του William Dickerson. Με τους Neil Hopkins, Brea Grant, John Forest
Άντε, να κόψεις λάσπη...
του zerVo (@moviesltd)
Κλασσική περίπτωση νυχτερινού εφιάλτη. Από εκείνους που νιώθεις σαν να συμβαίνουν στην πραγματικότητα, σαν να κινούνται σε πραγματικό χρόνο, με τον ρεαλισμό τους να σε πείθει πως η θέση σου (ως κεντρικού υποκειμένου) είναι τόσο δύσκολη, αβάσταχτη, που δεν υπάρχει η παραμικρή διέξοδος. Και καθώς η ελπίδα λιγοστεύει, μηδενίζεται και το τέλος το βλέπεις ζωντανό μπροστά σου να σε αγκαλιάζει, ξυπνάς, πετάγεσαι κάθιδρος στο κρεββάτι και δεν σε νοιάζει καν αν έχεις συντρίψει τις υποτιθεμενες ώρες υπνικής ξεκούρασης, ούτε που ψυχικά φαίνεσαι να έχεις διαβεί έναν γεμάτο εμπόδια Γολγοθά. Αλλά η αγαλλίαση σε κυριεύει, είσαι ζωντανός, βγήκες από το θανατηφόρο τέλμα και το ξημέρωμα θα σε βρει και πάλι alive and kicking. Υπογραμμίζω το δεύτερο, γιατί το κακό όνειρο δεν σου έδωσε ένα καλό μάθημα, μπας και γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Μάλλον το δεινό πρέπει να σε βρει και στ' αλήθεια, για να μάθεις...
Στο δρόμο για ένα ακόμη σημαντικό επαγγελματικό ραντεβού, ο Τζάκσον Άλντερ, χαρισματικός κι έμπειρος διαφημιστής, θα βρεθεί αντιμέτωπος με την οργή της φύσης, καθώς το τζιπ Τσερόκι του θα παρασυρθεί από έναν γιγάντιο όγκο λάσπης, θάβοντας τον, κυριολεκτικά, ζωντανό και ανήμπορο να αντιδράσει, μέσα στην καμπίνα - φέρετρο του αυτοκινήτου. Με μηδέν μπάρες στο κινητό του τηλέφωνο, που θα του δώσει την δυνατότητα να ζητήσει βοήθεια, χωρίς καν να γνωρίζει το στίγμα που ακριβώς βρίσκεται, με το οξυγόνο να λιγοστεύει και με μοναδική του προμήθεια μισό μπουκαλάκι νερό, ο άτυχος άντρας πρέπει να ανασυντάξει τις ψυχικές του δυνάμεις και να εκπονήσει πλάνο διαφυγής, αν θέλει να βγει από τον θανατηφόρο βούρκο ζωντανός.
Τρία άδεια μισόλιτρα Κορπή (ή της μάρκας τέλοσπάντων που τα σποτάκια φροντίζει στην εργασία του τον τελευταίο καιρό), μια μισοφουσκωμένη ρεζέρβα, ένας γρύλος, μια κλειδαριά ασφαλείας, ένα σελοτέιπ, ένας φακός και μια σκηνή. Αυτό είναι όλο κι όλο το βιος του Τζάκσον και με αυτό πρέπει να σκαρφιστεί την απόδραση από τον τάφο. Χρειάζεται πολλή τύχη πάντως, πρώτα για να διατηρήσει το ηθικό του ακμαίο και ύστερα για να μην αφεθεί μοιρολατρικά στο δεινό που τον βρήκε και αποχαιρετίσει με αυτό τον αναπάντεχο τρόπο - και τόσο νωρίς - τα εγκόσμια. Όπως απαιτείται και βοήθεια από μια ύψιστη δύναμη, που τι στην ευχή, όπως τον έριξε στην λακκούβα με το χώμα, έτσι ακριβώς θα τον βγάλει κιόλας. Αν τον αγαπάει, αν θέλει να τον διατηρήσει στην ζωή, αν κρίνει πως είναι τόσο ποιοτικός στην ψυχή και την καρδιά για να δικαιούται κάτι τέτοιο.
Πέρα του λογικού θρίλερ, που για ενενήντα λεπτά καταφέρνει να σε κρατήσει σε εγρήγορση, διατηρώντας ψηλά τα επίπεδα της αγωνίας για το αν θα τα καταφέρει ή όχι ο εγκλωβισμένος, το Detour με την πάροδο του χρόνου επιχειρεί και την ψυχανάλυση ενός ατόμου φιλόδοξου, ολοζώντανου πνευματικά και δραστήριου, που από την μια στιγμή στην άλλη χάνει την ελευθερία του και ίσως και την ίδια του την ζωή. Μέσα από τα κλιπς που ο ίδιος καταγράφει στην κάμερα - μάρτυρα του τηλεφώνου του, παρακολουθούμε αυτή την σταδιακή μετάλλαξη ενός απόλυτου και αυταρχικού χαρακτήρα, σε ένα ον πολύ ηρεμότερο, πράο, όχι τόσο τεχνοκρατικό και ορθολογικό, που αντιμετωπίζει τώρα που βρίσκεται τετ α τετ με τον θάνατο, από μια εντελώς άλλη σκοπιά τις χαρές της ζωής, για τις οποίες μέχρι προ ολίγων λεπτών αδιαφορούσε. Η συμβίωση, ο γάμος, η έλευση στον κόσμο του παιδιού του. Η δική του ύπαρξη, αν και αφετηρία αυτής της μεταστροφής, περνά σε δεύτερο πλάνο, με τον δύσμοιρο Τζάκσον να προσπαθεί στον χρόνο που του απομένει να γίνει πιο ενάρετος, βιώνοντας έστω και εκ του μακρόθεν όλα όσα δεν πρόκειται ποτέ να ζήσει από κοντά. Ή μήπως όχι?
Για πες: Σχολή θρίλερς δημιούργησε η καταπληκτική ταινία του Rodrigo Cortes, Buried, όχι τόσο διότι τα βήματα της ακολουθούν βήμα προς βήμα κλώνοι όπως ο παρόντας, αλλά γιατί με το άσχημο φινάλε της, σε καμία περίπτωση δεν προϋποθέτει την χάπι εντ εξέλιξη, που πιθανόν θα γκρεμίσει το δεδομένο σασπένς. Με ενδιαφέρουσες σκηνοθετικές ιδέες ο σκηνοθέτης Dickerson, παίζει αγχωμένος στο πως θα κινήσει την κάμερα μέσα στα λίγα τετραγωνικά της καμπίνας του τζιπ, χάνοντας όμως αρκετή από την κλειστοφοβική του δράση, βγαίνοντας πολλές φορές μέσω αναμνήσεων, ονείρων ή αποθηκευμένων βίντεο από την κάσα, δίνοντας μη ζητούμενες ανάσες στον εξαιρετικά αληθινό πρωταγωνιστή του (o γνωστός από το Lost, Neil Hopkins). Κι εκεί ακριβώς είναι η μεγάλη διαφορά ποιότητας με τον Θαμμένο, που παρέμεινε σε όλο του το εύρος κλεισμένος στο ένα επί δύο και δεν ξέφευγε - όπως εδώ - από την νεκρική παγίδα, έστω και τεχνηέντως κάθε τρεις και λίγο...
Τρία άδεια μισόλιτρα Κορπή (ή της μάρκας τέλοσπάντων που τα σποτάκια φροντίζει στην εργασία του τον τελευταίο καιρό), μια μισοφουσκωμένη ρεζέρβα, ένας γρύλος, μια κλειδαριά ασφαλείας, ένα σελοτέιπ, ένας φακός και μια σκηνή. Αυτό είναι όλο κι όλο το βιος του Τζάκσον και με αυτό πρέπει να σκαρφιστεί την απόδραση από τον τάφο. Χρειάζεται πολλή τύχη πάντως, πρώτα για να διατηρήσει το ηθικό του ακμαίο και ύστερα για να μην αφεθεί μοιρολατρικά στο δεινό που τον βρήκε και αποχαιρετίσει με αυτό τον αναπάντεχο τρόπο - και τόσο νωρίς - τα εγκόσμια. Όπως απαιτείται και βοήθεια από μια ύψιστη δύναμη, που τι στην ευχή, όπως τον έριξε στην λακκούβα με το χώμα, έτσι ακριβώς θα τον βγάλει κιόλας. Αν τον αγαπάει, αν θέλει να τον διατηρήσει στην ζωή, αν κρίνει πως είναι τόσο ποιοτικός στην ψυχή και την καρδιά για να δικαιούται κάτι τέτοιο.
Πέρα του λογικού θρίλερ, που για ενενήντα λεπτά καταφέρνει να σε κρατήσει σε εγρήγορση, διατηρώντας ψηλά τα επίπεδα της αγωνίας για το αν θα τα καταφέρει ή όχι ο εγκλωβισμένος, το Detour με την πάροδο του χρόνου επιχειρεί και την ψυχανάλυση ενός ατόμου φιλόδοξου, ολοζώντανου πνευματικά και δραστήριου, που από την μια στιγμή στην άλλη χάνει την ελευθερία του και ίσως και την ίδια του την ζωή. Μέσα από τα κλιπς που ο ίδιος καταγράφει στην κάμερα - μάρτυρα του τηλεφώνου του, παρακολουθούμε αυτή την σταδιακή μετάλλαξη ενός απόλυτου και αυταρχικού χαρακτήρα, σε ένα ον πολύ ηρεμότερο, πράο, όχι τόσο τεχνοκρατικό και ορθολογικό, που αντιμετωπίζει τώρα που βρίσκεται τετ α τετ με τον θάνατο, από μια εντελώς άλλη σκοπιά τις χαρές της ζωής, για τις οποίες μέχρι προ ολίγων λεπτών αδιαφορούσε. Η συμβίωση, ο γάμος, η έλευση στον κόσμο του παιδιού του. Η δική του ύπαρξη, αν και αφετηρία αυτής της μεταστροφής, περνά σε δεύτερο πλάνο, με τον δύσμοιρο Τζάκσον να προσπαθεί στον χρόνο που του απομένει να γίνει πιο ενάρετος, βιώνοντας έστω και εκ του μακρόθεν όλα όσα δεν πρόκειται ποτέ να ζήσει από κοντά. Ή μήπως όχι?
Για πες: Σχολή θρίλερς δημιούργησε η καταπληκτική ταινία του Rodrigo Cortes, Buried, όχι τόσο διότι τα βήματα της ακολουθούν βήμα προς βήμα κλώνοι όπως ο παρόντας, αλλά γιατί με το άσχημο φινάλε της, σε καμία περίπτωση δεν προϋποθέτει την χάπι εντ εξέλιξη, που πιθανόν θα γκρεμίσει το δεδομένο σασπένς. Με ενδιαφέρουσες σκηνοθετικές ιδέες ο σκηνοθέτης Dickerson, παίζει αγχωμένος στο πως θα κινήσει την κάμερα μέσα στα λίγα τετραγωνικά της καμπίνας του τζιπ, χάνοντας όμως αρκετή από την κλειστοφοβική του δράση, βγαίνοντας πολλές φορές μέσω αναμνήσεων, ονείρων ή αποθηκευμένων βίντεο από την κάσα, δίνοντας μη ζητούμενες ανάσες στον εξαιρετικά αληθινό πρωταγωνιστή του (o γνωστός από το Lost, Neil Hopkins). Κι εκεί ακριβώς είναι η μεγάλη διαφορά ποιότητας με τον Θαμμένο, που παρέμεινε σε όλο του το εύρος κλεισμένος στο ένα επί δύο και δεν ξέφευγε - όπως εδώ - από την νεκρική παγίδα, έστω και τεχνηέντως κάθε τρεις και λίγο...
Στις δικές μας αίθουσες? Πιθανότατα κατευθείαν στο βίντεο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική