του Clint Eastwood. Με τον Clint. Αρκεί...
Αγιος...
του zerVo
Η αναγωγή της υπόθεσης στην εγχώρια πραγματικότητα μάλλον κρίνεται ως άτοπη. Ογδοντάρης, ποτισμένος μέχρι το μεδούλι από άκρατο εθνικισμό, ψηφοφόρος του ΛΑΟΣ, που μεγάλωσε με το συνήθειο να κρεμά καθημερινά στο μπαλκόνι της Φιλολάου την γαλανόλευκη, έχοντας ζήσει με υπερηφάνεια την ένδοξη περίοδο της επταετίας, είναι πλέον ο μοναδικός έλληνας της παλιάς γειτονιάς. Χωρίς την άρτι αποβιώσασα φουκαριάρα σύζυγο του για να ξεσπά, είναι περικυκλωμένος από ένα χαρτοπόλεμο από αλλοεθνείς (sic), που εισβάλλουν χωρίς την παραμικρή πρόσκληση στην ζωή του, διαλύοντας την νηνεμία του, αλλά μετά από μικρή περίοδο συμβίωσης μαζί τους θα δώσει ακόμη και την ψυχή τους για εκείνους... Μπα, η αριστοτέλεια κουλτούρα μας κάτι τέτοιο ούτε που το φαντάζεται...
Αντίθετα στο αμέρικα, εκεί που όπως και να έχει κάποιος, είτε ο ίδιος είτε ο πέμπτης γενιάς πρόγονος του, υπήρξε οικονομικός μετανάστης μπορεί να φανταστεί πως κάποια στιγμή μπορεί να γίνει φίλος κι αδερφός με τον σκουρόχρωμο οικονομικό πρόσφυγα από το Μέχικο, την Κούβα ή το Πουέρτο Ρίκο... Όπως ο γέρο-Κοβάλσκι του Gran Torino, που μπορεί στις πρώτες εικόνες να μοιάζει άφιλος, αφιλόξενος και απόμακρος, στους γειτόνους, που του έχουν κάνει τα νεύρα συρματόσκοινα, τσιγαρίζοντας ολημερίς κρεμμύδια, σπάζοντας του την μύτη. Παρόλα αυτά όμως μέσα του τον τρώει. Ρε λες αυτά που τρώνε οι διπλανοί μου ασιάτες να έχουν έστω και λίγη νοστιμιά? Λες να τους προσεγγίσω κάποια στιγμή? Άσε καλύτερα. Είναι κι εκείνο το καθυστερημένο κωλόπαιδό τους που λιγουρεύεται με την συμμορία του να μου αρπάξει την καλογυαλισμένη μου τετράτροχη αντίκα...
Μετά από τον αριστουργηματικό τρόπο που επέλεξε για να απεικονίσει μια από τις ενδοξότερες στιγμές της αμερικάνικης ιστορίας, δείχνοντας από την μεριά των γιαπωνέζων τον θρίαμβο της Ίβο Τζίμα, ο Clint Eastwood, σε μια από τις καλύτερες δημιουργικά και ερμηνευτικά στιγμές της απίστευτης και μοναδικής καριέρας του, ρισκάρει πάνω σε ένα πολυθεματικό ταμπλό. Έχοντας την εμπειρία με το μέρος του όμως, δεν χάνει ούτε στιγμή τον δρόμο του, ούτε όταν κοντράρεται με τις αρχές τις μόνιμα χαμογελαστής εκκλησίας, ούτε όταν τα βάζει με τις κακές συνήθειες της αποκλίνουσας νεολαίας, ούτε καν όταν κοιτάζει μέσα στις ψυχές των άμοιρων λαθρομεταναστών, που αναζητούν στην πατρίδα του – όπως είχαν αναζητήσει και οι παππούδες του κάποτε, άσχετα αν το έχει ψιλολησμονήσει – ένα καλύτερο αύριο...
Για πες: Μέσα από μια δύωρη διαδρομή, όπου ο Eastwood δεν ζητά την βοήθεια κανενός γνώριμου σταρ, κατορθώνει ολομόναχος να προσφέρει ένα διαμαντάκι ψυχικής αναζήτησης και προβληματισμού για ότι ξημερώνει. Η αγιοποίηση του φινάλε αφορά το ύγιως σκεπτόμενο κομμάτι της σημερινής κοινωνίας και ελάχιστα τον μπάρμπα Παγκρατιώτη, που ότι και να γίνει δεν αλλάζει μυαλά με τίποτα.
Αντίθετα στο αμέρικα, εκεί που όπως και να έχει κάποιος, είτε ο ίδιος είτε ο πέμπτης γενιάς πρόγονος του, υπήρξε οικονομικός μετανάστης μπορεί να φανταστεί πως κάποια στιγμή μπορεί να γίνει φίλος κι αδερφός με τον σκουρόχρωμο οικονομικό πρόσφυγα από το Μέχικο, την Κούβα ή το Πουέρτο Ρίκο... Όπως ο γέρο-Κοβάλσκι του Gran Torino, που μπορεί στις πρώτες εικόνες να μοιάζει άφιλος, αφιλόξενος και απόμακρος, στους γειτόνους, που του έχουν κάνει τα νεύρα συρματόσκοινα, τσιγαρίζοντας ολημερίς κρεμμύδια, σπάζοντας του την μύτη. Παρόλα αυτά όμως μέσα του τον τρώει. Ρε λες αυτά που τρώνε οι διπλανοί μου ασιάτες να έχουν έστω και λίγη νοστιμιά? Λες να τους προσεγγίσω κάποια στιγμή? Άσε καλύτερα. Είναι κι εκείνο το καθυστερημένο κωλόπαιδό τους που λιγουρεύεται με την συμμορία του να μου αρπάξει την καλογυαλισμένη μου τετράτροχη αντίκα...
Μετά από τον αριστουργηματικό τρόπο που επέλεξε για να απεικονίσει μια από τις ενδοξότερες στιγμές της αμερικάνικης ιστορίας, δείχνοντας από την μεριά των γιαπωνέζων τον θρίαμβο της Ίβο Τζίμα, ο Clint Eastwood, σε μια από τις καλύτερες δημιουργικά και ερμηνευτικά στιγμές της απίστευτης και μοναδικής καριέρας του, ρισκάρει πάνω σε ένα πολυθεματικό ταμπλό. Έχοντας την εμπειρία με το μέρος του όμως, δεν χάνει ούτε στιγμή τον δρόμο του, ούτε όταν κοντράρεται με τις αρχές τις μόνιμα χαμογελαστής εκκλησίας, ούτε όταν τα βάζει με τις κακές συνήθειες της αποκλίνουσας νεολαίας, ούτε καν όταν κοιτάζει μέσα στις ψυχές των άμοιρων λαθρομεταναστών, που αναζητούν στην πατρίδα του – όπως είχαν αναζητήσει και οι παππούδες του κάποτε, άσχετα αν το έχει ψιλολησμονήσει – ένα καλύτερο αύριο...
Για πες: Μέσα από μια δύωρη διαδρομή, όπου ο Eastwood δεν ζητά την βοήθεια κανενός γνώριμου σταρ, κατορθώνει ολομόναχος να προσφέρει ένα διαμαντάκι ψυχικής αναζήτησης και προβληματισμού για ότι ξημερώνει. Η αγιοποίηση του φινάλε αφορά το ύγιως σκεπτόμενο κομμάτι της σημερινής κοινωνίας και ελάχιστα τον μπάρμπα Παγκρατιώτη, που ότι και να γίνει δεν αλλάζει μυαλά με τίποτα.
Στις αίθουσες 19 Φλεβάρη από την Village
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική