του Tom Hooper. Με τους Hugh Jackman, Russell Crowe, Anne Hathaway, Amanda Seyfried, Sacha Baron Cohen, Helena Bonham Carter, Eddie Redmayne
Ο Αριθμός 24601
του zerVo (@moviesltd)
Το μιούζικαλ ή το λατρεύεις ή πολύ απλά δεν το αντέχεις. Και δεν αναφέρομαι στην υφή του genre όπως αυτή επικρατούσε στις χρυσές εποχές του Χόλιγουντ, όταν μία στις τρεις ταινίες είχε μουσικοχορευτικό χαρακτήρα, αλλά σε αυτή την νεότερης εποχής, που το είδος αντιπροσωπεύεται με μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού δημιουργίες κάθε χρόνο. Και μάλιστα με πλημμυρισμένες στις νότες και την μελωδία θεμάτων, που έχουν άμεση σχέση με το βαριετέ ή την ροκ όπερα - όπως οι περιπτώσεις του Rock Of Ages, του Burlesque, του Nine ή παλαιότερα του Chicago και των Dreamgirls - που δεν παραξενεύουν την ματιά, όντας συγγενικής αισθητικής, σε αντίθεση με ότι μπορεί να συμβεί με την διασκευή ενός εκ των κλασσικότερων έργων στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Γαλλία αρχές του 19ου αιώνα. Με δεκαεννέα ολόκληρα χρόνια σκληρών και βασανιστικών καταναγκαστικών έργων, πλήρωσε ο βαρυποινίτης Γιάννης Αγιάννης την απερισκεψία του να κλέψει από την βιτρίνα ενός φούρνου, ένα καρβέλι ψωμί. Αφού ξόδεψε τα νιάτα του στην φυλακή, θα αφεθεί επιτέλους ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, αναστολή που θα σπάσει ο ίδιος, καθώς θα εξαφανιστεί στην επαρχία, επιθυμώντας να ξεκινήσει καινούργια ζωή, χρησιμοποιώντας μια νέα ταυτότητα, σβήνοντας από την μνήμη τους εφιάλτες του παρελθόντος. Δήμαρχος πλέον και κύρης μιας επικερδούς επιχείρησης, πιστεύει πως έχει αφήσει πίσω του τις μαύρες ημέρες του κάτεργου, αντίθετη άποψη που διαθέτει όμως ο άτεγκτος Επιθεωρητής της Παρισινής Αστυνομίας Ιαβέρης, που εκτιμά πως η όψη του φιλεύσπλαχνου Κύριου Μαγδαληνή, του θυμίζει έντονα τον κρατούμενο 24601, που είχε κάποτε υπό την αυστηρή του επίβλεψη.
Φυσικά για τους περισσότερους, μην πω για άπαντες, η εξέλιξη του διαχρονικού έργου του Βίκτορος Ουγκώ, είναι γνώριμη, με το θρίλερ της φυγής του δραπέτη από τα νύχια της Αστυνομίας, να αναμειγνύεται με το πάθος μιας φράξιας δημοκρατών νεολαίων που ανθίστανται σθεναρά στον κρατικό φασισμό. Καθώς βρισκόμαστε ένα μόλις βήμα πριν την έκρηξη του εμφυλίου κι ενώ το νεανικό αίμα ρέει σαν ποτάμι δίπλα στις όχθες του Σηκουάνα, ο Αγιάννης μορφοποιείται σε ένα σχήμα Άγιο, ξεχωρίζοντας από την αδιαφορία του άχρωμου όχλου, που νοιάζεται μόνο για το πρόσκαιρο προσωπικό κέρδος.
Είναι κομματάκι δύσκολο, η ματιά του θεατή που έχει συνηθίσει παρελθούσες φιλμικές βερσιόν του θρυλικού έργου - με πιο αξιομνημόνευτη εκείνη με τον αξεπέραστο Jean Gabin στον κεντρικό ρόλο, στην Γαλλική ταινία του 1958 - να προσαρμοστεί άμεσα στην συμπεριφορά της εναλλακτικής εκδοχής, καθώς τις πρώτες επικές εικόνες στο καρνάγιο, ακολουθούν οι κελαηδιστές συμπεριφορές των ερμηνευτών, που απαγγέλλουν τα λόγια και τις ατάκες τους, ως ψαλμούς, τραγουδιστά. Και μάλιστα ολοζώντανα, με την συνοδεία ενός και μόνο πιάνου κατά την διάρκεια του γυρίσματος, καθώς εκείνη ήταν η βασική απαίτηση του χαρισματικού Εγγλέζου σκηνοθέτη Tom Hooper.
Καθώς περάσει αυτό το πρώτο λεπτό προσαρμογής όμως, η ματιά βυθίζεται σε μια πανδαισία χρωμάτων και έξοχης κινηματογράφησης της περιόδου, που ακολουθεί πιστά τις προσταγές του μοντέρνου σχεδιασμού παραγωγής, με τα εντέχνως δομημένα στο CGI απέραντα σκηνικά, που δημιουργούν την αίσθηση του σπουδαίου, του ξεχωριστού. Τα μουσικά θέματα παρμένα από το πρωτότυπο θεατρικό του Μπρόντγουέι - τρίτου πιο εμπορικού στην ιστορία, όσο κι αν αυτό φαντάζει παράταιρο - μοιράζονται στους χαρακτήρες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε πλάνο πλάνο να κτιστεί η ίντριγκα, μέχρι να οδηγηθούμε στο εξιλεωτικό φινάλε.
Και πραγματικά το έργο των πρωταγωνιστών, εδώ έχει διπλή αξία, εφόσον καλούνται να αναδείξουν ταλέντο παραπάνω του υποκριτικού. Στην βασική κόντρα, Αγιάννης και Ιαβέρης, τα πρόσωπα που μοιράζονται και τον περισσότερο χρόνο από τα 150 λεπτά της διάρκειας, αποδίδονται αριστοτεχνικά από τους Αυστραλέζους Hugh Jackman (γνωστό ότι το έχει) και Russell Crowe (κάποτε lead singer ροκ μπάντας στην πατρίδα του). Εκεί που οι ανατριχίλες αγκαλιάζουν την πλατεία όμως είναι η στιγμή που η Anne Hathaway, προσφέρει την πεντάλεπτη ερμηνεία της καριέρας της - εκτιμώ δύσκολα θα την ξεπεράσει κιόλας - ψάλλοντας αγγελικά το I Dreamed A Dream. Μια σεκάνς ανθολογίου, που από μόνη της, πανάξια τοποθετεί τους Les Miserables στις κορυφαίες στιγμές του είδους.
Για πες: Αν θα έπρεπε κάπου να εντοπίσω αρνητικό στοιχείο, είναι που στην απόπειρα απόδοσης της μιούζικαλ συλλογιστικής, τα πολιτικοκοινωνικά μηνύματα, περνούν σε δεύτερη μοίρα και το ορίτζιναλ πόνημα χάνει κάπου τον αρχικό του σκοπό. Πιθανολογώ και λόγω αδυναμίας του νεαρότατου καστ, να σταθεί αντάξιο στις απαιτήσεις του δεύτερου μέρους. Εντούτοις όμως, για εκείνον που δεν θα του πάρει παραπάνω από δυο τρεις στιγμές, να αποδεχτεί την πρόκληση των νέων Αθλίων, είναι σχεδόν βέβαιο, πως θα τους απολαύσει μαγεμένος, μέχρι να πέσουν οι συγκινητικά φορτισμένοι, κάτω από το τίναγμα της τρικολόρ παντιέρας, τίτλοι τέλους...
Φυσικά για τους περισσότερους, μην πω για άπαντες, η εξέλιξη του διαχρονικού έργου του Βίκτορος Ουγκώ, είναι γνώριμη, με το θρίλερ της φυγής του δραπέτη από τα νύχια της Αστυνομίας, να αναμειγνύεται με το πάθος μιας φράξιας δημοκρατών νεολαίων που ανθίστανται σθεναρά στον κρατικό φασισμό. Καθώς βρισκόμαστε ένα μόλις βήμα πριν την έκρηξη του εμφυλίου κι ενώ το νεανικό αίμα ρέει σαν ποτάμι δίπλα στις όχθες του Σηκουάνα, ο Αγιάννης μορφοποιείται σε ένα σχήμα Άγιο, ξεχωρίζοντας από την αδιαφορία του άχρωμου όχλου, που νοιάζεται μόνο για το πρόσκαιρο προσωπικό κέρδος.
Είναι κομματάκι δύσκολο, η ματιά του θεατή που έχει συνηθίσει παρελθούσες φιλμικές βερσιόν του θρυλικού έργου - με πιο αξιομνημόνευτη εκείνη με τον αξεπέραστο Jean Gabin στον κεντρικό ρόλο, στην Γαλλική ταινία του 1958 - να προσαρμοστεί άμεσα στην συμπεριφορά της εναλλακτικής εκδοχής, καθώς τις πρώτες επικές εικόνες στο καρνάγιο, ακολουθούν οι κελαηδιστές συμπεριφορές των ερμηνευτών, που απαγγέλλουν τα λόγια και τις ατάκες τους, ως ψαλμούς, τραγουδιστά. Και μάλιστα ολοζώντανα, με την συνοδεία ενός και μόνο πιάνου κατά την διάρκεια του γυρίσματος, καθώς εκείνη ήταν η βασική απαίτηση του χαρισματικού Εγγλέζου σκηνοθέτη Tom Hooper.
Καθώς περάσει αυτό το πρώτο λεπτό προσαρμογής όμως, η ματιά βυθίζεται σε μια πανδαισία χρωμάτων και έξοχης κινηματογράφησης της περιόδου, που ακολουθεί πιστά τις προσταγές του μοντέρνου σχεδιασμού παραγωγής, με τα εντέχνως δομημένα στο CGI απέραντα σκηνικά, που δημιουργούν την αίσθηση του σπουδαίου, του ξεχωριστού. Τα μουσικά θέματα παρμένα από το πρωτότυπο θεατρικό του Μπρόντγουέι - τρίτου πιο εμπορικού στην ιστορία, όσο κι αν αυτό φαντάζει παράταιρο - μοιράζονται στους χαρακτήρες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε πλάνο πλάνο να κτιστεί η ίντριγκα, μέχρι να οδηγηθούμε στο εξιλεωτικό φινάλε.
Και πραγματικά το έργο των πρωταγωνιστών, εδώ έχει διπλή αξία, εφόσον καλούνται να αναδείξουν ταλέντο παραπάνω του υποκριτικού. Στην βασική κόντρα, Αγιάννης και Ιαβέρης, τα πρόσωπα που μοιράζονται και τον περισσότερο χρόνο από τα 150 λεπτά της διάρκειας, αποδίδονται αριστοτεχνικά από τους Αυστραλέζους Hugh Jackman (γνωστό ότι το έχει) και Russell Crowe (κάποτε lead singer ροκ μπάντας στην πατρίδα του). Εκεί που οι ανατριχίλες αγκαλιάζουν την πλατεία όμως είναι η στιγμή που η Anne Hathaway, προσφέρει την πεντάλεπτη ερμηνεία της καριέρας της - εκτιμώ δύσκολα θα την ξεπεράσει κιόλας - ψάλλοντας αγγελικά το I Dreamed A Dream. Μια σεκάνς ανθολογίου, που από μόνη της, πανάξια τοποθετεί τους Les Miserables στις κορυφαίες στιγμές του είδους.
Για πες: Αν θα έπρεπε κάπου να εντοπίσω αρνητικό στοιχείο, είναι που στην απόπειρα απόδοσης της μιούζικαλ συλλογιστικής, τα πολιτικοκοινωνικά μηνύματα, περνούν σε δεύτερη μοίρα και το ορίτζιναλ πόνημα χάνει κάπου τον αρχικό του σκοπό. Πιθανολογώ και λόγω αδυναμίας του νεαρότατου καστ, να σταθεί αντάξιο στις απαιτήσεις του δεύτερου μέρους. Εντούτοις όμως, για εκείνον που δεν θα του πάρει παραπάνω από δυο τρεις στιγμές, να αποδεχτεί την πρόκληση των νέων Αθλίων, είναι σχεδόν βέβαιο, πως θα τους απολαύσει μαγεμένος, μέχρι να πέσουν οι συγκινητικά φορτισμένοι, κάτω από το τίναγμα της τρικολόρ παντιέρας, τίτλοι τέλους...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 14 Φεβρουαρίου 2013 από την UIP
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική