Ο Μαύρος Κύκνος

του Darren Aronofsky. Με τους Natalie Portman, Mila Kunis, Vincent Cassel


Darren...Tchaikovsky
του zerVo
Εκ πρώτης όψεως η σύγκριση ενός σταδίου κατάμεστου από όχλο φανατισμένο και διψασμένο για να παρακολουθήσει ένα ματς επαγγελματικής πάλης, με πρωταγωνιστές τις λαβές τανάλιες, τα τσακισμένα πλευρά και τα ματωμένα δόντια κι ενός μεγάρου τεχνών, που το καλοντυμένο κι ευπρεπές κοινό, προσέρχεται πνευματικά προετοιμασμένο πως θα απολαύσει μια άρτια καλλιτεχνικά παραγωγή, μοιάζει άνιση. Ίσως και άδικη προς την δεύτερη περίπτωση, που δεδομένα αποκαλείται ψυχαγωγία, εν αντιθέσει με την πρώτη, που ορίζεται ως ένα φτηνό, προκάτ θέαμα, για χαμηλής διανόησης μυαλά. Τι συμβαίνει όμως με τους πρωταγωνιστές του θεάματος, εκείνους που δίνουν και την ζωή τους προς τέρψη αυτού που πλήρωσε το εισιτήριο? Πόσο πιο ντελικάτο είναι το πάθος του χορευτή, σε κόντρα με εκείνο του βρομερού ξανθομάλλη κατσέρ? Ο Aronofsky, υποστηρίζει διόλου, το αντίθετο μάλιστα και μάλλον πρέπει να έχει δίκιο...

Όνειρο ζωής αποτελεί για την φιλόδοξη και ταλαντούχα Νίνα, ο πρωταγωνιστικός ρόλος στην παράσταση της Λίμνης των Κύκνων, που θα ανεβάσει η Λυρική της Νέας Υόρκης. Η οντισιόν θα είναι επιτυχής και η χαρισματική μπαλαρίνα, θα κερδίσει ανέλπιστα το χρίσμα. Οι μακροσκελείς πρόβες, που απαιτούν απόλυτη ακρίβεια και αυτοσυγκέντρωση, θα αρχίσουν να ζορίζουν τον ψυχικό κόσμο της ενζενί. Το άγχος για την όσο το δυνατόν αρτιότερη ερμηνεία του διπλού ρόλου, του κουκλίστικου λευκού και του άγριου μαύρου κύκνου, η καταπίεση της αυταρχικής μάνας, οι μυστηριώδεις κατευθύνσεις του χορογράφου αλλά και η αγωνία μην τυχόν και υποπέσει σε λάθη, γεγονός που θα σημάνει την άμεση αντικατάσταση της, θα διαλύσουν την αυτοκυριαρχία της χορεύτριας, ώστε με σταθερούς ρυθμούς να αρχίσει να μεταλλάσσεται, από συνεσταλμένη κοπελίτσα, σε ένα εκδηλωτικό αγρίμι.

Είναι ιδιαίτερα γοητευτική η τεχνοτροπία που χρησιμοποιεί ο αναγνωρισμένος δημιουργός, για να συνδυάσει το ανθρωποκεντρικό μελό με την ποίηση και την ακραία σεξουαλική έκφραση με το εικαστικό άριστα. Καταφέρνοντας να ισορροπήσει μέχρι τέλους, πάνω σε ένα λεπτότατο σκοινί, δίχως να πέσει στην limbo είτε της μπαλαφάρας είτε της αστειότητας. Την διαθέτει αυτή την ικανότητα ο Aronofsky, να περιστρέφει γύρω από μια τεχνητή δίνη, χαρακτήρες απλούς και καθημερινούς και το έχει αποδείξει από τα πρώτα του βήματα. Απλώς από την εποχή του Requiem For A Dream, με τις παραγωγές να γίνονται ολοένα και ακριβότερες, δίνει σημασία και στο πολύχρωμο περιτύλιγμα που προσφέρει το paranoid story του.

Για να ολοκληρώσει το σχέδιο του ο Νεοϋορκέζος, χρησιμοποιεί το συναίσθημα, περνώντας το με την θεωρία των συγκοινωνούντων δοχείων, από την σε εξελισσόμενο τρανσφορμάρισμα πιτσιρίκα, στο μυαλό του θεατή, που υποχρεωτικά πρέπει να δουλέψει ακατάπαυστα για να λειτουργήσει ως δέκτης. Τα ερεθίσματα που δέχεται το υποκείμενο είναι διαρκή και επαναλαμβανόμενα, από τον γονιό, από τον μέντορα, από την αναπληρωματικιά. Η συνέπεια δισυπόστατη και μπορείς να την αποκωδικοποιήσεις με όποιον τρόπο θέλεις. Άλλωστε σε έχει μάθει ο Darren σε αυτή την λογική. Μεταμόρφωση ή νευρικός κλονισμός? Τα κοιτάζεις και τα δύο και σκέφτεσαι, πόσο πιο επώδυνο είναι το δεύτερο. Ρωτάς όμως και εκείνον που το βιώνει?

Για πες: Πάντοτε το κάστινγκ αποτελούσε το δυνατό χαρτί του Aronofsky, αλλά εδώ στην επιλογή αυτού που θα αποδώσει τον βασικό του χαρακτήρα, κτυπά διάνα. Η Portman, που δεν πέτυχε να εξαργυρώσει την έκπληξη του Leon, ούτε στα πρίκουελ του Star Wars, ούτε με την θυσία της κώμης της στο V, ως αέρινη χορεύτρια αναδεικνύει ολόκληρο το εύρος του ταλέντου της, αποτυπώνοντας όλες τις δυνατές συμπεριφορές, στο κουκλίστικο πρόσωπο της. Με λίγα λόγια μαγευτική, παραμυθένια και πολυδιάστατη, ώστε πάνω στις κυκνίσιες καμπύλες της, να κτίσει ο δεξιοτέχνης auteur την ευφυέστατη σονάτα του Black Swan.






Στις δικές μας αίθουσες, 27 Ιανουαρίου 2011 από την Odeon


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική