της Valeria Golino. Με τους Jasmine Trinca, Carlo Cecchi, Libero di Rienzo, Vinicio Marchioni
Δίχως βαρέα και ανθυγιεινά
του zerVo (@moviesltd)
Αντικειμενικά και με βάση τους κανόνες, πρόκειται για μια διαδικασία παράνομη, ανήθικη, κολάσιμη και (λογικά) ποινικώς διωκόμενη. Ρεαλιστικά και συναισθηματικά. είναι μια πράξη σπαραχτική, που οδηγεί πέρα από τα όποια γνωστά όρια εκείνον που θα την αποφασίσει και που δοκιμάζει τις ψυχικές αντοχές (έστω και για τελευταία φορά) των κοντινών του προσώπων. Ανθρώπινα, δεν μπορώ να διανοηθώ κάποιον που δεν την επιζητά ως λύτρωση για εκείνον που παλεύει άνισα και χωρίς ελπίδα, κόντρα στον σωματικό κατακερματισμό, τον πόνο, τον Χάρο. Ευθανασία.. Μια λέξη που για να την ψελλίσεις χρειάζεσαι πάνω κάτω τρία λεπτά, όσο ακριβώς απαιτεί το δραστικό να σε σώσει από τους ανυπόταχτους δράκους που έχουν μετατρέψει τα κύτταρα σου σε σκουπίδια. Αν και εφόσον έχει υπάρξει κάποιος, που προηγούμενα έχει ακούσει την ακόμη αξιοπρεπή παράκληση σου. Σώσε με, δώσ' μου να πιω το δηλητήριο. Πικρό. Διόλου ειρωνικό...
Στα τριάντα της χρόνια, η μοναχική Ιρένε, έχει επιλέξει να ακολουθήσει ένα δύσκολο, απαιτητικό, πέραν των νόμιμων και ηθικών ορίων επάγγελμα, ως Άγγελος Θανάτου. Λαμβάνοντας εντολές, οδηγίες και πληροφορίες από το καλά οργανωμένο δίκτυο που συνεργάζεται, με το κωδικό όνομα Μέλι, επισκέπτεται, έναντι αδρότατης αμοιβής, ασθενείς που βρίσκονται στο τελικό στάδιο της ανίατης αρρώστιας που τους έχει κτυπήσει, έχοντας στις αποσκευές της το (μη ανιχνεύσιμο κατοπινά) κώνειο, που θα τους στείλει αναίμακτα και χωρίς τον παραμικρό πόνο στην αιωνιότητα. Καλομελετημένη μέχρι πόντου διεργασία που ζητάει γερά νεύρα, κυνισμό, μηδενική ψυχική φόρτιση και σθένος, από εκείνον που θα φροντίσει να την φέρει εις πέρας, ακολουθώντας πιστά τους κανόνες, προσέχοντας να περάσει όσο το δυνατόν απαρατήρητος, από την ύστατη ματιά του μελλοθάνατου...
Είναι όμως δυνατόν? Ακόμη κι αν η θωριά του αγοροκόριτσου - σεναριακά, σε αντιδραστικό πείσμα, που θέλει τις Ιταλιάνες, καυτές γυναικάρες, με μεσογειακό μπρίο - φαντάζει άτεγκτη μπροστά στην αφαιρετική πρακτικά, λυτρωτική ουσιαστικά πράξη, δρώντας ως ανθρωποειδές με μηδενικούς εσωτερικούς φραγμούς και συναισθήματα, εντούτοις η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Εκείνη που έχει βοηθήσει τόσο κόσμο να σιγάσει, μέσω της φυγής από την ζωή, τις οδύνες, έχει ρημάξει επαναφέροντας ξανά και ξανά τις θύμησες της ύστατης στιγμής τους. Κατεστραμμένη προσωπική ζωή, άστατες ερωτικές σχέσεις της μιας βραδιάς, ένα συνεχές κι επαναλαμβανόμενο προσωπείο, που φορά πλέον η Μιελ στην καθημερινότητα της, υποδυόμενη την, τάχαμου, πραγματική Ιρένε. Οι δικές της αντοχές θα φτάσουν στα όρια τους, καθώς θα γνωρίσει τον αποφασισμένο να ταξιδέψει, ασθενή που πάσχει από την πιο ιδιαίτερη των παθήσεων. Την Μοναξιά...
Είναι δαύτη ιάσιμη? Μπορεί ο ηλικιωμένος κύριος καθηγητής που δεν βρίσκει κανένα νόημα στην ζωή του πια, να γιάνει? Κι αν ναι, ποια μπορεί να είναι η συνεισφορά της μελαγχολικής νιας, στο να μην οδηγηθεί στο (τεχνηέντως) μοιραίο? Θα μπορούσε πολύ εύκολα η Golino, η πενηντάχρονη Ναπολιτάνα με την Θεία γαλαζοπράσινη ματιά και τις ελληνικές ρίζες, πως το θέμα που αφηγείται στο δημιουργικό της ντεμπούτο βασίζεται σε αληθινή ιστορία, αν και δύσκολα μπορεί να συμβαίνει το αντίθετο, μιας και όσα εξιστορεί, πλέον αποτελούν κομμάτια μιας θλιβερής πραγματικότητας. One way, or another. Η εισαγωγή της μάλιστα, σκληρή και αβάσταχτα συμπονετική, διαθέτει τόσο δυναμισμό, ώστε ακόμη κι όταν το στόρι χάνει την αρχική του φόρμα και κινείται σε παραπλανητικά μονοπάτια - οι σεκάνς της θαλάσσιας απομόνωσης, αλληγορικές εκφάνσεις μιας χαμένης νιότης, μα κυρίως τα επαναλαμβανόμενα χαριεντίσματα κάθε νύχτα στην αγκαλιά κι άλλου εραστή. Όσο σωστά και με σεβασμό, προσέγγισε η Valeria το (δεδομένα φλέγον) ζήτημα, άλλο τόσο άνισα επιχείρησε να φωτίσει τα εσώψυχα του μέσου που το παράγει, χωρίζοντας κατά κάποιο τρόπο την ταινία της στα δύο. Ένα μέρος που κουβεντιάζει (ούτε υπέρ, μηδέ κατά) το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στην ζωή, ένα μέρος που εξερευνά τον εργάτη αυτής της φάμπρικας, που στην ρημαγμένη καρδιά του δεν κολλιούνται ούτε βαρέα, ούτε ανθυγιεινά.
Για πες: Χαμηλού κόστους, ανεξάρτητο Ιταλικό σινεμά, εκείνης της σινεφίλ χροιάς που βρίσκει αμέριστη υποστήριξη στα απανταχού διεθνή φεστιβάλ, που θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να δώσει πάμπολλη τροφή για περαιτέρω κουβέντα, με την διατριβή του. Μένει η ουσιαστική και μεστή ερμηνεία της Jasmine Trinca, ως Miele, χάρη στα εκφραστικά της μεγάλα μάτια, ενίοτε φοβισμένα, ενίοτε διάφανα, να προσεγγίζουν το (και δικό της) μοιραίο και να διατηρούν αναλλοίωτο το ενδιαφέρον της πλατείας μέχρι τέλους.
Είναι όμως δυνατόν? Ακόμη κι αν η θωριά του αγοροκόριτσου - σεναριακά, σε αντιδραστικό πείσμα, που θέλει τις Ιταλιάνες, καυτές γυναικάρες, με μεσογειακό μπρίο - φαντάζει άτεγκτη μπροστά στην αφαιρετική πρακτικά, λυτρωτική ουσιαστικά πράξη, δρώντας ως ανθρωποειδές με μηδενικούς εσωτερικούς φραγμούς και συναισθήματα, εντούτοις η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Εκείνη που έχει βοηθήσει τόσο κόσμο να σιγάσει, μέσω της φυγής από την ζωή, τις οδύνες, έχει ρημάξει επαναφέροντας ξανά και ξανά τις θύμησες της ύστατης στιγμής τους. Κατεστραμμένη προσωπική ζωή, άστατες ερωτικές σχέσεις της μιας βραδιάς, ένα συνεχές κι επαναλαμβανόμενο προσωπείο, που φορά πλέον η Μιελ στην καθημερινότητα της, υποδυόμενη την, τάχαμου, πραγματική Ιρένε. Οι δικές της αντοχές θα φτάσουν στα όρια τους, καθώς θα γνωρίσει τον αποφασισμένο να ταξιδέψει, ασθενή που πάσχει από την πιο ιδιαίτερη των παθήσεων. Την Μοναξιά...
Είναι δαύτη ιάσιμη? Μπορεί ο ηλικιωμένος κύριος καθηγητής που δεν βρίσκει κανένα νόημα στην ζωή του πια, να γιάνει? Κι αν ναι, ποια μπορεί να είναι η συνεισφορά της μελαγχολικής νιας, στο να μην οδηγηθεί στο (τεχνηέντως) μοιραίο? Θα μπορούσε πολύ εύκολα η Golino, η πενηντάχρονη Ναπολιτάνα με την Θεία γαλαζοπράσινη ματιά και τις ελληνικές ρίζες, πως το θέμα που αφηγείται στο δημιουργικό της ντεμπούτο βασίζεται σε αληθινή ιστορία, αν και δύσκολα μπορεί να συμβαίνει το αντίθετο, μιας και όσα εξιστορεί, πλέον αποτελούν κομμάτια μιας θλιβερής πραγματικότητας. One way, or another. Η εισαγωγή της μάλιστα, σκληρή και αβάσταχτα συμπονετική, διαθέτει τόσο δυναμισμό, ώστε ακόμη κι όταν το στόρι χάνει την αρχική του φόρμα και κινείται σε παραπλανητικά μονοπάτια - οι σεκάνς της θαλάσσιας απομόνωσης, αλληγορικές εκφάνσεις μιας χαμένης νιότης, μα κυρίως τα επαναλαμβανόμενα χαριεντίσματα κάθε νύχτα στην αγκαλιά κι άλλου εραστή. Όσο σωστά και με σεβασμό, προσέγγισε η Valeria το (δεδομένα φλέγον) ζήτημα, άλλο τόσο άνισα επιχείρησε να φωτίσει τα εσώψυχα του μέσου που το παράγει, χωρίζοντας κατά κάποιο τρόπο την ταινία της στα δύο. Ένα μέρος που κουβεντιάζει (ούτε υπέρ, μηδέ κατά) το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στην ζωή, ένα μέρος που εξερευνά τον εργάτη αυτής της φάμπρικας, που στην ρημαγμένη καρδιά του δεν κολλιούνται ούτε βαρέα, ούτε ανθυγιεινά.
Για πες: Χαμηλού κόστους, ανεξάρτητο Ιταλικό σινεμά, εκείνης της σινεφίλ χροιάς που βρίσκει αμέριστη υποστήριξη στα απανταχού διεθνή φεστιβάλ, που θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να δώσει πάμπολλη τροφή για περαιτέρω κουβέντα, με την διατριβή του. Μένει η ουσιαστική και μεστή ερμηνεία της Jasmine Trinca, ως Miele, χάρη στα εκφραστικά της μεγάλα μάτια, ενίοτε φοβισμένα, ενίοτε διάφανα, να προσεγγίζουν το (και δικό της) μοιραίο και να διατηρούν αναλλοίωτο το ενδιαφέρον της πλατείας μέχρι τέλους.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιανουαρίου 2014 από την Strada
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική