναι η τρίτη και τελευταία της «Τριλογίας των Ζωντανών», που ξεκίνησε με το «Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο» και συνεχίστηκε με το «Εσείς, οι ζωντανοί». Και είναι η ταινία με την οποία κέρδισε το μεγαλύτερο βραβείο της καριέρας του: τον Χρυσό Λέοντα στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας. Είναι μια ταινία που δεν διαφέρει αισθητικά από τις άλλες δύο. Διαφέρει, όμως, θαρρείς ως αίσθηση, όντας απλά ταυτόχρονα περισσότερο αισιόδοξη αλλά και απαισιόδοξη. Και ναι, γίνεται κι αυτό.
Η υπόθεση: Δύο πλανόδιοι πωλητές παιχνιδιών-φαρσών (πλαστικών δοντιών βαμπίρ, κακάσχημων μασκών και κουτιών παραγωγής γέλιου), ο Σαμ και ο Τζόναθαν, σαν να 'ταν οι σύγχρονοι Δον Κιχώτης και Σάντσο Πάντσα, περιδιαβαίνουν τη χώρα αδυνατώντας να πουλήσουν έστω κι ένα κομμάτι το εμπόρευμά τους. «Θέλουμε απλά να κάνουμε τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι», λένε. Μόνο που οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για τα προϊόντα τους. Δεν τους ενδιαφέρει η ευτυχία. Και οι ίδιοι κάθε άλλο παρά ευτυχισμένοι είναι. Ιδίως ο Τζόναθαν είναι ξεκάθαρα καταθλιπτικός. Πώς θα καταλήξει η περιπέτειά τους;
Η άποψή μας: 36 συν 1 βινιέτες. Μέση διάρκεια καθεμιάς, τα 3 λεπτά. Μπορούν και λειτουργούν ως αυθύπαρκτες, λειτουργούν όμως και ως τμήματα μιας γενικότερης, μεγαλύτερης εικόνας. Σε τρεις από αυτές, στην αρχή, έχουμε συναντήσεις με το θάνατο: ένας μεσήλικας παθαίνει καρδιακή προσβολή καθώς προσπαθεί να ανοίξει ένα μπουκάλι κρασί ενώ η γυναίκα του μαγειρεύει – μια γηραιά κυρία στο νεκροκρέβατό της θέλει με εμφατικό τρόπο να πάρει μαζί της την αγαπημένη της τσάντα στον άλλο κόσμο που θα πάει – ένας επιβάτης πλοίου σωριάζεται καταγής αφού έχει πληρώσει το γεύμα του, θα ήθελε κάποιος το γεύμα και τη μπύρα του, μιας και τα έχει πληρώσει; Κι έτσι συνεχίζει ο Andersson. Όπως μας έχει συνηθίσει από τις προηγούμενες δύο ταινίες της τριλογίας. Ακίνητη κάμερα, άνθρωποι σαν ζόμπι, το κωμικό δίπλα στο τραγικό. Χαρούμενοι παρελαύνουν όλοι πηγαίνοντας στον πόλεμο, λυπημένοι επιστρέφουν και ο βασιλιάς δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα επειδή είναι κατειλημμένη. Τέτοια. Σε ένα εργαστήριο βασανίζεται ένας χιμπαντζής και η επιτηρήτρια μιλάει στο τηλέφωνο, αδιάφορη για τον πόνο που βιώνει το πλάσμα, λέγοντας «ελπίζω να είσαι καλά», μία από τις δυο φράσεις που επαναλαμβάνονται συνέχεια στην ταινία. Η άλλη είναι «θέλουμε απλά να κάνουμε τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι». Η πλέον τρομακτική σκηνή για την ανθρώπινη ύπαρξη είναι η σκηνή ονείρου που βλέπει ο Τζόναθαν: αποικιοκράτες βάζουν σε έναν τεράστιο κύλινδρο αφρικανούς – ο κύλινδρος αρχίζει να περιστρέφεται σαν οβελίας και κάτω του έχει φωτιά – οι άνθρωποι ψήνονται και με το θόρυβο και τις οιμωγές τους βγαίνει ένας όμορφος ήχος από τον κύλινδρο, που έχει εξόδους ωσάν μεγάλα πνευστά!
Τι μας λέει ο δημιουργός; Οι άνθρωποι τα έχουμε κάνει σκατά αλλά θα μπορούσαμε να τα είχαμε κάνει χειρότερα! Είναι δηλαδή αισιόδοξος μέσα στην απαισιοδοξία του! Μόνο που αυτήν τη φορά το φινάλε του δεν είναι Αποκαλυπτικό, όπως στις δύο προηγούμενες ταινίες, όπου το Τέλος ήταν κοντά είτε ως Δευτέρα Παρουσία είτε ως Ολική Καταστροφή. Εδώ απλά παραμονεύει να δημιουργηθεί χάος αν μπερδευόμαστε και δεν έχουμε στη σειρά τις μέρες! Άκου να μην ξέρεις αν είναι Τετάρτη ή Πέμπτη. Όλο το ανθρώπινο εποικοδόμημα είναι έτοιμο να καταρρεύσει εξαιτίας μιας τέτοιας μικρής λεπτομέρειας... Το μόνο κακό που έχουμε να πούμε για την ταινία είναι πως ο σκηνοθέτης επαναλαμβάνεται. Πως κάνει μία από τα ίδια, λίιιιγο διαφορετικά. Όσοι, μικρότεροι σε ηλικία, δεν έχουν έρθει ακόμα σε επαφή με το έργο του, και την «ψάχνουν», πέρα από «Transformers», ταινίες τρόμου και κωμωδίες της σειράς, θα γουστάρουν τρελά. Όσοι τον παρακολουθούμε από την πρώτη του ταινία, όμως, ένα dejavu το βιώνουμε. Ας είναι. Αυτά που λέει έχουν ενδιαφέρον. Και πλάκα. Ελπίζουμε απλά την επόμενη φορά να μας εκπλήξει κιόλας.
Η υπόθεση: Δύο πλανόδιοι πωλητές παιχνιδιών-φαρσών (πλαστικών δοντιών βαμπίρ, κακάσχημων μασκών και κουτιών παραγωγής γέλιου), ο Σαμ και ο Τζόναθαν, σαν να 'ταν οι σύγχρονοι Δον Κιχώτης και Σάντσο Πάντσα, περιδιαβαίνουν τη χώρα αδυνατώντας να πουλήσουν έστω κι ένα κομμάτι το εμπόρευμά τους. «Θέλουμε απλά να κάνουμε τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι», λένε. Μόνο που οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για τα προϊόντα τους. Δεν τους ενδιαφέρει η ευτυχία. Και οι ίδιοι κάθε άλλο παρά ευτυχισμένοι είναι. Ιδίως ο Τζόναθαν είναι ξεκάθαρα καταθλιπτικός. Πώς θα καταλήξει η περιπέτειά τους;
Η άποψή μας: 36 συν 1 βινιέτες. Μέση διάρκεια καθεμιάς, τα 3 λεπτά. Μπορούν και λειτουργούν ως αυθύπαρκτες, λειτουργούν όμως και ως τμήματα μιας γενικότερης, μεγαλύτερης εικόνας. Σε τρεις από αυτές, στην αρχή, έχουμε συναντήσεις με το θάνατο: ένας μεσήλικας παθαίνει καρδιακή προσβολή καθώς προσπαθεί να ανοίξει ένα μπουκάλι κρασί ενώ η γυναίκα του μαγειρεύει – μια γηραιά κυρία στο νεκροκρέβατό της θέλει με εμφατικό τρόπο να πάρει μαζί της την αγαπημένη της τσάντα στον άλλο κόσμο που θα πάει – ένας επιβάτης πλοίου σωριάζεται καταγής αφού έχει πληρώσει το γεύμα του, θα ήθελε κάποιος το γεύμα και τη μπύρα του, μιας και τα έχει πληρώσει; Κι έτσι συνεχίζει ο Andersson. Όπως μας έχει συνηθίσει από τις προηγούμενες δύο ταινίες της τριλογίας. Ακίνητη κάμερα, άνθρωποι σαν ζόμπι, το κωμικό δίπλα στο τραγικό. Χαρούμενοι παρελαύνουν όλοι πηγαίνοντας στον πόλεμο, λυπημένοι επιστρέφουν και ο βασιλιάς δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα επειδή είναι κατειλημμένη. Τέτοια. Σε ένα εργαστήριο βασανίζεται ένας χιμπαντζής και η επιτηρήτρια μιλάει στο τηλέφωνο, αδιάφορη για τον πόνο που βιώνει το πλάσμα, λέγοντας «ελπίζω να είσαι καλά», μία από τις δυο φράσεις που επαναλαμβάνονται συνέχεια στην ταινία. Η άλλη είναι «θέλουμε απλά να κάνουμε τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι». Η πλέον τρομακτική σκηνή για την ανθρώπινη ύπαρξη είναι η σκηνή ονείρου που βλέπει ο Τζόναθαν: αποικιοκράτες βάζουν σε έναν τεράστιο κύλινδρο αφρικανούς – ο κύλινδρος αρχίζει να περιστρέφεται σαν οβελίας και κάτω του έχει φωτιά – οι άνθρωποι ψήνονται και με το θόρυβο και τις οιμωγές τους βγαίνει ένας όμορφος ήχος από τον κύλινδρο, που έχει εξόδους ωσάν μεγάλα πνευστά!
Τι μας λέει ο δημιουργός; Οι άνθρωποι τα έχουμε κάνει σκατά αλλά θα μπορούσαμε να τα είχαμε κάνει χειρότερα! Είναι δηλαδή αισιόδοξος μέσα στην απαισιοδοξία του! Μόνο που αυτήν τη φορά το φινάλε του δεν είναι Αποκαλυπτικό, όπως στις δύο προηγούμενες ταινίες, όπου το Τέλος ήταν κοντά είτε ως Δευτέρα Παρουσία είτε ως Ολική Καταστροφή. Εδώ απλά παραμονεύει να δημιουργηθεί χάος αν μπερδευόμαστε και δεν έχουμε στη σειρά τις μέρες! Άκου να μην ξέρεις αν είναι Τετάρτη ή Πέμπτη. Όλο το ανθρώπινο εποικοδόμημα είναι έτοιμο να καταρρεύσει εξαιτίας μιας τέτοιας μικρής λεπτομέρειας... Το μόνο κακό που έχουμε να πούμε για την ταινία είναι πως ο σκηνοθέτης επαναλαμβάνεται. Πως κάνει μία από τα ίδια, λίιιιγο διαφορετικά. Όσοι, μικρότεροι σε ηλικία, δεν έχουν έρθει ακόμα σε επαφή με το έργο του, και την «ψάχνουν», πέρα από «Transformers», ταινίες τρόμου και κωμωδίες της σειράς, θα γουστάρουν τρελά. Όσοι τον παρακολουθούμε από την πρώτη του ταινία, όμως, ένα dejavu το βιώνουμε. Ας είναι. Αυτά που λέει έχουν ενδιαφέρον. Και πλάκα. Ελπίζουμε απλά την επόμενη φορά να μας εκπλήξει κιόλας.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 13 Νοεμβρίου 2014 από την Ama Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική